Ο
ΒΟΣΚΟΣ
ΚΑΙ Η ΙΕΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ
ΕΙΔΥΛΛΙΟ
ΣΤΟΝ ΕΛΙΚΩΝΑ
Η Μυθολογία στον τόπο που ζούμε
Του ΜΕΓΑ ΚΟΝΙΤΣΑ
Εκεί σε μια όμορφη πλαγιά του Ελικώνα, ζούσε τον παληό καιρό ένας
γιδοβοσκός. Γύρω το τοπίο ήτανε μαγευτικό και οι καμπίσιες μεσαριές απλωνόντουσαν
ανάμεσα στα μεγάλα ελάτια σαν τεράστια σεντόνια κεντημένα με χίλια χρώματα και
που στολίδια τους ακριβά ήταν οι ανθισμένες λυγαριές και τα μοσχομύριστα
γιασεμιά. Στην απέναντι πλαγιά βρισκόταν ο ναός της Άρτεμης που οι ιέρειές της,
όλες κοπέλλες παρθένες, ζούσανε πάντα μοναχές. Ποτές τους ο τρελλός Βάκχος κι ο
Πάνας δεν μπόρεσαν να τες επισκεφθούνε γιατί η ξανθειά Άρτεμις, η κυνηγήτρα,
τις φύλαγε καλά. Βγαίνανε μοναχά και πηγαίνανε στην πηγή για να πάρουν από το κρυσταλλένιο
της νερό, πούτρεχε γοργά κι’ εξαφανιζότανε στο μεγάλο πυκνοθαμνομένο φαράγγι με
τα μεγάλα βράχια μουρμουρίζοντας θείες μελωδίες και γλυκά τραγούδια.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης:
Μια από αυτές τις όμορφες ιέρειες είδεν ο γιδοβοσκός, το γερό παλληκάρι
του θρυλικού βουνού του Ελικώνα και την αγάπησε. Την είδε μαζύ με τις άλλες ιέρειες
ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι, καθώς πήγαινε να ποτίση τα γίδια του στην ίδια
πηγή που πέρνανε νερό κι’ αυτές. Μόλις τον είδανε, έφυγαν όλες τρομαγμένες σαν πεταλούδες
που μόλις τες πλησιάζεις πετούν μακρυά από το λουλούδι που του πίνουν το χυμό. Έβγαζαν
κάτι φωνίτσες που μοιάζανε σαν να κελαηδούσανε πουλάκια κι’ έτρεχαν
τρομαγμένες. Δυο - τρεις από δαύτες άργησαν να φύγουν κι’ έμειναν πίσω από τις
άλλες. Ο βοσκός είδε τη τελευταία. Το λεπτό φόρεμα που φορούσε, τα μικρά άσπρα
ποδαράκια της και τα ξανθά μαλλιά της που τ’ αντίκρυσε σαν όνειρο τη στιγμή που
έφευγε, του έκαψαν τη καρδιά. Αυτός ήταν αγνός, παιδί του βουνού, και δεν είχε
νοιώσει ακόμα τη καρδιά του να χτυπάη στο αντίκρυσμα μιας κόρης. Πρώτη φορά έμοιαζε
να την τρυπούν τα βέλη που ρίχνουν οι ματιές μιας κοπέλλας.
Την άλλη μέρα καθώς έπαιζε τη φλογέρα του έννοιωσε ένα παράξενο αίσθημα
να τον πλημμυράει· έπαιζε κάτι κομμάτια λυπητερά
πούμοιαζαν σαν κλάμμα, σαν θρήνος, σαν βογγητό. Έβλεπε η ψυχή του εμπρός της
την όμορφη ιέρεια σε μια στάσι σαν να τούλεγε «Έλα κοντά μου, έλα να φύγουμε
μαζύ».
Το γλυκό αυτό δράμα τού μαλάκωνε το πόνο και η γλυκεία φωνή της φλογέρας
ανακατωμένη με το μουρμούρισμα των κλαδιών των ελατιών και τον αχό από τον αγέρα,
γαλήνεψε την τρικυμισμένη του ψυχή.
Έπαιξε και το τελευταίο κομμάτι που ήτανε μια επίκληση στους Θεούς των
ποιμένων στον Πάνα, πρώτα - πρώτα, στις νύμφες και τις Μαινάδες, στους Σατύρους
και στον Βάκχο. Το τραγούδι του ήταν σα νάλεγε «Εσείς που αγαπάτε τον έρωτα
εσείς που είσθε όλο ομορφιά και γεμάτες έρωτα, νύμφες μου, βοηθήστε με να βρω
την αγάπη μου· από την ώρα που την είδα μού φαίνεται πως ο κόσμος έχει
χαθεί και η φύσις είναι πεθαμένη. Τα πουλάκια δεν τραγουδούνε αλλά κλαίνε για
τον πόνο μου. Δώστε μου την ελπίδα.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον ΕΛΙΚΩΝΑ, ΕΔΩ.
Όταν άφησε τη φλογέρα είδε τις ιέρειες να είναι μαζεμένες γύρω στη πηγή
και γεμάτος ελπίδα έτρεξε κοντά τους. Πήρε στην αγκαλιά του την όμορφη ιέρεια
την εσήκωσε στα χέρια του κι’ έτρεξε προς την καλύβα του να τη κρύψη.
— Αγάπη μου πάμε να κρυφτούμε, τούλεγε εκείνη, πάμε γρήγορα γιατί
φοβάμαι την Άρτεμη. Θα μας εκδικηθή γιατί άφησα το ναό της.
— Αν μ’ αγαπάς εγώ δεν φοβάμαι τίποτα. Όλοι οι Θεοί θα μας
προστατεύσουν γιατί αγαπάνε τους βοσκούς. Πάμε λοιπόν σ’ αυτή τη καλυβούλα να χτίσουμε
τη φωληά μας. Μη φοβάσαι οι Θεοί αγαπάνε και τους βοσκούς και τα όμορφα
κορίτσια.
— Ώ καλέ μου πάμε στην καλύβα σου. Φοβάμαι όμως την Άρτεμη γιατί εκδικιέται
εκείνες που φεύγουν απ’ το ναό της με τους γιδοβοσκούς που τες πλανεύουν.
— Πάμε να καθήσουμε αγκαλιασμένοι κάτω από την ανθισμένη αμυγδαλιά, που
τόσο σού αρέσει. Τα πουλάκια κελαηδούν χαρούμενα για την ένωσή μας. Πόσο γλυκά
είναι τα χειλάκια σου και τί όμορφα μάτια που έχεις. Γιατί τρέμεις; Δεν πρέπει
να φοβάσαι μια που είσαι στην αγκαλιά μου. Ας μη χτυπάει η καρδούλα σου.
— Φοβάμαι καλέ μου, τούλεγε εκείνη φοβάμαι τώρα που πέφτει η σκοτεινιά.
Δεν κάνομε καλά που μένομε έξω γιατί κάποιο βέλος της Άρτεμης θα μάς χτυπήση. Δες
τα πουλάκια πώς φεύγουν τρομαγμένα; Μού φαίνεται ότι τρέχει πίσω τους ο κυνηγός.
Η Θεά μάς πλησιάζει. Θα μάς εκδικηθή.
— Όχι, όχι τα πουλάκια τρέχουν στις φωληές τους γιατί νύχτωσε πεια.
Είναι ζευγάρια ερωτευμένα σαν κι’ εμάς. Έλα να ησυχάσης στην αγκαλιά μου και μη
φοβάσαι. Η Άρτεμις θα είναι καλή για μάς.
— Κρύψε με στην αγκαλιά σου βαθειά. Τρέμω...
— Στην αγκαλιά μου αγάπη μου είσαι ασφαλισμένη. Κύτταξε το φεγγάρι που
σιγά -σιγά προβάλλει από το βουνό. Οι χλωμές του ακτίνες φωτίζουν το τρομαγμένο
προσωπάκι σου. Αν πεθάνουμε οι ψυχές μας θα γίνουν δυο λουλουδάκια που θα φυτρώσουν
κοντά - κοντά κι’ έτσι δεν θα χωριστούνε.
Κι’ ενώ εκείνη γέρνοντας στην αγκαλιά του τού έδινε ένα παθητικό φιλί ένα
σφύριγμα ακούστηκε στον αγέρα, κι’ η όμορφη ιέρεια σφίγγοντας τον στην αγκαλιά
της έβγαλε μια απελπισμένη φωνή: «Πεθαίνω…, πεθαίνω αγάπη μου. Η Άρτεμις μ’ εκδικήθηκε.
Άχ πώς πονάω. Το βέλος της χώθηκε βαθειά στην καρδιά μου. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
πολύ». Σε λίγο ξεψύχησε στην αγκαλιά του η όμορφη ιέρεια.
Εκείνος έσκυψε και τη φίλησε. Έκλαψε απάνω στο στήθος της και ύστερα με
το μαχαίρι του τρύπησε τη καρδιά του.
Εκεί που πέθαναν ξεφύτρωσαν κοντά - κοντά δυο μικρά λουλούδια. Ήτανε οι
ψυχές τους που μόλις τις είχε ενώσει ο έρωτας, τις χώρισε ο θάνατος. Οι Θεοί όμως
τους λυπήθηκαν και δεν τους χώρισαν. Τους έκαναν λουλούδια κι’ άφησαν να βλέπωνται
και να φιλιούνται καθώς τα έγερνε τ’ αεράκι.
ΠΗΓΗ: Λειβαδιά – ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ, 1961. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5,5,2019.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΒΟΙΩΤΙΑ, ΕΔΩ.
ΛΕΞΕΙΣ: ΒΟΣΚΟΣ, ΙΕΡΕΙΑ, ΑΡΤΕΜΙΣ, ΑΡΤΕΜΗ, ΕΙΔΥΛΛΙΟ, ΕΛΙΚΩΝΑΣ, ΕΛΙΚΩΝ, Μυθολογια, ΚΟΝΙΤΣΑΣ, Βακχος, Παν, Πανας, γιδοβοσκος, μαιναδες, σατυροι
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook