Ο Πυθαγόρας, το λείμμα, το άλειμμα, και το άλειφαρ

Ο Πυθαγόρας,
το λείμμα, το άλειμμα,
και το άλειφαρ

Του Γιώργου Λεκάκη

 

Το λεῖμμα[1] (-ματος) προέρχεται από το ρήμα λείπω[2] και σημαίνει κατάλοιπο, ό,τι απέμεινε, αυτό που απέμεινε.

[Δεν πρέπει να συγχέεται με την λέξη (το) λήμμα (< λαμβάνω = εισόδημα, κέρδος, δεδομένο, πρόταση συλλογισμού, αποδεικτικός λόγος, τύπος λέξεως, προφητεία, πρόταση, κλπ.)].

Για πρώτη φορά αναφέρεται σε κείμενο του 5ου π.Χ. αιώνα, και χρησιμοποιείται από τους Έλληνες έως και σήμερα, 2.500 χρόνια μετά, όταν λένε…

> άλειμμα (αιολ. άλλιπα < α + λιπ- = αλοιφή, λίπος, έλαιον), ό,τι απέμεινε από σύνθλιψη (άνθους, φυτού, καρπού, κλπ.)… Στο σημείο αυτό έχει σημασία να πούμε πως το άλειμμα ήταν για ζωντανούς, ενώ το άλειφαρ / (το) άλειφα (-ατος), είναι αλοιφή (έλαιον), για νεκρούς, χρησιμοποιούμενο στις επικήδειες τελετές και θυσίες, και γενικώς, παν χρησιμεύον προς επίχριση μη εμβίων όντων (πίσσα, ρητίνη, κλπ.)! Το άλειμμα ήταν ιερό έργο γυναίκας – της αλείπτριας. Για τους άνδρες υπήρχαν πιο δύσκολες και χειρωνακτικές εργασίες με αλοιφές: λ.χ. αυτός που αλείφει την ναυν (πλοίο) καλείται αλείπτης / αλείφτης (= ο καλαφάτης). Φιλαλειπτήρες οι αθλητές, διότι τους άρεσε να αλείφονται (με έλαια για τους αγώνες).

> διάλειμμα ( παύσις, τμήμα > λέμε κάνω διάλειμμα, αδιάλειπτος, κλπ.).

> έλλειμμα (= έλλειψη, μείωμα). Λέμε «υπάρχουν ελλείμματα» = υπαρχουν τμήματα, τεμάχια, απέμειναν λίγα…

…μὴ γενέσθαι μήτε δανεισμὸν, μήτε λείμματα περὶ ταύτας τᾶς εἰσφορᾶς[3]

> κατάλλειμμα (< καταλίπω, εγκαταλείπω) = υπόλοιπο.

> υπόλειμμα (= υπολειφθέν, λείψανο, τεμάχιο). Λέγεται και για τα αρχαία ερείπια: λ.χ. λέμε «Τα υπολείμματα του ναού της Αθηνάς»…

Ο Πυθαγόρας με μονόχορδο, στα σχόλια του Βοηθίου.

Ο Πυθαγόρας στην μουσική ονόμασε «λείμμα» το διατονικό ημίτονο («Πυθαγόρειο λείμμα», ή «Πυθαγόρειο διατονικό ημίτονο»[4] / pythagorean diatonic semitone στον Πυθαγόρειο Συντονισμό (= χόρδισμα / κούρδισμα). Στην αρχαία ελληνική μουσική αναφέρεται ο «λειμματιαῖος» (λόγος).[5] Στην δε ρυθμική / ρυθμό είναι η πιο σύντομη παύση – λ.χ. «λείμμα ἐν ῥυθμῷ χρόνος κενὸς ἐλάχιστος».[6] - ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκάκης "Μουσικής μύησις". Το πυθαγορικό λείμμα παραμένει αμετάφραστος λέξεις σε όλες τις γλώσσες: limma (pythagorean limma).

Στην ιατρική λείμμα είναι το διάλειμμα στον πυρετό.[7]

Η λέξις λεῖμμα αναφέρεται 488 φορές στο σώμα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας…

ΠΗΓΗ: TLG. Μέγα Ετυμ. Λεξ. Σταματάκου. Γ. Λεκάκης "Ταξείδια με λέξεις". ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.1.2022.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Βλ. Phld. Herc. 1251.6 (pl.), Plu. Nic. 17, Hdt. 1.119, LXX 4 Ki. 19.4, Ep. Rom.11.5.

[2] Λείπω = αφίνω, εγκαταλείπω, αφίνω υπόλοιπο, αφίνω πίσω μου, αφίνω ως κληρονομια, κληροδοτω, αφίνω ενθύμιο αφίνω εκτεθειμένο σε κίνδυνο, παραιτώ, δεν υπάρχω, είμαι απών, απομένω άνευ τινός (συγγενούς, φίλου), ελλείπω, παύω, υστερώ (από κάποιον, δέν φτάνω κάποιον, είμαι κατώτερος), δεν απαρκώ, κ.ά. > λοιπός > υπόλοιπο.

Παθητ.: εγκαταλείπομαι, αφίνομαι, αφίνομαι πίσω, μένω υπόλοιπος, απομένω, υπολείπομαι, υπολείπομαι σε αγώνα, αφίνομαι πίσω από τους άλλους συναγωνιστές, έχω έλλειψη (ελλείψεις), εξαφανίζομαι, κ.ά.

Μτχ.: λελειμμένος = ο απομείνας πίσω, ο βραδυπορών, ο υποδεέστερος, ο ασθενέστερος, ο χειρότερος (από κάποιον άλλον), κ.ά.

Η αρχαία ελληνική ρίζα λιπ- > λειπ- > λοιπ- έδωσε σχετικές λέξεις στις γλωσσες-παιδιά της ελληνικής: λατ. linquo, liqui, reliquus, αγγλ. leave, γοτθ. laiba (= κατάλειμμα), bilaibjan (περιλείπω), παλνορβ. leifa (αφίνω), οσκ. likilud, licelo, liceat, λιθ. lilcti, linquere, κλπ. Και με την γνωστή εναλλαγή του λ σε ρ > ζενδ. ric (= λείπω), σανσκρ. rik, rinakmi.

[3] Βλ. IG5(1).1432.9 (Messene, i B.C./i A.D.).

[4] Στον Πυθαγόρειο συντονισμό / Pythagorean tuning, για κάθε 7ο ημίτονο η συχνότητα αυξάνεται κατά 3/2 (αρμονικά τέλειο διάστημα 5ης). Εάν πάρουμε ως κέντρο / βάση τα 28/35 = 256 Hz ΑΚΟΥΣΤΕ τα ΕΔΩ - (Scientific pitch, ή philosophical pitch, ή Joseph Sauveur pitch (1713) ή Giuseppe Verdi tuning - Ινστιτούτο Schiller, 1980, συχνότητα που μας ξεμπλοκάρει από φόβο, άγχος και τις ατελείωτες ανησυχίες για το παρελθόν και το μέλλον) και διαιρέσουμε προς τα 243 (Hz) - λείμμα δύο τόνων 9/8 «διὰ τεσσάρων» (4/3), το λεγόμενο διάστημα μεγέθους - θα λάβουμε 1,0534979 δηλ. περίπου όσο η μονάς / μονάδα (= Θεός ή Ον) του Πυθαγόρα.

Ο αριθμός 256 είναι ένας από τους «παρεξηγημένους αριθμούς» (διότι 2+5+6 = 13 και 256 - 243 = 13)!

Βλ. Plu. 2.1017f, cf. Anon. ap. Theon. Sm. p.69, H. Ptol. Harm. 1.10, Gaud. Harm. 13, 15, Adrast. ap. Theon. Sm. p.68 H., al., Procl. in Ti. 2.168, 179 D.

[5] Βλ. Theo Sm. p.69 H.

[6] Βλ. Aristid. Quint. 1.18.

[7] Βλ. Steph. in Gal. 1.268 D. (sg.and pl.).


Πυθαγορας, λειμμα, αλειμμα, αλειφαρ, Λεκακης λειπω καταλοιπο, λεξη λημμα 5ος πχ αιωνας, Ελληνες αλειμμα αιολικα αλλιπα αλοιφη, λιπος, ελαιον συνθλιψη ανθος, φυτο, καρπος ζωντανος, αλειφα ελαιο νεκρος, κηδεια επικηδεια τελετη θυσια επιχριση μη εμβιο ον πισσα, ρητινη, ιερο εργο γυναικα αλειπτρια ανδρας αλοιφες ναυς πλοιο αλειπτης / αλειφτης αθλητης καλαφατης διαλειμμα ελλειμμα δανεισμος λειμματα εισφορα καταλλειμμα καταλιπω, εγκαταλειπω υπολοιπο, υπολειμμα αρχαια μουσικη διατονικο ημιτονο Πυθαγορειο pythagorean diatonic semitone Πυθαγορειος Συντονισμος χορδισμα, κουρδισμα αρχαια ελληνικη μουσικη λειμματιαιος λογος ρυθμικη / ρυθμος παυση χρονος κενος αμεταφραστος λεξις limma ιατρικη πυρετος γραμματεια Μεγα Ετυμολογικον Ετυμολογικο ΕτυμολογιαΛεξικο Σταματακου, γλωσσα ελληνικη λατινικα αγγλικα γοτθικα νορβηγικα, 7ο 7 επτα λιθουανικα σανσκριτικα ημιτονιο συχνοτητα αρμονια τελειο διαστημα 256 Hz χερτζ Σαβερ, Βερντι Σιλλερ, 1713 φοβος, μονοχορδο, βοηθιος αγχος ανησυχια παρελθον μελλον εννεα ογδοα δια τεσσαρων μονας / μοναδα Θεος αριθμος παρεξηγημενος γρουσουζικος, γρουσουζια
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ