Χρόνια πολλά πατέρα - του Γρ. Ζεϊμπέκη

Χρόνια πολλά πατέρα


Του Γρηγορίου Ζεϊμπέκη

 

Χρόνια πολλά Πατέρα πριν 200 χρόνια ήταν… το ιστορικό θεριό, σας ξύπνησαν οι αγριοφωνάρες κάποιων «ανάσταση, ανάσταση από τον θάνατο». Σκλάβοι, ραγιάδες βρώμικοι την μια και την άλλη προστάξατε τις κυράδες σας να πλύνουν με σταχτόνερο τις φουστανέλες με το αιώνων ξεραμένο αίμα και μαύρο Δημητσαναίικο Μπαρούτη, κι άστραψαν λευκό, ζωθήκατε τριγύρω τα λάφυρα γυαλισμένα άρματα κι εκεί που ζούσατε στις σπηλιές βρεθήκατε στην κορυφή αναπνεύσατε καθαρό αέρα… «εγώ» είπατε περήφανα και η αντιλαλιά επανέλαβε «εγώ». Τι ωραίος άνεμος, ο ήλιος, ο ουρανός σταυροκοπηθήκατε. Αλλά δεν ξανακοιτάξατε χάμω, μην χαλάσετε το παραμύθι και χρειαστεί να τα μοιράσετε με τους «εμείς» μείνατε αγριοκάτσικα απομονωμένα και αφήσατε τους τσοπαναραίους να διαχειρίζονται ζωές, αφήσατε κει σιμά παιδιά ίσα με το γόνα σας ψηλά, λερωμένα μυξιάρικα με μια βούκα ξερού ψωμιού, που με το σάλιο την μαλάκωναν, ώρες πριν την καταπιούν, να κοροϊδέψουν το γουργουρητό της πείνας που δεν έλεγε μήτε με πέτρες να ξεγελαστεί.



Πατέρα δεν κοιτάξατε από τότε κάτω να δείτε την «Μάνα μας Γη» και τον όρκο που δώσατε σε αυτήν να μην την παραμελήστε ποτέ. Αυτή μονάχη σας ανάθρεψε χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια όταν εσείς τρέχατε να σωθείτε.

Αυτή κράτησε τόσα χρόνια με αυτοθυσία, μνημεία, ιστορικά τα φύλαξε να μην γκρεμίσουν να στέκονται εκεί να μας θυμίζουνε αντίθετα με τον Χρόνο – Κρόνο την δύσκολη ζωή.

Το έκανες Πατέρα και μένα με πίεσες να το κάνω, παρά που ήμουν άμυαλο παιδί με έβαλες να κουβαλώ τις ιερές πέτρες, τα σύμβολα, την παράδοση, κι έφτιαχνες με τούτες αντιπαροχή ανάκτορα και μπυραρίες, πολυκατοικίες, καφενεία.

Τι γιορτάζουμε Πατέρα!! Πραγματικά, ρωτώ είναι γιορτή ή πένθος.

Αλλά τότες που δεν τηρούσατε 'σα ΄κεί, ούτε απ’ την άλλη, επειδή κοιτούσατε μόνο τον καθρέπτη τα μαυροφορέματα των ξένων αυτοί είχαν σχέδια κόβαν και ράβανε! άρπαζαν τα παιδιά, την ψυχή, το μέλλον. Έτσι έγιναν παιδιά μοβόρικα γενίτσαροι, και με την βία Μάνες γέμισαν χαρέμια. Κι όποιο προσπάθησε να το αποφύγει… χειρότερο κακό! Παιδιά, λιμού, λοιμού και καταποντισμού, αγράμματα μείνανε.

Αγράμματα Ελληνόπουλα σε πανεπιστήμια δίχως σχολειά, αμόρφωτα καθισμένα σε μάρμαρα της Σοφίας… που μιλούσε ξένη γλώσσα πια Αχ, κυρ Ιωάννη.

Ούτε αυτά ήταν τα χειρότερα που είδαμε… επειδή μετέπειτα μας κάνατε τσιράκια, και ρουφιάνους, που πηγαινοφέρναμε, μηνύματα έχθρας και αλληλοσπαραγμού ανάμεσα σε σας και τους πουλημένους πολιτικούς σας, στο «θέατρο» των άγγλων, γάλλων, γερμανών και των ρούσσων.

Πατέρα!! φαίνεται παράλογο όμως αυτό πέτυχες, μετά τόσους αιώνες σκλαβιάς, ξανά σκλαβιά από άλλους να έχεις.

Με σταυρό υπέγραψες αντί υπογραφή, παραχώρησες την Ελλάδα, δίχως να ξανακάνεις Ανάσταση. Όλοι αυτοί ξέραν τώρα την «αχίλλειο φτέρνα σου» και την βρωμερή κάλτσα σου την «διχόνοια» ο παράς έχει σημασία έλεγαν οι αόρατοι άρχοντες, αντάλλασσαν τα μέταλλα με την ψύχη σου πεινασμένε.

Ανταλλάγματα πολύ σκληρά, παιδιά και μέλλον -που ανάθεμά την μοίρα- πουλήσατε σκλάβους. Τέτοιο μίσος, γονιών ο κόσμος δεν ματ’ είδε, η Μήδεια ωχριά μπροστά σας.

Αρχηγός μας ο Καποδίστρια – που εμείς το ραίναμε με βάια, πρώτο κυβερνήτη έλληνα, που πίστευε ότι… «τα μορφωμένα ελληνόπουλα θα είναι η αντίσταση κατά των ισχυρών…» εσείς τον δολοφονήσατε εν ψυχρό, δεν τον προστατέψατε να μην εκτεθεί η μνήμη.

Χρόνια πολλά Πατέρα, σκούπισε τα χέρια σου, συγχώρεση ζητά, γιατί 200 χρόνια η αξιοπρέπεια σου, έμεινε ίδια και χειρότερα ξηλωμένη


Πέρασαν 100 μετρημένα χρόνια Πατέρα… ξανά Καίγομαι, καίγομαι από τον ποτισμένο φαρμάκια χιτώνα του Ηρακλή το δηλητηριασμένο αίμα ξεχύθηκε παντού, κόλλησε πάνω σ' ολόκληρο το σώμα, κατακαίγοντας με. Όσο και να προσπαθούσα έγινε ένα με το πετσί, και δεν ξεκολλούσε από τις σάρκες δεν ξεκολλούσε απ’ ότι είχα κάνει τρανό. Αλχημιστές! έριξαν κι άλλο λάδι στη φωτιά…

 

Πατέρα άλλαξες την φουστανέλα να έγινες να μοιάζεις με τους άθλιους.

άλλαξαν πια τα σχέδια και από την άμυνα απαίτησες -παρόλο απλός φαντάρος- επίθεση το μεγάλο παιχνίδι δεν είχε τελειώσει ακόμα... ξανάρχιζε.

Εσύ κι όλος ο κόσμος για πρώτη φορά βρομοκοπούσε μπαρούτι «Νόμπελ» και καμένη ανθρώπινη σάρκα.

Δίκαιο! Διατάξτε…. είπες και χύθηκες σαν χείμαρρος να πάρεις αυτά που σου ανήκαν. Μέχρι που πήρες εκατομμύρια μαζί σου και γύρισες, κατηγορώντας ο γάιδαρος τον πετεινό… Κατηγορώντας παιδιά που ήρθαν εδώ, φοβισμένα από τ’ άλλα παιδιά να μην και τους φαν το φαΐ!! Ξέχασες να μου πεις το σωστό, κι είπες πάνω από το ποτήρι με το ποτό… ΑΑαα παρατάμε και εσύ στην ησυχία μου, και μόνα τα παιδιά πήραν τις αποφάσεις. Πατέρα δάσκαλε «ο σώζον εαυτόν σωθήτω», πήραν θέση το ένα απέναντι στο άλλο με διαιτητή αυτούς, κι οι Πατεράδες ψάχνανε πατεράδες κι ορφανά παιδιά, δίχως το μέλλον σε μια άλλη μάχη της αστικής επιβίωσης. Με όπλα μουσικά νταούλια, λίρες, βιολιά, μπουζούκια, και μπαγλαμάδες…. Ο μαέστρος δεν ήταν έλληνας, διότι το δάκτυλο το είχε πάντα τεντωμένο καθώς έπινε το τσάι του, κι ο καθείς χόρευε ανάλογα τα ήθη του. Όμως πριν την τελευταία γύρα, στο κέφι απάνω, γύρισαν κάποιοι πάλι την Σειρήνα θέλαν να είστε πάντα απασχολημένοι με άλλα!

 

Πέρασε ο καιρός όλοι πάλι οι Πατεράδες παράτησαν τα παιδιά τους για να σκοτώσουν αλλονών παιδιών Πατεράδες που δεν γνώριζαν, ούτε και είχαν διαφορές μαζί τους, οι στολές ήταν ήδη ραμμένες στα μέτρα σας χακί.

Αλήθεια αναρωτήθηκες ποιος θα ταΐσει όλα αυτά τα ορφανά, ποιος έμπορος θα τα εκμεταλλευτεί.

Στιγμές στο υπόστεγο εκεί στον σταθμό κρατώντας μαντίλι, που απρόσεχτα μας παραμερίσατε για να φιλήσετε την γυναίκα, αλλά με το φιλί δεν τεκνοποιείς νομίζω, προδίνεις…

 

Νομίζω με μιας από παιδιά γίναμε άντρες με μαύρα πένθιμα περιβραχιόνια και κάναμε θημωνιές τα στάρια, φυσούσαμε ανεμόμυλους να γυρίσουν, βοσκούσαμε αρμέγαμε, κάναμε τυριά, ψαρεύαμε… πλέκαμε μάλλινα ζεστά, να σας βοηθήσουμε να επιβιώσετε από τον «εκδικητή καιρός» που κατάλαβε το λάθος και ήρθε σπάνια τόσο κρύος.

Θέλω να σου γράψω κάτι μα γράμματα δεν ξέρω, να σου πω…. «που είσαι;» αλλά δεν μ’ ακούς, να σου πω Πατέρα κι εμείς κρυώνουμε μονάχοι, κι πεινάμε για δημιουργία.

Έτσι περίμενα τα γραφτά σου… όμως το μόνο που επέστρεψε ήταν τα απομεινάρια σας… κόκκαλα άθαφτα, καροτσάκια για παράτες και παράσημα. Τίποτα άλλο… Ούτε τότε μάθατε την αλήθεια, και ούτε μας είπατε τίποτα.

Πατεράδες φανεροί τώρα, θέλαν να μην ζούμε εμείς και να ζούνε αυτοί.

Χάσαμε την Μάνα τότε, που δεν έτρωγε και δεν ντυνόταν για να μας σώσει.

Όπως εκατομμύρια Μάνες και σκελετωμένα παιδιά στους δρόμους μείνανε άπνοα, πεθάναν αντρίκια πάνω από τα δυναμίτια, κρατώντας σημειώματα, προκηρύξεις, και πανό. Αλλά καμμιά ειδοποίηση από σένα, κανένα γράμμα απάντηση, από το βουνό… κουράγιο, «όλα θα αλλάξουν» εκείνη την ώρα δεχόσασταν πυρά από πατεράδες άλλων παιδιών, που και αυτοί δέχονταν πυρά από άλλους πατέρες, και κανείς δεν ήξερε ότι τελικά εμείς σερβίραμε ότι είχαμε σε αυτούς τους ξένους που στέκονταν πάνω από τους τεράστιους χάρτες.

 

Πέρασε ο καιρός δίχως να το καταλάβουμε, πέρασε ο καιρός μα για την Μάνα δεν περίσσεψε ούτε λίρα ούτε ρούβλι που μαζέψατε όλο για σας μόνο.

«τι έκανες στον πόλεμο Αλή Μπαμπά»

Χαχα ιδεολόγοι φονιάδες, Μόνο το όνειρο μου «και εγώ θα γίνω κάποτε άντρας δυνατός στρατιώτης υπάκουος, για να μπορώ να τρώω καθημερινά»

Πατέρα διάβασα στον τοίχο έγραφε… «αμαρτίες πατεράδων πληρώνονται από τον κοσμάκη».

Γι’ αυτό βάλατε περιβραχιόνια ήμασταν γυφτάκια, μας βάλατε δίκοχα είμασταν κουμουνιστάκια και μπερέδες εθνικάκια, διαλογή και ξεσκαρτάρισμα. Διαλέξατε, μας ξεχωρίσατε να διαφέρουμε ο ένας απ’ τον άλλο -ενώ είμασταν ίδιοι- μας κρεμάγατε σε διαφορετικούς μικρούς σταυρούς ακίνητους, με την πρώτη ευκαιρία να μας ξαναχρησιμοποιήσετε πριν πετύχουμε να γίνουμε το νέο «εμείς» αντί το αποτυχημένο παλιό «εσείς».

 

Το γκρίζο ράιχ, βουλή γεμάτη φέρετρα.

Παιδομαζώματα Χέρια γροθιά «αριστεροί» γονείς στον «πατερούλη, Στάλιν» που ποτέ δεν ακούσαμε τι είχε πει, Παιδομαζώματα!! Χέρια ανοικτά καρφιά «δεξιοί», χάρισμα στην γερμανίδα «με τα χοντρά ανοικτά μπούτια» να μας καλεί σε ζητιάνικα συσσίτια να φάμε ή μας πουλούσε νόθα.

Μας παιδομάζεψαν πατεράδες χοντροί, λεπτοί, κοντοί και ψηλοί που μιλούσαν σαν να μην μιλούσαν.

Πατεράδες! εσύ δεν έκανε τίποτα για μας, απλώς κοιτούσες να σώσεις τις ιδέες, λες και ήταν περισσότερο πολύτιμες από το μέλλον σου.

 

Φάνταζε εύκολο να γενούμε «μεγάλοι», έτσι φορέσαμε ξυπόλητα, τις τεράστιες κυανόλευκες χλαίνες που είχατε παρατήσει και κρύβαμε τα «εκρηκτικά» που κτύπαγαν σαν την καρδιά που ήξερε τι θα συμβεί, και άθελα μπρος την εκκλησιά ανάβαμε λαμπάδες νομίζοντας ότι είναι Λαμπρή...

Πατέρα που είσαι σώσε μας…

Πάλι προβάρεις στολή, εσύ τσολιάς εσύ κατακτητής;

Με έσοδα όσο μαυρίζεις περισσότερο, τόσο καλύτερος «μισθοφόρος».

 

Χρόνια πολλά στην εξορία,

κάνει κρύο πολύ πάλι Πατέρα σε αυτό το κελί, επισκεπτήριο σήμερα!!!

Θέλω να γίνω σαν εσένα σου είπα, και με θαύμασες αντί να με χαστουκίσεις

όμως μες άλλα ρούχα… πολιτικά, το χακί είναι για τους χαζούς εμένα μου πάει η δικιά σου τραϊσκότ με τους γιακάδες σηκωμένους, και το καπέλο να κρύβει την κουκούλα, παράνομους δέκτες να ακούω εντολές. Πόσο μου αρέσει το νέο όνομα σου. Δωσίλογος.

Πατέρα δεν είσαι εσύ με τα μαύρα αγοράς σου «σμόκιν» φορεσιά έγινες βουλευτής άρχοντας, επιβίωσες και παράδειγμα έγινες ατιμίας.

Ανορθόδοξος Ανταρτοπόλεμος κτυπάς και ύστερα κρύβεσαι.

Θυμάσαι τι έβαλες στην βαλίτσα για την εξορία!! το τάβλι, ραπτικά, μολύβια και χαρτιά, παίζατε το θέατρο του παραλόγου, φτιάχνοντας αυτούς που αργότερα θα πρωταγωνιστούνε στην λυρική σκηνή, γράφατε στοίχους ηρωικούς μελοποιημένους πελώριες φούσκες που ξέρατε ότι κάποτε θα σκάσουν, και θα τραυματίσουν τα παιδία.

Μας κατηγορήσατε γιατί δεν τα μάθαμε κι μεις; πως να τα ακούσουμε, αφού δεν είχαμε κανένα να μας μιλά; Κανένα μέσο ελεύθερο… και όποιος τολμούσε να τραγουδήσει «απαγορευμένα» χέρια που μύριζαν σκυλίλα, του έκλειναν το στόμα.

 

Δεν σας έφτανε το δικό σας Βατερλώ, μας αφήσατε κουρεμένα γουλί, στο κατηχητικό, «ηθικής» μαθήματα να μας διδάσκουν προδότες, δωσίλογοι, μαυραγορίτες…

Μας μπερδέψατε να φυλούμε του παπά το χέρι; ή να το φτύνουμε. Μπερδέψατε την Ελληνική σημαία, με σημαίες «Θανατικές» εμφύλιων ιδεολογιών.

Σας φώναξαν χωροφυλακή, «έλα εδώ κύριε Μάλιστα, άλλαξε αμέσως την γλώσσα σου, μάλιστα…. Και την Ιστορία κάνε την διαφορετική, με φερετζέδες, μάλιστα κύριε, και αυτό μάλιστα και το άλλο μάλιστα άλλαζες συνέχεια στολές, σε άκουγα που κρυφά συνέχεια έλεγες στην Μάνα.. «όλα θα τα κανονίσω…ξέρεις πόσο έξυπνος είμαι » κι αλλάζατε ιδέες και στρατόπεδα ανάλογα το τι ταίριαζε εκείνη την στιγμή επάνω σας. Η πρόβα δεν γίνονταν στον καθρέπτη -γιατί ντρεπόσασταν το είδωλό σας- ή με στολές έτοιμες στο νούμερο σας, δίχως να πληρώνετε ραφτικά.

 

Πατέρα χρόνια πολλά ήσουν ο πληρωμένος «δάσκαλος», και τα παιδιά που δοκίμαζαν την βέργα σου σαν φέρναν αντίρρηση, σαν λέγαν κλαίγοντας «σώστε μας. Αλλά δεν κατάλαβαν ποτέ τι συνέβη.

Ζήτω! οι αδιάντροποι έλληνες πατέρες. Ζήτω! Πατέρα μόνο εσύ προμήθευσες τόσους «γενίτσαρους» σ’ όλο τον κόσμο. Ντροπή σας! Τι γιορτή είναι αυτή; Εμβατήρια!!!

 

Μετέπειτα Πατέρα ούτε αυτά σας έφτασαν και σαν πήρατε την απόφαση για ξενιτιά, μας αρπάξατε σαν «τσουβάλια» μαζί σας εξόριστοι… να γλείφουμε πάλι αυτούς που μας κατέστρεψαν. Να μας κτυπάτε σαν λέγαμε καλημέρα, αντί «γκουτ μόρκεν». Να γλύφουμε εσάς γιατί τώρα ήσασταν εξουσία.

Κι τα άλλα παιδιά που μάθαν την ορφάνια μείναν στα χέρια των ηττημένων Παππούδων αγριεμένων Θεριών.

 

Τεράστιες οθόνες πανιά στήθηκαν παντού να μας διδάξουν τον νέο τρόπο ζωής, και εσύ δούλευες εκεί στο δωμάτιο προβολής, κάθε βράδυ, βρέξει χιονίσει. Μόλις μάθαμε το μάθημα του μάγκα και της κούκλας… μόνο με λίγες δραχμές ζωή, βρήκαμε σκοπό να την κάνουμε για μια πόλη 5.000.000 εκατομμύρια κηφήνες που υποσχόταν παιδιά με προφυλαχτικό, αντισυλληπτικά, ευνουχισμένα.

 

Ζωή δύσκολη πάλι, που δεν την ξέραμε με θύματα πολλά, γέμισε η κοινωνία παιδιά «άσιτα» με πρησμένα μυαλά. Γίναμε υποκριτές «ηθοποιοί» και ενωθήκαμε με τους μόλις απολυόμενους από τις φυλακές καραγκιόζηδες στον ίδιο θίασο, θελήματα σε παραγωγούς και σκηνοθέτες, που μας μίλαγαν σ’ άλλη γλώσσα άγνωστη και διαφορετικές συνήθειες που δεν ξέραμε.

Μη μπορώντας να το αποφύγουμε τη μάθανε και μεις σε ιδιαίτερα περίεργα «φροντιστήρια». Φάτερ σε λένε πια, αυτή είναι η γλώσσα, η συμπεριφορά μας τώρα. Ντάντι, δεν ξέραμε και δεν υπήρχε κάποιος κάτι να μας πει, να μας υπερασπιστή. Κι έτσι αλλού κινήσαμε και αλλού η ζωή μας πήγε. έχουμε χρόνια τώρα στον «κατήφορο» και εσείς δεν πήρατε είδηση.

 

Χρόνια πολλά Πατέρα πάντα εσύ γιορτάζεις πάντα φαίνεται εσύ θυσία αλλά τα πράγματα ήταν διαφορετικά… έφτασαν δίχως να θέλουμε να αυτοκτονούμε σε μαγαζιά γεμάτα αρωματισμένη κάπνα, και σκονισμένα με άσπρες σκόνες γυάλινα τραπέζια, σε αυτοκινητόδρομους με τις μηχανές αγκαλιασμένοι, άλλοι κρεμαστήκαμε στα κάγκελα των γηπέδων, σε κάγκελα των φυλακών, σε κάγκελα θησαυροφυλάκια, και όπου άλλου κάγκελα βρίσκαμε να αφήσουμε «μυαλά».

Ξεχάστηκαν όλα Πατέρα… τώρα απόκτησες αυτοκίνητο, και παράνομο εξοχικό. Η κοινωνία αδιάφορη και απούσα στο μακελειό κοιτούσε να οικονομήσει και τους βιομήχανους να πλουτίσει, έτσι πουλούσατε «εθισμούς» μέρα και νύκτα στα άλλα παιδιά και οι άλλοι πατεράδες σε μας, για να αγοράστε την «αυτοκινητάρα» σπίτι τηλεόραση και ότι άλλο χρειαζόταν για να ξευτελίσετε την πατρίδα μας.

Πατέρα μεγαλομανή έβαλες ενέχυρο τα παιδιά σου, την οικογένεια σου, τα ήθη και τα έθιμα, την θρησκεία σου, την γλώσσα, την ιστορία.

Βραβείο το σκοτάδι μας.

«ευκαιρία! Παραδίδετε Ελληνική γη αμισθί». Τελείωσε και ο δεύτερος αιώνας και εσύ ακόμα παίζεις «εικοσιμία» στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι με την γιάπικη φορεσιά.

Πίσω στο χωριό, πέθανε κι ο Παππούς κι η γιαγιά. Η ιστορία έδειχνε τι θα συμβεί και ποια θα ‘ναι η αιτία του κακού, εσείς μόνο κοιτούσατε να απαλλαγείτε από την ευθύνη τραγουδώντας επίτηδες κλαψιάρικα, και νταλκαδιάρικα άσματα. «Αχ κενονία άδικη», «νυχτερίδες και αράχνες » και «δύο πόρτες έχει η ζωή…» και τέτοια. Το καλύτερο ήταν «πήγα στον Παπά και έναντι αντιτίμου με συγχωρείσαι»…

Αυτό είναι παναθεμάσε εγώ μόνος τα έφτιαξα, είπες πάνω στο στην τσόχα έκανα Πέμπτη… βγήκα.

Η κληρονομιά φαγώθηκε ολοσχερώς. Όλα πουλήθηκαν γιατί πόνταρες τα πάντα στο «κόκκινο» ή στο «μαύρο» της ρουλέτας.

 

Χρεοκοπήσαμε παιδιά, βρες τε άλλου πατεράδες ή γίνεται εσείς καλύτεροι!!

Όμως το καταλάβαμε… και φτύσαμε ξοπίσω μας καθώς φεύγαμε και πετούσαμε μαύρες πέτρες. Μα που να πάμε;

στο χωριό δεν έμεινε τίποτα πίσω, μήτε παιδί, μήτε σκυλί, μονάχα η ξεμαλλιασμένη φύση μάνα, που περίμενε τον ταχυδρόμο να φέρει την μηνιάτικη «ελεημοσύνη». Όλη η επαρχία θρηνώντας περίμενε στα «ξύλινα τείχη» που ερμηνεύσατε ότι θα σώσουν, αντί τα ξύλινα πλοία, και τα χειμαδιά των γερόντων που ξέμειναν πίσω μπας και τα κρατήσουν ζωντανά από την συμφορά της ερήμωσης… συντροφιά με αλλοδαπούς πατεράδες. Τίποτα όμως, ποιος φώναξε εγκαταλείψτε το πλοίο και πρώτος ο καπετάνιος όρμησέ, να πιάσει την λευκή σημαία της παράδοσης του τόπου, και ο τελευταίος -που δεν ξέρω ποιος ήταν- που έκλεισε την «πόρτα» κάρφωσε και την πινακίδα… «ευκαιρία! Παραδίδετε Ελληνική γη αμισθί».

 

Που ήταν ο πατέρα σου; στο καφενείο, εκεί ήταν και οι αρχηγοί του κολέτηδες μαυροκορδάτοι και κουντουριώτες…

Ξέραν είχαν σχέδιο ότι θα έλλειπε, για να μεταφέρουν πολεμικά πλοία Πατεράδες από άλλα μέρη γκρι λύκους και αυτό που δεν κατόρθωσαν με τα όπλα αιώνες τώρα, τόσο εύκολα το παίρναν.

Δεν είπες τίποτα Πατέρα εσύ ο Αετός, νοικιάζεις το σπίτι σου, πουλάς χοιρινά σουβλάκια στην πλατεία, λαχεία, καθαρίζεις λεκάνες, σκουπίζεις τα σάλια από το φτύσιμο…

Τι δεν μπορώ τώρα παρακολουθώ τις εντολές από την τηλεόραση.

Δηλώστε το «αλκοολίκι» φωναχτά

 

Χρόνια πολλά Πατέρα ακόμα σκέφτομαι τι έκανες εσύ και όχι τι κάνω εγώ Πατέρας τώρα.

Το ίδιο ποτέ δεν επαναστάτησα πραγματικά για τα «παιδιά» μου. Δεν τα σκούντησα να τα ξυπνήσω λέγοντας «ανάσταση ας ξεσηκωθούμε, ανάσταση από τον θάνατο». Φοβάμαι τα παιδιά τα τρέμω και τα ζηλεύω, μην και μας πάρουν την βόλεψη, μη μας καταδικάσουν.


Για αυτό και τα έριξα στα άδυτα των σκοτεινών διαδικτύων. Ποια τα κέρδη από τις πωλήσεις μέχρι και σήμερα, ο ισολογισμός τι «φάγαμε τι ήπιαμε». Κτυπήσαμε παλαμάκια, στον σερβιτόρο τον λογαριασμό να πληρώσουμε.

Λεφτά από τις ξένες τράπεζες, να πληρώσουμε «γράψτε τα θα πληρώσουν τα παιδιά μου» και οι επόμενοι τα ίδια είπαν μέχρι θα έχουμε καταστρέψει τα πάντα, και δεν υπάρχει άλλη λύση από την σχεδιασμένη αντικατάσταση μας. Γι’ αυτό βοηθάμε τα παιδιά να πέσουν στα ίδια λάθη.

 

Αλλά δεν αναρωτήθηκα αν θα μείνουν παιδιά, να γίνουν αυριανοί Μάστοροι πέτρας που θα φτιάξουν σπίτια, γεωργοί που θα μπολιάσουν ελιές και θυγατέρες, οινοπαραγωγοί να φτιάξουν κρασί, μουσικοί για το γλέντι των γάμων, αρτοποιοί αντίδωρο για το κοινώνισμα, κτηνοτρόφοι για της Λαμπρής το γιόρτασμα και μπόλικο γάλα να τραφούν και να γεμίσει η φύση απογόνους, σόια και γένη. Ποια παιδιά θα κάνουν έπαρση στην σημαία μας;

 

Γιατί δεν μετανοούμε;

Είμαι ο πατέρας!! Ακόμα δεν λέμε την αλήθεια, καθόμαστε άπραγοι μοιρολάτρες, κρατώντας σκήπτρα τα κομπολόγια, και κουτσομπολεύοντας στις έρημες πλατείες με ξερά πλατάνια, κριτές κατήγοροι των απόντων.

Είμαι ο Πατέρας!!

Καταραμένες Κληρονομιές και καταραμένα κληροδοτήματα.

Ορκιστήκαμε στο βαγγέλιο ότι θα πούμε την αλήθεια, ψευδομαρτυρήσαμε πάλι.

Κάναμε το «μνημόσυνο» σε λάθος νεκρούς και με πληρωμένες μοιρολογήτρες.

Τέλος τα ψέματα γυναίκα μην και μου φέρεις αντίρρηση…

Μάζεψε τα παιδιά και ότι έχουμε θα δραπετεύσουμε από αυτήν την φυλακή θα αποδράσσουμε στο σπίτι μας, στο χωρίο. Θα αγωνιστούμε για ένα καλύτερο μέλλον μαζί.

Τέλος Χρόνια πολλά Πατέρα

 

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 10.6.2021.


ΠΑΤΕΡΑΣ, ΠΑΤΕΡ, ΠΑΤΗΡ, ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ