«Ελλάδα», 8 ποιήματα του ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

«Ελλάδα»
8 ποιήματα του ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ γεννήθηκε στο Αιγάλεω Αττικής το 1944.Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο Αιγάλεω. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην Ανώτατη Βιομηχανική Πειραιώς. Τα τελευταία χρόνια μένει στα Λουτρά Ωραίας Ελένης Κορινθίας.

Ακολουθούν 8 ποιήματά του, του κύκλου «Ελλάδα»:

 

ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΦΩΣ

 

Είσαι σε νάρκη συνεχή, μα πότε θα ξυπνήσεις

τον νου σου, απ’ τον λήθαργο, και πάλι για ν’ αφήσεις,

να πεταχτεί.σαν το πουλί.στον καθαρό αέρα,

και να φωτίσει, μ’ άγιο φως. τον κόσμο πέρα ως πέρα.

 

Την χώρα σου, την Άγια Γη, αυτήν που κατοικούσες,

στην πήραν και την μόλυναν, οι υποχθόνιες μούσες.

αυτές, οι άγριες μέδουσες. που σ’ έχουνε δεμένη.

αιώνες. αλυσσόδετη, για πάντα σκλαβωμένη.

 

Γκρέμισαν τα μνημεία σου, γκρέμισαν τους Θεούς σου,

τους Ολυμπιακούς αγώνες σου, μαζί με τους σοφούς σου,

και φέρανε στην χώρα, σου αιώνιο σκοτάδι,

και την σοφία κλείσανε, στο βαθύ πηγάδι.

 

Κι απλώσανε, πάνω στη γη, την νέα τους θρησκεία,

και μάθανε, στον άνθρωπο, την λέξη αμαρτία,

μ’ έναν Θεό που τιμωρός, όλα τα εξουσιάζει,

και τους ανθρώπους σκλάβος του, για πάντα θα διατάζει.

 

Και βάλαν  τοποτηρητές. ανθρώπινα θηρία,

για να φυλάν, να νοιάζονται, την νέα τους θρησκεία,

κι απ΄ του ανθρώπου το μυαλό, ξεγράψανε την γνώση,

και δεν υπάρχει πια κανείς. στον κόσμο να την δώσει.

 

Κι ήρθανε χρόνια δύσκολα, περάσανε αιώνες.

και εσύ πάντα περίμενες, για να έρθουν οι γοργόνες,

για να σου πούν, γι’ αυτόν τον γυιό. τον έναν τον μεγάλο,

που ταίρι του, στον κόσμο αυτόν, δεν θα υπάρξει άλλο.

 

Οι Γότθοι, σε κρεούργησαν, κι άλλες μαζί φυλές,

ανοίξανε στο σώμα σου, αγιάτρευτες πληγές,

Αλλάριχοι, από παντού σου ήπιανε το αίμα,

και μονάχα σ’ απόμεινε, το  Αρχαίο σου το Στέμμα.

 

Που τόχεις θάψει μες τη γη, βαθιά μέσα στο χώμα,

και περιμένεις δύστυχη, καρτερικά ακόμα,

να ξημερώσει η αυγή, ξανά ν’ αναστηθείς,

και με το άρμα σου Θεά, και πάλι για ναρθείς.

 

Και την Αρχαία φορεσιά, να την φορέσεις πάλι,

να ξαναφέρεις στους Λαούς. την γνώση την μεγάλη,

αυτήν, που μονάχα εσύ, γνωρίζεις να την δώσεις,

και τις ανθρώπινες γενιές, εσύ πάλι θα σώσεις.

 

Όπως, το κάνεις πάντοτε, χιλιάδες χρόνια τώρα,

γιατί  σου δώσαν οι Θεοί, της νόησης τα δώρα,

που τα φυλάς σαν φυλαχτό, σαν άσβεστη λαμπάδα,

και είσαι, η Αιώνια, παντοτινή Ελλάδα.

 

 

ΟΙ ΑΡΠΑΓΕΣ


Ληστές και κλέφτες, φάνηκαν. στην χώρα σου και πάλι

και σου ζηλέψανε ξανά, τ΄Αρχαία σου τα κάλλη.

Δεκάδες, πήρανε γλυπτά, σου ρήμαξαν την χώρα,

τα βάλαν στα Μουσεία τους, και τα προβάλουν τώρα

 

Εκεί τα φυλακίσανε, εκεί τα περιφέρουν,

πως είναι ξένοι θησαυροί, πολύ καλά το ξέρουν.

Όλοι αυτοί, οι άρπαγες, πρέπει να εννοήσουν,

πως δεν θ΄αργήσει ο καιρός, πίσω να τα γυρίσουν.

 

Γιατ' είναι ύβρις και ντροπή, για την δικιά τους χώρα,

τα ξένα τα εκθέματα, να τα καρπούνται τώρα.

Πως έχουνε πολιτισμό, θέλουνε ν΄ αποδείξουν,

αφού, δεν έχουν τίποτα, δικό τους για να δείξουν.

Ήταν λαοί αμόρφωτοι.χωρίς καμμιά παιδεία,

από εσένα πήρανε, την όλοι τους σοφία.

Γύρισαν όμως οι καιροί, και έπεσες σε δουλεία,

αλλά ξανασηκώθηκες, για νέα μεγαλεία.

 

Κι ένα κομμάτι μάρμαρο, στην χώρα σου κι αν μείνει,

πάλι θαρθούν οι σμιλευτές, Άγαλμα για να γίνει.

Νέοι Φειδίες θα φανούν, ξανά να το σμιλέψουν,

και την αιώνια δόξα σου, και πάλι  θα ζηλέψουν.

 

Και ο Ναός της Αθηνάς, σαν φάρος θα φωτίσει,

όλους αυτούς τους βάρβαρους, που σ ΄ έχουν αφανίσει.

 

 

Η ΈΛΕΥΣΙΣ


Της  χαραυγής, γλυκό πουλί, λάλησε πάλι, για ν΄ακούσω,

συντρίμμια, βλέπω γύρω μου, τα μάτια μου βουρκώνουν,

γι΄αυτό  και η φωνούλα σου, παρηγοριά μου δίνει.

Καθώς, το γλυκοχάραμα, σιγά σιγά προβάλει,

και το γρασίδι που πατώ, τα πόδια μου χαϊδεύει,

σκύβω, να δω καλύτερα, τι έχει απομείνει,

από αυτό π΄αντίκρισα, μια νύχτα, στ ΄ όνειρό μου.

 

Είδα, τον κόσμο νάρχεται, εκεί να προσκυνήσει.

και την Θεά, ηλιόλουστη, ξάφνου, να ξεπροβάλλει,

γιατ ΄ ήρθε η ώρα κι η στιγμή, και πάλι να αντικρίσει,

την έλευσι. της κόρης της, από τον κάτω κόσμο.

 

Κι η έλευσις, εγένετο, και να η Περσεφόνη,

μα δεν την βλέπουν, όλοι τους, μονάχα οι μυημένοι.

Και τότε εταράχτηκα, μέσα εις το όνειρο μου,

καθώς, μια λάμψη από φώς, μου άνοιξε τα μάτια.

Κι αμέσως, αποφάσισα, αγουροξυπνημένος,

μες της αυγής το χάραμα, να ‘ρθώ κι εγώ κοντά σου,

και με τα μάτια μου να δω, τον λαμπερόν, ναόν σου.

Μα δεν υπάρχει, πια ναός, μονάχα τα συντρίμμια,

επάνω, εις την ιεράν σου γη, ατάκτως, σκορπισμένα.

 

 

ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ


Και τότε, μια βοή, στην πόλι, απλώθη,

κι ο κόσμος τρέχει, να κλειστεί στα σπίτια,

γιατί αυτός, ο πανικός υπάρχει,

μα δεν το μάθατε, οι βάρβαροι πλησιάζουν.

 

Κι αυτός ο φόβος, που υπάρχει σ όλους,

μην είναι, υπερβολικός και δεν θα πρέπει, μήπως,

με το καλό κι εμείς, να τους δεχθούμε,

σαν φίλους, που απ την χώρα μας πέρασαν;

 

Δεν ξέρω τι να πω και να στοχάσω,

και στο μυαλό μου, δεν μου έρχεται άλλη σκέψη,

γιατί, μια φήμη, έχει αρχίσει για ν απλώνει,

πως, ειν’ αυτοί. που κατέβηκαν απ’ τα δέντρα.

 

Μα, αν είναι έτσι, πρέπει να προστρέξω,

να τους υποδεχθώ και να τους εξηγήσω,

να σεβαστούν, την χώρα, αυτή που μπαίνουν,

γιατ’ είναι η χώρα, των Θεών και των ανθρώπων.

 

Κι αυτή μου, την επιθυμία, πρέπει για ν’ ακούσουν,

αν πάλι όμως, όπως λεν, έχουν κατεβεί από τα δέντρα,

τι ξέρουνε αυτοί, από αιώνιο κάλλος,

τι ξέρουν όλοι τους, από την Θεία αρμονία.

 

Μα, νάτοι, μπήκαν, με στρατό μεγάλο,

και πίσω σέρνουν, έναν όχλο καλόγηρους,

στα μαύρα και στα μελανά, ντυμένοι,

ρίχτηκαν, με μανία, στα μνημεία.

 

Τέτοιον, αφανισμό και τέτοια λύσσα,

να σπάσουν, ό,τι κι αν εβρούν, μπροστά τους,

θα μείνει, χαραγμένο, στους αιώνες,

το έγκλημα, που κάνανε στην χώρα.

Δελφοί, Δωδώνη, Ελευσίνα, μην θρηνείτε,

Αθήνα, Σπάρτη, Ολυμπία, κάντε υπομονή,

θα έρθει πάλι, ο καιρός, να δοξαστείτε, και στην πατρίδα σας,

ξανά, θα έρθουν οι Θεοί.

 

Κι ο Παρθενώνας της Θεάς, και πάλι θα μιλήσει,

όπως μιλούσε, στα παλιά, εκείνα χρόνια,

και με ανθρώπινη, λαλιά, θα εξηγήσει,

πως οι μετώπες κι οι κολώνες του, θα μείνουν αιώνια.

 

 

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ


Μες τους αιώνες περπατάς, και για χιλιάδες χρόνια,

είσαι η μάνα των γλωσσών, που θα μιλιέται αιώνια.

Όσο κι αν σε παραποιούν, όσο κι αν σε διαβάλουν,

ταφόπλακα επάνω σου, ποτέ τους δεν θα βάλουν.

 

Από το Σύμπαν έρχεσαι, στην χώρα των Ελλήνων,

και μοιάζεις, με αιθέριο, τραγούδι των Σειρήνων.

Όλα τα διανοήματα, στη γλώσσα σου γραμμένα,

να ξεκλειδώσουνε, τον νου, είναι προορισμένα.

 

Οι Μυστικοί  σου κώδικες, πούχεις καλά κρυμμένους,

ετυμολόγηση, ζητούν, απ’ όλους τους μυημένους.

Όποιος και αν σ’ επισκεφθεί, κι ασχοληθεί  μαζί σου,

σοφία πάντα θ’ αποκτά, το λέει κι ο ποιητής σου.

 

Απ’ το δικό σου Αλφάβητο, γεμάτο σοφία,

οι Μύστες επινόησαν, την Αριθμοσοφία.

Νούμερα βαλαν κι αριθμούς, πάνω στα γράμματά σου,

κι οι Παρθενώνες ομιλούν, την γλώσσα την δικιά σου.

 

Παιάνες παιανίζουνε, μες τα νοήματά σου,

γραμματική συντακτικό, είναι το στήριγμα σου.

Προθέσεις κι επιρρήματα, τεκτονικά βαλμένα,

προστακτικές κι οριστικές, διαμάντια στολισμένα.

 

Η Τρίτη κλήση, μια βοή, φέρνει στο πέρασμα της,

ειν’ ο σεισμός των λέξεων, που χει στα έγκατα της.

Τα ρήματα σου, κίονες, με την σειρά βαλμένη,

κι η διάλεκτος η Αττική, απ’ τους Θεούς σταλμένη.

 

Σύνδεσμοι κι απαρέμφατα, τις λέξεις σου στολίζουν,

Μέλλοντες και Αόριστοι, την γλωσσα σου φωτίζουν.

Όλο αυτό, το κόσμημα, χιλιάδες, χρόνια τώρα,

ο φάρος, είν’ της νόησης.στην των Ελλήνων χώρα.

 

 

ΟΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΣ


Βαρύς είναι ο πέλεκυς, που έπεσε στη χώρα,

ήρθανε οι επίσκοποι και εξετάζουν τώρα,

αν έφυγε, ο Διάβολος, που είχε επικρατήσει,

για να μπορέσει κι ο λαός, να μην ξαναμαρτήσει.

 

Για χρόνια, είχε απλωθεί, στην των Ελλήνων χώρα,

τους είχε κάνει, αμαρτωλούς, από αιώνες τώρα,

γι’ αυτό, όλους τους Έλληνες, μιάσματα θωρούμε,

κι άμα περνούνε δίπλα μας, ευθύς, τους απωθούμε.

 

Αγάλλονται στ’ αγάλματα, στο κάλλος, είναι λάτρεις,

γι’ αυτό κι ονομαστήκανε, λαός, ειδωλολάτρης,

που δεν θα έχει, πια παρόν, μα ούτε κι ιστορία,

γι’ αυτό κι εμείς, τους σφάζουμε, σε κάθε ευκαιρία.

 

Λάτρευαν, δώδεκα Θεούς, που ήτανε απάτη,

μα ο δικός μας ο Θεός, με άγρυπνο μάτι,

όλα, επάνω εις  την γη, τώρα τα επιβλέπει,

κι όλοι οι λαοί, θα βρίσκονται, εις την δική του σκέπη.

 

Γονυπετείς θα προσκυνούν, τον νέον, τον Θεό τους,

και θάρχονται, στην εκκλησία, να κάνουν τον σταυρό τους,

και όλοι, θα δοξάζουνε, την θεία του σοφία,

και στην πυρά, θα καίγεται, η κάθε απιστία.

 

Στον άπιστο, τον άνθρωπο, που έχει αμαρτίες,

θα επιβάλουμε ποινές και Θείες τιμωρίες,

να βρει, πάλι τον δρόμο του, ν’ αφήσει την μαγεία,

αυτήν, που του την έμαθε, η ειδωλολατρεία.

 

Όλοι οι μάγοι, πούχουνε, την των Ελλήνων γνώση,

θα δίδονται εντολές, κανείς, να μην γλυτώσει,

καθώς, εμείς που έχουμε, τώρα την εξουσία,

θα επιβάλουμε σ’ αυτούς. την Θεία τιμωρία.

 

Ιεροφάντες, των ναών, στους δρόμους θα συρθούνε,

Πυθίες και Ιέρειες, σκλάβες θα πουληθούνε,

Μαντεία και Μυστήρια, δεν θα υπάρχουν τώρα,

Ακαδημίες και Σχολές, θα κλείσουνε την χώρα.

 

Φιλόσοφοι και Σοφιστές, θα πάψουν να υπάρχουν,

γιατί, οι δικοί μας λειτουργοί, ήρθ’ η στιγμή να άρχουν,

θα επιβάλουμε στην γη, την νέα μας θρησκεία,

και η αγάπη του Θεού θα είναι αιωνία.

 

Και στους αιώνες, που θαρθούν, εμείς θα κυβερνάμε,

κι όποιος, βρεθεί στον δρόμο μας, από σπαθί περνάμε,

γιατί, το λένε οι γραφές, το λένε τα συμβάντα,

πως ο δικός μας ο Θεός, θα κυβερνάει πάντα.

 

Γι αυτό και οι πατέρες της εκκλησίας, είπαν και ελάλησαν:

Ο Πέτρος ρητορεύει  και Πλάτων κατεσίγησε

 διδάσκει Παύλος, Πυθαγόρας έδινε, Απόστολοι του Χριστού μόνοι,

πάσης οικουμένης, ανεδείχθητε διδασκαλοι


Επεξήγησεις:

Όταν ο Πέτρος ομιλεί, ο Πλάτωνας σωπαίνει,

κι ο Παύλος, με τις διδαχές, τον Πυθαγόρα υπερβαίνει,

και οι λοιποί Απόστολοι, εδίδαξαν σοφίες,

κι οι Έλληνες φιλόσοφοι, εγράψανε μωρίες.

 

Επίλογος:

Όσο κι αν προσπαθήσατε, στα δυό χιλιάδες χρόνια,

το πνεύμα το Ελληνικό, θα παραμείνει αιώνια,

πάλι θα έρθουν οι καιροί, γνώση να ξαναγίνει,

το Δόγμα το Χριστιανικό, για πάντα δεν θα μείνει.

 

 

Η ΑΘΗΝΑ ΤΟΝ 5ον ΑΙΏΝΑ π.Χ

 

Είσαι, η διαμαντόπετρα, που λάμπει στους αιώνες,

μαζύ με σε, λαμποκοπούν κι οι αρχαίες σου κολώνες.

Το κόσμημα, πάνω στην γη, τον λένε Παρθενώνα,

τον βράχο σου, εστόλισε, τον πέμπτον  τον αιώνα.

 

Κι άλλα, λαμπρά, εκθέματα, τον βράχο περιβάλουν,

Ικτίνοι, Καλλικράτηδες, την τέχνη τους θα βάλουν.

Μετώπες και αγάλματα, κοσμούνε το μνημείο,

κι οι εξι, οι Καρυάτιδες, λάμπουν στο Ερεχθείο.

 

Το άγαλμα της Αθηνάς, που έφτιαξε ο Φειδίας,

είναι το ίδιο θαυμαστό, μ’ αυτό της Ολυμπίας.

Στα θεατρά σου, παίζονται, έργα των τραγικών σου,

και εις την πόλη κυριαρχεί, το πνεύμα των σοφών σου.

 

Σ’ Ακαδημίες, Λύκεια, δίδαξαν οι σοφοί σου,

τα έργα τους αθάνατα, δοξάστηκαν μαζύ σου.

Φιλόσοφοι και Σοφιστές, συνέχεια θα ερίζουν,

και Ρήτορες ομιλητές, την αγορά σου στολίζουν.

 

Μες  στις παλαίστρες, έφηβοι, ασκούμενοι παλεύουν,

το θείον  το παγκράτιον, να μάθουνε γυρεύουν.

Στην Πνύκα, που ρχεται ο λαός, τους Άρχοντες ορίζει,

ποιος είναι ο καλύτερος, εκείνονε  ψηφίζει.

 

Πολίτευμα, που σε διοικεί, είν’ η Δημοκρατία,

στην πόλι σου γεννήθηκε, κι έμεινε, αιωνία.

Ο Ιλισός κι ο Ηριδανός, διασχίζουνε την πόλι,

και χαίρεσαι την άλση τους και την δροσιά τους όλη.

 

Κι η θάλασσα τριγύρω σου, να βρέχει τις ακτές σου,

κι όλου του κόσμου οι ομορφιές να γίνονται δικιές σου.

Ήσουνα, τέτοια ζωγραφιά, εκείνον τον αιώνα,

που ονομάζεται χρυσούς, για δυο χιλιάδες χρόνια.

 

 

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Ταπεινός προσκυνητής, εισήλθα εις τον οίκον σου,

και ενώπιόν σου, λέγοντας αληθείας αυτάς,

για ν’ ακουσθούν και να προβληματίσουν.

 

Μας παρέχουν, στο κήρυγμά τους, και μας κατηχούν,

οι αντιπρόσωποι σου, επί της γης, ότι είσαι άσπιλος,

αμόλυντος αγαθός, δίκαιος και παντογνώστης.

 

Έτσι και εγώ, εμπρός σου σήμερον, ταπεινός προσκυνητής,

σε ερωτώ και αναμένω, μιαν, ειλικρινή και αληθήν, απάντηση.

 

Πώς μπόρεσε η καρδιά σου, πώς τους άφησες,

να εξολοθρεύσουν, να καταστρέψουν, να αφανίσουν,

έναν τέτοιον, ουράνιον πολιτισμό;

 

Δεν δονούσε η ψυχή σου,

την ώρα, που εξαφανίζετο το κάλλος,

την ώρα, που εγκρεμίζετο οι ναοί,

την ώρα, που εβεβηλώνοντο, τα ιερά άλση,

την ώρα  που ποδοπαντούντο. τα αγαλματα;

 

Δεν εσείετο, η καρδιά σου,

την ώρα, που εκαίοντο τα βιβλία τους,

την ώρα που εξαφανίζετο η γνώση,

αφού ήξερες, τι θα επέλθει.

 

Αφού ήξερες, τι σκότος θα επικρατεί, για χιλιάδες χρόνια,

αφού ως παντογνώστης, το γνώριζες, πως τους άφησες;

 

Πως άφησες να καούν, χιλιάδες των χιλιάδων,

άνθρωποι στην πυρά, για να βγάλουν, ό,τι πιο μολυσμένο,

ό,τι πιο σάπιο, είχαν μέσα τους, οι Ιερουργοί σου;

 

Πώς άφησες, αναίσχυντους πυρομανείς, διεστραμμένες ψυχές,

να κηρύσσουν, τον Θείον σου λόγο, χωρίς αισχύνη;

Δυο χιλιάδες χρόνια, εξαπατούν,

δυο χιλιάδες χρόνια ψεύδονται,

δυο χιλιάδες χρόνια, συσκοτίζουν.

Αλίμονο σ’ αυτούς, που κουβαλάνε, το σκότος μέσα τους.

Αυτά ομολογώ, και σε κοιτώ στα μάτια,

φεύγοντας, από τον ναό σου, και ψιθυρίζων, χαμηλοφώνως,

το ρηθέν, από τον υιόν σου: "Άφεσ’ αυτοίς, ουκ εν οίδασι, τι ποιούσι".


ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.7.2021.

Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ