Του Γιώργου Λεκάκη
Η Σρι Λάνκα είναι ένα νησί
του Ινδικού Ωκεανού, με κατοίκηση 500.000 χρόνων[1]! Οι πιο
σημαντικοί παλαιολιθικοί οικισμοί, όπως το Pahiyangala χρονολογούνται πριν από
37.000 χρόνια, το Batadombalena πριν από 28.500 χρόνια και το Belilena πριν από
12.000 χρόνια.[2]
Βρέθηκαν επίσης λείψανα
σύγχρονων ανθρώπων – Homo Sapiens, του Balangoda Man, που ίσως ασχολείτο και με την
γεωργία και είχε οικόσιτα σκυλιά για κυνήγι (< κύνες)!
Στο ινδικό έπος Ramayana[3], παρέχονται
λεπτομέρειες για ένα βασίλειο με το όνομα Λάνκα / Lanka, που δημιουργήθηκε από
τον θεϊκό γλύπτη Vishwakarma για τον Kubera, τον Άρχοντα του Πλούτου. Ο
Κουμπέρα ανετράπη από τον δαίμονα θετό αδελφό του Ραβάνα[4]… Ο στρατός
του Ράμα (που αποτελείτο από έξυπνους πιθήκους-πολεμιστές, τους Βανάρα), έφτιαξε
γέφυρα για να ενώσει την Ινδία με την Ταπροβάνη, για να φθάσει στην πόλη Λάνκα
/ Λανκαπούρα[5], όπου αναζητούσε
την σύζυγό του Σίτα…. Πρόκειται για την ινδική έκδοση της… «Ιλιάδος»…
Τα κεντρικά της όρη ήταν τα Μαλλαία Όρη. Στην κορυφή τους υπάρχει ιερή κοιλότης, στέφουσα την κορυφή της νήσου, η οποία διχάζει τις… θρησκείες:
Πρώτος πάτησε τον πόδα του
- ο Σίβα (λένε οι Βραχμάνοι),
- ο Βούδας (λένε οι Βουδιστές),
- ο Αδάμ (λένε οι Μωαμεθανοί),
- ο άγιος Θωμάς (λένε οι χριστιανοί) και
- ο ευνούχος της βασίλισσας της Αιθιοπίας Κανδάκης, λένε άλλοι...
Κένταυρος στην Σρι Λάνκα! |
Οι πρώτοι σύγχρονοι κάτοικοι
της Σρι Λάνκα ήταν πιθανώς πρόγονοι του λαού Βέδδα / Vedda, ενός ιθαγενούς
πληθυσμού.
Το 1000 - 500 π.Χ. η Σρι
Λάνκα ήταν ενωμένη πολιτιστικά με την νότια Ινδία: Ίδιες μεγαλιθικές ταφές,
κεραμική, τεχνολογία σιδήρου, γεωργικές τεχνικές και μεγαλιθικές βραχογραφίες
παραπέμπουν στους αινιγματικούς Δραβίδες.
Σύμφωνα με την «Μαχαβάμσα»,
ένα εντόπιο σιναλέζικο χρονικό, γραμμένο στην γλώσσα πάλι, αρχικοί κάτοικοι της
Σρι Λάνκα θεωρούνται οι Γιάκσα και οι Νάγκα, περί το 600 π.Χ.
Η Ταπροβανή / Ταπροβανά[8] – < τάφρος + βαίνω;) όπως
λεγόταν στα αρχαία χρόνια η νήσος Σρι Λάνκα, πρώην Κεϋλάνη - περιγράφεται από
τους αρχαίους Έλληνες γεωγράφους ως μεγάλο νησί στον Ινδικό Ωκεανό.
Αναφέρουν ότι είχε μήκος περισσότερα
από 5.000 στάδια και την συνέκριναν με το μέγεθος του νησιού της Βρετανίας!
Για την, αρχαία Ταπροβάνη,
πρώτος μας μιλά ο Αριστοτέλης[9]:
«Των Βρεττανικών νήσων, των λεγομένων Ἀλβίων
καὶ Ἰέρνη, τούτων δὲ οὐκ ἐλάττους ἥ τε Ταπροβάνη πέραν Ἰνδῶν, λοξὴ πρὸς τὴν οἰκουμένην».
Μετά, το νησί αναφέρεται και
περιγράφεται από τον Ονησίκριτο, Έλληνα ιστορικό που συμμετείχε στην εκστρατεία
του Μ. Αλεξάνδρου. Αργότερα ο Σέλευκος έστειλε και απεσταλμένους στο νησί.
Αναφέρεται στον χάρτη του Ερατοσθένη του Κυρηναίου (από την αρχαία ελληνική Κυρήνη στην Λιβύη, 276 π.Χ. – Αλεξάνδρεια, 194 π.Χ.) – ΔΕΙΤΕ το ΕΔΩ.
Εξαίρεται παρά των αρχαίων
γεωγράφων η παραγωγή της νήσου σε όρυζα, μέλι, ζιγγίβεριν (τζίντζερ), βήρυλλον,
υάκινθον, και η αφθονία όλων των μετάλλων (χρυσού, αργύρου κ.ά.) αλλά και η
πανίσκη της σε άγρια ζώα, και δη τίγρεις, ελέφαντες, η οποία ήταν πλουσία.
Πλήρη δε περιγραφή της δίνει
είτα ο Κλαύδιος Αιλιανός (περ. 175 - περ. 235 μ.Χ.)[10]:
«Ἐν δὲ τῇ καλουμένῃ Μεγάλῃ
θαλάττῃ καὶ νῆσον ᾄδουσι μεγίστην, καὶ ὄνομα αὐτῆς ἀκούω Ταπροβάνην· πάνυ δὲ
δολιχὴν πυνθάνομαι καὶ ὑψηλὴν τὴν νῆσον εἶναι, καὶ μῆκος μὲν ἔχειν σταδίων ἑπτακισχιλίων,
πλάτος δὲ πεντακισχιλίων, καὶ ἔχειν οὐ πόλεις, ἀλλὰ κώμας πεντήκοντα καὶ ἑπτακοσίας·
στέγας δὲ ἔχουσιν ἔνθα κατάγονται οἱ ἐπιχώριοι ἐκ ξύλων πεποιημένας, ἤδη δὲ καὶ
δονάκων. τίκτονται δὲ ἄρα ἐν ταύτῃ τῇ θαλάττῃ καὶ χελῶναι μέγισται, ὧνπερ οὖν τὰ
ἔλυτρα ὄροφοι γίνονται· καὶ γάρ ἐστι καὶ πεντεκαίδεκα πήχεων ἓν χελώνιον, ὡς ὑποικεῖν
οὐκ ὀλίγους· καὶ ἡλίους πυρωδεστάτους ἀποστέγει, καὶ ὀλίγους· καὶ ἡλίους
πυρωδεστάτους ἀποστέγει, καὶ σκιὰν ἀσμένοις παρέχει, πρός γε μὴν τῶν ὄμβρων τὰς
καταφορὰς ἀντίτυπόν ἐστι, καὶ κεράμου παντὸς καρτερώτερον, τάς τε ἐμβολὰς τῶν ὑετῶν
ἀποσείεται, καὶ κροτούμενον ἀκούουσιν οἱ ὑποικοῦντες, ὡς ἔς τι τέγος ἐμπιπτόντων
τῶν ὑδάτων. οὐ δέονταί γε μὴν ὡς κέραμον ῥαγέντα ἀμεῖψαι· σκληρὸν γὰρ τὸ
χελώνιον, καὶ ἔοικεν ὑπορωρυγμένῃ πέτρᾳ καὶ ὑπάντρῳ τε καὶ αὐτορόφῳ στέγῃ.
Ἡ τοίνυν νῆσος ἡ ἐν τῇ μεγάλῃ
θαλάττῃ, ἣν καλοῦσι Ταπροβάνην, ἔχει φοινικῶνας μὲν θαυμαστῶς πεφυτευμένους ἐς
στοῖχον, ὥσπερ οὖν ἐν τοῖς ἁβροῖς τῶν παραδείσων οἱ τούτων μελεδωνοὶ φυτεύουσι
τὰ δένδρα τὰ σκιαδηφόρα, ἔχει δὲ καὶ νομὰς ἐλεφάντων πολλῶν καὶ μεγίστων. καὶ οἵ
γε νησιῶται ἐλέφαντες τῶν ἠπειρωτῶν ἀλκιμώτεροί τε τὴν ῥώμην καὶ μείζους ἰδεῖν
εἰσί, καὶ θυμοσοφώτεροι δὲ πάντα πάντη κρίνοιντο ἄν. κομίζουσί τε οὖν αὐτοὺς ἐς
τὴν ἀντιπέρας ἤπειρον ναῦς μεγάλας τεκτηνάμενοι (ἔχει γὰρ δήπου καὶ δάση ἡ νῆσος),
πιπράσκουσί τε διαπλεύσαντες τῷ βασιλεῖ τῷ ἐν Καλίγγαις. διὰ μέγεθος δὲσαντες τῷ
βασιλεῖ τῷ ἐν Καλίγγαις. διὰ μέγεθος δὲ ἄρα τῆς νήσου οὐδὲ ἴσασιν οἱ τὰ μέσα αὐτῆς
οἰκοῦντες τὴν θάλατταν, ἀλλὰ ἠπειρώτην μὲν βίον τρίβουσι, περιερχομένην δὲ αὐτοὺς
καὶ κυκλουμένην πυνθάνονται θάλατταν. οἱ δὲ τῇ θαλάττῃ πρόσοικοι τῆς μὲν ἄγρας
τῆς τῶν ἐλεφάντων ἀμαθῶς ἔχουσιν, ἀκοῇ δὲ αὐτὴν ἴσασι μόνῃ· περί γε μὴν τὰς τῶν
ἰχθύων καὶ τὰς τῶν κητῶν ἄγρας τίθενται τὴν σπουδήν. τὴν γάρ τοι θάλατταν τὴν
περιερχομένην τὸν τῆς νήσου κύκλον ἄμαχόν τι πλῆθος καὶ ἰχθύων καὶ κητῶν
τρέφειν φασί, καὶ ταῦτα μέντοι καὶ λεόντων ἔχειν κεφαλὰς καὶ παρδάλεων καὶ
λύκων καὶ κριῶν δέ, καὶ τὸ ἔτι θαῦμα σατύρων μορφὰς κήτη ἔστιν ἃ περιφέρει καὶ
γυναικῶν ὄψιν, αἷσπερ ἀντὶ πλοκάμων ἄκανθαι προσήρτηνται. ἔχειν δὲ καὶ ἄλλας
τινὰς ὑμνοῦσιν ἐκτόπους μορφάς, ὧν τὰ εἴδη μηδ’ ἂν τοὺς δεινοὺς γράφειν καὶ
κράσεις σωμάτων συμπλέκειν ἐς τερατείαν ὄψεων ἀκριβῶσαί ποτε καὶ σοφίᾳ γραφικῇ
παραστῆσαι δύνασθαι ἄν· προμήκη δὲ ἔχει τὰ οὐραῖα καὶ ἑλικτά, πόδας γε μὴν χηλὰς
ἢ πτερύγια. πυνθάνομαι δὲ αὐτὰ καὶ ἀμφίβια εἶναι, καὶ νύκτωρ μὲννομαι δὲ αὐτὰ
καὶ ἀμφίβια εἶναι, καὶ νύκτωρ μὲν ἐπινέμεσθαι τὰς ἀρούρας· πόαν μὲν γὰρ ἐσθίειν
τῶν ἀγελαίων τε καὶ σπερμολόγων δίκην, χαίρειν δὲ καὶ τῷ φοίνικι τῷ δρυπεπεῖ,
διασείειν τε ἐκ τούτου τὰ δένδρα ταῖς σπείραις περιβάλλοντα αὐτὰς ὑγρὰς οὔσας
καὶ οἵας περιπλέκεσθαι. τοῦτον οὖν τὸν φοίνικα ἐκ τοῦ σεισμοῦ τοῦ βιαίου
καταρρέοντα ἐπινέμεσθαι. ὑπολήγει δὲ ἄρα νύξ, καὶ σαφὴς οὔπω ἡμέρα, καὶ ἐκεῖνα,
ἠφανίσθη καταδύντα ἐς τὸ πέλαγος, ἑῴου μέλλοντος ὑπολάμπειν. εἶναι δὲ καὶ
φαλαίνας φασὶ πολλάς, οὐ μὴν ἐς τὴν γῆν προϊέναι αὐτάς, τοὺς θύννους ἐλλοχώσας.
καὶ δελφίνων δὲ γένη δύο φασὶν εἶναι, τὸ μὲν ἄγριον καὶ κάρχαρον καὶ ἀφειδέστατον
ἐς τοὺς ἁλιέας καὶ σφόδρα ἄνοικτον, τὸ δὲ πρᾶόν τε καὶ τιθασὸν φύσει. περισκιρτᾷ
γοῦν καὶ περινήχεται, καὶ ἔοικε κυνιδίῳ αἰκάλλοντι, καὶ ψηλαφήσεις, ὃ δὲ ὑπομενεῖ·
κἂν τροφὴν ἐμβάλῃς, ἀσμένως λήψεται
Λαγὼς θαλάττιος (τῆς μέντοι
μεγάλης· τὸν γὰρ ἕτερον εἶπον τὸν ἐκ τῆς ἑτέρας) ἀλλ’ οὗτός γε ἔοικε τῷ χερσαίῳ
πάντα πάντη πλὴν τῶν τριχῶν. τοῦ μὲν γὰρ ἠπειρώτου ἡ λάχνη ἔοικεν ἁπαλή τε εἶναι
καὶ γὰρ ἠπειρώτου ἡ λάχνη ἔοικεν ἁπαλή τε εἶναι καὶ ἐπαφωμένῳ μὴ ἀντίτυπος· ἔχει
δὲ οὗτος ἀκανθώδεις τὰς τρίχας καὶ ὀρθάς, καὶ εἴ τις προσάψαιτο, ἀμύσσεται. φασὶ
δὲ αὐτὸν ἐπ’ ἄκρᾳ τῇ φρίκῃ τῆς θαλάττης νήχεσθαι καὶ μὴ καταδύνειν ἐς βάθος, ὤκιστον
δὲ εἶναι τὴν νῆξιν. ζῶν δὲ οὐκ ἂν ἁλῴη ῥᾳδίως. τὸ δὲ αἴτιον, οὐκ ἐμπίπτει ποτὲ ἐς
δίκτυον, οὐ μὴν οὐδὲ καλάμου πρόσεισιν ὁρμιᾷ καὶ δελέατι. ὅταν δὲ ἄρα νοσήσας ὅδε
ὁ λαγὼς εἶτα ἥκιστος ὢν νήχεσθαι ἐκβρασθῇ, πᾶς ὅστις ἂν αὐτοῦ προσάψηται τῇ
χειρὶ ἀπόλλυται ἀμεληθείς. ἀλλὰ καὶ τῇ βακτηρίᾳ ἐὰν θίγῃ τοῦ λαγὼ τοῦδε, καὶ
δι’ αὐτῆς πάσχει τὸ αὐτό, ὥσπερ οὖν καὶ οἱ τοῦ βασιλίσκου προσαψάμενοι. ῥίζαν δὲ
ἐν τῇ νήσῳ τῇ κατὰ τὴν μεγάλην θάλατταν φύεσθαί φασι καὶ εἶναι πᾶσιν εὔγνωστον,
ἥπερ οὖν τῇ λιποθυμίᾳ ἀντίπαλός ἐστιν. προσενεχθεῖσα γοῦν τῇ τοῦ λιποψυχοῦντος ῥινὶ
ἀναβιώσκεται τὸν ἄνθρωπον. ἐὰν δὲ ἀμεληθῇ, καὶ μέχρι θανάτου πρόεισι τῷ ἀνθρώπῳ
τὸ πάθος· τοσαύτην ἄρα ἐς τὸ κακὸν ὅδε ὁ λαγὼς ἔχει τὴν ἰσχύν».
Κατά τον Σπ. Φίλιππα η Κεϋλάνη
είναι η Παγχαία του Ευημέρου. Στα ελληνικά απαντάται επίσης και ως Σαλίκη και Σέρινδα
(αραβ. και περσ. Σερενδίβ).
Μετά ονομάσθηκε Σιμούνδος / Παλαισιμούνδος.
Την Ταπροβάνη αναφέρουν ακόμη
οι: Ερατοσθένης, Μεγασθένης[11],
Στράβων (Γεωγραφία, II.1.14, § 63, 72, 74, 119, 130, 133, 690, 691), Χρύσιππος ο
Στωικός («Περί κόσμου»), ο «Περίπλους της Ερυθράς Θάλασσας» (γεωγραφικό έργο
του 3ου αι. μ.Χ.), ο Διονύσιος (Οικ. Περ. 596), ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (Σχόλ.
εις Διον. 596), ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης (334), Μαρκιανός Ηρακλεώτης (Περίπλ, Εξ.
Θάλ. Α, α), ο Αβιένος (777), ο Οβίδιος (Pont 1, 5, 80), ο Πομπώνιος Μέλας (3 70), ο Πρισκιανός (Περιήγ.
896) και ο χάρτης Tabula Peutingeriana… και ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος (6, 81 καί εξ.), ο
οποίος μάλιστα αναφέρει τέσσερεις πρεσβευτές της Ταπροβάνης να φτάνουν στην
Ρώμη! Η πληροφορία αυτή αμφισβητήθηκε πολύ! Μέχρις ότου αρχαία μετάλλια
ευρεθένια στην Ρώμη εβεβαίωσαν την μαρτυρία του Πλινίου. Η Σρι Λάνκα, λοιπόν,
στα αρχαία χρόνια, δεν ήταν ούτε άγνωστη, ούτε και… τόσο μακριά!
ΔΕΙΤΕ το ΕΔΩ.
Η ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ, σε χάρτη του Κλ. Πτολεμαίου, στο Cosmographia Claudii Ptolomaei Alexandrini, έκδοση του 1535. |
Υπήρχε προ της Ταπροβάνης
«στίφος νήσων, ών τέν άριθμόν φασιν είναι ατοη΄» (δηλ. 1.378 νησιά!). Παραθέτει
τα ονόματα 19 εξ αυτών!
Όρη αυτής:
-Γάλιβα, εξ ων έρρεον οι
ποταμοί Φάσις[13] και
Γάγγης, και
-Μαλαία όρη (θυμηθείτε τους Μαλιείς, τα Μάλια Κρήτης, κ.ά.), από τα οποία έρρεον
οι ποταμοί Σοάνας, Άζανος[14] και
Βαράκης[15] (νυν
Παράπα-Γιάλε).
Ακρωτήρια: επισημότατον το
Βόρειον (νυν Παδράς), και τα Γάλιβα, Κηταίον, Διονύσου κ.ά.
Λιμένες: Πριάπιδος, Πρασσώδης
κόλπος, Μάρδο, Ηλίου, Ριζάλα, Σπατάνα, κόλπος Πάτι.
Πόλεις μεσόγειες:
Ανουρόγραμμον (νυν Ανουδαραπούρα), Μαάγραμμον (Μαγάμα), Αδίσαμον[16], Ποδούπη,
Ολίσπαδα, Νακάδουβα, κ.ά.
Πόλεις παράλιες: Μάργανα[17], Ιωγάνα,
Σινδοκάνδα, Ανουβίγγαρα, Νούβαρθα, Ώδακα, Δάγανα (ιερά πόλη της Σελήνης),
Κορκόβαρα, Αβαράθα, Ναγάδιβα, Ταλάκωρυ (μέγας εμπορικός σταθμός - θυμηθείτε τα Ταλαία όρη στην Κρήτη), κ.ά.
Φυλές: Γάλιβοι βορειότατα,
Μουδούται, Ανουρογράμμοι, Ναγάδιβοι, Σόανοι, Σευνοί, Σανδοκάνδαι δυτικώτατα,
Βουμάσανοι, Τάραχοι, Βωκανοί ανατολικώτατα, Διόρδουλοι, Ρογανδανοί και μεσημβρινώτατα
οι Νάγειροι.
Αναλυτικά οι πληροφορίες του Κλαυδίου Πτολεμαίου:
Ταπροβάνης νήσου θέσις
Ἀσίας πίναξ ιβ.
Τῷ δὲ Κῶρυ ἀκρωτηρίῳ, τῷ τῆς Ἰνδικῆς,
ἀντίκειται τὸ τῆς Ταπροβάνης νήσου ἄκρον, ἥτις ἐκαλεῖτο πάλαι Σιμούνδου, νῦν δὲ
Σαλίκη· καὶ οἱ κατέχοντες αὐτὴν κοινῶς Σάλαι, μαλλοῖς γυναικείοις εἰς ἅπαν ἀναδεδεμένοι.
Γίνεται δὲ παρ᾽ αὐτοῖς ὄρυζα, μέλι, ζιγγίβερι, βήρυλλος, ὑάκινθος, μέταλλα
παντοῖα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ τῶν ἄλλων· γεννᾶ δὲ καὶ ἐλέφαντας καὶ τίγρεις.
Τὸ μὲν οὖν εἰρημένον αὐτῆς ἀκρωτήριον,
καὶ ἀντικείμενον τῷ Κῶρυ ἐπέχει μοίρας ρκ ιβ καὶ καλεῖται Βόρειον ἄκρον.
Ἡ δὲ ἄλλη περιγραφὴ ἔχει τὸν
τρόπον τοῦτον· μετὰ τὸ Βόρειον ἄκρον, ὃ ἐπέχει μοίρας
Γάλιβα ἄκρα, ρκδ ια
Μάργανα πόλις ρκγ ι γ
Ἰωγάνα πόλις ρκγ γ η γ
Ἀναρισμούνδου ἄκρον ρκβ ζ δ
Σοάνα ποταμοῦ ἐκβολαί ρκβ γ ς
δ
αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ ρκδ γ
Σινδοκάνδα πόλις ρκβ ε
Πριάπιδος λιμήν ρκβ γ γο,
Ἀνουβίγγαρα ρκα β γο
Διὸς ἄκρα ρκ α
Πρασώδης κόλπος ρκα β
Νούβαρθα πόλις ρκα γο ἰσημεριν,
Ἀζάνου ποταμοῦ ἐκβολαί ρκγ γ
νότου α
αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ ρκ βορ.
α
Ὄδωκα πόλις ρκγ νότ β
Ὀρνέων ἄκρα ρκε νότ β
Δάγανα πόλις ἱερὰ Σελήνης ρκ
νότ. β
Κορκόβαρα πόλις ρκζ γο νότ. β
γ
Διονύσου ἄκρον ρλ νότου α
Κηταῖον ἄκρον ρλβ νότ. β γ
Βαράκου ποταμοῦ ἐκβολαί ρλα βορ.
α
αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ ρκη βορ.
β
Βώκανα πόλις . ρλα βορ. α γ
Μάρδου λιμὴν ἢ Μαρδουλάμνη
ρλα βορ. β γ·
Ἀβαράθα πόλις ρλα βορ. γ δ
Ἡλίου λιμήν ρλ δ
Αἰγιαλὸς Μέγας ρλ δ γ
Πρόκουρι πόλις ρλα ε γο
Ῥιζάλα λιμήν ρλ γο
Ὀξεία ἄκρα . ρλ ζ
Γάγγου ποταμοῦ ἐκβολαί ρκθ ζ
γ
αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ ρκζ ζ δ
Σπατάνα λιμήν ρκθ η
Ναγάδιβα πόλις ἢ Ναγάδινα ρκθ
η
Πατὶ κόλπος ρκη θ
Ἀνουβίγγαρα πόλις ρκη γο θ γο
Μοδούττου ἐμπόριον ρκη ια γ
Φάσιος ποταμοῦ ἐκβολαί ρκζ ια
γ
αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ ρκ η
Ταλάκωρυ ἢ Ἀακότη ἐμπόριον ρκ
γ ια γο
μεθ᾽ ὃ τὸ Βόρειον ἄκρον.
Ὄρη δέ ἐστιν ἀξιόλογα τῆς
νήσου τά τε καλούμενα Γάλιβα, ἐξ ὧν ῥέουσιν ὅ τε Φάσις καὶ ὁ Γάγγης, καὶ τὸ
καλούμενον Μαλαία, ἐξ οὗ ῥέουσιν ὅ τε Σοάνας καὶ ὁ Ἀζάνος καὶ ὁ Βαράκης· καί εἰσιν
ὑπὸ τοῦτο τὸ ὄρος μέχρι θαλάσσης ἐλεφάντων νομαί.
Κατέχουσι δὲ τῆς νήσου τὰ μὲν
ἀρκτικώτατα Γάλιβοι, καὶ Μουδοῦττοι, ὑπὸ δὲ τούτους Ἀνουρόγραμμοι, καὶ
Ναγάδιβοι, καὶ ὑπὸ μὲν τοὺς Ἀνουρογράμμους Σόανοι, ὑπὸ δὲ τοὺς Ναγαδίβους
Σεννοί, ἔτι δὲ ὑπὸ τούτους Σανδοκάνδαι μὲν τὰ πρὸς δυσμὰς, καὶ ὑπ᾽ αὐτοὺς μέχρι
τῶν νομῶν τῶν ἐλεφάντων Βουμάσανοι, Τάραχοι δὲ τὰ πρὸς ἀνατολὰς, ὑφ᾽ οὓς
Βωκανοί, καὶ Διόρδουλοι, καὶ μεσημβρινώτατοι Ῥογανδανοί, καὶ Νάγειροι.
Πόλεις δέ εἰσιν ἐν τῇ νήσῳ
μεσόγειοι αἵδε·
Ἀνουρόγραμμον βασίλειον ρκδ η
γο
Μαάγραμμον μητρόπολις ρκζ ζ γ
Ἀδείσαμον ρκθ ε
Ποδούκη ρκδ γ γο
Οὐλίσπαδα ρκ γ βορ. γο
Νακάδουβα ρκη ἰσημερινός.
Πρόκειται δὲ τῆς Ταπροβάνης
στίφος νήσων, ἅς φασιν εἶναι τὸν ἀριθμὸν ατοη. Ὧν μέντοι τὰ ὀνόματα φέρεται, εἰσὶν
αἵδε·
Οὐαγγαλία ἢ Οὐάγγανα ρκ δ ια γ
Κάναθρα ρκα γο ια δ
Αἰγιδίων ριη η
Ὀρνέων ριθ η
Μονάχη ρι δ δ
Ἀμμίνη ριζ δ ·
Καρκός ριη νότ. γο
Φίληκος ρι νότ. β γο
Εἰρήνη ρκ νότ. β
Καλανδαδρούα ρκα νότ. ε
Ἀβράνα ρκε νότ. δ γ
Βάσσα ρκ νότ.
Βαλάκα ρκθ νότ. ε
Ἄλαβα ρλα νότ. δ
Γουμάρα ρλγ νότ. α γο
Ζάβα ρλε ἰσημερινός
Ζίβαλα ρλε βορ. δ δ
Ναγάδιβα ρλε η
Ουσουάρα ρλε ια δ.
Αξίζει να σημειωθεί πως με
την Ταπροβάνη, κλείνει η Γεωγραφία του Κλ. Πτολεμαίου – τουλάχιστον η έως τώρα
σωζόμενη.
Τέλος, η Σρι Λάνκα έχει ενδιαφέρον και ιατρικό, καθ’ όσον οι ιθαγενείς της – οι Σινχαλαίοι - παρουσιάζουν ανοσία σε συγκεκριμένες ασθένειες, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα άρθρου…
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Σύγχρονης
Ελλάδος περιήγησις» (απόσπασμα). ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.6.2018.
- Suarez Th. “Early Mapping of Southeast Asia” εκδ. Periplus Editions, σελ. 100.
- Abeydeera Ananda «In Search of Taprobane: the Western discovery and
mapping of Ceylon».
- Mailer E. «Ancient. inscriptions in Ceylon», 1888 - 1884.
- Sir Emerson Tenuent «Ceylon», 2 τ., 1860.
[1] Rohan
Hettiarachchi «PRE- AND PROTOHISTORIC SETTLEMENT IN SRI LANKA» lanka library.
[2] βλ. σχ.
- Deraniyagala
Siran U. "Pre and Protohistoric settlement in Sri Lanka" στο International Union of Prehistoric and Protohistoric
Sciences. XIII U. I. S. P. P. Congress Proceedings – Forli, 8–14.9.1996.
- "Pahiyangala (Fa-Hiengala) Caves" στο angelfire.
- Kennedy Kenneth A. R. - Disotell, T. W. - Roertgen J. - Chiment, J. - Sherry
J. «Ancient Ceylon 6: Biological anthropology of upper Pleistocene hominids
from Sri Lanka: Batadomba Lena and Beli Lena caves». σελ. 165–265.
- De Silva 1981, σελ. 6–7
- Deraniyagal Siran (1992) «The
Prehistory of Sri Lanka. Colombo: Department of Archaeological Survey». σελ. 454, 1992.
[3] Το έπος αστρονομικά, αφηγείται μια ιστορία της
περιόδου Treta Yuga, δηλ. του 5301 π.Χ., αλλά επισήμως λέγεται πως γράφηκε τον
7ο αι. π.Χ.
[4] Η ταύτιση της Σρι Λάνκα με την γη του Ραβάνα ευρέθη
για πρώτη φορά σε μια επιγραφή του 8ου αιώνα στην νότια Ινδία.
[5] «πούρα» στην αρχαία τοπική ινδική διάλεκτο < «πάρα»
στα θρακικά ελληνικά < «πόλη» στα κλασσικά ελληνικά. Δεν απέχει πολύ από το
να είναι παράφραση εκ της ελληνικής.
[6] Βλ. Σ. Ν. Φίλιππας στην εφημ. «Πρωία», 8.12.1929.
[7] Στην Σρι Λάνκα υπάρχει και η λεγομένη «Γέφυρα του
Αδάμ» (ή Γέφυρα του Ράμα / Ράμα Σέτου). Στην ουσία είναι μια στενή λωρίδα ξηράς
(ισθμός), που μοιάζει με γέφυρα, η οποία δημιουργείται από μια σειρά από νησίδες
και υφάλους μεταξύ των νησιών Πάμπαν (ή Ράμεσβαραμ, από το όνομα της ομώνυμης
πόλεως του νησιού), στην ΝΑ. πολιτεία Ταμίλ Ναντού της Ινδίας, μέχρι το νησί
Μανάρ, στην ΒΔ. Σρι Λάνκα.
Η «γέφυρα» σχηματίσθηκε κάπου
μεταξύ 7.000 και 18.000 χρόνια πριν – βλ. "Project Rameswaram" του
Γεωλογικού Ινστιτούτου της Ινδίας (GSI). Η πρώτη αναφορά στην Γέφυρα γίνεται
στο έπος Ραμαγιάνα. Κατά το έπος, η γέφυρα είναι τεχνητή, δημιουργηθείσα από
τον στρατό του Ράμα, τους Βανάρα. Επί κεφαλής των Βανάρα ήταν ο Nila και υπεύθυνος
μηχανικός ο Nala. Είτα, οι ηγεμόνες της δυναστείας Aryacakravarti θεωρούσαν
τους εαυτούς τους φύλακες της γέφυρας. Η γέφυρα αναφέρεται και στο βιβλίο του
Πέρση γεωγράφου Ιμπν Κορνταντμπέχ (9ος αιώνας) «Kitāb al Masālik w’al Mamālik»
/ «Βιβλίο των Οδών και των Βασιλείων».
[8] Στα σανσκριτικά (= σαν κρητικά) Tāmraparnī, ή στην
γλώσσα pali Tambapanni.
[9] De mundo εκδ. Bekker σελ. 393b.14.
[10] De natura animalium,
16.17.
[11] Έλλην γεωγράφος, ο οποίος ήταν πρεσβευτής των Σελευκιδών
στην Παταλιπούτρα των Ινδιών (290 π.Χ.).
[12] Αυτή η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει 68 εικόνες, πολλά διαγράμματα και έγχρωμους χάρτες. Εκδόθηκε μεταξύ του 1375 και του 1425. Η ψηφιοποίηση χρηματοδοτήθηκε από το A. W. Mellon Foundation μέσω του προγράμματος Pelagios. Περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ.
[13] Ποταμό με το ίδιο όνομα απαντάμε στον Πόντο.
[14] Θυμηθείτε την Αζανία της Αρκαδίας Πελοποννήσου.
[15] Το τοπωνύμιο απαντάται και στην Μεσσηνία.
[16] Σάμος σημαίνει υπερυψωμένο μέρος.
[17] Πόλη με το ίδιο όνομα βρίσκουμε στην αρχαία Ηλεία.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook