Του καθηγητή Χρίστου Γούδη
O
τίτλος του άρθρου παραπέμπει φυσικά στα δύο πολύ γνωστά έργα του Γκαμπριέλ
Γκαρσία Μάρκες («100 χρόνια μοναξιάς» και «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας»), όμως,
ως υβριδική πλέον έκφραση, αποτυπώνει την σημερινή φορτισμένη συναισθηματικά
κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. Και δεν είναι μόνον η πανδημία της σύγχρονης
χολέρας που μας περικυκλώνει απειλητικά, αλλά και η υπαρξιακή μοναξιά. Μια
μοναξιά, φυσική και πνευματική, στην οποία μας έχει οδηγήσει το επίσημο και
ανεπίσημο κατιναριό και σκουπιδαριό που, κακή τη τύχη μας, διαχειρίζεται την
πανδημία, και μας ποδηγετεί, ή, σε αντιπαράθεση με αυτούς, αντιδρά υστερικά,
παραληρηματικά και επιληπτικά. Και όλοι τους αυτοί, προστάτες, νονοί, και
επαναστάτες χωρίς αιτία, μας μουρλαίνουν μέσα από το τηλεοπτικό κουρελαριό και
την διαδικτυακή και πάσης ψηφιακής φύσεως χαβούζα, που η σύγχρονη επιστήμη και
τεχνολογία επινόησε, και παρέδωσε «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ»,
προς εύκολη χρήση, στον κάθε ανεγκέφαλο, κάθε καραγκιόζη, κάθε καρακατσούλα,
και κάθε σούργελο, της αυτοαποκαλούμενης δημοκρατίας μας. Όμως για όλους αυτούς
και αυτές, όπως και για τον κάθε βάτραχο και την κάθε καρακάξα, το μόνο που θα
τους έπρεπε, και στο παρελθόν, και στο παρόν, και στο μέλλον, θα ήταν η μάσκα,
για να μην τους βλέπουμε και να μην τους ακούμε, και για να περιορίσουμε έτσι,
κατά το δυνατόν, την ενδημική κοινωνική πανδημία της πνευματικής χολέρας.
Επί της ουσίας τώρα αυτής της
πανδημίας, η οποία προέρχεται από την ανεξέλεγκτη επέλαση και τις μεταλλάξεις ενός
πανέξυπνου κακόβουλου και κακοποιού ιού, τον οποίο – άκουσον, άκουσον – τα αλαζονικά
ανθρώπινα μυαλά αποκαλούν απαξιωτικά «ανεγκέφαλο»: τα πράγματα είναι δύσκολα
αλλά και απλά. Υπάρχει μία θανατηφόρος πανδημία. Δεν θα περάσει χωρίς θανάτους.
Ο καθ' ένας μας οφείλει να σηκώσει το βάρος της προσωπικής του ευθύνης και των
προσωπικών του επιλογών στο θέμα της προστασίας των εαυτών μας και του πλησίον
μας. Μέχρις εδώ καλά, αυτό να λεχθεί και να συνειδητοποιηθεί. Όμως, έως εδώ και
μη παρέκει. Πέραν τούτου ουδέν. Ούτε lockdown, ούτε υποχρεωτικοί εμβολιασμοί,
ούτε συνεχής, άκριτη και υπερβολική δημοσιότητα γύρω από τα υπέρ και τα κατά:
του εμβολίου, της θείας κοινωνίας ή των όποιων μαντζουνιών κατεβάζει η γκλάβα
του κάθε γιατρού ή κομπογιαννίτη, του κάθε άσχετου δημοσιοσχεσίτη τηλε-γιατρού
ή του κάθε αργυρώνητου ή ανάργυρου παρακεντέ της εξουσίας. Η ζωή συνεχίζεται,
οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς.
Πριν από ένα χρόνο, εν μέσω της
συνεχιζόμενης πανδημίας, μου ζήτησαν από το Δεύτερο Πρόγραμμα της ελληνικής
ραδιοφωνίας να τους διαβάσω ένα απόσπασμα από το πρόσφατο έργο μου «Πλάτωνος “Πολιτεία”
- Μία λακωνική προσέγγιση σε μια λακωνική αντίληψη περί πολιτείας» (Εκδόσεις
Κάκτος, Ιούλιος 2020). Αυτό που διάβασα τότε στους ακροατές του ραδιοφώνου, και
που δεν είναι παρά ένα απόσταγμα προερχόμενο από τα βάθη της σκληρής αλλά
πραγματιστικής αρχαίας ελληνικής σοφίας, αυτό ακριβώς σας καταθέτω και γραπτά,
σήμερα:
ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ,
ΠΛΑΤΩΝΑ, ΣΕ ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;
Ένα σημαντικό θέμα στη θεμελίωση
της ιδανικής πολιτείας είναι η φυσική και ψυχική υγεία των πολιτών της. Μια
πόλη γεμάτη με γιατρούς και δικαστές είναι μια κακή και άθλια πόλη. Άλλως
ειπείν, για το ότι το επίπεδο της παιδείας σε μια πόλη είναι κακό και άθλιο,
δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από την ανάγκη να έχει πολλούς γιατρούς και
δικαστές («τής δέ κακής τε καί αισχράς παιδείας εν πόλει άρα μή τι μείζον έξεις
λαβείν τεκμήριον ή τό δείσθαι ιατρών καί δικαστών άκρων»). Ο άνθρωπος δεν
χρειάζεται συνεχή ενδοστρεφή ενασχόληση αναφορικά με το σώμα του («η περιττή
αύτη επιμέλεια τού σώματος»), κάτι που τον κάνει να γίνεται υποχονδριακός σε
θέματα υγείας, κάνοντάς τον να φαντάζεται ότι είναι πάντα άρρωστος και να μη
σταματά ποτέ να νιώθει πόνους στο σώμα του («κάμνειν γάρ οίεσθαι ποιεί αεί καί
ωδίνοντα μήποτε λήγειν περί τού σώματος»), ο δε γιατρός οφείλει να αποσκοπεί σε
σύντομη αποθεραπεία του όποιου νοσεί, γιατί στην πόλη ο καθένας έχει εντολή να κάνει
κάποιο συγκεκριμένο έργο, το οποίο οφείλει να επιτελεί, και όχι να παραμένει
αδρανής επισκεπτόμενος γιατρούς και νοσηλευόμενος σε όλη του τη ζωή («έργον τι
εκάστω εν τή πόλει προστέτακται, ό αναγκαίον εργάζεσθαι, καί ουδενί σχολή διά
βίου κάμνειν ιατρευομένω»). Αν η κράση του δεν αντέχει να υπερκεράσει την
ασθένειά του είναι προτιμότερο να πεθαίνει απαλλασσόμενος από τις ενοχλήσεις
(«εάν δέ μή ικανόν ή τό σώμα υπενεγκείν, τελευτήσας πραγμάτων απηλλάγη»), παρά
να συντηρείται επί μακρόν συρόμενος στη ζωή χωρίς πιθανότητα ανάνηψης.
Να πούμε επίσης ότι, επειδή όλα αυτά τα ήξερε και ο Ασκληπιός, σε εκείνους που από τη φύση τους και τον τρόπο ζωής τους είχαν υγιή σώματα, αλλά κάποια στιγμή είχαν κάποιο συγκεκριμένο νόσημα, κατέδειξε την αξία της ιατρικής, αφού με φάρμακα και χειρουργικές επεμβάσεις τούς απάλλασσε από το νόσημά τους και τους συνιστούσε να ακολουθούν πλέον τον συνήθη τρόπο ζωής τους, για να μην ζημιώνεται η πόλη από την απουσία από την εργασία τους («ουκούν ταύτα γιγνώσκοντα φώμεν καί Ασκληπιόν τούς μέν φύσει τε καί διαίτη υγιεινώς έχοντας τά σώματα, νόσημα δέ τι αποκεκριμένον ίσχοντας εν αυτοίς, τούτοις μέν καί ταύτη τή έξει καταδείξαι ιατρικήν, φαρμάκοις τε καί τομαίς τά νοσήματα εκβάλλοντα αυτών τήν ειωθυίαν προστάττειν δίαιταν, ίνα μή τά πολιτικά βλάπτοι»), ενώ σε όσους είχαν σώματα νοσούντα εκ φύσεως βαθύτατα κατά τρόπο μη αντιστρεπτό, δεν επιχειρούσε να παρατείνει τη ζωή τους κάνοντάς την βασανιστική με την συνεχή αφαίρεση και έγχυση υγρών («τά δ’ είσω διά παντός νενοσηκότα σώματα ουκ επιχειρείν διαίταις κατά σμικρόν απαντλούντα καί επιχέοντα μακρόν καί κακόν βίον ανθρώπω ποιείν»), μη επιτρέποντάς τους έτσι να φέρνουν στον κόσμο, όπως θα ήταν διαφορετικά αναπόφευκτο, ομοίως βεβαρημένους απογόνους («καί έκγονα αυτών, ως τό εικός, έτερα τοιαύτα φυτεύειν»), διότι τον καθένα από αυτούς που δεν μπορούσε να ζεί την συνηθισμένη ζωή, δεν θεωρούσε ότι έπρεπε να τον θεραπεύει, καθ’ ότι δεν ήταν ωφέλιμος ούτε στον εαυτό του ούτε στην πόλη («αλλά τόν μή δυνάμενον εν τή καθεστηκυία περιόδω ζήν μή οίεσθαι δείν θεραπεύειν, ως ούτε αυτώ ούτε πόλει λυσιτελή»).
Την ίδια ευγονική αντίληψη είχαν
και τα παιδιά του («Ασκληπιού παίδες»), τα οποία σημειωτέον άσκησαν με επιτυχία
την ιατρική κατά την διάρκεια του Τρωϊκού πολέμου, καθότι και αυτά πρέσβευαν
ότι όσοι άνθρωποι είναι εκ φύσεως φιλάσθενοι και ακόλαστοι δεν είναι ωφέλιμο να
ζουν ούτε για τους ίδιους ούτε για τους άλλους, και ότι ούτε η ιατρική θα
πρέπει να ασχολείται με αυτούς, ούτε και θα πρέπει να τους θεραπεύουν, ακόμα κι
αν ήτανε πλουσιώτεροι και από τον Μίδα («νοσώδη δέ φύσει καί ακόλαστον ούτε
αυτοίς ούτε τοίς άλλοις ώοντο λυσιτελείν ζήν, ουδ’ επί τούτοις τήν ιατρικήν
τέχνην δείν είναι, ουδέ θεραπευτέον αυτούς, ούδ’ ει Μίδου πλουσιώτεροι είεν»). - ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον ΜΙΔΑ στην ομιλία του Γ. Λεκάκη, ΕΔΩ.
Στο θέμα της δικαιοσύνης τώρα, οι έξυπνοι άνθρωποι οφείλουν να βρίσκουν τη λύση μεταξύ τους, χωρίς την εξωτερική παρέμβαση ενός ξένου (του δικαστή). Ο δικαστής βέβαια, είναι απαραίτητο να υπάρχει στην πόλη, και πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη ιδιοπροσωπία, δεδομένου ότι διοικεί την ψυχή με τη ψυχή («δικαστής δέ ψυχή ψυχής άρχει»). Και η ψυχή του θα πρέπει να είναι άμεμπτη και να μην έχει εμπειρίες κακών συνηθειών στα νεανικά της χρόνια, εάν πρόκειται, όντας «καλή καγαθή», να κρίνει σωστά τα δίκαια («αλλ’ άπειρον αυτήν καί ακέραιον δεί κακών ηθών νέαν ούσαν γεγονέναι, ει μέλλει καλή καγαθή ούσα κρινείν υγιώς τά δίκαια»).
Πλάτωνα, στον καιρό της
πανδημίας, σε ακούει κανείς;
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 24.11.2021.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook