Το παραμύθι της Θράκης
«Ι βασιλάς μι ‘ς τρεις ‘ς θυγατέρις»,
στο βορειοθρακιώτικο ιδίωμα…
Ν΄άφρα κ΄ έναν γκιρό ήταν
ένας βασ΄ιλ΄άς κ’ είχιν τρεις θυγατέρις.
Του βασ΄ιλ΄ά τουν γκάλ΄ισαν
να πάει στου στρατό. Κάθιταν βγαριαζµένους. Πέρασ΄ιν η τραν΄ή η θυγατέρα τ’.
«Πατέρα, τι πουλ΄ύ βγαριαζµένου σ΄ι γλ΄έπου;». «Ε, κι να σ΄ι πού», λ΄έει, «δεµ
µπουρείς να µι βουηθήεις». «Πέ µι, πατέρα. Μπουρεί να σ΄ι βουηθήσου».
«Νά, µι κάλ΄ισαν να πάου στου
στρατό». «Α, αυτό ήταν κι βγαριάειζ; Ιγώ θάρσα βγαριάειζ πώς δα µι πάρς
παπούτσ΄α». Πέρασ΄ιν κ’ η µισ΄ά η θυγατέρα. «Πατέρα, τι πουλ΄ύ βγαριαζµένους
είσ΄ι;». «Α, είπα ’ν ντρανή, πρόκουψα, να µη πού κι σ΄ένα».
«Πέ µι», λ΄έει, «πέ µι κι
µένα». «Να, µι κάλ΄ισαν να πάου στου στρατό κι βγαριάζου πώς δα πάου». «Α, ιγώ
θάρσα βγαριάειζ πώς δα µι πάρς σ΄ιντούκ΄».
Πέρασ΄ιν κ’ η ντίπ η µικρή.
«Πατέρα, τι πουλ΄ύ βγαριαζµένους είσ΄ι; ∆ε µι λ΄ές κι µένα;». «Α, είπα ’ς
άλλ΄ις ’ζ δυο κι πρόκουψα, να µη πού κι σ΄ένα». «Πέ µι, πέ µι! Ιγώ µπουρεί να
σ΄ι βουηθήσου».
«∆εµ µπουρείς». «Πέ µι, σ΄ι
λ΄έου, πέ µι, πατέρα». «Νά, µι κάλ΄ισαν να πάου στου στρατό». «Ιαταύτου
σταναχουριέσ΄ι, πατέρα; ∆α πάου ιγώ ια τ’ ισ΄ένα».
«Ιιι!... Πώς δα πάς ισ΄ύ;
Ισ΄ύ είσ΄ι κουρτσούδ΄!». «∆α πάου ιγώ. ∆α µι πάρς αντρίτκα ζντράν΄α, αντρίτκου
ζνάρ΄, α µι πάρς έναν παλ΄ούδ΄ κι ν΄α καβάλα κι δα πάο ιγώ.
∆α µι πάρς κ΄’ ένα άλγου». ’Μ
µπήριν έναν ψαρή ι βασ΄ιλ΄άς, ’µ µπήριν ζντράν΄α αντρίτκα, ζνάρ΄ αντρίτκου, ’µ
µπήριν κι ν΄α καβάλα κ΄’ έναν παλ΄ούδ΄ κι πάει στου στρατό ντµέν΄ νό άντρας.
«Ήρθιν», είπαν ’ντά τ’ν είιδαν οι άλλ΄, «ντ’
βασ΄ιλ΄ά του πιδί να
υπηριτήσ΄ ια ταύτουν». «Μα ι βασ΄ιλ΄άς», λ΄έει ένας τρανός,«δεν είχιν πιδί. Πώς
δα έν΄, λ΄έει , να µάθουµι να µη είν΄ι κάνα κουρίτσ΄». Λ΄έει ντίπ ι τρανός απού
του στρατό: «Κάτσ΄ιτι, δ’ απκάσουµι τώρα. ∆α πέσουµι να κοιµθούµι, αυτή άµα
είν΄ι κουρίτσ΄, ικεί που δα κοιµάτι τα χουρταρούδια δανά ’ν΄ µαραγκ΄αζµένα.
’Κεί που δα κοιµάσ΄τι ισ΄είς δανά ’ν΄ι τρυφιρά τα χουρταρούδια». Έπισαν του
βράδ΄.
Αυτή όλ΄ν΄ύχτα είχιν τουµ
µπαλ΄ούδ΄ γκβαούσ΄ιν ν΄ιρό µι τα φτιά, δρόισ΄ιν τα χουρταρούδια, σ΄κώθκαν
σαµπάλ΄α, τα χουρταρούδια ούλα πρόθµα.
«Μπα», λ΄έει, «δεν΄ είν΄ι.
Τώρα δα φκ΄άσουµι άου µαιτάπ΄.
∆α βάµι ’κει ιά τσ΄άνας ρόκις
κι φϊόρις. Αυτή άµα είν΄ι άντρας δα σαλτστεί να πάρ΄τ’ φϊόρα κι δα χιρίσ΄ να
ουαλ΄εί.
Άµα είν΄ι υν΄αίκα, δα πάρ΄ τ’
ρόκα κι δα χιρίσ΄ να γν΄έθ΄».
Αράδιασαν ’ς φϊόρις κι ’ς
ρόκις, σαλντίσ΄κιν η θυγατέρα ντ’ βασ΄ιλ΄ά, πήριν ’ν γκαβάλα κι χίρσ΄ιν να
ουαλ΄εί τραγούδια. «Μπα», λ΄έει, «ούτι κι αυτό. ∆ε µπόρσαµι ν’ απκάσουµι τι
είν΄ι. Τώρα δα φκ΄άσουµι κόµα ν΄ά µάκινα» είπιν ι τρανός.
«Τι δα φκ΄άσουµι;». «∆α πάτι
να κατουρήσ΄τι ούλ΄. Αυτή, άµα είν΄ι υν΄αίκα, δα κάτσ΄ να κατουρήσ΄ κι άµα
είν΄ι άντρας δα κατουρήσ΄ ουρθός κι δα πάει µακρά του κατούρµα».
Πααίν να κατουρήσν, κώθ΄ αυτή
απού µιρεά κι βάν΄ ένα µασούρ΄ κι ’ς απέρασ΄ιν ούλ΄ στου κατούρµα.
«Μπα», λ΄έει, «πού του βρήκιν
ι βασ΄ιλ΄άς του
πιδί;». Υπηρέτσ΄ιν ένα
χρόνου, ήρθιν ι κιρός ν’ απουλθεί. Αν΄ιβαίν΄ ψηουά στ’ άλγου η θυγατέρα ντ’
βασ΄ιλ΄ά, παίρν΄ τουµ µπαλιούδ΄ σν αγκαλ΄ά, βγάν΄ του βζ΄ί τς απ’ όξου, πατεί
ν΄ά βίτσα τ’ άλγου κι ’ς λ΄έει: «Κουράσ΄ου ήρθα, κουράσ΄ου φεύγου».
Κι υπηρέτσ΄ιν ια τουµ µπατέρα
τς κι ύρσ΄ιν σ΄πίτ΄.
Ι πατέραιτζ που ’ν
γκαιτιρούσ΄ιν ούλου του χρόνου τν αγκάλ΄ασ΄ιν κι τ’ φίλσ΄ιν. «∆ε σ΄’ είπα ’γώ,
πατέρα, ότι δα υπηριτήσου ια τ’ ισ΄ένα;». «Μπράβου σ’, θυγατέρα» τ’ λ΄έει.
Κι ζούσαν αυτοί καουά κι µείς
καλ΄ύτιρα...
ΠΗΓΗ: Κυράτσα Γιαντσίδου-Γκουγκούδη στο «Γλωσσικό ιδίωμα των Μοναστηριωτών» του Π. Αλμπανούδη. Για την καταγραφή: Αλ. Καραδέδος, 17.2.2020 / ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 18.2.2020.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΘΡΑΚΗ, ΕΔΩ.
ΛΕΞΕΙΣ: παραμυθι της Θρακης, Θρακη, βασιλιας, θυγατερα, βορειοθρακιωτικο ιδιωμα, γλωσσικο ιδιωμα Θρακης, Κυρατσα Γιαντσιδου Γκουγκουδη , Γλωσσικο ιδιωμα Μοναστηριωτων, Μοναστηρι, Αλμπανουδης, γλωσσικο ιδιωμα βορειας Θρακης, Ανατολικη Ρωμυλια
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook