Της Αγγελικής Κομποχόλη,
Φιλολόγου, δρ.
Πανεπιστημίου Αθηνών
Σε ποίημά του ο Πίνδαρος (Ολυμπιονίκαι ΙΧ) χαρακτηρίζει το γένος των ανθρώπων "λίθινον γόνον", από τους λίθους που πέταξαν πάνω από το κεφάλι τους ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, κατ' εντολήν Διός, στην κυριολεξία "σπείροντάς" τους στη γη. Η συνέχεια είναι γνωστή. Από τις πέτρες που έριξε ο Δευκαλιώνας γεννήθηκαν οι άνδρες, από τις πέτρες που έριξε η Πύρρα οι γυναίκες. Έτσι προέκυψαν οι «λαοί», τουλάχιστον ετυμολογικά, από την αρχαία εκείνη πέτρα, “λάας” στην παλαιά γραφή, που υπήρξε η γενεσιουργός αρχή τους. Ο μύθος έχει μάλλον και την πραγματιστική του εκδοχή. Κατά την διάρκεια των γήινων κατακλυσμών φαίνεται να σώθηκαν εκείνοι που κατέφυγαν στα ορεινά υψώματα, στα απόκρημνα σπήλαια και τις πετρώδεις κορυφές. Όταν η βροχή σταμάτησε, οι διασωθέντες, έτσι όπως ξεπρόβαλαν από τα σπηλαιώδη καταφύγια τους, ήταν σαν να γεννήθηκαν μέσα από αυτά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης:
Γ. Λεκάκης "Η διαχρονική λατρεία του λίθου".
Η γλώσσα μας, ποιητικά, συγκράτησε εικονοπλαστικά την ανάμνηση αυτής της σωτηρίας και τίμησε την πέτρα ανταποδοτικά με πολυσημία λέξεων και όρων: Λάας, λᾶς, λέα, λέσπις, λίθος, σχολάξ, λάλλαι, λέλεγες, χερμάς, χερμάδιον, χέραδος, βαίτυλος, στία, χεράς, κρώμαξ, πέλλα,, θράττης, γρώμη, ῥώξ, μάρμαρον, κροκάλη, βράχος, πέτρη, πέτρος, ψηφίς, ὅλμος, κρόκη, λανός, μερικές μόνον από τις πανάρχαιες ονομασίες της.
"Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα",
έγραψε με την μοναδική του γραφή ο Γεώργιος Σεφέρης, «φυσιογνωμίες που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερα από την σιωπή μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια".
Στους βράχους της η φύση, σμίλεψε τα πρώτα της «γλυπτά» με την διαβρωτική
δύναμη του νερού, της θάλασσας και της βροχής και το πανάρχαιο ρήμα της δράσης
της («γλύφω») απέδωσε με ζηλευτή αναλογία την ατομική δημιουργία του «γλύπτη»-δημιουργού,
την λάξευση της δικής του αδιαμόρφωτης συμπαγούς ύλης. Και το ταξίδι της
γλώσσας δεν σταμάτησε εδώ: «Γλάφω» ή «γράφω» με τη συνήθη εναλλαγή - ήδη από την
μυκηναϊκή γλώσσα - των γραμμάτων /λ/
και /ρ/ η προσπάθεια του ανθρώπου να
αποτυπώσει στον λίθο την σκέψη του, δουλεύοντας το ύφος του (κυριολεκτικά και
μεταφορικά), ώστε να είναι ζωντανό και παραστατικό, εύληπτο και ευανάγνωστο,
«γλαφυρό» και «εὔλογο», «εὔσχημο» και «εὔμορφο». «Αγαπούσαμε τη δουλειά μας κι ας ήτανε σκληρή. Δουλεύαμε καλά την πέτρα,
γιατί την ξέραμε. Γνωρίζαμε τα χούγια της, τη φύση της, πως την πιάνεις, πως τη
χτυπάς και που ν’ ανοίγει, πως τη λαξεύεις, πως την τοποθετείς και πως
χαντρώνεις. Να είναι με ακρίβεια για να μπορείς από τα πριν να πλησιάσεις την
ομορφιά του μόχθου σου» πάνω της (Ν. Θέμελη, «Η Αναζήτηση»).
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.7.2021.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook