Του Γιώργου Λεκάκη
Ο Ζήλος ήταν υιός του Τιτάνα Πάλλαντος
και της Ωκεανίδος Στυγός, θεότητα-προσωποποίηση της φιλοπονίας, αδελφός της
Βίας, του Κράτους και της Νίκης[1]…
Ζήλος / ζέλος (δωρ. ζάλος) σημαίνει
φθόνος (> ζηλόφθονος, ζηλοφθονία), έκστασις έρωτος, έντονη και έμπρακτη
προθυμία, βαθειά πίστη και αφοσίωση κατά την εκτέλεση ενός έργου ή την ανάληψη
μιας δραστηριότητας, ζέση, θέρμη, ενθουσιασμός («δείχνω ζήλο», «έχω ζήλο»),
αφοσίωση (> αφοσιώνομαι / αγωνίζομαι / εργάζομαι με πάθος). Αλλά υποδηλώνει
και τον λίαν θερμό (αυτόν που «βράζει το αίμα του», όπως λέμε), τον φθονερό,
τον αλαζόνα άνθρωπο. Είναι πάθος της ψυχής («ο φλεγμαίνειν και εκκαίεσθαι την
ψυχήν ποιών»)… Όποιος διακατέχεται από ζήλο, στο μυαλό του είναι όλα
συγκεχυμένα, και η αρχή και το τέλος. Ο ζήλος, έλεγαν, είναι όνειδος. Ο ζήλος
δεν κρύβεται. Οι άνθρωποι που έχουν ζήλο φαίνονται, είναι πάντα φανεροί /
αΐδηλοι / αΐζηλοι.[2]
Υπάρχει και ως ουδέτερο, το
ζήλος = δυνατή επιθυμία, πόθος!
Αλλά αναφέρεται και ο ζήλος
της αρετής, της σωφροσύνης, των καλών έργων, και η επιθυμία του αγαθού, κ.ά.
Η δε ζηλοτυπία είναι αυτό που
λέμε σήμερα ερωτική ζήλεια[3] >
(ζηλοτυπώ = μισώ, απεχθάνομαι), η παρατριβή.
Ο ζήλος προέρχεται / σχετίζεται
και με την ζάλη / ζάλο [δάλο] και τον ζήλο. Ο ζάλος στον κρητικό χορό είναι ένα
βήμα, ένα πήδημα που φέρνει ζάλη / ζαλάδα. Ο ζήλος / ζάλος φέρνει σάλο (σαλός = ο
τρελλός, σαλεμένος).
Ζηλόω = φθονώ, ερίζω, μισώ, μιμούμαι,
μακαρίζω, βασκάνω. «Ζηλοί τον γείτονα» (τον ζηλεύει και μιμείται ό,τι κάνει)…
Άζηλοι = άτιμοι, αμίμητοι (α επιτατικόν).
Όλα ετυμολογούνται από ρήμα
ζέω (= βράζω, φελγμαίνω, φλέγομαι στο βάθος από την ζέση του θυμού, ποθώ,
κλπ.).
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ, ΕΔΩ.
Ο ζήλος καταλάμβανε και τους
θεούς. Η χαρακτηριστικά ζηλότυπος Ήρα λ.χ. κατά ζήλον οίστρο έπεμψε κατά της
Ιούς, κ.ά. Τρεις
Κύκλωπες στην νήσο Λιπάρη του Αιόλου, εργάζονταν με ζήλο για λογαριασμό του
Ηφαίστου… Οι Αφαρητίδες ήταν αντίζηλοι με τους Διοσκούρους… Φυσικά και ανθρώπους: Ο Λυκομήδης της Σκύρου από ζήλο
σκότωσε τον Θησέα. Οι Θεσσαλές εζήλεψαν την εταίρα Λάδα…
Υπάρχει και ένας ποταμός
σχετικός με την ζηλοτυπία: Ο ποταμός Ναύαιθος της Ιταλίας, στον οποίο επήγαν
κάποιοι Έλληνες. Εκεί οι γυναίκες από ζήλεια ενέπρησαν / έκαυσαν τας ναύς τους.
Έτσι ονομάσθηκε ο ποταμός (ναυς + αίθω) και οι γυναίκες ναυπρηστίδες, οι δε
νήες πρηστίδες…
Η λέξις έχει και παράγωγα:
- αγάζηλος[4] (=
μεγαλόζηλος),
- αΐζηλος / άζηλος (=
εξ-ολοθρευτικός άνδρας / εξολοθρευτής > άζηλος βίος = ευτελής βίος),
- αντίζηλος, αντιζηλία
- αξιόζηλος / αξιοζήλωτος (= ο
άξιος να ζηλωθεί),
- αρίζηλος / αριζήλη (με την
μανία του Άρεως, φανερός, ο μεγάλως ζηλωτός, μέγας),
- ατυζηλός = φοβερός, αφανής,
άσημος,
- διαζηλοτυπούμενοι (=
φθονερώς διακείμενοι ο ένας στον άλλο),
- δύσζηλος (= φθονερώτατος),
- εύζηλος = αυτός που τον
ζηλεύουν για καλό,
- ζηλήμων = ο ζηλούμενος.
- ζηλώματα (= στο θέατρο,
κωμικές σκηνές ζηλοτυπίας)… Όσοι διακατέχονται από ζήλο «εκθεατρίζουν» τον
εαυτό τους… με λίγα λόγια… «γίνονται θέατρο»…
- ζηλωτός = μακαριστός,
επαινετός.
- παραζήλος = παραζάλη > παραζηλώνομαι
= εξομοιώνομαι με κάποιον που ζηλεύω…
- πολύζηλος,
- φύζηλος = φυγάς, δειλός,
- χαμαιζήλος (= αυτός που
ζηλεύει χαμερπά πράγματα, ευτελής, ταπεινός), κλπ.
Τέλος,
Ενώ η λέξις φαίνεται να
σημαίνει κάτι κακό, όταν παίρνει το πρόθεμα «επί» (> επίζηλος, -η, –ο), σαν
να αλλάζει όψη και σημαίνει κάτι καλό: Επίζηλος / επίζαλος / επίδηλος /
επίδαλος = ζηλευτός, αξιοζήλευτος. Σήμερα μιλάμε για επίζηλο τίτλο / επίζηλο
βαθμό, επίζηλη θέση, επίζηλο αξίωμα. Οι αρχαίοι έλεγαν για επίζηλο Τύχη[5].
Η ελληνική λέξις ζήλος,
ζάλος, ζαλισμένος, ζηλοσύνη, ζήλωση, ζηλωτής[6], ζήλεια,
ζηλιάρης ζηλοτυπία, ζηλότυπος, κλπ. εγέννησε τις ξένες σχετικές λέξεις: (λατ.)
> zelosus (Deus zelotes[7] = θεός
ζηλωτής) > ενώ η ελληνίδα λέξις «εισήλθε στην γαλλική μέσω των τροβαδούρων»[8] > jalousie[9] >
jaloux (= ζηλιάρης) > jalouser (ζηλεύω), jealous, jealousy > gelosia,
geloso, ingelosire > celoso, celarcelos, celosia, κλπ.
Το επίθετο ἐπίζηλος (‑ον) είναι 2.700 χρόνων!
Απαντάται για πρώτη φορά τον 6ο π.Χ. αιώνα στην ελληνική γραμματεία,
αλλά μόνο 21 φορές στα ελληνικά κείμενα!
ΠΗΓΗ: TLG. Ησύχιος. Μέγα Ετυμολογικόν. Λεξ. ΣΟΥΔΑ. Λεξ.
Τριανταφυλλίδη. Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με τις λέξεις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
15.11.2021.
[1] Βλ. Ησ. Θεογ. 383 κ.ε., Απολλόδ. 1/2.5.
[2] αΐδηλοι / αΐζηλοι. Άλλωστε το «ζ» είναι «δς».
[3] «ανδρός κατά της οικείας γυναικός εις έτερον ασελγή
υπόνοια» ή «επί γυναικός αντιζήλου»…
[4] άγη = θαύμα, χαρά, απιστία, ζήλος, βασκανία,
έκπληξις, πληγή, θραύσις, απώλεια, κλάσις, ιέρεια βλ. Ηρωδιανός, Όμηρος.
[5] Βλ. Βακχυλίδης «Επινίκεια».
[6] Ο έχων πολύ ζήλο. Οι Ζηλωτές ήταν οι νομοφύλακες των Ιουδαίων.
[7] ΠΗΓΗ: μτφρ. Αγ. Γραφής, εκ της ελληνικής /
"Vulgata".
[8] ΠΗΓΗ: Λεξ. Larousse
Etymologique, εκδ. 1971.
[9] Αλλά και το… παραθυρόφυλλο, πίσω από το οποίο
κρυφοκοιτά ο… ζηλιάρης…
[10] Βλ. Ηρόδ. 6.117, Πλούτ. Ηθ. 305B-C, 347D, Στοβ. Ανθολ.
3/7.63, Σουδας Ιππίας [a], Διογ. Λ. 1.56.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook