(*) Κρημμόριο ή κρεμμόριο ή κρεμόριο:
Πρόκειται για το τρυγικό οξύ, προϊόν του τρύγου. Φυσικό συστατικό που το
έπαιρναν από το κατακάθι του κρασιού (> κρεμοτάρταρο ή crème de tarte).
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ, ΕΔΩ.
ΛΕΞΕΙΣ: συννεφιασμένο κεικ, ζαχαρη, γαλα, αυγο, κροκκος, κροκος, ραφινε, βουτυρο, αλεύρι, σοδα, κρημμοριο, λεμονι, ασπραδι, μαρεγκα, κρεμοριο, τρυγικο οξυ, κατακαθι κρασιου, κρασι, κρεμοταρταρο, κρεμα
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook