ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΓΓΟΝΟΥ - ΠΑΠΠΟΥ στο ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ των ΒΛΑΧΩΝ – Οι βλάχοι μιλούν αρχαία ελληνικά! - του Αρ. Γραμμόζη

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΓΓΟΝΟΥ - ΠΑΠΠΟΥ
στο ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ
των ΒΛΑΧΩΝ
Οι βλάχοι μιλούν αρχαία ελληνικά!

Του Αριστέα Γραμμόζηareimenios@googlemail.com

 

ΝΟΥ ΣΤΙ ΠΑΠΠΟΥ ΤΑ ΣΙ ΣΤΖΕΚΕ;

ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΓΓΟΝΟΥ ΚΑΙ ΠΑΠΠΟΥ ΣΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΑΡΕΙΜΕΝΊΩΝ (ΒΛΑΧΩΝ) Κεφαλόβρυσου και ακολουθεί η ανάγνωση στην Ελληνική Γλώσσα:

ΤΣΙ ΙΧΙΜ ΝΟΙ, ΠΑΠΠΟ; [Τι είμαστε εμείς, παππού;]

 Τσι=Τι, τ=τα

Ιχίμ = ιχμίμ = έσμέν = (είμαστε), α' πληθυντικό του αρχαίου ελ­ληνικού ρήματος ειμί.

Νοι = ινοίν = ημείς (εμείς), αρχαία ελληνική λέξη·

πάππο-πάππε, πάππο, παππάο = παππού

Παράθεση ανάλογης πολυπροφοράς ελληνικών γραμμάτων: χ= και σ, ς, όπως στις λέξεις εχέβοιον - μεσάβοιον από εχέβοιον διαβάστηκε βεχέβοιον = μεσάβοιον = δερμάτινος ιμάς.

μ = και ν, όπως μιν - νιν (αιολ.) = ημάς· ι = και ε, η, όπως ιστίη - εστία, αΐσυλος-αήσυλος = πονηρός· ν = και μ, όπως νάρκη - μάλκη, α=ο όπως γράφω - γρόφοο (δωρ.), ο = και υ όπως όνομα - όνυμα.

Νόι ιχίμ Αρειμέϊοιν. Αίστου λόκου έστι ανόστ’ου, νι φιτέ, αό ναφλέμ’ου, σι σπουρέμ’ου, σ' κα Κρέτσιε, σ' κα Αρειμένιε.

[Εμείς είμαστε Αρειμένιοι. Αυτός ο τόπος είναι δικός μας, αυτός ο τόπος μας γέννησε, εδώ βρεθήκαμε και μιλάμε ελληνικά και αρειμενικά.]

Νόι = ινοίν = ημείς (εμείς).

ιχίμ = ιχμίμ = εσμέν (είμαστε).

Αρειμέϊοιν = ερνανιε μινέ = ελλανία φυλή (ερννένιοι = ελλήνιοι, ερνάνιομ = ελλάνιον = ελληνικόν, μίναν = φύλον). Μερενραί = Πελασγοί, Μαριέαν μινέ = Δωριέων φυλή, Μρέμαι = Βλάχοι, Μερναιμεί = Περραιβοί.

(Περαιβοί· κάτοικοι Περραιβίας, χώρας στα βόρεια της Ηπεί­ρου με σπουδαία ιστορία. - ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Γ. Λεκάκης "Ήπειρος η γωνιά που πέτρωσε στο 5") Αρείερ = Αρείας, μινέρ = φυλής, Αρενίμιαρ = ορεσίβιος, νεάρ = λεώς (στην αττική διάλεκτο ο λαός, εξ ου και λεωφορείον) = λαός, ριαμέναν = διαμένων, εν άρενι = εν όρεσι, Νρέμναι = Γράμμου, Μίνραι = Πίνδου, Αμείραι = Ηπείρου.

(Μεταβολές πολυφωνικής προφοράς της λέξης Αρειμέϊοιν. (ρ=λ, γ, μ, ς, δ, όπως στις λέξεις νάρκη = μάλκη, ερίφιον = αιγίδιον (από ερίφιον διαβάστηκε οερίφιον = αιγίδιον), βάθρα = βαθμός (από βάθρα διαβάστηκε βαθράρ = βαθμός), αυτός = αυτόρ, ούτορ - ούτος, (οι Αιολείς ρωτάκιζαν, λέει ο Ησύχιος), ηνορέα = ανδρεία (από ηνορέα διαβάστηκε ηνρναέα = ανδρεία). ν = λ- σ, ρ, μ, όπως στις λέξεις αφανίζει - αμαλλοί (από αφανίζει = αφανίσδει διαβάστηκε εφανσαί = αμαλλοί (δ και ι, ως όμοια με φ και ι, αποβάλλονται)· μ = και φ, π, δ, β, όπως στις λέξεις (μαδαρότης - φαλακρότης (από μαδαρότης διαβάστηκε μαραδρότης = φαλακρότης), άμβλωμα - αποβολή (από άμβλωμα διαβάστηκε αμωβωλά = αποβολή), χαιρημών - χαιρηδών, μορτός - βροτός (μροτός) = θνητός.

Αΐστον = αυτοσί = ουτοσί = αυτός εδώ (αρχαία ελληνική έκ­φραση, η δεικτική αντωνυμία ούτος επιτείνεται με την προ­σθήκη του δεικτικού προσχηματισμού «ι»).

Λόκον = κόκολ = τόπος, κόλολ - χώρος (κεχωρισμένον μέρος εδάφους), κολύολ = χωρίον = τόπος (ο = ου: σε πολλές λέξεις αιολικές και δωρικές πρέπει να προφερόταν ως ου, όπως βολά αντί βουλή και στους Ίωνες νούσος αντί νόσος, ούνομα αντί όνομα)· κ = και χ, όπως στις λέξεις άκερα (πολυτελές ύφασμα)-αράχνη (αραχνοΰφαντο) (από άκερα διαβάστηκε αράκνε = αράχνη. [Κολούω· αποκόπτω, βραχύνω, περικόπτω, κολοβώνω.]

Έστι = είναι (γ' ενικό του αρχαίου ελληνικού ρήματος ειμί).

Ανόστ = ανότανος = ημέτερος (κτητική αντωνυμία, αρχαία ελ­ληνική λέξη) = νότος νας = δικός μας.

νι = viv (δωρ.) και μιν = ημάς (ινιν = ημάς). Ιωνικός τύπος προ­σωπικής αντωνυμίας αιτιατ. πτώσεως (αρχαία ελληνική λέξη).

Φιτέ = έφιτε = έφυσε = γέννησε (γ' εν. Αορίστου του αρχαίου ελληνικού ρήματος φύω). Υπάρχει και ρήμα φιτύω = γεννώ, με θέμα φιτυ- και ρήμα φυτεύω (φιτει = φυτεύ-) ι = και υ, όπως μαντίον - μανδύας· τα = και σ, όπως τυ - συ).

Αό = ου = όπου, γενική αναφορικής αντωνυμίας που λαμβάνε­ται απόλυτα ως αναφορικό επίρρημα. (Η αναφορική αντωνυ­μία είναι ος, η, ο, γεν. ου, ης, ου = ο οποίος), αρχαία ελληνική λέξη. Η αντίστοιχη λατινική λέξη είναι iibi.

(αό = α.ό = εδώ ) (αότσι:>σι αοτό ιτό = σε αυτό εδώ)

Ναφλέμ = αελέφεμεν = ευρέθημεν. (Παθ. Αόριστος του αρχ. ρήματος ευρίσκομαι).

σι = τε = και.

Σμπουρέμ’ου = ρυερεσόπεμε = διαλεγόμεθα (ομιλούμε),

οπερούμε· = ομιλούμε (αρχαία ελληνική λέξη).

σ' κα = σι κα (σι το ι αποκόπηκε ως ευρισκόμενο μεταξύ δυο συμφώνων) = τε = και (α=αι, διά - διαί, παρά - παραί)' αρχαία ελ­ληνική διατύπωση, όπως «άρκτοι τε και λέοντες» και δείχνει την στενότερη σύνδεση μεταξύ των δυο λέξεων, των άρκτων και των λεόντων, ως ανηκόντων στην τάξη των ζώων.

Το ίδιο και για τους Κρέτσιε και Αρειμέιν: ανήκαν στην ίδια φυλή, ράτσα.

 Γκρέτσιε = ερσερικτί - Ελληνιστί, Γρειτιστί = Γραικιστί, Κερεσκιστί = Πελασγιστί (κατά τρόπο Ελληνικό, Γραικικό, Πελα­σγικό).

Κρέτσιε = ερσεκιτέ = Ελληνικά, Κρεισιτέ = Γραικικά, Κερεσκιτέ = Πελασγικά (κ=σ, γ, π, ν, όπως στις λέξεις αικχούνα [Λάκωνες, Ησύχ.] και αισχύνη, ακαθόν - αγαθόν, όκως - όπως).

Αρειμένιε = Μιρνενεία = Περραναία (Μερραναία), Μερνειμαία = Περραιβαία.

 Ιμίαμε = ιδίωμα, Αρεινείρ = ορεινοίς, νεάρ = λεώς (λαός - ορεινών λαών, Μρέμαιρ = Βλάχοις/Βλάχων. ριενμαρέρ = διασποράς. Μαριείρ = Δωριείς (νέμεα = γένεα = γένη) (λεώς = λαός· στα λατινικά ο λαός λέγεται populus).

Νου στι πάππου τα σι στζέκε;

(Μα, γιατί) δεν ξέρει ο πάππους να σου εξηγήσει;

Νου = υ = η = αλήθεια, νον = μαν (δωρ. και επικούς) = δεν, μόριο προς ενίσχυση διαβεβαιώσεων, διαμαρτυριών και παρόμοιων εκφράσεων «ή μαν;» Ιλιάδ. Β 370, «ή μην και πόνος εστίν;» Ιλιάδ. Β 291.

Νυ = δη = λοιπόν, επιτεταμένος τύπος, νον = μην = δεν. Και στους

Αττικούς συγγραφείς επί ισχυρών διαμαρτυριών =υ=ή=αλή­θεια, νυ=δη=λοιπόν, νον=μην=δεν; νον=ή δη μαν=αλήθεια, λοιπόν, δεν,

στι = ίστι = έστι το δυνητικό δύναται (=είναι δυνατόν: το ρήμα είναι απρόσωπο και στην αρχαία ελληνική σύνταξη ακολουθεί δοτική προσωπική και απαρέμφατο).

Έτσι, το πάππου = πάππω = στον πάππου, είναι δοτική προσωπική.

Τά σι = σύνθετη λέξη:

α) ταίσα = τούτο και β) σαι = σοι = (σε σένα).

στζέκε = ετσεζέκεε = εξηγήσαι = να εξηγήσει.

Η πρόταση: νου στι πάππου τα σι στζέκε = ή δη μαν (μην) έστι πάππω τούτο σοι εξηγήσαι;

= Αλήθεια, λοιπόν, δεν είναι δυνατόν στον πάππου να σου το εξηγήσει; Ή: Μα, πράγματι, ο πάππους δεν μπορεί να σου το εξηγήσει.

Παραθέτουμε και πολλές άλλες λέξεις επιλεκτικά τις οποίες σταχυολογήσαμε από αυτές που δόθηκαν από τον φίλο μας Βλάχο στο γλωσσικό ιδίωμα του γένους Αρειμέιν κ. Γραμμό- ζη Στέργιο Αριστέα, για να εξακριβώσουμε αν είναι αρχαίες ελληνικές ή απλά ελληνικές. Πρέπει να σημειωθεί πως εκατο­ντάδες λέξεις που έχουν αποσταλεί, όλες διαβάζονται στην Ελληνική Γλώσσα.

Μπάκε = βάλε (μας)

Διαβάζουμε την λέξη κατά την παλαιά ανάγνωση συμφω­νά με την γλωσσική έρευνα που έχει γίνει από εμένα:

Μπάκε = πάκε αμέμ = βάλε ημίν (προστακτική αορίστ. β' του ρήμα­τος βάλλω). Αρχαία ελληνική λέξη. π = και β, όπως στις λέξεις πατείν-βατείν.

Μένα = χέρι: μένα = χέρα (κρητ.) μαέν = χειρ (αρχαία ελλη­νική λέξη). μ= και χ, όπως στις λέξεις αισυμνία-ευτυχία (από αισυμνία διαβάστηκε αισιμία = ευτυχία- το ν, ως όμοιο του μ, αποβάλλεται)- ι= και υ, όπως στις λέξεις αμείβομαι-αμεύομαι, μαντίον-μανδύας. Πρβλ. πιάνω με τα χέρια = μάρπω > μαρ- ρ-λ-ν, μαν- όπως -(ήρθα, ήλθα=ήνθα, δωρικό. (Λατ. manus, Ιταλ. mano, Γαλλ. main). (παράβαλλε στο ένδυμα δεν λέμε ,,χερείκι’’ αλλά ,,μανίκι’

Ατάου = δική σου- τοαυτάυ = τεαυτή (υ=η υπογεγραμμένη), τυτά του = δική σου.

Του μπάνα = στη ζωή, μυότου = βιότω, άπαντυ = άπαντι (σ'ολόκληρη την ζωή, σ' ολόκληρο τον βίο (ο βίοτος = ο βίος, ζωή), αρχαία ελληνική λέξη (μ= και β, όπως στις λέξεις μεμβράς-βεμβράς).

Σ’μπινέμ’ου = να ζήσουμε, σιμπινέμόυ = εμείς = εμείς, σίνοπεμ = ζήσωμεν, σινπιόσομεμ = συμβμιώσωμεν -(να ζήσουμε μαζί), σινπιόμεμ = συμβιώμεν, (σ = και ζ, όπως στις λέξεις ζμικρός-σμικρός· ε = και ω (επιγραφή από την Λειβαδιά χρησιμοποιεί τον τύπο επανειλημμένως):

«τει Τροφωνίει άλλει = τω Τροφωνίω άλλω» )

Αβόστε = δικός σας, αβόστε = εβάτεσος = υμέτερος (αρχαία ελληνική λέξη)· σ- και ρ· το σ εναλλάσσεται με τα υγρά και ένρινα· π.χ. απαρύω-αποσύρω (από το απαρύω διαβάστηκε απαρύρω=αποσύρω).

Βούλπια = η αλεπού,

βούλπια = α αλόπιβλ = η αλώπηξ (αρχ. ελλην. λέξη), αλλά και

βούλπια = αλιπού = αλεπού, (βλ=κσ=ξ).

Μούλγκ’ου= αρμέγω = ου=ο, μολγκ’ου = ομόλγο = αμέλγω (αρχ. ελλην. λέξη), γκ-γ, αρμέγω = ολμόγο (ο = και α, ε, ω , όπως στις λέξεις στροτός-στρατός, ρυπόω-ρυπέω, όρα-ώρα).

Α’ κάσε = στο σπίτι, α’ κάσε = ασ αεκέας = ες οικίαν- αέκας = οίκον, ας κα ασκέκεας = ες το οσπίτιον- σκα σκεκε = στο σπίτι, στο στέκι- (κ = και π , τ, όπως στις λέξεις μήποτε-μήκοτε, πόκα [δωρ.]-πότε).

Τίνι = εσύ, τίνι = τύνη (δωρικός τύπος αντί του τυ = συ).

Μπάντι = κάτω, μπάντι = πάταμιν = κάτωθεν (π = και κ ,,όπως-όκως, πότε – κοτέ (Ιων.), μ = θ όπως αμέλγω-αθέλγω (Ησίοδος), τάπιτον = δάπεδον (τ = δ,), πνιμάτ = πρηνώς = προς τα κάτω (ν= ρ, όπως μενθηρίζω-μερμηρίζω =προξενώ βλάβη, μ= και ν, όπως μάλκη-νάλκη).

ντουκένι = κονιτένυον = πωλητήριον =(τόπος όπου γινόταν η πώληση)· κνετίρυον = πρατήριον =(τόπος όπου εγίνοντο οι πωλήσεις (πράσεις).

Τόρα = τώρα, τόρα. Πιθανότατα είναι ο τύπος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας «τοι άρα», που έχει πάθει έκθλιψη και γίνεται τόρα ή τάρα και χρησιμοποιείται προς επίταση του μορίου άρα, το οποίο φανερώνει άμεση μετάβαση από το ένα πράγμα στο άλλο, ευθύς, αμέσως. Έτσι τάρα διαβάστηκε, τόρα = τώρα = αμέσως βέβαια (τοι). α= και ο και ω, όπως στις λέ­ξεις γράφω-γρόφω (δωρ.), πράτος-πρώτος. Είναι αρχαιότατη ελληνική έκφραση.

Αστούμτσινα = τότες,

αστούμτσινα = τανισαύτα ουμ = τηνικαύτα ουν = τότε λοιπόν, τ=τσ. Αρχαίο ελληνικό επίρρημα.

Μπάρπε = γενειάδα,

μπάρμπε = πάραμε = πώγωνι, πρέπαρ = τρίχες, =(πώγωνος)=γενειάδα=πώγων (το πηγούνι),

πρέπαρ ρεμαεάπαρ = τρίχες γενειάδος, π = και δ, τ, χ, όπως στις λέξεις απείρως=αδαϊστί (από απείρως διαβάστηκε απεϊρσί=αδαϊστί και αδαώς=απεάς=αδαώς)- το ω, στην πρώτη περίπτωση, ως όμοιο με α, αποβάλλεται- στην δεύτερη περίπτωση το ι, ως όμοιο με ε, αποβάλλεται· πέμπε-πέντε, πύελος-χοάνη (από πύ­ελος διαβάστηκε ποέλυ=χοάνη).

Μπουρπάτ’ου = άνδρας,

Μπουρπάτ’ου = άμτροπορ = άνθρωπος. Στο αρχαίο λεξικό του Liddell & Scott (μετ. Κωνσταντινίδου) ανήρ (άνδρας)=άνθρωπος. Πολύ σημαντικό, γιατί βλέπουμε πως η λέξη μπουρπάτ διαβάζεται άνθρωπος και σημαίνει άνδρας.

Μουγέρι = γυναίκα,

μουγέρι = γυμέ = γυνή, γύμευμορ = σύνευνος = (σύζυγος)- ρ-σ και ς τελικό, όπως στην λέξη ούτος-ούτορ. Ο Ησύχιος αναφέρει πως «οι Αιολείς ρωτάκιζαν» (αρχαία ελληνική λέξη).

Μόσιε = γυναίκα πολύ μεγάλης ηλικίας-

 μόσιε = μοισείε = Μοισαία.

1. Μοισαία (αρχαία ελληνική λέξη) = Μούσα (αιολικόν), όταν θέλουμε να υποδηλώσουμε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας. Ακόμη διαβάζουμε την λέξη

2. σμεΐμιομ = γραΐδιον (πολύ προχωρημένης ηλικίας ή μικρό­τερης),

3. μοισείομ = μουσείον. Κι από την Μόσια = σμάΐμιομ = γραΐδιον- (σ = γ, όπως στην λέξη τύρσος - πύργος- μ = ρ, όπως στην λέξη Αίσα = Μοίρα (η λέξη Αίσα διαβάστηκε Σαίσα = Μοίρα).

Αβέμ’ου = έχουμε,

αβέμ’ου = έβομεμ = έχομεν. Ο Ησύχιος αναφέρει το ίδιο θέμα από την Βοιωτία (άβεις)- β = χ, όπως στις λέξεις άβεις = έχει, ς αβήνα = χωρίον (από αβήνα διαβάστηκε βανήαν =χωρίον).

Μουαμπέτι = συζήτηση,

μουαμπέτι = τιεμόπυτμα = διαλόγισμα, τιεμοπυτμάτ = διαλογισμός = συ­ζήτηση· (λ=μ, όπως στις λέξεις αλοητός=αμητός=αλώνισμα.

Σουράτια = πρόσωπο,

 σουράτια = το τρασοταύορ = το προσωπείον = το πρόσωπον (σουράτια = το τρόσοτο = το πρόσωπο, α ότσυ = η όψη, του αρτρότου = του ανθρώπου)

Κάφκα/καύκα = κρανίο

1. καύκα = κάκκυ = κόττη ή κακκύκ = κοττίς ή κακύκ = κοτίς, από δωρική λέξη = κεφαλή, κακύκα = κορύτη = κεφαλή, κυκακά = κεφαλή, (κ= και ρ, τ, φ, λ, όπως στις λέξεις ακτέα-δόρατα (ακτέα διαβάστηκε τάκεκα=δόρατα), νίκεν (κρητ.)-φέρειν (από νίκεν διαβάστηκε κένειν=φέρειν), κοτίκας-αλέκτωρ (Η­σύχιος) (από κοτίκας διαβάστηκε ακίκτας=αλέκτωρ),

2. καύκη ή καύκα = είδος ποτηριού, επίσης και καύκος, καυκίον = υποκοριστικό του καύκι,

3. κρανίον = το ανώτατο μέρος της κεφαλής (κρανί), το τριχωτό μέρος της, γενικά η κεφαλή (κάρα). Ο Όμηρος χρη­σιμοποιεί την λέξη στην γεν. καρήατος και δοτ. καρήατι, σαν να σχηματίσθηκε ονομαστική κάρηαρ = κάκυακ (από το κανύκα) =*άρυαρ = κραρύαρ = κρανίον (λ=ρ, το είδαμε στις προηγού­μενες λέξεις).

ΝιάτσεΝόπη = μεσάννκτα,

νιάτσενόπτι = ενισείαι = ημισεία, νοπτί = νυκτί = (κατά το μέσον της νυκτός), νιάτσε = νεσάνιστα = μεοάνυκτα, νεσανίστιαν = μεσονύκτιον, νεσανίστιας = μεσονύκτιος (αρχαία ελληνική λέξη).

Πλίνε = γεμάτο,

πλίνε = πλίνελ = πλήρες. (πρβλ. και την λέξη ΠΙ’ΜΠΛΙΜΙ )

Νιέλ’ου = μήλο, αμνός, αρνί. [Κατ' αρχάς μήλο = μήλον = πρόβατον, αμνός (αρχαία ελληνική λέξη), νίλον = μήλον, νιέλ = ελνί = αρνί (ελνίον = αρνίον), ελνόλ = αμνός.

Σέντ’ου = είναι, σέντ = ενστέ = εντί (δωρ.)= ειτίν = εισίν, το σ του ενστέ μεταξύ δυο συμφώνων ή φωνηέντων αποβάλλεται (ελ­ληνικός γραμματικός νόμος, π.χ. γέγραφσθε = γέγραφθε, εστάλσθαι = εστάλθε, γένεσος = γένους, ελέγεσο = ελέγεο = ελέγου).

Ναπόι = ξανά,

ναπόι = πάνιν = πάλιν, αόπιν = αύθις, πνανά = ξανά (πν=κσ=ξ)· ιπ νίαο = εκ νέου = ξανά (αρχαίες ελληνικές λέξεις)·

νιπόι = πίσω,

νιπόι = όπινπιν = όπισθεν, ονόπιν = ανόπιν (αρχαία ελληνική λέξη)= προς τα οπίσω, παόνπανιν = τούμπαλιν (αρχ. ελλ. λέξη)= προς τα οπίσω- όνπανιν = έμπαλιν = προς τα οπίσω (αρχ. ελλ. λέξη).

μεκ’ου = τρώω, μεκ’ου = εκμέο = εσθίω (αρχ. ελλ. λέξη )= τρώγω.

αβάις = σιγά,

αβάις = σιβά = σιγά, σιβασά = σιγαλά ή

γιαβάϊς = για σιγά

γιαβάϊς = για σιβά = για σιγά, ισάβας = ησύχως, βσαΐας = πραέως, ίβια = ήπια, -μαλακά.

Κιντέρα = τύχη, κιντέρα = τεκρανίραν = το πεπρωμένον,

α τίκα κατενάρ = η τύχη καθενός.

Η λέξη κιντέρα διαβάζεται και νενάρακται = μεμόρακται (δωρ. τύπος), γ' ενικό, και δηλώνει αυτόν που μετέχει σε κάτι (από το ρήμα μοιράζω, το οποίο είναι συνώνυμο με το μείρομαι = λαγχάνω τυγχάνω, αξιούμαι (λαχαίνω, τυχαίνω, είμαι άξιος να πάρω κάτι) και στον παρακείμενο σχηματίζεται απρόσωπα στο γ' ενικό- «είμαρται» = είναι πεπρωμένο, ορισμένο από την μοίρα. Η μετοχή του είμαρται στο θηλυκό γένος είναι ειμαρμένη = το πεπρωμένο, η μοίρα = ό,τι δίνεται ή απονέμεται σε κάποιον.

Επομένως και το συνώνυμο του «μεμόρακται», στο δωρικό ιδίωμα στην μετοχή που δεν μνημονεύεται, δηλώνει το ίδιο, δηλ. το πεπρωμένο, την μοίρα, την τύχη.

Βέκκιε = παλιό, Βέκκια = το παλιό

βέκκια = βακκειά = παλαιό.

Υπάρχει στο λεξικό του Liddell & Ssott (μετ. Κωνσταντινίδου) η λέξη βέκκε-σέληνος = αρχαίος, ο διά την αρχαιότητα ανίκανος (άχρηστος).

 Αντωνυμίες Προσωπικές

εγώ = μίνι = ινίμι = εγώνι (δωρικός τύπος)=εγώ.

εσύ = τίνι = τύνη (επικό, Ιλ. Ε 485 / Λάκωνες = τούνη)=εσύ.

αυτός = ατσέλ’ου = αυτόλ = αυτός (τ=τς). ή και ,,αυτός ο έλιος = αυτός ο ίδιος’’

εμείς = νόι = ινοίν = ημείς (εμείς).

εσείς = βόι = ίβο = υμέ (δωρ), ή ίββο = νμμε (αιολ. και επικό).

αυτοί = ατσέϊγ = τσέιγ = σφεις = αυτοί. (ατσέϊγ = αυταί ε ίγιαι = αυτοί η ίδιοι)

(Για να δικαιολογήσει την ανωτέρω λέξη «σφειf», το λεξικό κάνει παραπομπή στην λέξη συ και αναγράφεται πως υπάρχει θέμα τfε = σε, όπως στην λέξη τεfός = τεός (τ υπάρχει και στο θέμα της λέξης ατσέιγ = αυτοί. Ακόμη για την ίδια λέξη, στην σλαυϊκή γλώσσα, που έχει το ίδιο θέμα, συγγενές με την ελ­ληνική, αναγράφεται η λέξη ty, tνοj = τεβός = τjfότ = τεfός (t=σ, v = f, ο = α, ε, j = γ, αλλά και ι ).

Τώρα με την ανάλυση του τύπου ατσέιγ, έχουμε θέμα tvοj = otvojv = aτσέιν = ατσέιγ. (Αυτό δείχνει το παλαιότατο αρχικό θέμα της λέξης, όπου υπάρχει εκτός από το f= v και το t και το j.

Το τελευταίο ισοδυναμεί στην εξέλιξη της Ελληνικής Γλώσσας με ι.

Το θέμα αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η γλώσσα των Βλάχων Αρειμένιων (Κεφα­λόβρυσου) είναι παλαιότατη, καθαρά πρωτογενής ελληνική γλώσσα, αλλά διαβάστηκε διαφορετικά, ως απομονωμένη από τον λοιπό ελληνικό κορμό.

Έτσι ατσέιγ διαβάστηκε ως otvojv και το ν, επειδή στην ελληνική γλώσσα ισοδυναμούσε με ν και μόνον αυτό είναι αρκετό για να πείσει για την ελληνικότητά της!

Π.χ. οίνος, ενώ στις ξένες με β, π.χ. vinus, αναγνώστηκε με την πολυπροφορά του ν που είναι και σ και γ, όπως στις λέξεις ένδον-εντός και χρυσόνομος-χρυσόγονος), που ισοδυναμεί = τσέιγ = σφεις, ατσέιγ - εϊσταί = αυτοί.

Πλέσκιλι, ατσέλι γιου σέντ’ου τι αρονκάρ

τα πράγματα, αυτά που είναι για πέταμα.

πλέσκιλι: αντικειμένοις, ελπικειλέλεις = αντικειμένου,

πλέκλεσι = πράγμασι (για τα πράγματα).

ατσέλι: αυτά: ταέσαιλ = τούτοις (αυτά)

γιου = ογοίοιγ = οποίοις (γιού = γου = που, πρβλ. που: gvo )

σεντόυ = ετσέν = εισίν, εντέ = εντί (δωρ.)· σ, ως όμοιο με ν, απο­βάλλεται, αλλά και στην αρχή της λέξης, όταν ακολουθεί φω­νήεν, αποβάλλεται. τι = για = τιί = τιά = διά, ιτ = ες.

αρουκάρι = ρκουκιρίαιρ = σκουπιδίοις, ακρύρκοιρ = αχρήστοις, ακρυιάριρι = αχρειώδεσι = αχρήστοις = (αχρείο ις = ακρυίοιρ = αχρείοις ή αχρυΐοιρ = αχρηΐοις, ή ακρίυρι = αχρήεσι. κικάκρακυ = πετάγμαγι, ο = υ.

Ο λαός αυτός ομιλεί Ελληνική Γλώσσα, όπως ομιλείτο τους παλαιούς χρόνους και είναι πανάρχαιος με κοιτίδα το Γράμμο. Είναι νομάδες ορεσίβιοι, Βλάχοι Έλληνες, Δωρικών φύλων.

Μαζί με τις γλωσσολογικές αποκαλυπτικές έρευνες για το «ομόγλωσσων» των Βλάχικων ομάδων, έχουμε και τις Αν­θρωπολογικές και κοινωνιολογικές μελέτες για τους Ελληνομάχους από τον ανθρωπολόγο Άρη Πουλιανό και τη Ζωή Τσιώλη, που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι Βλάχοι είναι αυτόχθονες και δεν υπέστησαν σημαντικές μορφολογικές αλ­λοιώσεις από επιμειξίες.

Έχουν πανομοιότυπα ήθη και έθιμα, τραγούδια, παιχνίδια, ταφικά έθιμα ακολουθούν την ελληνική παράδοση. - ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τους ΒΛΑΧΟΥΣ, ΕΔΩ.

Οι γιορτές, τα πανηγύρια είναι όλα ελληνικά. Βλάχικα πα­ραμύθια από το Σκρα, από γέρους του χωρίου, είναι αυτούσι­οι πανάρχαιοι αρχαιοελληνικοί μύθοι.

Το Ρουμανικό κράτος, που πρωτοϊδρύθηκε το 1860, δημι­ούργησε αμέσως τη ρουμανική ιδέα για τους "αλύτρωτους αδελ­φούς" στην Ελλάδα με πρωτεργάτη τον Απόστολο Μαργαρίτη από την Αβδέλα Γρεβενών.

Το 1868 ίδρυσε στην Κλεισούρα και σ' άλλα χωριά ρουμανικό σχολείο. Ο ίδιος είχε σπουδάσει στη Ρουμανία. Σκοπός της Ρουμανίας ήταν να αποσπάσει τους Βλάχους από τον κορμό του Ελληνικού Έθνους. Βρήκε όμως σθεναρή αντίσταση από τους ίδιους τους Βλάχους που είχαν ελληνικότατη συνείδηση. Ο Αλκιβιάδης Διαμαντής στήριξε το κίνημα της δεύτερης προπαγάνδας. Στις 25.9.1941 ζήτησε να δημιουργηθεί «Πριγκηπάτο Βλάχων της Πίνδου». Η προσπάθειά του έπεσε στο κενό από τους ίδιους τους Βλάχους.

Οι Βλάχοι πολέμησαν στο Αλβανικό μέτωπο γενναιότατα, όπως όλοι οι Έλληνες. Οι Κλεισουριώτες κοινοποίησαν έγγρα­φο διαμαρτυρίας το 1909 κατά της Ρουμανικής Προπαγάνδας που έλεγε περίπου τα εξής:

«Συναισθανόμεθα πως το αίμα ημών ουδέν το κοινόν έχει προς τους Ρωμούνους. Απεφασίσαμεν χάριν του γένους μας εις το οποίον ανήκομεν να απαλείψωμεν διά παντός το ημέτερον Κουτσοβλαχικόν ιδίωμα εκ πασών των σχέσεων του βίου ημών». (Ακολουθούν υπογραφές 354 κατοίκων.)

 

Η αρχαία Ιστορία των Περραιβών Αρειμένιων Βλάχων 

Το γλωσσικό ιδίωμα που ομιλούν δεν είναι λατινογενές, ούτε ήρθανε από κάπου, είναι αυτόχθονες καί ομιλούν το πανάρ­χαιο Ελληνικό, προγονικό τους ιδίωμα-Γλώσσα, και έχει δικιά της διαδρομή. Αντιθέτως, «η ΑΝΑΓΚΗ» τους ώθησε με τον πολλαπλασιασμό του πληθυσμού των «Οικογενειών» και των κοπαδιών τους να διασκορπιστούνε σε όλη την χερσόνησο του Αίμου, τα Βαλκάνια και, στην συνέχεια, σε όλη την Ευρώπη από τους πανάρχαιους χρόνους, για ανεύρεση καλύτερων και ευρύτερων χώρων για νομή-βοσκή των κοπαδιών τους. Αυτό μαρτυρεί και το ρητό που αναφέρεται στο ιδίωμα:

«Σόι’ ανό­στε Ρεσπεντίτε ντι τούτι Πέρτς σ'κέτε τούτι Περτς».

Σε αυτές της εποχές δεν υπήρχαν σύνορα κρατικά, συμβατι­κά όπως τά σημερινά, που άρχισαν να διαμορφώνονται το 19° αιώνα. Η διακίνηση ήταν ελεύθερη και πλήρωναν φόρο νομής στους κατά τόπους επικυρίαρχους άρχοντες. Στην πορεία των χιλιετιών και αιώνων ξεχάσανε την αρχική τους κοιτίδα, την κοιτίδα των προγόνων τους. Το γλωσσικό τους ιδίωμα όμως, παρά το ότι έχει αναμιχθεί με τις κατά τόπου γλώσσες ή άλλα ιδιώματα, μαρτυρεί την αρχαϊκή ελληνική τους καταγωγή, που κρύβεται στις λέξεις, κάτι το οποίο συμβαίνει με όλα τα ελληνικά φύλα που αναφέρονται σε αρχαία κείμενα.

Είναι αστείο να διεκδικούν ελληνική καταγωγή οι Αραουκάνοι της Ν. Αμερικής (βλ. Νερούντα, Κιλαπάν), οι γνωστοί Καλάς και οι Αϊνού της Ιαπωνίας, με βάση και την Γλώσσα, και οι ιστορικοί και γλωσσολόγοι... επιστήμονες να την αρ­νούνται στους καθαρούς Έλληνες Αρειμένιους Βλάχους, οι οποίοι γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν εντός των γεωγραφι­κών ορίων της Ελλάδας. Απομονωμένοι μεν από τον κύριο κορμό, όπως αυτός νοείται σήμερα, γλώσσας και χώρου, αλλά αδιαμφισβήτητα ΕΛΛΗΝΕΣ με Γλώσσα Ελληνική.

Ενώ αυτοπροσδιοριζόμαστε με το «Νώι ιχίμ Αριμέϊοιν», μιμούμαστε και χρησιμοποιούμε τις εκφράσεις «Βλάχος-Βλάχοι, Βλαχουριά» και «βλάχικη κοινωνία, γιατί έτσι μας μάθανε» στις δημόσιες αναφορές, και αυτό αφορά στους γνωστούς «βλαχοπατέρες» που ασχολούνται με το γλωσσικό μας ιδίωμα. Ένας χαρακτηρισμός τον οποίο δεν χρησιμοποιούμε στο Ελληνικό μητρικό - γλωσσικό μας ιδίωμα και που ουδέποτε χρησιμοποίησαν οι πρόγονοι μας, αλλά μας τον επέβαλαν με την μειωτική σημασία της λέξης.

Που δεν είναι άλλη από αυτήν του «άξεστος», «αγροίκος» και όλων των συναφών.

Το ερώτημα που πρέπει εμείς οι ίδιοι, οι Αρειμένιοι Βλάχοι, να απαντήσουμε, είναι το εξής:

Αποδεχόμαστε αυτόν τον εξευτελιστικό χαρακτηρισμό για την φυλή μας ή τον αρνούμεθα;

Σ΄ αυτό πρέπει να απαντήσουμε.

ΠΗΓΗ: βιβλίο Στέργιου Αριστέα Αρειμένιου Γραμμόζη «ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΕΙΜΕΝΙΟΙ ΚΑΙ Η ΚΡΥΜΕΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 6.10.2021.


βλαχικο ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΒΛΑΧΩΝ βλαχοι αρχαια ελληνικα, Γραμμοζης βλαχικος λαος Ελληνικη Γλωσσα, Γραμμος νομαδες ορεσιβιος, Ελληνες, Δωριεις, δωρικα φυλα, γλωσσολογια Αν­θρωπολογια ανθρωπολογος Πουλιανος, Τσιωλη, αυτοχθονες επιμειξια, ηθη και εθιμα, τραγουδι, παιχνιδι, ταφικα εθιμα ελληνικη παραδοση, γιορτες, πανηγυρι πα­ραμυθια Σκρα Κιλκις, αρχαιος ελληνικος μυθος, Ρουμανια 1860, ρουμανικη ιδεα αλυτρωτοι αδελ­φοι, Ελλαδα Μαργαριτης Αβδελα Γρεβενων, Αβδελλα Γρεβενα, 1868 Κλεισουρα ρουμανικο σχολειο, ελληνικο εθνος, ελληνικη συνειδηση Διαμαντης προπαγανδα 1941 Πριγκηπατο Βλαχων της Πινδου, πινδος, Αλβανικο μετωπο διαμαρτυρια 1909 Ρουμανικη Προπαγανδα αιμα Ρωμουνοι, γενος Κουτσοβλαχικο ιδιωμα κουτσοβλαχοι, Περραιβοι Περραιβια Ηπειρος, Αρειμενιοι, γλωσσα λατινοφωνια, λατινικα, λατινικη, ΑΝΑΓΚΗ, κοπαδι, Αιμος, Βαλκανια Ευρωπη νομη βοσκη κοπαδια Σοι’ ανο­στε Ρεσπεντιτε ντι τουτι Περτς σ'κετε τουτι Περτς, 19°ς αιωνας διακινηση φορος Αραουκανοι Αμερικη, Νερουντα, Κιλαπαν, Καλας Αινου Ιαπωνια, Αρειμενιος Βλαχουρια Βλαχοπατερες μητρικη αξεστος, αγροικος, φυλη
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ