Οι φρένες, οι φρενοτέκτονες και οι φρενομόρως νοσούντες - του Γ. Λεκάκη

Οι φρένες, οι φρενοτέκτονες
και οι φρενομόρως νοσούντες…

Του Γιώργου Λεκάκη

Φρην σημαίνει ανασκίρτησις, σφαδασμός, συστολή και διαστολή. Αλλά ποία η περιοχή του ανθρωπίνου σώματος, όπου λαμβάνει χώρα η σπασμωδική αυτή κίνησις / εκδήλωσις; Και πού και τι ακριβώς είναι οι φρένες > τα «φρένα»; Εδράζονται στον εγκέφαλο, το μυαλό / διάνοια, την καρδιά, την ψυχή;

Κατά τον Όμηρο, φρην και φρένες ή/και πραπίδες[1], είναι οι υμένες μεταξύ καρδίας και ήπατος – δηλ. η καρδία και τα περί αυτήν (λ.χ. στήθος, στέρνον, τα διαφράγματα, τα υπό του ήπατος, εντόσθια, κλπ.), η έδρα του συναισθηματικού μας κόσμου και των νοητικών μας λειτουργιών, δηλ. καρδία, νους, νόησις, αντίληψις, λογικόν, ορθός λόγος - συχνάκις συνάπτεται μετά του θυμός (θύμος αδήν - «κατά φρένα και κατά θυμόν»). Υπάρχουν και τα φρένα της κεφαλής. Όσα είναι πίσω αυτής είναι τα μετάφρενα, τα νώτα, οι ώμοι. Επίφρενα, τα υποχόνδρια. Παρ’ Ομήρω πάλι, κείνται και ως «έδρα της ζωής». Ενώ η ψυχή, όταν αποχωρίζεται το σώμα δεν έχει φρένα…

«Αι σάρκες αι κεναί φρενών

αγάλματα αγοράς είσιν»

...οι άνθρωποι, που είναι σάρκες χωρίς φρένες / μυαλό,

είναι σαν τα αγάλματα της αγοράς»

Ευριπίδου «Ηλέκτρα», 387.

«Θέλω τύχης σταλαγμόν ή φρενών πίθον»

Καλύτερα μια στάλα τύχης από ένα πιθάρι μυαλά

Μενάνδρου «Γνώμαι Μονόστιχοι», 240.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Ζ. Φυτούση - Γ. Λεκάκη "Μενάνδρου «Γνώμαι Μονόστιχοι»".

Τα φρένα κτίζονται (Αισχύλος). Τα φρένα / φρόνησις είναι «φοράς και ρου νόησις» (Πλατ. Κρατ.). Τα πάντα είναι θέμα ροής…

Σήμερα η φρην τοποθετείται στο διάφραγμα[2]. Είναι ο κυκλοτερής μυς, που διαχωρίζει την θωρακική κοιλότητα, δηλ. την καρδία και τους πνεύμονες, από την κοιλότητα της κοιλίας, η οποία περιέχει τα υπόλοιπα σπλάγχνα, «περί την κοιλίαν»[3].

Στην νεοελληνική θα δυσκολευτούμε να απαντήσουμε και να αποδώσουμε τις αρχαίες λέξεις που μιλούν για την φρήνα / φράνα / φρένα[4]… Πάντως σε κάθε σύνθετη λέξη με συνθετικό την φρήνα, δοκιμάστε και τις τρεις λέξεις: Συναίσθημα, νους/μυαλό/διάνοια, ψυχική δύναμη…

Το ρήμα φρενόω (-ώ, ουσ. φρην) σημαίνει κάνω κάποιον να έχει φρήνα / φρένα, σοφία, καθοδηγώ, ενημερώνω, εξημερώνω, ημερώνω, κάνω κάποιον να έχει υψηλή νόηση / κατανόηση (> πεφρενωμένος).[5]

Λέμε:

- φρένων εξίσταμαι, έξεδρος φρενών = είμαι έξω φρενών, εκτός εαυτού, έχασα τάς φρένας μου, αλογέω / αλλογνοέω, αλύω[6], ατέω[7], μαίνομαι από οργή, παρανοώ παραφρονώ, τετύφωμαι - εξίστημί τινα φρενών = κάνω κάποιον να γίνει έξω φρενών.

- φρενών επήβολος είναι ο κύριος του λογικού του, ο έχων τας φρένας υγιείς, ο υγιής – Απαραίτητο συστατικό του υγιούς είναι να έχει και υγιείς τις φρένες του.

- φρενών ερινύς / εριννύς = ερινύα, τύψη, διατάραξις φρενών, μανία, παραφορά.

- εκ φρενών, φρενόθεν[8], από τον νου, από τα βάθη της καρδιάς μου, εγκαρδίως, οικειοθελώς…

- εξ άκρας φρενών = επιπολαίως, αμελώς από την άκρια / επιφάνεια του νου μου, επιφανειακώς…

- φρένες ένδον είσαι = έχει τας φρένας του μέσα του (έχει τα μυαλά του στο κεφάλι του)…

- φρενός τροπαία = η αλλαγή φρονήματος, συναισθήματος… «Ο άργυρος παραλλάσσει τας φρένας» - το χρήμα αλλάζει τα μυαλά.[9] Ο πλαγκτός είναι ο άστατος στας φρένας, ο αλήτης.

- φρενών κεκομμένος = αποκομμένος από τας φρένας, στερούμενος φρενών.

- φρενών ακίς, ο έρως.[10]

- αρέσαντο φρένας αίματος = εκόρεσαν την ψυχή τους με αίμα…

- βαθεία αύλακα[11] = βαθείες φρένες (παρομοιάζονται οι αύλακες της οργώσεως της γης, με τους αύλακες του εγκεφάλου!).

- γέρων φρένας νεάζει = τα μυαλά του γέρου νεανίζουν…

- δέλτοι καρδίας = πινακίδες καρδιάς, δέλτοι προς γραφήν ερωτικών κειμένων.

- δι’ ένδειαν φρενών = δια μωρίας…

- έvι φρένες, ουδ’ ήβαιαί = δεν έχει καθόλου φρένες, ούτε καν μικρές (δεν έχει στάλα / κουκκούτσι μυαλό).

- εξαλείφομαι πάθος φρενός = απαλείφω τα πάθη του μυαλού, λησμονώ…

- εξέστηκα φρενών = έχω χάσει τα μυαλά μου, τις αισθήσεις μου…

- εφάμην σε περί φρένας έμμεναι άλλων = σε φανταζόμουν να υπερέχεις των άλλων στας φρένας…

- κατά φρένα = κατά διάνοια.

- κατά φρένα τύψε βαθείαν = με χτύπησε κατάκαρδα…

- ξέφρενος (ενθουσιασμός, χορός) που αγγίζει τα όρια της φρενίτιδος. Τον εδίδαξαν ο Κορύβας και οι Κορύβαντες στα Μυστήρια της Κυβέλης[12]. Ξέφρενο πάθος ένοιωσε η Πολυφόντη, γιατί περιφρονούσε τα έργα της Αφροδιτης, ανέβηκε στα βουνά υπέρ της Αρτέμιδος, και ερωτεύθηκε μία… άρκτο, κλπ.

- παραπαίω φρενών = χάνω τας φρένας μου.

- πλάνος φρενών = πλανημένος στας φρένας.

Από την λέξη φρην - φρovώ > ο αγαθόφρων, ο αερσίφρων, ο αεσίφρων[13], ο αλκίφρων, ο αλλόφρων, ο αρτίφρων, ο αταλάφρων[14], ο άφρων / αφρενής[15], ο γυναικόφρων[16], ο δολιόφρων, ο έκφρων, ο έμφρων, ο εύφρων[17], ο εχέφρων, ο θεόφρων, ο κελαινόφρων[18], ο κενόφρων, ο κερδαλεόφρων[19], ο κλεψίφρων, ο κυνόφρων[20], ο λυσίφρων[21], ο ματαιόφρων, ο μειόφρων[22], ο μελίφρων, ο ξέφρενος, ο οξύφρων, ο παλαιόφρων[23], ο παράφρων, ο πρόφρων (θηλ. πρόφρασσα), ο πυκινόφρων[24], ο ρηξίφρων, ο σιδηρόφρων[25], ο σχιζοφρενής, ο σώφρων, ο ταλασίφρων[26], ο φυσίφρων[27], ο χαλίφρων[28], ο χαρμοφρών[29]ο ωλιτόφρων[31]ο ωμόφρων[30]

…και τα ρήματα αναφρονέω[32], ευφραίνω[33], φρανίζω > σωφρρονίζω, και εν τέλει η φροντίς / φροντίδα, το φρόνημα…

Αλλά ας δούμε και κάποιες πιο σπάνιες σύνθετες λέξεις με τα φρένα:

- Φρενομόρως[34] σημαίνει «με τρόπο τέτοιον, που να καταστρέφει το μυαλό»… να «υποφέρει κανείς από μια συμφορά στο μυαλό του»… «νοσοῦντα φρενομόρως» αναφέρει ο Σοφοκλής τον γίγαντα Αίαντα[35]… Κι αυτό επιφέρει θάνατο… Ο Μόρος ήταν θεότητα του θανάτου…

- Φρενοβόρως σημαίνει «με τρόπο τέτοιον, που να τρώει το μυαλό»[36]

- Φρενεμπάρωτος, ο βλαψίφρων, ο έχων κατά νου να σε βλάψει, αυτός που μπορεί να σε βλάψει, αυτός που βλάπτει / πυρώνει τας φρένας…

- Φρενοάρας (- α, ὁ), φρενήρης (και φρενηέστατος) < φρην + αραρείν, φρενοάρτιος, ο εμμανής, του φρόνιμου / γερού / δυνατού / υγιούς νου, ο αραρώς τας φρένας, ο έχων αραρυίας τας φρένας (δηλ. καλώς προσαρμοσμένος), ο υγιής τον νου, αρτίφρων, φρόνιμος, ο ακρομανής… (> φρενήρης ρυθμός, δυνατός / υγιής ρυθμός, που ως ρυθμός συνδέεται / βγάζει και ήχο).[37]

- Φρενιασμένος, ο ορμητικός, ο άγριος, ο λυσσασμένος, ο τρίπαλτος[38], ο υπέρκοτος[39].

- Φρενῖτις[40] (- ιδος, ἡ), φρενιτισμός (ὁ), φρενίτιδα, φρενιτίασις, η φλεγμονή του εγκεφάλου, αλλά και η φλεγμονή του διαφράγματος, η παρακοπὴ των φρενών (το λέμε και σήμερα «με κομμένα φρένα»).[41] Και φρενιτικός[42] / φρενητικός / φρενιτιαῖος, αυτός που υποφέρει από νοσήματα του μυαλού (> φρενίτιδα), πυρετό.[43] Και φρενιτίζω, φρενιτιάω = παραληρώ[44].

- Φρενοβλαβία (ἡ) / φρενοβλαβίη / φρενοβλάβεια, η βλάβη των φρένων, της δυνατότητας κατανοήσεως.[45] Αεσίφρων / αασίφρων[46], ο έχων βλαβεί στας φρένας, ταραγμένος, μωρός, ανόητος, ηλεός. Φαρμακάω = πάσχω εκ πόσεως φαρμάκου (δηλητηρίου) και δεν έχω σώας τας φρένας… Ο Άρατος ο Μακεδών πέθανε φρενοβλαβής, από κλονισμό[47].

- Φρενογηθής (- ές, φρην + γήθος = χαρά), αυτός που έχει χαρούμενη καρδιά.[48]

- Φρενοδαλής (- ές, ρ. φρην + δηλέομαι), αυτός που καταστρέφει το μυαλό, παραφέρεται.[49]

- Φρενοθελγής (- ές), ο έχων γοητευτικούς φρένας, μυαλό, καρδιά.[50]

- Φρενοληστής (- οῦ, ὁ, ρ. φρενοκλοπέω, φρενοκλόπος), ο ληστής των φρενών, της δυνατότητας κατανόησης, ο απατεώνας, Και φρεναπάτης (- ου, ὁ), ο απατεώνας της ψυχής, του νου, της καρδιάς, ο ξελογιαστής > φρεναπατάω = εξαπατώ τα ίδια μου τα μυαλά, τον εαυτόν μου.[51]

- Φρενομανής (- ές), ο έχων μανία στις φρένες, ο τρελλός[52].

- Φρενοπληγής (- ές) / φρενόπληκτος (- ον) / φρενοπλήξ (- ῆγος, ὁ, ἡ), ο κτυπημένος στις φρένες, το μυαλό, ο τρελλός[53], λινοπλήγος.

- Φρενοτέκτων (- ον), ο εκ της αυτού φρενός τεκταινόμενος, αυτός που έχει κτιστεί με το μυαλό, με μυαλό, ο προετοιμάζων (κάτι ή καταστάσεις) με το μυαλό, ευρηματικός, ευφυής, ιδιοφυής.[54] Ως εκ τούτου φρενοτέκτον ήταν το Τείχος των Θηβών

- Φρενοτερπής (- ές), ο απολαυστικός.[55]

- Φρενώλης (- ες < φρην + όλλυμι), αυτός που έχει απωλέσει τα φρένα, που έχει τρέλλα στο μυαλό, ξέφρενος.[56]

- Φρένωσις (-εως, ἡ), εντολή, κατάρτιση, οδηγία.[57]

Το παρορμητικό κίνημα των φρενών, λέγεται ρωστήριον.

Από τα μέταλλα, τα φρένα διεγείρει ο χαλκός, ενώ κάποιον ρόλο φαίνεται να παίζει, πάντα κατά τα αρχαία μας κείμενα, και η κιννάβαρις.

Οι φρένες, κατά την ελληνική σκέψη, έχουν και χρώματα (κυρίως λευκό και μαύρο).

Για τα ζώα, η φρην είναι τό ένστικτον, η σωματική αίσθησις…

Η μελέτη της φρηνός καλείται φρενολογία[58].

Η αρχαία ελληνική λέξις φρην / φραν εγέννησε άλλες σχετικές λέξεις στις γλώσσες-παιδιά της: λατινικά freno = χαλινώ, χαλινάρι > frein, freiner = τροχοπεδώ > φρένο.

Τέλος, γιατί φρένιον[59], καλείται το φυτό που σήμερα λέμε ανεμώνη, είναι ένα επόμενο θέμα… Φύω φρένας = αποκτώ φρένας. Τι φύεται λοιπόν και γίνομαι ευφυής;

ΠΗΓΗ:  TLG. Λεξ. Σταματάκου. Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με τις λέξεις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 14.8.2021. Το άρθρο δημοσιεύθηκε και στο 1ο τεύχος του περιοδικού "Γρανικός".

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Πραπίδες = οι φρένες ή ο τόπος όπου εδρεύουν («υπό πραπίδων» = υπό φρενών).

[2] Γι’ αυτό και εκ της φρηνός > γοτθ. brunjd, παλ-νορβ. brynia, αγγλ-σαξ. brainbyrne, παλ-γερμ. brunia, prunna, ιαπ. bhrenjan (θώραξ), κλπ.

[3] Φρένες > εξ ου και renes, rein o νεφρός, κλπ. Αλλά και adrenes η αδρεναλίνη.

[4] Φρην (ή), φρηνός, πληθ. φρένες , γεν. φρενών - δωρ. φραν (πληθ. τα φρα), γεν. φρανός, δοτ. πληθ. φρααί, κλπ.

[5] A. Pr. 337, S. Ant. 754, Tr. 52, E. Ion 526 (troch.), A. Ag. 1183, poet. Verb, X. Mem. 4.1.5, ib.2.6.1, Pass., Phld. Lib. p.52 O., Luc. Lex. 19, Jul. Or. 7.225b.

[6] > alienus, alienne, alienato, alienado, alien

[7] Θεοβλαβέω, ατέω = Έξω φρενών από δαίμονες, θεούς, θεοληψίες, βλαμμένος, παράφρων… (άτη = σύγχυση, ταραχή,απάτη). «θεοί φρένας ώλεσαν» - οι θεοί τον έκαναν να χάσει τας φρένας του.

[8] S. Aj. 182 (λυρ.).

[9] Σοφ. «Αντιγ.» 295.

[10] Τιμόθεος.

[11] Αισχ. Sept. 593.

[12] Διόδ. Σικ. 5/49.2-3.

[13] Ο κούφας έχων τα φρένας (Υ,183).

[14] Ο έχων αταλά / τρυφερά αισθήματα μικρού παιδιού.

[15] Φηδαινής.

[16] Ο έχω φρένας γυναικός.

[17] Καλόκαρδος.

[18] Ο έχω κελαινάς (κακάς, δολίας) φρένας, κακόκαρδος, κακόψυχος, ο έχων μαύρη ψυχή.

[19] Πανούργος για κέρδη, πανούργως διανοούμενος.

[20] Ο έχω φρένας κυνός / σκύλου.

[21] Ο απαλλάσων από τας φρένας, φροντίδες.

[22] Με μειωμένα, ελαττωματικά φρένα.

[23] Ο έχων παλιά μυαλά.

[24] Πυκινός, πυκιμηδής = σοφός.

[25] Σιδερόκαρδος, σκληρόκαρδος.

[26] ο καρτερικός τας φρένας, ο καρτερόψυχος, ο γενναιόψυχος, ο υπομονετικός, ο απτόητος στην ψυχή (στο φρόνημα).

[27] Ο πεφυσημένος / φυσημένα («πήραν τα μυαλά του αέρα» λέμε για αυτόν που λέει διάφορα άστοχα).

[28] Ο με χαλασμένα φρένα, ασύνετος > χαλιμάς, χαλιμάδα (= βάκχη, χαλώμενη προς συνουσίαν) > χαλίς, χαλινός, χαλινάρι...

[29] (χάρμα + φρην), ο ευφραίνων την καρδίαν, ο παρέχων ευφροσύνη στας φρένας, ο έχων τας φρένας πλήρεις χαράς, ο εύθυμος, περιχαρής, φαιδρός.

[30] (ωμός + φρην), ο έχων ωμάς τας φρένας, ο έχων ωμό το φρόνημα, ο ώμός, ο σκληρός, ο άσπλαγχνος.

[31] Που έχει απωλέσει τα φρένα του, ανόητος.

[32] Επανέρχομαι στας φρένας μου, στα σύγκαλά μου, συνέρχομαι…

[33] Ησυχ.

[34] Η λέξις αναφέρεται μόνον 3 φορές στο σώμα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας!

[35] Τραγωδία «Αίας», {0011.003} 626.

[36] βλ. Dindorf.

[37] Β. 16.118. Hdt. 3.25, cf. 30, 35, E. Heracl. 150, Phld. Mort. 39, Plu. 2.323c, Luc. Cal. 3, etc., Sup. Harp. Astr. in Cat. Cod. Astr. 8(3).137. Ησύχ.

[38] (< τρι+πάλλω), ο τρις (τρεις φορές), αναπαλθείς (ανασεισθείς, τρανταχθείς).

[39] (υπερκότως = υπεράγαν) Καθ’ υπερβολήν οργισμένος, λίαν σκληρός…

[40] > phreneticus, phrenesis, frenesie, frenesia, frenesi, frenzy, Phrenesie, frenetique, frenetic, frantic, phrenetisch, κλπ.

[41] Plu. Fr. 25.3, codd. Stob. Hp. Aph. 3.30 (pl.), Com. Adesp. 344 (pl.), D. Chr. 48.12, Luc. Symp. 20, Διοκλ. Πρ. 38.

[42] Phrenique, frenetic, frenetic, phrenetic, phrenologisch, κλπ.

[43] Hp. Aph. 4.72, Id. Epid.1.6, cf. Arr. Epict. 2.15.3, Antyll. απ. Orib. 9.22.3, Sor. 2.1, Gal. 17 (1).890, Phld. Mus. p.38K.

[44] D. Chr. 66.8, Plu. 2.693a, 1128d, S. E. M. 7.247, Gal. 16.493, Alex. Trall. 1.13. Plu. Alex.75, Alex. Aphr. Pr. 1.76. Λεξ. ΣΟΥΔΑ. Hp Epid.3.1.ιαʹ.

[45] Man. 6.599. D. H. 5.9, Ph. 2.49, Luc. Syr. D. 18, Cat. Cod. Astr. 2.174. Sch. ABT Il.20.332. Hdt. 2.120, Eup. 181.7, Luc. Syr. D.43, Hierocl. in CA 24p.472M.

[46] Becht. lexi1.14. Λεξ. Φώτ.

[47] σε νεαρή ηλικία είτε, όταν έμαθε ότι όσο φιλοξενούσε τον Φίλιππο στο σπίτι του, εκείνος αποπλάνησε τη σύζυγό του, την Πολυκράτεια, και την επήρε μαζί του στην Μακεδονία, ή επειδή του είχε δώσει, ο Φίλιππος κάποιο δηλητήριο που του προκάλεσε σύγχυση φρενών (Πλούτ. Άρατ. 49.1, 51.3, 54.1, Λιβ. 27/31.8, 32/21.23-24).

[48] ΑΠ 9.525.22.

[49] A. Eu.330 (λυρ.).

[50] Πρόκλ. Η.3.17, Νονν. Δ.1.406.

[51] Lyr. Alex. Adesp. 1.18, Ep. Tit. 1.10, PLond. 5.1677.22 (vi A. D.). ΑΠ 12.144 (Μελ.), Ησύχ. Ep.Gal.6.3.

[52] A. Ag.1140 (lyr.), Aristodem.8.1.

[53] A. Pr.878, ib.1054, ΑΠ9.141.

[54] Ar. Ra. 820 (lyr.).

[55] Nonn. D. 4.135.

[56] A. Th. 757 (λυρ.).

[57] Ησύχ.

[58] > frenologia frenologia, phenology, Phrenologie.

[59] Plin. HN 21.164.

φρην, φρενες, φρενα, φρενοτεκτονες, φρενομορως νοσουντες, τεχιη θηβων, θηβα, αμφιων, ζηθος αιας, αιαντας, σοφοκλης, φιλοξενια Φιλιππος Β Μακεδονιας αποπλανηση συζυγος Πολυκρατεια, Μακεδονια, χαλκος, δηλητηριο, φρενιον φυτο ανεμωνη, φυω φρενας ευφυια, κινναβαρις, χρωμα, Αρατος ο Μακεδων φρενοβλαβης, κλονισμος, ξεφρενος ενθουσιασμος, χορος φρενιτιδα Κορυβας Κορυβαντες Μυστηρια Κυβελης κυβελη, ξεφρενο παθος Πολυφοντη, περιφρονηση εργα Αφροδιτη, βουνα θεα Αρτεμη Αρτεμις, ερωτας Αρκτος, αρκουδα χαλιμας, χαλιμαδα βακχη, χαλωμενη συνουσια χαλις, χαλινος, χαλιναρι, βακχαι, βακχες
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ