Η Χιώτισσα - των Βασίλη Μιχαηλίδη - Λάρκου Λάρκου

Η Χιώτισσα


Των Βασίλη Μιχαηλίδη - Λάρκου Λάρκου

 

Ἀντὰν ἐκόψαν τοὺς Δεσποτάες

Μὲς σ’τζεῖντα βάσανα τὰ πολλά,

πού ‘ρταν καμπόσοι Ἀρναουτάες

στὴν Λεμεσὸν μὲ τὸ Χατζιαλάν

τζι εἶχαν τὸν μαῦρον Χάρον μητά τους

τζι ὁ κόσμος ἔτρεμεν τ’ ἅρματά τους,

πού ‘τουν οἱ τόποι νεκατσιασμένοι

κάθε καντούνιν τζαὶ μαχαλλᾶς

τζι ἤτουν στὰ σπίθκια τους τρυπωμένοι

‘ποὺ τὰ σουρούπκια τοῦ φοῦ οἱ λᾶς.

 

 

Πάνω στὴν βράσην τζείντου θανάτου

εἰς τῆς Ἁγιᾶς Νάπας τὴν μερκάν

τὰ λιοβουττήματα ‘νοῦ Σαββάτου

῾π’ ὄξω μιᾶς πόρτας εἶσιεν μιὰν ρκάν

δκιακονιτίναν τζι ἐπαρακάλεν

μὲ τὴν βραγνήν της φωνὴν τζι ἐλάλεν:

-Κάμε, τζυρά μου, τὸ ψυσσικόν σου

τζι ἐμὲν τ’ ἀνήμπορου τοῦ μιστοῦ,

νὰ σοῦ χαρύνει ὁ Θεὸς τὸ φῶς σου

τζι ἂς ἔν’ γιὰ τ’ ὄνομαν τοῦ Γριστοῦ.

 

 

Εὐτῦς ἀννοίει τζαὶ ποσσιεπάζει

῾πό ‘ναν πορτὶν τοῦ παναθυρκοῦ

‘ποὺ πανωθκιόν της τζι ἀναστενάζει

σγιὰν τὴν ἀντζιέλισσαν μιὰ Τουρκοῦ.

Θωρεῖ τὴν ρκὰν τζαὶ πάλαι θωρεῖ την

τζαὶ μὲ τὸ νέψιμόν της καλιεῖ την.

Ἡ ρκὰ ἐβώβωσεν στὴν θωρκάν της

τζι ἒν εἶπεν λόον ῾πὸ τζεῖ τζαὶ τζεῖ,

γιατ’ εἶδεν ἄρπα τὴν ὀμορκιάν της

τζι ἐστάθην τζι ἔμεινεν ξηστητζή.

 

 

Ἀναστενάζ’ ἡ Τουρκοῦ ῾π’ ἀππέσσω

τζι εἶπεν περίλυπη σιανά:

-Βουράτε, σκλάβες, φέρτε την ἔσσω

τούντην Ρωμαίσσαν ποὺ δκιακονᾶ.

Τζι εὐτῦς οἱ σκλάβες μὲ τὴν χαράν τους

βουροῦν, τζι ἐφέραν την στὴν τζυράν τους.

Ὥστι τζι ἐστράφησαν τζι ἐσταθῆκαν

τζι ἐκαρτερούσασιν νὰ τοὺς πεῖ,

μ’ ἕναν της νέψιμον ἐχαθῆκαν

ἄψαν τζι ἐσβήσασιν σγιὰν στραπή.

 

 

Πριχοῦ ν’ ἀρκέψει νὰ πεῖ τὸ πεῖν της

ἡ πληξημιὰ ἡ Τουρκοῦ στὴν ρκάν,

τὸ κλάμαν ἔπνιξεν τὴν φωνήν της

τζαὶ πκιὸν δὲν εἶσιεν παρηορκάν.

Ἀννοίει ἡ ρκὰ τζαὶ παρηορᾶ την

τζι οὗλα τὴν μάναν της ἀρωτᾶ την:

-Ἦντα ‘σιεις, κόρη μου, πικραμμένη

τζι ἔσιεις τ’ ἀμμάθκια σου ποταμούς;

πέ μου τζαὶ μὲν πεῖς πὼς εἶμαι ξένη

δὲν ἔσιει πλάσμαν δίχως καμούς.

 

 

Μὲς σ’τοῦντον κόσμον, κόρη μου, ζιοῦμεν

τζι ἔχωμεν οὗλλοι μας τὸ γραφτόν,

῾ποὺ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ νὰ βκοῦμεν

δὲν εἶναι, κόρη μου, βουλετόν.

Ἔχουμεν οὗλλοι δικοὺς θαμμένους

ὁ Χάρος πκοιούς δὲν ἔσιει καμένους;

Ἡ πλήξη πὸ ‘παθεν ἡ καρκιά σου

σφάζει τζαὶ Τοῦρκον τζαὶ Γρισκιανόν

θέλω νὰ μείνω κόμα μητά σου

τζι ἂς πά’ νὰ χάσω τὸν ‘Σπερινόν.

 

 

Περίτου ἄψασιν τὰ λαμπρά της,

περίτου ἡ πλήξη τὴν συμπουρκᾶ,

περίτου ἔκρουσεν ἡ καρκιά της

ἀποὺ τὰ λόγια πού ‘πεν ἡ ρκά.

Τζαὶ σὰν ἀρνάδα ὡραιοκαμένη

ππέφτει στὸ στῆθος τῆς ρκᾶς κλαμένη

τζι ἀρκεύκει φίλημαν τοῦ σταυροῦ της

τζι ἡ σκοτωμένη της ἡ φωνή

κρυφὴ ἐξέβηκεν τοῦ λαιμοῦ της:

-Ἄχ! εἶμαι, θκειούλλα μου, Γριστιανή.

 

 

-Πάψε τὰ δάρκα σου, πκιὸν, κανεῖ σε

πάνω στὲς βούτσιες σου νὰ τζυλοῦν

τζαὶ πέ μου, κόρη μου, πόθεν εἶσαι

τζαὶ τ’ ὄνομάν σου πῶς τὸ λαλοῦν.

-Ἀπὸ τὴν Χίον τὴν ματζιελλεμένην

τζαὶ τ’ ὄνομάν μου λαλοῦν μ’ Ἑλένη.

-Τζαὶ πκοιοί, κορούλλα μου, σ’ ἐτουρτζέψαν;

τζαὶ πκοιοί σου ‘κᾶμαν τοῦντο κακόν;

Γονιοὺς δὲν εἶσιες, τζι ἒν σ’ ἐγυρέψαν;

μαγκοῦ δὲν εἶσιες μακροδικόν;

 

 

-Τζαὶ ποῦ ἔν’ τζεῖνος ὁ νοῦς, ἂ θκειούλλα,

τζαὶ τζείν’ ἡ ὄρεξη τζι ἡ ζωή,

τζαὶ ποῦ ἔν’ τζείν’ ἡ γερὴ καρτούλλα

πὸ ‘ν νὰ τὰ πεῖ τζαὶ νὰ μὲν ραεῖ

θωρῶ νεκροὺς ‘κόμα ὀμπροστά μου

τζι ἔν’ ὁ βασμὸς ‘κόμα μὲς στὰ φκιά μου

ἤτουν τῆς σόρτας μου, θκειά, τζι ἐμέναν

νὰ δῶ τὴν Χίον μου ματζιελλειόν,

νὰ ππέσω δίχως γονιοὺς στὰ ξένα

τζαὶ νὰ μὲ τρώει τὸ νεκαλειόν.

Πάσκισε, θκειούλλα μου, νὰ γλυτώσω

τζι ἔν’ σὰν νὰ χτίζεις μιὰν ἐκκλησιάν.

-Μπορῶ τὸ γαῖμαν μου νὰ σιωνώσω,

μὰ δὲν σὲ ‘φήννω μὲς στὴν Τουρτζιάν

μπορῶ τὸν κόσμον νὰ τὸν χαλάσω,

γιὰ νά ‘βρω τρόπον νὰ σὲ ποσπάσω.

-Νά, δκυὸ γρουσὰ ν’ ἄψεις δκυὸ λαμπάες

στὴν Παναγίαν τζι εἰς τὸν Χριστόν

κάμε παράκλησην μὲ παπάες

νὰ βοηθήσουν νὰ ποσπαστῶ.

Ἦρτεν ἡ Πέφτη τζαί, πρὶν σιγράσει,

τριβιτζιασμέν’ ἡ Τουρκοῦ σσιυφτή

θωρεῖ ῾π’ ἀππέσσω ῾ποὺ τὸ καφάσιν

τζι ἡ ρκὰ χαρούμενη τζαὶ βκιαστή

ἔρκετουν ἔσσω της σκομαχώντα.

Πέμπει τὲς σκλάβες εὐτῦς βουρώντα

τζαὶ πᾶν τζι ἐφέραν της την κοντά της.

Τζι εἶδαν πὼς ἔνεψεν τὴν τζυράν

τζι εὐτῦς ἐφύασιν ῾π’ ὀμπροστά της

τζι ἀρκεύκ’ ἡ ρκὰ γεμάτη χαράν:

 

 

-Ἦρτεν, Ἑλένη μου, ὁ ἀρφός σου

τζι ἐκούτσσισά του τα μιὰ χαρά

τζι ἐσυνορτζιάσαμεν τὸ φευκόν σου

τζι ἔν’ τὸ καράβιν τζαὶ καρτερᾶ.

Ἄρκοψες νά ‘σαι συνορτζιασμένη,

νά ‘σαι σασμένη, περιποιημένη,

Τζι ἑν νὰ σοῦ φέρω τζι ἑν νὰ φορήσεις,

ροῦχα τοὺς ναῦτες μιὰν φορησιάν,

νὰ βκεῖς μητά μου νὰ μοῦ κλουθήσεις

εἰς τὸν γιαλὸν σὲ μιὰν ἐκκλησιάν.


ΑΚΟΥΣΤΕ το και ΕΔΩ.

ΠΗΓΗLogotypos, 1.9.2016, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 2.9.2016.

Χιος, Χιωτισσα, Βασιλης Μιχαηλιδης, Λαρκος Λαρκου, Κυπρος, Λεμεσος, 1821, Ασσια, Φαρασανη, Αγια Ναπα, αρναουταδες, αρναουτηδες
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ