«ΤΑ ΠΗΡΑΜΕ ΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ…» (Η αγλαή ημέρα 21η ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913) - του Γρ. Νικηφ. Κοσσυβάκη

«ΤΑ ΠΗΡΑΜΕ ΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ…»
(Η αγλαή ημέρα 21η ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913)

Του δικηγόρου συγγραφέως

Γρηγόρη Νικηφ. Κοσσυβάκηkossyvakislaw@gmail.com

 

Εισαγωγή

 Το Ελληνικό έθνος, με την πλέον μακραίωνη -παγκοσμίως- ιστορική διαδρομή του, «διαθέτει» γεγονότα άξια καταγραφής και μνημονεύσεως (αλλά και καθιερώσεως επετειακών εκδηλώσεων γι’ αυτά), εφ’ όσον υπήρξαν καθοριστικά γιά την εθνική ύπαρξη και συνέχεια τών Ελλήνων ανά στούς αιώνες και -επομένως- είναι πολύτιμη η επίγνωσή μας γι’ αυτά, ως απαραίτητου συνεκτικού δεσμού τών γενεών μας.

 Τέτοια ιστορικής σημασίας συμβάντα αποτελούν -βεβαίως- οι πασίγνωστοι «Περσικοί» ή «Μηδικοί» πόλεμοι στην δεκαετία 490-480 π.Χ. (με τίς κοσμοϊστορικές μάχες στον Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες, στην Σαλαμίνα και τίς Πλαταιές), αλλά και οι κοσμοϊστορικές νίκες τού Μεγάλου Αλεξάνδρου και τής πανελλήνιας στρατιάς του στην Ασία, πού -όμως- δεν εορτάζονται επετειακώς, παρ’ ότι συνιστούν εξαιρετικής σημασίας σημεία αναφοράς γιά τήν ιστορική συνεκτικότητα τού διαχρονικού Ελληνισμού.

 Οι μόνες επετειακές ημεροχρονολογίες, οι οποίες εορτάζονται πανδήμως και κατ’ έτος στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος είναι, η 25η Μαρτίου, οπότε τιμάται η έναρξη τής μεγάλης απελευθερωτικής Επαναστάσεως τού 1821 από τον υποδουλωτικό ζυγό τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αφ’ ετέρου η ημερομηνία τής 28ης Οκτωβρίου, οπότε τιμάται η υπερήφανη άρνηση, τόσο τής ηγεσίας, όσο και σύσσωμου τού Ελληνικού έθνους, στην κατακτητική εισβολή τής φασιστικής Ιταλίας τού Μπενίτο Μουσολίνι, κατά το έτος 1940.

 Ωστόσο, ο επετειακός εορτασμός σημαντικών ιστορικών γεγονότων θα έπρεπε να έχει ήδη καθιερωθεί και σέ λοιπά -όπως τ’ ανωτέρω ήδη προαναφερόμενα- κατ’ αρχήν ως οφειλόμενος -ελάχιστος- φόρος τιμής σέ εκείνους τούς ξεχωριστούς προγονικούς ήρωες -άνδρες και γυναίκες- στους οποίους τά οφείλουμε, διότι υπήρξαν σπουδαία από εθνική-πατριωτική έποψη, αλλά και διότι εμπεριέχουν διαχρονικές πολιτισμικές διδαχές μέγίστης ηθικής - φιλοσοφικής και κοινωνιολογικής σημασίας.

Το Σώμα των Ραδοβυζινών εθελοντών,
με τον αρχηγό του, Γρηγόρη Σωτ. Κοσσυβάκη όρθιο στο μέσον
και καθήμενο στο μέσον τον Επόπτη των εθελοντικών Σωμάτων
Ιωάννη Σωτ. Κοσσυβάκη, το 1914, ως διοικητής Πρεμετής Β. Ηπείρου. 
Δεξιά του ο Γεώργιος Τσιάμης και αριστερά όρθιος ο Γιάννης Σιατίτσας κλπ.


 Α. Τά Γιάννινα, τά «πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα»…

 Εν όψει τών παραπάνω, θεωρούμε ότι τέτοιο σημαντικό γεγονός, πού δεν μνημονεύεται ανάλογα με την ιστορική σημασία του, είναι η «διά τής λόγχης» απελευθέρωση, από τον Τουρκικό ζυγό, τής εμβληματικής πρωτεύουσας τής Ηπείρου, τών ξακουστών Ιωαννίνων, η οποία συνέβη -μετά από σχεδόν τετράμηνη πολιορκία και αιματηρές θυσίες τών εκεί μαχομένων Ελλήνων- την 21η Φεβρουαρίου 1913, στα πλαίσια τού Α’ Βαλκανικού πολέμου, πού για το έθνος μας υπήρξε η αυτονόητη συνέχεια και η ολοκλήρωση τών ευγενών πόθων τής εθνικής μας παλιγγενεσίας τού 1821.

 Τά Ιωάννινα ή Γιάννινα είναι μιά πολιτεία ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών στοιχείων (ιστορίας, στρατηγικής θέσεως, φυσικού περιβάλλοντος, αρχιτεκτονικών μνημείων και κτιρίων, οικονομικών δυνατοτήτων κλπ.), η οποία, στα (περίπου) 450 χρόνια τής επώδυνης σκλαβιάς τών Ελληνικών πληθυσμών επί Τουρκοκρατίας, είχε κατακτήσει επαξίως -χάρη και στον πατριωτισμό τών ξενιτεμένων τέκνων τής Ηπείρου, τών ενθέρμων δωρητών-ευεργετών μας- το δικαίωμα να μνημονεύεται η σημασία και η αξία της εμμέτρως:

 «…Γιάννινα, πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα…».

 Έτσι τραγουδούσαν οι σκλαβωμένοι Ηπειρώτες και το καμάρι τους γιά την πόλη τους, παρέπεμπε στον καταπιεσμένο, αλλά ευχερώς διακρινόμενο δυναμισμό τού γέ-νους τών Ελλήνων, πού δεν έπαψαν να επαναστατούν, ποτίζοντας με αίματα και δάκρυα την ιδέα τής ποθητής Λευτεριάς τους.

 Εκείνων τών καταφρονεμένων «Γραικών» πού κατόρθωναν να επιβιώνουν εν ακμή, τόσο υπό τον δυσβάστακτο ζυγό τών Οθωμανών, όσο και στίς φιλόξενες Ευρωπαϊκές χώρες, αναζητώντας την ευκαιρία ν’ αναδείξουν τά πανάρχαια προγονικά κλέη του, στα πλαίσια μιάς ελεύθερης, ανεξάρτητης και κυρίαρχης Πατρίδος.

 Μιάς Πατρίδος πού θα περιλάμβανε στα όριά της όλους εκείνους τους τόπους, όπου τά πολιτισμικά του ίχνη (οι αρχαίοι ναοί, τα επιβλητικά θέατρα, τα περίτεχνα αγάλματα κ.λπ.), αποδείκνυαν αναντίρρητα τά ιστορικά κτητορικά του δικαιώματα σ’ αυτούς.

 Κι όταν, μετά την επανάσταση τού 1821, η πολυβασανισμένη Ηπειρος παρέμεινε (ένεκα κυνικών διεθνών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων τών αείποτε «Ευρωπαίων», από το όνομα τής Ελληνίδος κόρης Ευρώπης…), εκτός τού απελευθέρου εθνικού «κορμού», ήρθε η ώρα τών Βαλκανικών πολέμων τών ετών 1912-1913 για να πραγματοποιηθεί -επί τέλους- το εθνικό όνειρο, έστω μισό, έστω αιματωμένο, έστω και πάλι αδικημένο, αλλά με την θριαμβευτική, διά τών Ελληνικών όπλων, κατάληψη τής εμβληματικής πρωτεύουσάς της, τής πόλεως τών Ιωαννίνων.


 Β. Οι επαναστάσεις τών Ραδοβυζίων 1854, 1866 και 1878 που προηγήθηκαν.

 Τίς λεπτομέρειες τής ενθουσιώδους εξορμήσεως τού Ελληνικού στρατού και τών θριαμβικών επιτυχιών του κατά τους Βαλκανικούς πολέμους στα 1912-1913 και ιδιαιτέρως τής εν γένει εκστρατείας τους στην Ηπειρο, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε με την παρούσα συγγραφή μας, συνεισφέροντας ιστορικές λεπτομέρειες πού είναι, ε ί τ ε κατ’ ελάχιστον γνωστές, ε ί τ ε παντελώς άγνωστες, κυρίως ως ιστορικά γεγονότα πού προηγήθηκαν και ήσαν καθοριστικά για την περιγραφόμενη εποποιϊα τών Ελληνικών όπλων.

 Εχουν -όμως- και άμεση συνάφεια με τούς διαρκείς αγώνες και θυσίες τών προγόνων τού γράφοντος, οι οποίοι -ήδη από δύο αιώνες και πλέον, μέχρι σήμερα- είχαν ενεργή και πρωταγωνιστική συμμετοχή και συμβολή σε όλους τους εθνικούς αγώνες, μεταξύ τών οποίων και τά ιστορούμενα εδώ γεγονότα.

 Διότι, πράγματι, η οικογένειά μας τών Κοσσυβακαίων, είχε πρωταγωνιστική συμβολή στις -αλλεπάλληλες- τρείς (3) τοπικές επαναστάσεις τής ιδιαίτερης πατρίδος τους, τών ορεινών Ραδοβυζίων τής Αρτας, στα 1854, στα 1866 και στα 1878, ως νομοτελειακή συνέπεια τών οποίων επήλθε, από το έτος 1881, η -πολύτιμη γιά την Χώρα και τό Εθνος μας- ενσωμάτωση στην Ελλάδα, τόσο τής Αρτας μέχρι τον ποταμό Αραχθο, όσο και τού συνόλου τής Θεσσαλίας.

 Η μεγίστη εθνική ωφέλεια τών εν λόγω εδαφικών ενσωματώσεων και η καίρια συμβολή τους στην απελευθέρωση τών Ιωαννίνων (όσο και τής Θεσσαλονίκης), αναδεικνύεται πλήρως εάν επισημανθούν ιστορικώς και γεωγραφικώς τά εξής:

 H μέχρι το έτος 1881 -πρός Βορράν- συνοριακή «γραμμή» τής Ελλάδος με την Οθωμανική αυτοκρατορία, οριοθετείτο εξ Ανατολών από τον Μαλιακό κόλπο και τον Δομοκό, φθάνοντας πρός Δυσμάς μέχρι την Αμφιλοχία και τον Αμβρακικό κόλπο.

 Όμως, μετά και την 3η Επανάσταση τών Ραδοβυζίων τού 1878 (επειδή ως φαίνεται …είχαμε παραγίνει «ενοχλητικοί» γιά την Ευρωπαϊκή καθεστηκυΐα τάξη!!!), όπως ορίσθηκε από το Συνέδριο τών Ευρωπαϊκών Δυνάμεων τού Βερολίνου, στα 1881 η εν λόγω συνοριακή γραμμή μετατοπίσθηκε στά βόρεια όρια τής Θεσσαλίας και τής Αρτας κατά μήκος τού ποταμού Αράχθου.

 Το γεγονός αυτό υπήρξε αποφασιστικής σημασίας γιά την μετέπειτα -ευνοϊκή- εξέλιξη υπέρ τών Ελληνικών όπλων, κατά τά πολεμικά γεγονότα τών Βαλκανικών πολέμων, παρ’ όλα αυτά όμως έχει «διαλάθει» (σκοπίμως ή «εκ βαρείας ιστοριομυωπίας»), τής προσοχής όσων κατέγραψαν τά ιστορικά δρώμενα τής εποχής και ουδείς ιστορικός μέχρι σήμερα έχει συνδέσει επαγωγικώς αυτά τά δύο -τόσο σημαντικά- πολεμικά δρώμενα. (…)

Ο Δημ. Τιμ. Μπότσαρης.

 Γ. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος.

 Πράγματι, όταν στίς αρχές Οκτωβρίου 1912, κηρύχθηκε ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος εκ μέρους τών συμμάχων χωρών Σερβίας, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Ελλάδος κατά τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας- και ο Ελληνικός στρατός εξόρμησε γιά ν’ απελευθερώσει τά -ακόμη υπόδουλα- Ελληνικά εδάφη, η εξόρμησή του εκείνη είχε ως «εφαλτήριο» ακριβώς εκείνα τά σύνορα πού παραχωρήθηκαν στην Ελλάδς, ως συνέπεια τών παραπάνω επαναστάσεων -και η έναρξή τους σηματοδοτήθηκε στα ορεινά Ραδοβύζια τής Αρτας με ηγέτες τους επωνύμους ανιόντες τού γράφοντος.

 Ετσι λοιπόν, ο Ελληνικός στρατός «πρόλαβε» να απελευθερώσει την Θεσσαλονίκη την 26η Οκτωβρίου 1912, προηγηθείς -«για ώρες»- τών Βουλγαρικών στρατευμάτων, τά οποία επίσης έσπευδαν πρός κατάληψή της από τον Μακεδονικό βορρά, και είναι προφανές ότι δ ε ν θα τους είχε προλάβει, εάν το «εφαλτήριό» του, άλλως η βάση εξορμήσεώς του ήταν ο …Δομοκός επί τού όρους Οθρυς, δηλαδή τά μέχρι τού έτους 1881 Ελληνοτουρκικά σύνορά μας πρός Βορράν!!!

 Παραλλήλως και στο πολεμικό μέτωπο τής Ηπείρου, ο Ελληνικός στρατός εξόρμησε από την Αρτα και την γραμμή τού Αράχθου ποταμού, αντί της Αμφιλοχίας και τού Βάλτου, όπου ήσαν τά πρός Βορράν σύνορά μας μέχρι το έτος 1881.

 Ετσι, την 12η Οκτωβρίου 1912 πρόλαβε ν’ απελευθερώσει την Φιλιππιάδα, την 21η Οκτωβρίου την Πρέβεζα και την 26η Οκτωβρίου -μετά από σφοδρή αλλά νικηφόρα μάχη από τον Άραχθο στα Πέντε Πηγάδια - να φθάσει εμπρός από τά φημισμένα πυροβολεία τού Τουρκικού στρατού, στο Μπιζάνι.

Ο Δημ. Τσάρας Κοσσυβάκης.

 Δ. Η Δημιουργία του Μικτού Ηπειρωτικού Στρατεύματος (Μ.Η.Σ.)

 Ωστόσο, παρά την ραγδαία αυτή προέλασή τους (πού προφανώς οφείλονταν στην ως άνω περιγραφόμενη ευνοϊκή αφετηρία τής εξορμήσεώς τους), τά επιτιθέμενα τμήματα τού Ελληνικού στρατού (διά μέσου τής κοιλάδας τού ποταμού Λούρου), καθηλώθηκαν εμπρός από το απόρθητο «Μπιζάνι».

 Συγχρόνως όμως διέτρεχαν τον θανάσιμο κίνδυνο ισχυρών πλαγιοκοπήσεων, από τους ορεινούς όγκους και τίς «κλεισούρες» πού περιβάλλουν την κοιλάδα τού ποταμού Λούρου, εξ αριστερών μέν από τά όρη Σουλίου και εκ δεξιών από τά Αθαμανικά όρη ή «Τζουμέρκα», μέχρι και τόν «Ζυγό» τού Μετσόβου, εφ’ όσον εκεί δρούσαν ισχυρά σώματα ατάκτων Τουρκαλβανών, μισθοφόρων στην υπηρεσία τού Τουρκικού στρατού.

 Συγκεκριμένα, έναντι τής αριστερής πτέρυγος τών Ελληνικών στρατευμάτων, πού «ακουμπούσε» στο κακοτράχαλο οροπέδιο τού θρυλικού Σουλίου, δρούσαν ένοπλα σώματα τά οποία είχαν οργανώσει και εξοπλίσει οι «Τσάμηδες» μπέηδες και μεγαλοτσιφλικάδες τής περιοχής Θεσπρωτίας (με επικεφαλής τον περιώνυμο Φουάτ Μπέη τής Παραμυθιάς), πρός ενίσχυση τού Οθωμανικού στρατού.

 Τά εν λόγω «άτακτα» σώματα ήσαν ιδιαιτέρως επικίνδυνα, εφ’ όσον ήσαν εξοπλι-σμένα με σύγχρονο οπλισμό και μάχονταν με «ιερό» φανατισμό υπέρ τών ομοθρή-σκων τους, λεηλατώντας και πυρπολώντας τά Ελληνικά χωριά και σφαγιάζοντας τούς κατοίκους των, ενώ οι ολιγάριθμες Ελληνικές τακτικές δυνάμεις δεν επαρκούσαν γιά την αντιμετώπισή τους.

 Όπως εξ εγγράφων αποδεικνύεται, οι επιτελικοί αξιωματικοί τού Ελληνικού στρα-τού, είχαν διαβλέψει τους κινδύνους πού διέτρεχαν τά τακτικά τμήματά του από τίς εν λόγω -πιθανότατες- πλαγιοκοπήσεις.

 Γιά τούς λόγους αυτούς, με την υπ’ αρ. 1297/15.10.1912 διαταγή τού Στρατηγού Σαπουντζάκη, είχε ανατεθεί ο συντονισμός τής δημιουργίας αυτονόμου στρατιωτικού σώματος γιά την προστασία τής αριστερής πτέρυγας τών Ελληνικών δυνάμεων, στον Υπολοχαγό τού Μηχανικού, Δημήτριο Τιμολ. Δ. Νότη Μπότσαρη, γόνο τής περίφημης Οικογενείας τών Μποτσαραίων και δισεγγονού τού σπουδαίου Σουλιώτη ηγέτη τού 1821, τού γέρο-Νότη Μπότσαρη.

 Εκείνη η «εύγλωττη» -ως πρός την σημασία της- διαταγή, είχε ως εξής:

 «Υπολοχαγόν Δ.Μπότσαρη - Ενταύθα. Αναθέτομεν υμίν την διοίκησιν λόχου σχηματισθέντος προς εκτέλεσιν ειδικής εντολής. Υπό τάς διαταγάς σας τίθενται επίσης αι εξ εθελοντών εν τη δυτική Ηπείρω συγκροτούμεναι φάλαγγες. Γενικώς η υφ’ υμάς δύνα-μις θέλει χρησιμεύσει ως αριστερά πλαγιοφυλακή τού στρατού, απαλάσσουσα αυτόν εκ τών ατάκτων στιφών Αλβανών. Ειδικαί οδηγίαι θέλουσι δοθεί υμίν εν καιρώ. Αρτα, 15.10.1912.» (3, σ.298).

 Βεβαίως, από τήν ημερομηνία τής ως άνω διαταγής, αποκαλύπτεται και το -καθ’ ημάς αδικαιολογήτως- καθυστερημένο τής εκδόσεώς της, εκ μέρους τών επιτελών τού Ελληνικού στρατεύματος.

 Και αυτό διότι, ναί μέν οι πολεμικές επιχειρήσεις άρχισαν την 5η Οκτωβρίου 1912, όμως ήταν «κοινό μυστικό» από τούς προηγουμένους μήνες ότι, ο πόλεμος επέρχονταν, οπότε στοιχειώδης στρατηγική πρόβλεψη επέβαλε την έναρξη δημιουργίας τών Εθελοντικών Σωμάτων με ταχείς ρυθμούς και ασφαλώς π ρ ό τής ενάρξεώς του.

 Ωστόσο, το λαϊκό ρητό: «κάλλιο αργά, παρά ποτέ», ασφαλώς ισχύει και στήν περίπτωση αυτή, η δε επιλογή τού Υπολοχαγού Δημητρίου Μπότσαρη, ως οργανωτού και ηγέτου τής εν λόγω επικουρικής στρατιωτικής δυνάμεως, όχι μόνον δεν υπήρξε τυχαία, αλλά τουναντίον ήταν και εύστοχη και -όπως απεδείχθη- άκρως επιτυχής.

 Οι γενεές τών Μποτσαραίων εμάχοντο κατά τών Τουρκαλβανών σ’ εκείνα τά δύσβατα όρη τού Σουλίου, ήδη από δύο αιώνες πρίν, αφ’ ότου αναφέρεται ως ηγέτης τών Σουλιωτών, ο πρώτος -ιστορικά γνωστός- γενάρχης τους ο Σπύρο Μπότσαρης (1650-1735). (Ιδέτε Στρατηγού Δημ. Τ. Δ. Νότη Μπότσαρη «ΑΓΩΝΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», Βιβλιοθήκη Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών.)

 Και μόνον στο άκουσμα ότι, τής εν λόγω συγκροτουμένης εθελοντικής στρατιωτικής δυνάμεως, θα ηγείτο ένας Μπότσαρης, ήταν αρκετό γιά να συνεγείρει, εν έτει 1912, τους ορεσίβιους εκείνους πληθυσμούς πού ανέμεναν ματαίως την απελευθέρωσή τους, η οποία δεν είχε επιτευχθεί με την επανάσταση τού 1821 και -εν όψει τής εγερτήριας διακηρύξεώς του- πολλοί Ηπειρώτες οπλαρχηγοί και αλλά και απλοί χω-ρικοί, έσπευσαν να συστρατευθούν υπό την ηγεσία του.

 Ο ίδιος ο Δημ. Μπότσαρης, στην επίσημη έκθεσή του τής 20ης Δεκεμβρίου 1912 πρός το Αρχηγείο Στρατού, έγραψε:

 «…Aξία προσοχής υπήρξεν η προθυμία μετά τής οποίας ενωτίσθησαν τού ελευθερωτικού αγώνος οι εγχώριοι πληθυσμοί. Υπήρξε τιμητικόν διά τούς Ηπειρώτας ότι, λησμονούντες την μέχρι χθές δουλείαν, ελάμβανον τά όπλα, όχι μόνον κατά τών ατάκτων στιφών αλλά και κατά τού Τουρκικού στρατού. Απόδειξις δε τής ακμής εις την οποίαν έφθασε το εθνικόν τών κατοίκων φρόνημα, υπήρξεν η συμμετοχή και τών γυναικών εις τον αγώνα…».

 Δέν είναι γνωστές σ’ εμάς, οι «κρυφές» προσδοκίες τών επιτελών πού ανέθεσαν στον Υπολοχαγό Δημ. Μπότσαρη την εν λόγω αποστολή, αφ’ ενός όσον αφορά τούς αριθμούς τών εθελοντών που θα προσέτρεχαν στο κάλεσμά του και, αφ’ ετέρου ως πρός την (ανα)ζητούμενη συμβολή τών συγκροτουμένων εθελοντικών Σωμάτων, στην εν γένει πολεμική προσπάθεια τού Ελληνικού στρατού.

 Δεδομένου ότι ο τακτικός στρατός μας στο μέτωπο τής Ηπείρου, όχι μόνον ήταν ολιγάριθμος, αλλά στο συγκεκριμένο πολεμικό μέτωπο εκινείτο και σε πεδία μαχών υπό συνθήκες ιδιαιτέρως δυσμενείς (όπως εδαφολογικές, καιρικές και εφοδιαστικές) σύμφωνα και με όσα εν συνεχεία εκθέτουμε.

 Ωστόσο, η υπό τον Υπολοχαγό Δημ. Μπότσαρη στρατιωτική δύναμη, πού έμεινε γνωστή στήν ιστορία ως Μ.Η.Σ. -ήτοι «Μικτόν Ηπειρωτικόν Στράτευμα»- συνεισέφερε αποτελέσματα πολλαπλασίου μεγέθους από τήν τυπική στρατιωτική ισχύ της.

 Και αυτό όχι μόνον καθ’ όσον αφορά τόν αριθμό τών μαχητών της, τού οπλισμού αυτών και τής ανύπαρκτης -τών περισσοτέρων- στρατιωτικής εκπαιδεύσεως και πολεμικής εμπειρίας, αλλά και εν σχέσει πρός τον επικουρικό σκοπό γιά τον οποίο συνεστήθη.

 Στην προαναφερθείσα έκθεσή του τής 21ης Δεκεμβρίου 1912, ο Δ.Μπότσαρης, ανα-φέρει χαρακτηριστικώς:

 «…Σημειωτέον ότι ευρισκόμεθα εις απόστασιν 8 ωρών από τού Ελληνικού στρατού, συνειδότες ότι η εξασφάλισις τής πλαγιοφυλάξεως συνίστατο εις το να θραυσθώσιν εφ΄ ημών άπασαι αι προσπάθειαι τού εχθρού, χωρίς να ενοχληθή ποσώς το κύριον στράτευμα…».

 Όμως, κατά την εξελιξη τών πολεμικών επιχειρήσεων, το Μ.Η.Σ. δεν περιορίσθηκε στον αμυντικό ρόλο του, γιά τον οποίο συνεστήθη και προορίζονταν.

 Ο ηγέτης του ήταν ένας Μπότσαρης και γιά όσους πιστεύουν ότι οι προγονικές εμπειρίες και αρετές, εάν δεν κληρονομούνται γονιδιακώς, ασφαλώς η διατηρουμένη υπερηφάνως ιστορική οικογενειακή παράδοση τίς ανανεώνει και -υπό τίς κατάλληλες συνθήκες- τίς αναβιώνει (…)

 Αλλωστε, όπως συντόμως απεδείχθη, ο ίδιος διέθετε στρατηγική οξυδέρκεια καθ’ υπέρβαση τού στρατιωτικού του βαθμού και τού νεαρού τής ηλικίας του, ούτως ώστε ν’αντιληφθεί και τις περαιτέρω δυνατότητες αξιοποιήσεως τής υπ’ αυτόν ταχέως συγκροτουμένης, ανεξαρτήτου στρατιωτικής δυνάμεως.

 Ιδού λοιπόν τί αναφέρει ο Δημήτριος Μπότσαρης -πέραν τών τακτικών επιστολών-αναφορών του πρός το Στρατηγείον τού Ελληνικού στρατού- στην ανωτέρω από 21η Δεκεμβρίου 1912, έκθεσή του:

 «…Εκ τής θέσεως ήν κατείχον, παρατηρών τότε και τάς εκατέρωθεν προσπαθείας τών αντιπάλων στρατών, επείσθην ότι ο εχθρός θα εξεβιάζετο εις υποχώρησιν, εάν προυχώρουν ταχέως διά τής -Δυτικώς τής αμαξιτής οδού- οροσειράς, τμήματα στρατού, ως και τινα πυροβόλα, ότε υπό την προστασίαν τών τμημάτων μου ευκόλως ηδύναντο να καταληφθώσι τα υψώματα τού Τερόβου και εκ τούτου να κτυπηθή πλευρικώς ο εχθρός. Την σκέψιν ταύτην δι’ επανειλημμένων αναφορών μου υπέβαλον υμίν…».

 Δυστυχώς, οι ηγήτορες και οι Επιτελείς τού Ελληνικού στρατού Ηπείρου, αγνόησαν επί μακρόν τίς εύστοχες υποδείξεις τού Αρχηγού τού Μ.Η.Σ. Υπολοχαγού Δημ. Μπότσαρη, ο οποίος -όμως- εκ τών υστέρων εδικαιώθη πλήρως ως πρός αυτές.

 Πράγματι, εθελοντικά Σώματα τού Μ.Η.Σ., όχι μόνον ήσαν μεταξύ εκείνων πού -εν τέλει- ανέτρεψαν την ισχυρότατη Τουρκική αμυντική διάταξη στον αριστερό τομέα τού Μπιζανίου (Οχυρό Αγίου Νικολάου), αλλά και κάποια εξ αυτών, είχαν την τιμή να εισέλθουν πρώτα στην πόλη τών Ιωαννίνων, προηγηθέντα κατά πολλές ώρες τών τμημάτων τού τακτικού Ελληνικού στρατού. (!!!)

Ανάγλυφος εικόνα του Γρ. Σωτ. Κοσσυβάκη, στην Μεγαλόχαρη Άρτης.
Οι απόγονοι θυμούνται...
Η ελληνική πολιτεία, όχι...

 Ας προσεγγίσουμε όμως τά ιστορικά γεγονότα πού προηγήθηκαν τής απελευθερώσεως τής πρωτεύουσας τής Ηπείρου, την 21η Φεβρουαρίου 1913, κατά την χρονολογική τους σειρά:

 Κατ’ αρχήν, το Μ.Η.Σ., στά μέσα Οκτωβρίου 1912, οπότε συνεστήθη από τον Υπο-λοχαγό τού Μηχανικού, Δημήτριο Τιμολέοντος Νότη Μπότσαρη, είχε ως αρχικό «πυρήνα» του μόνον έναν Λόχο εκατόν εξήντα (160) κληρωτών Ευζώνων!!!

 Ο Λόχος εκείνος κατανέμονταν σε τρείς διμοιρίες, οι οποίες τελούσαν υπό τις δια-ταγές τών εφέδρων Ανθυπολοχαγών Στεφάνου Γρανίτσα και Διονυσίου Λεοντίου, τού Επιλοχίου Χρήστου Παπαδόπουλου, ενώ χρέη Επόπτου τών προσερχομένων Εθελοντικών Σωμάτων παρά τον αρχηγό Δημ. Μπότσαρη, ανέλαβε ο Λοχίας Ιωάννης Σωτ. Κοσσυβάκης, ο οποίος -σημειωτέον- ήταν πρώτος εξάδελφος τού ανθυπολοχαγού Στεφ. Γρανίτσα, επίσης δέ και συγγενής εξ αίματος με τούς Μποτσαραίους.

 Στούς ανωτέρω, προσετέθη στα τέλη τού Οκτωβρίου 1912, ένας ακόμη λόχος Ευζώνων υπό τον Λοχαγό Κων/νο Μάνο εκ Κρήτης.

 Τά εθελοντικά Σώματα τού Μ.Η.Σ. συγκροτήθηκαν, αφ’ ενός από άνδρες τών ορεινών -κυρίως- περιοχών τής ελεύθερης Ελλάδος και αφ’ ετέρου τών αλυτρώτων περιοχών τής ευρύτερης Ηπείρου.

 Εκ τών πρώτων εθελοντικών σωμάτων υπήρξε και εκείνο τού -επίσης συγγενούς τών ανωτέρω- Γρηγορίου Σωτ. Κοσσυβάκη -μεγαλύτερου αδελφού τού ως άνω Ιωάννη, αλλά και τού πρώτου εξαδέλφου τους Δημητρίου ή «Τσιάρα» Γρ. Κοσσυβάκη, όλων καταγομένων από το ορεινό χωριό Μπότση τού άνω Ραδοβυζίου Αρτης, περιοχής η οποία -όπως προαναφέρουμε- είχε ενσωματωθεί στην Ελληνική επικράτεια, μόλις από το έτος 1881.

 Στό εθελοντικό σώμα τών Κοσσυβακαίων προσήλθαν επίσης και στενοί συγγενείς τους, όπως οι -επ’ αδελφαίς- γαμπροί τους, Ιωάννης Σιατίτσας από την Λεπενού Βάλτου και Γεώργιος Τσιάμης από το χωριό Σταυροσκιάδι Πωγωνίου, ο οποίος ήταν αξιωματικός τής Χωροφυλακής, ενώ διεσώθησαν και τά ονόματα τών Ραδοβυζινών ομαδαρχών-εθελοντών Βασίλη Μπαφατάκη από την Μπότση (σημερινή Μεγαλόχαρη) και Γιώργου Κουτσιούκαλη από την «Σεκλίστα» (σημερινή Ελάτη), χωριού επίσης τού άνω Ραδοβυζίου, ενώ -ατυχώς- δεν διεσώθη πλήρης ονομαστική κατάσταση τών λοιπών εθελοντών.

 Περαιτέρω, σώζεται επιστολή τού Δημ. Μπότσαρη πρός το Επιτελείο Στρατού πού έδρευε στην Αρτα, γιά την άμεση αποστολή τού -εκ πενήντα (50) ανδρών- εκείνου Σώματος: «Στείλτε μου αμέσως τούς Κοσσυβακαίους», έγραφε ο αρχηγός τού Μ.Η.Σ.

 Κατά τήν πορεία τών πολεμικών επιχειρήσεων και περί τον Δεκέμβριο 1912, με την προσέλευση κι άλλων εθελοντών από το άνω Ραδοβύζι, δημιουργήθηκε και 2ο «Κοσσυβακαίικο» Σώμα, επικεφαλής τού οποίου ετέθη ο ανωτέρω Δημήτριος ή «Τσάρας» Γρ. Κοσσυβάκης, άνδρας επίσης αρειμάνιος και έμπειρος περί τά όπλα.

 Παραλλήλως, στην Αρτα, όπου είχε συσταθεί Επιτροπή συγκεντρώσεως ιματισμού, υποδημάτων, τροφίμων και λοιπών αναγκαίων γιά το Μ.Η.Σ., δραστήριο ρόλο είχε αναλάβει και η αδελφή τών ανωτέρω Κοσσυβακαίων, Φωτεινή Σωτ. Κοσσυβάκη, σύζυγος τού Λοχαγού Δημ. Ζαμάγκα, «αμαζόνα» μαχητική και προηγηθείσα τής εποχής της καθ’ όσον αφορά τον ρόλο τών γυναικών στις πολεμικές συνθήκες.

 Ο αρχηγός τού ως άνω αρχικού εθελοντικού σώματος τών Κοσσυβακαίων, ο Γρηγόρης Σωτ. Κοσσυβάκης (πάππος τού γράφοντος), ήταν -τότε- ηλικίας 38 ετών και είχε ήδη διατελέσει -σε ηλικία 30 ετών- Δήμαρχος τού Δήμου Τετραφυλίας τού άνω Ραδοβυζίου, από τά 1904 έως τά 1910, διαδεχθείς στο αξίωμα αυτό τον πατέρα του Σωτήριο Ιω. Κοσσυβάκη, στρατιωτικό ηγέτη τών επαναστάσεων τών Ραδοβυζίων στα 1866 και 1878.

 Ο ίδιος ο Γρηγόρης Σωτ. Κοσσυβάκης, διέθετε προηγούμενη πολεμική εμπειρία, εφ’ όσον, σε ηλικία μόλις 19 ετών, είχε ανδραγαθήσει ως εθελοντής τής «Ηπειρωτικής Φάλαγγος» (τών λεγομένων «Γαριβαλδινών»), τού μόνου Ελληνικού στρατιωτικού Σώματος πού είχε στο ενεργητικό του νικηφόρες μάχες, κατά τον ατυχή γιά την Ελλάδα, Ελληνο-Τουρκικό πόλεμο στα 1897.

 Υπήρξε ένας εντυπωσιακός σέ παράστημα άνδρας (διεσώθησαν ευτυχώς σχετικές φωτογραφίες του τής εποχής εκείνης), με έμφυτη ηγετική προσωπικότητα, εντυπωσιακή δεινότητα λόγου και με «στεντόρεια φωνή», ήταν δε πασίγνωστος γιά την σκοπευτική του δεινότητα, εφ’ όσον μαρτυρείται ότι: «παίρναγε την σφαίρα μέσα από δακτυλίδι», ενώ με το περίστροφό του «έκοβε τίς κορυφές από τά έλατα»!!!

 Η πολεμική αξιοσύνη του αναδεικνύεται πλήρως από έγγραφα τής αλληλογραφίας τού (και εξαδέλφου του) Δημητρίου Μπότσαρη, αρχηγού τού Μ.Η.Σ., κατά την διάρκεια τών εν λόγω πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά και εν συνεχεία ανεδείχθη κατ’ επανάληψη και σέ όλο τον μετέπειτα βίο του, μέχρι την αποφασιστική συμβολή του στην Εθνική Αντίσταση τών ετών 1942-1944.

 Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, λίγες μόνον ημέρες μετά την αρχική συμμετοχή και καίρια εμπλοκή του στις σημαντικές μάχες πού διεξήχθησαν από την 30.10.1912 και επέκεινα στην οροσειρά τής Ολύτσικας (όρος «Τόμαρος») και πέριξ τών χωριών Μανωλιάσσας και Μηλιγγών, ανατέθηκαν στον οπλαρχηγό Γρηγόρη Σωτ. Κοσσυβάκη αρχηγικά καθήκοντα και επί λοιπών εθελοντικών σωμάτων, στις μάχες πού επακολούθησαν, από τις αρχές Νοεμβρίου 1912 και μετέπειτα.

 Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι, ο ως άνω στενός συγγενής (πρώτος εξάδελφος) τών Κοσσυβακαίων, ο ανθυπολοχαγός Στέφανος Γρανίτσας, υπήρξε εν συνεχεία δόκιμος δημοσιογράφος και συγγραφεύς, τά δε Ελληνικά γράμματα τού οφείλουν το γλαφυρότατο βιβλίο: «Τά άγρια και τά ήμερα τού βουνού και τού λόγγου», όπου ο γραπτός λόγος του αποκαλύπτει -μεταξύ άλλων- και ένα σπανίας ποιότητος «χιούμορ», το οποίο ανιχνεύεται άφθονο ακόμη και στις στρατιωτικές του αναφορές πρός τον Αρχηγό τού ΜΗΣ, Υπολοχαγό Δημήτριο Μπότσαρη.

 Αναφέρουμε επίσης ότι, στο Μ.Η.Σ. προσχώρησαν άμεσα ένοπλες ομάδες υπό τούς Ηπειρώτες και Αιτωλοακαρνάνες οπλαρχηγούς: Γεωργ. Κάτση ή «Φορτούνα», Δημ. Τριάντη, Β. Κολοβό, Απ. Γεωργαντζά, Νικ. Δρόσο, Γεωργ. Παππά, Ευθ. Πεπόνη, Κων. Σταμάτη, Θωμά Ζάλογγο, Σπυρ. Μπόλλα, Διονύσιο και Σωτήρη Τζήμα.

 Επίσης, από την Θεσπρωτία, εντάχθηκαν στο Μ.Η.Σ. και τά σώματα τών οπλαρχηγών: Αρ. Παπαδιά, Κρομμύδα, Νικολ. Κουτούπη από το χωριό Πόποβο, τών αδελφών Γεωργ. και Αθαν. Καρρά από το χωριό Ζωτικό τού Σουλίου και τού Κώστα Τζώρτζη-Ζαχαράκη από την Γλυκή.

 Παραλλήλως, κατέφθασαν και από την Κρήτη ευάριθμες ομάδες με -συνολικώς-υπέρ τούς τριακοσίους εθελοντές, υπό τους Οπλαρχηγούς Μάρκο Δεληγιαννάκη, Αντώνιο και Μάρκο Μάντακα, Βασ. Κλάδο, Δημ. Μαλινδρέττο (Ιατρό), Παντ. Πάσχο, Ευαγγ. Γαλιανό, Εμμ. Κυπριάδη, Νικόλ. Μπελέλη, Ιωάν. Δαμιανάκη και Σταύρο Σταυρουλάκη, αλλά και μία ομάδα ΛακωνοΜεσσηνίων εθελοντών υπό τόν (εκ μητρός Σουλιώτη) οπλαρχηγό Παναγ. Χαραλαμπόπουλο.

 Στό σύνολό τους, οι δυνάμεις οι οποίες τέθηκαν υπό την ηγεσία τού Δημ. Τ. Νότη Μπότσαρη στο Μ.Η.Σ. έφθασαν τίς 2.500 άνδρες, ενώ αξίζει να σημειωθεί και η ένθερμη συμβολή γυναικών, όπως οι αναφερόμενες ονομαστικώς από τον ίδιο, λ.χ. η Μαρία Ναστούλη από το χωριό Γεωργάνου, η Λάμπρω από το χωριό Κοσμηρά τής Δωδώνης, έτερη Λάμπρω από τά Γρα(ε)τσανά και τρίτη από το Πόποβο (σημερινό χωριό Αγία Κυριακή), η Σούλα Στέφου από το Τόσκεσι και η Γεωργαντζά (αγνώστου ονόματος) από το χωριό Βαργιάδες.

 Οι μάχες τις οποίες έδωσαν, υπό εντελώς αντίξοες συνθήκες, με απηρχαιωμένο οπλισμό και ελάχιστα πυρομαχικά, οι αρχικοί -ολίγοι- Εύζωνες τού τακτικού στρατού και τά εθελοντικά Σώματα τού Μ.Η.Σ. στα κακοτράχαλα Σουλιωτικά βουνά και στίς πέριξ αυτών περιοχές τής Θεσπρωτίας, υπήρξαν εξαιρετικής σημασίας και περιγράφονται με γλαφυρότητα στο βιβλίο τού Κ. Δ. Στεργιόπουλου «Το Μικτόν Ηπειρωτικόν Στράτευμα κατά την Ελευθέρωσιν τής Ηπείρου» - (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1912).

 Στό βιβλίο αυτό παρατίθεται και η -διά προσωπικών επιστολών και διαταγών- αλληλογραφία τού αρχηγού τού Μ.Η.Σ. Δημ. Μπότσαρη πρός τους ανωτέρω αξιωματικούς και οπλαρχηγούς, καθώς και αναφορές αυτών πρός τον ίδιον, αλλά και τού ιδίου πρός το Αρχηγείο τού Ελληνικού στρατού, στην πόλη τής Αρτας.

 Ιδιαιτέρως εντυπωσιάζει τούς γνώστες περί τών στρατιωτικών, η νικηφόρος πορεία τού αρχηγείου τού Μ.Η.Σ. υπό τον Δημ. Μπότσαρη, ο οποίος, αρχικώς επιμελήθηκε την ορθή κατανομή τών υπ’ αυτόν μικρών δυνάμεων κατά μήκος τού ποταμού Αχέροντος (και τών παραποτάμων του με τά αρχαιοΕλληνικά ονόματα «Κωκυττός» και «Πυριφλεγέθων»), ούτως ώστε ν’ αποτραπεί η διάβασή τους από τίς Τουρκαλβανικές συμμορίες πού απειλούσαν και λεηλατούσαν τά Ελληνικά χωριά.

 Εν συνεχεία, ο Δημ. Μπότσαρης, επικεφαλής τών ευζώνων του, από το πρωί τής 22ας Οκτωβρίου 1912, επετέθη στους κατέχοντες το χωριό Καστρί Τουρκαλβανούς και μετά από 2ωρη πεισματική μάχη τούς εξεδίωξε από τίς οχυρές θέσεις τους προκαλώντας τους σημαντικές απώλειες, εφ’ όσον κατεγράφησαν 18 νεκροί και πολυάριθμοι τραυματίες εξ αυτών.

 Και ενώ ο Μπότσαρης συνέχιζε την καταδίωξη τών εχθρών προς τά χωριά Γαρδίκι, Μουζακάτι και Νεμίτσα, επληροφορήθη από αγγελιοφόρο ότι, στο χωριό Γλυκύ, οι ημέτεροι υπό τον οπλαρχηγό Πεπόνη, αντιμετώπιζαν την αιφνιδιαστική πλήν συντονισμένη επίθεση 1000 (χιλίων) περίπου Τουρκαλβανών «Τσάμηδων» υποστηριζομένων και από τμήμα Τουρκικού στρατού, ανθίσταντο δε οι ημέτεροι με μεγάλη δυσκολία.

 Σπεύδοντας ολοταχώς πρός την Γλυκή, ο Μπότσαρης μετά τούς ευζώνους και τά Εθελοντικά Σώματα τών οπλαρχηγών Παπαδιά, Παπαγιάννη και Παπαδημήτρη, κα-θώς και ομάδες ενόπλων χωρικών, έφθασε στην Γλυκή κατά την πλέον κρίσιμη στι-γμή τής μάχης και επετέθη άμεσα εναντίον τών εχθρών.

 Κατά τίς περιγραφές αυτοπτών οι οποίες διεσώθησαν, ο Μπότσαρης ηγείτο έφιππος επί λευκού ίππου τών ενθουσιωδών μαχητών του, εβίωσε δε την ευτυχή συγκυρία να σκοτώσει -σε προσωπική μονομαχία- τον ηγέτη τών Τουρκαλβανών και Ταγματάρχη τού Τουρκικού στρατού Τσέλιο Πιτσάρη, γόνο επιφανούς οικογένειας Μουσουλμάνων «Τσάμηδων» τής Θεσπρωτίας και διαβόητου γιά αγριότητες σέ βάρος τών Ελληνικών πληθυσμών..

 Ο θάνατος τού αρχηγού τών αντιπάλων, συμπαρέσυρε άμεσα όλη την εχθρική δύναμη, η οποία ετράπη σέ άτακτη φυγή πρός το Γαρδίκι, αφήνοντας στο πεδίο τής μάχης, δεκάδες νεκρούς και τραυματίες.

 Ωστόσο, μετά την σημαντική εκείνη -πρώτη- στρατιωτική επιτυχία του, ο Δημήτριος Μπότσαρης, κατευθύνθηκε από την Γλυκή στην θρυλική «Κιάφα» Σουλίου (όπου υψώθηκε γιά πρώτη φορά η Ελληνική σημαία), εν συνεχεία πορεύτηκε στην «Λάκκα» Σουλίου και στο «Παληοχώρι Μπότσαρη», όπου σώζονταν η πατρογονική οικία τών Μποτσαραίων και στην οποία κατοικούσαν πρίν την άλωση τού Σουλίου από τους Τουρκαλβανούς τού Αλή Πασά, κατά το έτος 1803.

 Από εκεί και εντός μιάς εβδομάδος, ο αρχηγός τού Μ.Η.Σ. με το επιτελείο του, έφθασε και εγκαταστάθηκε στο ορεινό χωριό Ζώριστα, δίδοντας εντολές γιά την άμεση προώθηση τμημάτων του πρός τά χωριά Μελιγγούς και Μανωλιάσσα πού βρίσκονται στις «κλιτύες» (πλαγιές) τής κορυφογραμμής τής «Ολύτσικας» (υψομέτρου 1900 μέτρων), πρός την πλευρά τών Ιωαννίνων.

 Τά εν λόγω -στρατηγικής σημασίας- χωριά, οι δυνάμεις τού Μ.Η.Σ. -με προπορευόμενο το Εθελοντικό Σώμα τών Κοσσυβακαίων και την διμοιρία Ευζώνων τού Ανθυπολοχαγού Στεφ. Γρανίτσα- κατέλαβαν την 31.10.1912.

 Εκεί, κατέφθασαν και δυνάμεις εθελοντών Κρητών υπό τον Λοχαγό Κων. Μάνο, οπότε οι δυνάμεις τού Μ.Η.Σ. οι οποίοι πλησίασαν σε απόσταση «βολής» από τά πλευρικά οχυρά τού Μπιζανίου και σέ άκρως πλεονεκτικές -υψηλότερες- θέσεις, ενώ εμπρός τους απλώνονταν η πεδιάδα τών Ιωαννίνων.

 Η εντολή γιά την εν λόγω εσπευσμένη προώθηση τών τμημάτων τού Μ.Η.Σ. εκ μέρους τού Μπότσαρη, οφείλονταν στην από 20.10.1912 επιστολή τού Αρχηγού τών Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων Ηπείρου, στρατηγού Κ.Σαπουντζάκη πρός αυτόν και η οποία είχε ως εξής:

 «…Αρτα 20-10-12. – Πρός τόν Υπολοχαγόν κ Βότσαρην - Καθ’ ά πληροφορούμαι ο τουρκικός στρατός ευρίσκεται εις γραμμήν Θορικόν - Χάνι Ιμίν Αγά - Πεστά. Προτίθεμαι κατ’ αρχήν να επιτεθώ τήν προσεχή Πέμπτην. Δέον όθεν να έχητε τούτο υπ’ όψιν σας όπως συγκεντρούμενος εγκαίρως δυνηθήτε να φθάσητε τήν Τετάρτην 24 Οκτ. βορείως Μικρού Ολύτσικα. - Κ.Β. Σαπουντζάκης».

 Οπως γίνεται αντιληπτόν, από τις θέσεις εκείνες, τά εν λόγω τμήματα τού Μ.Η.Σ., δυνητικά (ιδίως εάν υπήρχε πρόβλεψις εφοδιασμού των με ολίγα ορεινά πυροβόλα), θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν, όχι μόνον αμυντική, αλλά και καίρια ενεργό πλαγιοφυλακή, στην προαναγγελομένη επιθετική κίνηση τού Ελληνικού στρατού.

 Η οποία επίθεση -όμως- εν τέλει δεν επακολούθησε, με άμεση συνέπεια, τά προωθημένα σ’ εκείνες τίς επικίνδυνες θέσεις τους Εθελοντικά Σώματα τών Κοσσυβακαίων και τών Κρητών, καθώς και οι διμοιρίες τών Ευζώνων, να βρεθούν εκτεθειμένα και να δεχθούν διαδοχικές επιθέσεις τών -κατά πολύ υπερτέρων- Τουρκικών δυνάμεων, τίς οποίες -ωστόσο- κατόρθωσαν ν’ αντιμετωπίσουν επιτυχώς.

 Ιδού πώς περιγράφει εκείνες τις κρίσιμες ώρες ο Οπλαρχηγός Γρηγόρης Σωτ. Κοσσυβάκης στην έκθεση-αναφορά του προς τον Αρχηγό τού Μ.Η.Σ., Υπολοχαγό Δημ. Μπότσαρη:

 «…Την 31ην Οκτωβρίου διετάχθημεν όπως, μετά του Λοχαγού Μάνου και Ανθυπολοχαγού Γρανίτσα μετά 50 ανδρών ευζώνων, καταλάβωμεν τά χωρία Μανωλιάσα και Μελιγγούς, τρίωρον απέχοντα». (Εννοεί από την Ζώριστα.)

 «…Οντως το απόγευμα εβαδίσαμεν πρός τά ανωτέρω χωρία και οι μέν κ.κ. Μάνος και Γρανίτσας κατέλαβον το χωρίον Μανωλιάσα περί το εσπέρας, ελεύθερον από εχθρόν, εγώ δε το χωρίον Μελιγγούς απέναντι τής Μανωλιάσας, απέχοντα 1/2 της ώρας, ως και απέναντι τού (οχυρού) Αγίου Νικολάου απέχοντα σχεδόν μίαν ώραν. Παρά τών κατοίκων επληροφορήθην ότι οι Τούρκοι, οι περί τον Αγιον Νικόλαον, είναι πλέον τών 400…»

 (Εν συνεχεία): «…Την πρωϊαν τής 1ης Νοεμβρίου, αφού προηγουμένως ετοποθέτησα τους υπ’ εμέ άνδρες καταλλήλως προς φύλαξιν τών πλευρών, μετέβην εις Μανωλιάσαν. Ο κ. Μάνος, ο κ. Γρανίτσας, εγώ, ο επιλοχίας Πρωτοπαππάς, δύο στρατιώται και δύο παλληκάρια μου, ανήλθομεν εις την κορυφογραμμήν τού Προφήτου Ηλία διά να παρατηρήσωμεν τάς θέσεις άς ήτο ανάγκη να τοποθετήσωμεν τους σκοπούς….».

 «Η θέσις Προφήτης Ηλίας είναι άνωθεν τού Μπιζανίου 1/2 τής ώρας απέχοντος και 2 και ½ ώρες τών Ιωαννίνων, άτινα εκ τής ανωτέρω θέσεως διακρίνονται λαμπρά. Καθήμενοι εις την ως άνω θέσιν και παρατηρούντες με θαυμασμόν πού ευρισκόμεθα και εάν είναι δυνατόν να κρατήσωμεν με 150 άνδρες το καταληφθέν χωρίον, περί τους 10 Τούρκους ανήρχοντο κατευθυνόμενοι πρός το χωρίον Μανωλιάσα όλως ανύπο-πτοι.

 Δεν επροχώρησαν περί τά 50 μέτρα όπου συνηντήθησαν με μερικούς ευζώνους κατευθυνομένους να τοποθετηθούν ως σκοποί, οπότε αντιπυροβολήθησαν και εις τους πυροβολισμούς ετρέξαμεν και ημείς, οπότε οι Τούρκοι ευρέθησαν μεταξύ δύο πυρών. Η συμπλοκή εκείνη διήρκησε μέχρι τής 12ης μεσημβρινής, φονευθέντων 6 Τούρκων.

 Ειδοποιήθησαν αμέσως οι εις το χωρίον ευρισκόμενοι Κρήτες οίτινες όλοι έδραμον και κατηυθύνθησαν εις διάφορα σημεία πέριξ τού Μπιζανίου διά να μην μάς υπερφαλαγγίσει ο εχθρός, διότι εις τους πυροβολισμούς έσπευσαν περί τους 150 Τούρκους, αλλ’ εις το πύρ τών Κρητών δεν κατόρθωσαν να ανέλθωσιν επί τής κορυφογραμμής τής Μανωλιάσας.». (Εν συνεχεία)

 «Ο κ. Γρανίτσας, ο κ. Μάνος και εγώ, περί την 1ην μ.μ. κατήλθομεν εις το χωρίον και συσκεπτόμεθα εάν είναι δυνατόν να διατηρήσωμεν τάς θέσεις μας κ.λ.π. Εγώ μετά τού οπαδού μου Γεωργ. Κοτσούκαλη περί τάς 2 μ.μ. ανεχώρησα γιά το χωρίον Μελιγγούς ένθα διέμενον οι άνδρες μου, με την εξήγησιν, ότι απόφασιν λάβουν οι κ.κ. Γρανίτσας και Μάνος να μού την ανακοινώσωσιν αμέσως.

 Δεν επρόφθασα να βαδίσω περί τά δέκα λεπτά τής ώρας οπότε ακούω εις Μελιγγούς να έχει συναφθή μάχη (περί τους 160 Τούρκους από το Πυροβολείον τού Αγίου Νικολάου εξεκίνησαν και διευθύνοντο για την Μανωλιάσαν) oπότε έσπευσα με όλην μου την δύναμιν και έφθασα εις την μάχην ήτις διήρκησε μέχρι νυκτός, τραπέντων τών Τούρκων εις άτακτον φυγήν αφήσαντες νεκρούς και τραυματίας…

 Εις τον τόπον τής μάχης ήλθον και περί τους 10 Κρήτας υπό τον οπλαρχηγόν Β.Κλάδον οίτινες έδειξαν γενναιότητα λαμπράν…»

 Ατυχώς -όμως- γιά τις επιχειρήσεις τού Μ.Η.Σ., ο αρχηγός του Δημ. Μπότσαρης, από τά μέσα Οκτωβρίου 1912, είχεν υποστεί βαρύ τραυματισμό τού δεξιού γόνατος και οι αλλεπάλληλες πορείες στούς δυσβάτους έως ανυπάρκτους δρόμους τών Σουλιωτικών ορέων, επιδείνωσαν την πληγή του, με συνέπεια να διεξάγει τούς πολεμικούς αγώνες υπό υψηλό πυρετό και μετακινούμενος σέ φορείο πού μετέφεραν οι συμμαχητές του.

 Βεβαίως, ο ίδιος, από τις αναφορές τών επιτελών και τών οπλαρχηγών του τις οποίες τακτικώς ελάμβανε, είχε πληρέστατη έποψη τού πεδίου τών μαχών, τούτο δε αποκαλύπτεται από το περιεχόμενο τής κατωτέρω επιστολής του:

 «…Ζώριστα, 31.10.1912. Προς το Αρχηγείον Στρ. Ηπείρου.

 Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι, την υμετέραν από 25 τρέχοντος διαταγήν περί αναστολής τής προς Β. τής μικράς Ολύτσικας πορείας μου, έλαβον 6 ημέρας μετά την ενταύθα άφιξίν μου. Από τής προχθές οι Τούρκοι υπεχώρησαν αφήσαντες ελεύθερον σχεδόν όλον τον πρό εμού χώρον. Από τής προχθεσινής νυκτός κατέλαβον τό χωρίον Μανωλιάσα, απέχον τρίωρον τών Ιωαννίνων και κείμενον επί ισχυράς θέσεως οπίσω τής πρώτης Τουρκικής γραμμής (αμύνης).

 Από τής θέσεως αυτής δύναται να διεξαχθή επιτυχής επιχείρησις εναντίον τού οχυρού τού Αγίου Νικολάου, οπλισμένου δι’ έξ (6) βαρέων πυροβόλων, ως και τών ταχυσκάπτων τής Δωδώνης. Σήμερον αποστέλλω εκεί την διμοιρίαν ευζώνων κ. Γρανίτσα και το σώμα Κοσσυβάκη. Επίσης το χθές αφηκόμενον Σώμα Κρητών υπό τον κ. Μάνον θέλει πορευθή εις Μανωλιάσαν και εις χωρίον Θεριακίσιον (όπου) ολίγον περαιτέρω υπάρχουσιν δύο Τουρκικά Τάγματα. (…..) - Μπότσαρης

 Την ίδια ημέρα ο Μπότσαρης απέστειλε και την εξής επιστολή:

 «…Κον Ανθυπολοχαγόν Γρανίτσαν και Οπλαρχηγόν Γρ. Κοσσυβάκην. Σάς καθιστώ γνωστόν ότι τμήμα Τουρκικού Στρατού προελάσαν κατέλαβε Κοπάνην. Το τμήμα τούτο τού Τουρκικού Στρατού υποστηρίζεται και υπό Πυροβολικού. (….) Εντεύθεν θα σταλούν μία διμοιρία Πεζικού εις Βαργιάδες εντός τής νυκτός και μία (διμοιρία) Ευζώνων πέραν τών Βαργιάδων προς τήρησιν τής συνοχής τής οδού. Σκεφθήτε μη τυχόν τρέχετε τον κίνδυνον ν’ αποκοπήτε και εν τοιαύτη περιπτώσει να σταματήσετε εις Σπαρτίτσι. Αι αποφάσεις σας δέον να εκτελεσθώσι κατά το διάστημα τής νυκτός διά να μην ήσθε ορατοί εκ μέρους τών Τούρκων. Αποστείλατέ μοι πληροφορίας. Ζώριστα, 31 8βρίου 1912. - Μπότσαρης…».

 Σ’ εκείνη την επιστολή-διαταγή τού Μπότσαρη απαντά ο Ανθυπολοχαγός Στεφ. Γρανίτσας αυθημερόν: «…Προς τον Υπολοχαγόν κ Δ. Μπότσαρην. Αρχηγόν Μικτού Ηπειρωτικού Στρατεύματος Ηπείρου. Μανωλιάσα τη 31 Οκτωβρίου 1912, ώρα 9 μ.μ. - Κύριε Αρχηγέ, Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι την 7ην μ.μ. κατελάβομεν το χωρίον Μανωλιάσα. Εκ τών πρώτων ανακρίσεων τάς οποίας ενήργησα μεταξύ των χωρικών δύναμαι να σάς μεταδώσω τάς εξής πληροφορίας: Ότι ο Τουρκικός Στρατός κατέχει κατά τινες μέν πληροφορίας διά τριακοσίων (300) ανδρών κατ’ άλλας δε διά περισσοτέρων το χωρίον Μπάρζι κείμενον 1/2 ώραν όπισθεν τής κορυφογραμμής τής Μανωλιάσας και ακριβώς επί τών κρασπέδων τών προς την πεδιάδα τών Ιωαννίνων κλιτύων τής Μανωλιάσας. Επί τής κορυφογραμμής ετοποθετήσαμεν φυλάκια, το δε υπό τον οπλαρχηγόν Κοσυβάκην σώμα ετοποθέτησα εις Μελιγγούς ίνα έχωμεν εξασφαλισμένα τά νώτα ημών. (….)

 Σάς υποβάλω την γνώμην ότι, εάν διά συντόνου πορείας έλθη τουλάχιστον είς λόχος και οχυρώσωμεν καλώς την κορυφογραμμήν τής Μανωλιάσας θα είναι εύκολος η τοποθέτησις Πυροβολικού επί τής εν τη κορυφογραμμή Προφήτης Ηλίας θέσεως. Τοιούτων δε μέτρων πραγματοποιουμένων ασφαλώς έχομεν υπεροχήν επί τού δεξιού τού Τουρκικού στρατού, διότι η κορυφογραμμή Μανωλιάσας δεσπόζει τού τμήματος τής πεδιάδος τών Ιωαννίνων εφ’ ού είναι τοποθετημένον το δεξιόν τού εχθρού, προχωρούν μέχρι τών κατωτέρων σημείων τών αντιπλεύρων κλιτύων τής Μανωλιάσας. Επαναλαμβάνω να σάς υποβάλλω την γνώμην όπως η ενίσχυσις σταλή το ταχύτερον διά να τονωθή η κατοχή τής κορυφογραμμής τής Μανωλιάσας. - Στεφ. Γρανίτσας. Εκ τών πέντε φυλακίων τά τέσσερα ετοποθέτησαν οι Κρήτες υπό τον κ. Μάνον. Σάς εσωκλείω την αναφοράν τού οπλαρχηγού Κοσυβάκη. Σπεύσατε παρακαλώ στέλλοντες ενίσχυσιν. - Σ. Γρανίτσας».

 Ωστόσο, οι Τούρκοι με σημαντικές δυνάμεις επεχείρησαν και τίς επόμενες ημέρες να διασπάσουν τίς γραμμές τών ημετέρων, αλλά απέτυχαν με αρκετές απώλειες και οι λεπτομέρειες γιά τίς σφοδρές εκείνες μάχες περιγράφονται στις επιστολές πού αντάλλασσαν καθημερινώς ο Αρχηγός τού Μ.Η.Σ. με τους Αξιωμ/κούς και Οπλαρχηγούς του, αλλά και από τίς αναφορές του πρός το Αρχηγείο Στρατού Ηπείρου.

 Kαι ιδού: «Ζώριστα 5-11-1912, ώρα 11 μ.μ. - Αρχηγείον Αρταν - Την 1ην Νοεμβρίου συνήφθη πεισματώδης συμπλοκή μεταξύ διμοιρίας Γρανίτσα και Σωμάτων Μάνου και Κοσσυβάκη αφ’ ενός και Τουρκικού Πυροβολικού Αγίου Νικολάου αφ’ ετέρου, εις κορυφήν Μανωλιάσας απέχουσαν τρίωρον τών Ιωαννίνων. Επίσης μεταξύ διμοιρίας Παπαδοπούλου και Σωμάτων Κολοβού αφ’ ενός και ημίσεως Τουρκικού λόχου αφ’ ετέρου βοηθουμένου υπό τού Τουρκικού πυροβολικού δημοσίας οδού εις θέσιν Σπαρτίτσι. Την 3ην Νοεμβρίου απεπειράθησαν οι Τούρκοι αιφνιδιασμόν κατά τών ως άνω Σωμάτων και τού Σώματος Κυπριάδου εις θέσιν Αγιοι Θεόδωροι Σπαρτίτσι γενικευθείσης τής μάχης προς το μέρος Βαργιάδων διά τής διμοιρίας Λεοντίου, άλλων μικρών Σωμάτων και χωρικών. Τούρκοι κατελήφθησαν υπό πανικού. Νεκροί υπέρ τους εκατόν. Εκ τών ημετέρων εξακριβωμένοι 2 νεκροί και 2 τραυματίαι. Εκ τού Σώματος Μάνου είς.... Απέστειλα αναφοράν - Υπολοχαγός Μπότσαρης…».

 Σέ μεταγενέστερη περιγραφή του, περί εκείνων τών κρισίμων στιγμών, ο Μπότσαρης έγραψε:

 «…Οι υπό τούς Μάνον, Γρανίτσαν και Κοσσυβάκην άνδρες, τελείως εξηντλημένοι εκ τών συνεχών και υπό διαρκή βροχήν πορειών και μαχών, άνευ άρτου και άϋπνοι επί τρία συνεχή ημερονύκτια και άνευ πυρομαχικών τέλος, απεσύρθησαν συναποκομίζοντες και τούς ηρωϊκούς νεκρούς των εις Βαργιάδες, όπου και τούς έθαψαν μετά τιμών, εκείθεν δε, αυθημερόν επέστρεψαν εις Ζώρισταν...»

 Περί όλων αυτών, στην επιστολή του τής 1ης Νοεμβρίου 1912, πρός τον Επιτελάρχη τού Αρχηγείου Στρατού Ηπείρου -μεταξύ άλλων- ο Δημ. Μπότσαρης έγραψε:

 «Βαριάδες 1-11-12. Επιτελάρχην. «…Ελαβον χθές την επιστολήν σας με μεγάλην χαράν όπου βλέπω ότι δεν με λησμονείτε. Ολην την χθεσινήν ημέραν τά τμήματά μου ενισχυθέντα παρά τού (Λοχαγού) Μάνου εμάχοντο κατά τού Τουρκικού στρατού εις Μανωλιάσσαν και Μελιγκούς. Η επιστολή σας με επληροφόρησεν ότι ο Ελληνικός στρατός θα ακινητήσει επί τινας ημέρας. Ως εκ τούτου πιθανόν να αποσυρθώμεν εκ Μανωλιάσσας ήτις κείται 2 ½ ώρας μακράν τών Ιωαννίνων. Εσχεδίαζον να επιφέρω αιφνιδιασμόν εις οχύρωμα Αγίου Νικολάου και να γίνω κύριος τών 6 βαρέων πυροβόλων. Και πάλιν τολμώ να σάς παρακαλέσω να μού στείλητε έναν λόχον με τολμηρόν λοχαγόν διά να μη χάσωμεν την Μανωλιάσσαν. Εδώ ήλθε ο λόχος τού Φιλιππόπουλου όστις ετάχθη εις 4ωρον από Μανωλιάσσας εν συνοχή προς το λοιπόν στρά-τευμα. Αι μακραί πορείαι και οι διαρκείς προφυλακαί εξήντλησαν τούς άνδρες μου. Δυστυχώς υποφέρω και εγώ. Με κατατρύχει υψηλός πυρετός διαρκής και αναπτυχθείσης φλεγμονής υπό το δεξιόν μου γόνυ, παρέλυσεν όλον το δεξιόν μου πόδι. Κατέχομαι υπό φρικτών αλγηδόνων και με μεταφέρουν επί φορείου. Ευτυχώς επαρκώ εισέτι εις την αποστολήν μου. Ο αγών παντού στέφεται υπό επιτυχίας. Η κατά τών Τσάμηδων άμυνα ωργανώθη. Λυπούμαι όμως διότι η οικτρά κατάστασις τής υγείας μου με κρατεί καρφωμένον. Προχθές συνελάβομεν 62 φορτηγά ζώα τού εχθρού κατόπιν συμπλοκής» (8, σ.189)

 Παραλλήλως, τά εθελοντικά Σώματα Γρ. Κοσσυβάκη και Εμμ. Κυπριάδη προωθήθηκαν με διαταγή τού αρχηγού Μπότσαρη βορειοδυτικώς τής οροσειράς Ολύτσικας, πρός το ορεινό χωριό Γρατσιανά, άνωθεν τού αρχαιολογικού χώρου τής Δωδώνης.

 Η επομένη επιστολή-διαταγή του ενέχει ιδιαίτερη σημασία, εφ’ όσον επιβεβαιώνει την προρρηθείσα αναφορά μας στις ηγετικές ικανότητες τού Οπλαρχηγού Γρηγόρη Σωτ. Κοσσυβάκη, εφ’ όσον ήρκεσε μία εβδομάδα πολεμικών επιχειρήσεων στην πρώτη γραμμή γιά να εκτιμηθούν αυτές δεόντως και ιδού:

 «8-11-1912. Πρός όλα τά περί το Ελευθεροχώριον χωρία. - Αποστέλλω αυτού τά Σώματα Γρ. Κοσσυβάκη και Κυπριάδου. Την γενικήν εποπτείαν εφ’ όλων τών αυτού εθε-λοντών και οπλιτών αναθέτω εις τον Γρ. Κοσσυβάκην και διατάσσω ίνα υπακούουν όλοι εις αυτόν. Ελπίζω ότι όλοι οι χωρικοί αισθανόμενοι τά καθηκοντά των πρός την Πατρίδα θα φανούν πρόθυμοι, γνωρίζοντες ότι οι κακοί θα τιμωρηθούν.

 Ο Κοσσυβάκης θα τακτοποιήση όλα τά ζητήματα τού μοιράσματος τών οπλοφόρων. [Μπότσαρης]

 Ωστόσο, η κακοφόρμηση τής πληγής τού Δημ. Μπότσαρη, την οποία τόσον εναργώς περιγράφει ως άνω, ανάγκασαν τούς επιτελείς του να μεταφέρουν αυτόν -παρά την άρνησιν τού ιδίου- αρχικώς επί φορείου και εν συνεχεία δι’ αυτοκινήτου στην Αρτα, όπου οι θεράποντες στρατιωτικοί ιατροί διαπίστωσαν αρχομένη γάγγραινα (…)

 Οπότε, μετά από μία επώδυνη χειρουργική επέμβαση η οποία διεξήχθη άνευ αναισθησίας (!!!) και την οποία διενήργησε Ιταλός χειρουργός-ιατρός, ο Δημήτριος Μπότσαρης, «ως εκ θαύματος» απέφυγε τον ακρωτηριασμό τού ποδιού του.

 Ετσι, ο πρωτεργάτης τής δημιουργίας και φυσικός αρχηγός τού Μ.Η.Σ. -το οποίο ιστορικώς μνημονεύεται και ως «Σώμα Μπότσαρη»- ατυχώς δεν μπόρεσε μέχρι τέλους τού αγώνος να επανέλθει στην ενεργό ηγεσία του.

 Περί τής τότε αναγκαστικής αποχωρήσεώς του από το πεδίο τών μαχών -γιά την οποία ο ίδιος ήλπιζε ότι θα ήταν προσωρινή- ο Μπότσαρης απηύθυνε την εξής επιστολή:

 «Απερχόμενος εις Αρταν, όπως υποστώ εγχείρησιν επί τού δεξιού ποδός, εκφράζω την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην προς τους υπ’ εμέ κ.κ. Αξιωματικούς, Οπλαρχηγούς, υπαξιωματικούς, οπλίτας, εθελοντάς και χωρικούς διά την συνδρομήν ή παρέσχον εις το απελευθερωτικόν έργον ό ανελάβομεν. Διατηρώ την πεποίθησιν ότι το έργο τούτο, επιστρέφων, σύν Θεώ, θέλω εύρη προηγμένον. [ Μπότσαρης ]

 Οι στενοί του συνεργάτες Κοσσυβακαίοι έσπευσαν να επικοινωνήσουν μαζί του, στην Αρτα όπου νοσηλεύονταν και οι προς τον Δημήτριο Μπότσαρη επιστολές των αναδεικνύουν τά εκ τής συγγενείας θερμά αισθήματά τους αλλά και τον σεβασμό και την εκτίμηση πρός το πρόσωπό του.

 Ο Οπλαρχηγός Γρηγόρης Σωτ. Κοσσυβάκης τού γράφει:

 «…Γρετσιανά 26 Νβρίου 1912. - Αγαπητέ μοι Τάκη, Δεν σάς έγραψα καθώς έφυγες από Βαργιάδες με την πεποίθησιν ότι δεν θα βραδύνη η ασθένειά σου. Εμαθον όμως μετ’ ευχαριστήσεως ότι είσθε καλά και εύχομαι το ταχύτερον να γιάνετε και επανέλθητε εις την θέσιν Σας. ……… Ο αδελφός μου Νίκος από Φιλιππιάδα έφυγε γιά τον λόχον του. Επειδή επιθυμεί να είναι εδώ μαζί Σας, παρακαλώ ίνα ενεργήσητε και διαταχθή το ταχύτερον. Γρανίτσας, Λεόντιος κ.λπ. αφίχθησαν χθές το εσπέρας. Σήμερον περιμένομεν τον κ. Μαλάμον και ελπίζω να κανονισθούν τά πράγματα καλλίτερα. Εμαθον πώς ήλθον οι γονείς Σου εις τους οποίους παρακαλώ προσφέρετε τά σέβη μου. Σας φιλώ αδελφικώς, Γρηγ. Κοσσυβάκης.»

 Ο πλέον στενός συνεργάτης του και Επόπτης τών Εθελοντικών Σωμάτων, ο Ιωάννης Σωτ. Κοσσυβάκης τού γράφει: « Πλέσια 5 Δεκεμβρίου 1912. - Αδελφέ Τάκη. Σού γράφω ως αδελφός και ουχί ως Στρατιώτης. Αν ο Θεός ηθέλησε και έγινες καλά πρέπει να σπεύσεις να έλθεις, ίνα μη οι τόσοι κόποι σου και η μεγάλη εργασία σου χαθή. Μη νομίζεις ότι είνε δυνατόν να σε αναπληρώση άλλος… Τά σέβη μου παρακαλώ εις τους σεβαστούς γονείς σου. Σε ασπάζομαι αδελφικώς και εύχομαι εις τον θεόν να σού δώση την υγείαν σου ίνα ταχέως έλθης. - Ιω. Σ. Κοσσυβάκης.

 «Καγώ σε ασπάζομαι, τους δε γονείς σας προσκυνώ και προτρέπω να έλθης αμέσως άν δύνασαι. - Τσάρας». (Δημ. Γρ. Κοσσυβάκης).

 Σημαντική θεωρούμε επίσης την υπ ‘ αριθ. 189 (ΑΜ) τής 20ης Νοεμβρίου 1912 Επι-στολή-Διαταγή τού Δ.Μπότσαρη προς τά υπ’ αυτόν Εθελοντικά Σώματα:

 «…Πρός άπαντα τά εις την Περιφέρειαν Γρατσιανών, Μπαουσούς, Τσαριτσαίνης, Ελευθεροχωρίου, Πλέσσα και Δύο Βουνών εθελοντικά Σώματα. Η οδός από Ιωαννίνων εις Παραμυθιάν οφείλει να τηρήται κεκλεισμένη εις τον εχθρόν πάση θυσία. Διατάσσω όπως καταβληθή υψίστη αντίστασις εναντίον οιουδήποτε τμήματος εχθρικού στρατού, χωροφυλακής ή συμμορίας, ήτις ήθελεν αποπειραθή να κατέλθη προς Παραμυθιά.

 Ο οπλαρχηγός Κοσσυβάκης θέλει προσπαθήσει να εξασφαλίση κανονικήν την συμμετοχήν εντοπίων οπλοφόρων εις τάς πολεμικάς επιχειρήσεις εγκαθιστών αρχηγούς υπευθύνους. Επίσης θέλει μοί αναφέρει πού ευρίσκεται ο οπλαρχηγός Μπράτος. Οι οπλαρχηγοί Φορτούνας και Κολοβός οι οποίοι μού ανέφερον περί κινήσεως τού εχθρικού στρατού, ωσαύτως θέλουσι συμμετάσχει εις τον αποκλεισμόν τής οδού.»

 «Πρέπει να κατανοηθή από όλους τούς κατοίκους ότι ο αποκλεισμός τής οδού είναι η ασφάλεια τών χωρίων. Διατάσσω την σύλληψιν οιασδήποτε Αλβανικής ή Τουρκικής συνοδείας ήτις ήθελε φανή εις τά πέριξ. Απαγορεύω πάσαν προχώρησιν πέραν τής γραμμής Πλέσσα ώς και πάσαν πρόκλησιν εναντίον τού Τουρκικού στρατού. Θέλω φροντίσει όπως ο υπ’ εμέ λόχος να έλθη εις ενίσχυσίν σας. Τηρώ την πεποίθησιν ότι εν αδελφικώ πνεύματι συνεργασίας θέλετε συνεχίσει την νικηφόρον δράσιν σας.

 Μετά τού σώματος Κοσσυβάκη θα συνεργάζεται και το υπό τον Κυπριάδη τμήμα τού σώματος Παπαδιά. Να επιτηρείται αυστηρώς το Χάνι Τζουμαλιά Αγά. Επίσης να εξασφαλισθή η διάβασις των Δύο Βουνών. - Αρτα τή 20η Νοεμβρίου 1912. - ο Αρχηγός Μπότσαρης.»

 Ακoλουθεί και η υπ’ αριθ. 190 (ΑΜ) Επιστολή - Διαταγή τού ιδίου:

 «Πρός άπαντας τούς από θαλάσσης μέχρι Γλυκής, Ζαβρούχου οπλαρχηγούς - «…Κατά μήκος τού ποταμού Αχέρωνος μέχρι Γλυκής θέλουσι μείνει οι οπλαρχηγοί Διονύσιος Κούκουλος, Ζάλογγος, Σωτήριος Τζίμας ή Σταθάς και Δημήτριος Τριάντης. Οι λοιποί οπλαρχηγοί θέλουσιν εξασφαλίσει την από Μουζακάτες μέχρι Γλυκής και από Γλυκής κατά μήκος τού Ζαβρούχου γραμμήν. Ο οπλαρχηγός Τζώρτζης θα κινείται όπου ήθελε κρίνει αναγκαίον εν συνεννοήσει μετά των Κρητών αφ’ ού πρώτον εξασφαλίσωσι την γραμμήν τού Ζαβρούχου. Οι οπλαρχηγοί Κουτούπης, Καράς, Δελη-γιαννάκης, Κρεμμύδας θέλουσιν ενεργεί προς την Παραμυθιάν.»

 «Καθιστώ προσωπικώς υπευθύνους όλους τούς οπλαρχηγούς ως προς την τήρησιν τών ορισθεισών θέσεων, ελπίζω δε ότι ο πατριωτισμός των θα φέρει εις αίσιον πέρας την εκπλήρωσιν τού ιερού σκοπού τον οποίον ανέλαβον. Τά χωριά θα χρησιμεύωσι μόνον πρός ανεφοδιασμόν και ουχί πρός διαρκή διαμονήν αυτών. Απομακρυνθείς εκ λόγων υπερτάτης ανάγκης από των Σωμάτων μου στηρίζω είς τον πατριωτισμόν των την συνέχισιν τής αποστολής μας. - Αρτα τη 20η Νοεμβρίου 1912 - ο Αρχηγός Μποτσαρης.»

Στην μέση ο Ιωάννης Σωτ. Κοσσυβάκης.

 Ε. Η τελική επίθεση και η κατάληψη τών Ιωαννίνων

 Εν τέλει -όμως- η ηγεσία τού Γεν. Επιτελείου τού Ελληνικού Στρατού (με την υπ’ αριθ. 3556//16.11.1912 διαταγή), διαπιστώνοντας ότι θα ήταν ανέφικτη η επιστροφή τού Δημ. Μπότσαρη στα πεδία τών μαχών, απέστειλε σε αντικατάστασή του, τόν -επίσης καταγόμενο από φημισμένη Σουλιωτική οικογένεια- Αντισυνταγματάρχη τού Μηχανικού Χρήστο Μαλάμο, ο οποίος την 23.11.1912 έφθασε στο μέτωπο, διαθέτοντας υπό τίς διαταγές του και δύο (2) λόχους πεζικού υπό τους λοχαγούς Αλεξ. Αποστόλου και Λεωνίδα Σπαή, τού δευτέρου καταγομένου από το ορεινό χωριό «Τετράκωμο» τού νομού Αρτας, επίσης με Σουλιωτική καταγωγή.

 Οι ανωτέρω, σε συνεργασία με τον Λοχαγό Κων. Μάνο, τούς Ανθυπολοχαγούς Στεφ. Γρανίτσα και Διον. Λεόντιο, αλλά και τον Επόπτη τών ανταρτικών σωμάτων Ιωάννη Σωτ. Κοσσυβάκη, επωμίσθηκαν τον επιτελικό συντονισμό τών περαιτέρω μαχών πού συνεχίζονταν σέ όλο το πολεμικό μέτωπο υπό τίς δυσμενέστατες χειμερινές συνθήκες τών Ηπειρωτικών ορέων.

 Ενδεικτικώς, αναφέρουμε ότι, στις αρχές Ιανουαρίου 1913 εσημειώθησαν στην περιοχή τής Ηπείρου -επί ημέρες- θερμοκρασίες μείον 15 βαθμών υπό το μηδέν (!!!)

 Ασφαλώς ο παράγων αυτός έπαιξε σημαντικό ρόλο στήν αποτυχία τών επιθέσεων τού τακτικού Ελληνικού στρατού κατά τού Μπιζανίου στις 7η και 11η Ιανουαρίου 1913, με βαρύτατες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. (…)

 Παραλλήλως, είχεν αποτύχει -επίσης με πολλές απώλειες- και η από την δεξιά πτέρυγα τών Ελληνικών δυνάμεων επίθεση τών τμημάτων τών «Γαριβαλδινών», στα οποία είχαν ενταχθεί εκατοντάδες Ελλήνων εθελοντών από τό εξωτερικό, μεταξύ δε τών πολλών νεκρών εκείνων τών μαχών, προσμετράται και ο ηρωϊκώς μαχόμενος -στά υψώματα τού χωριού Δρίσκος- γνωστός ποιητής Λορέντζος Μαβίλης.

 Μετά από τίς εν λόγω αποτυχημένες επιθέσεις και την εναλλαγή στήν ηγεσία τών Ελληνικών δυνάμεων -εφ’ όσον ήδη από 15.01.1913 ηγείτο ο Διάδοχος Κωνσταντίνος- οι πολεμικές επιχειρήσεις περιορίστηκαν ώστε να υπάρξει η αναγκαία ανασυγκρότηση και -βεβαίως- να βελτιωθούν οι τραγικές καιρικές συνθήκες πού επικρατούσαν εκεί.

 Ετσι, την 1ην Φεβρουαρίου 1913, ο πιστός συνεργάτης τού Δημ. Μπότσαρη, ο Ιωάννης Σωτ. Κοσσυβάκης, έγραψε εν όψει τής προετοιμαζομένης κατά τών Ιωαννίνων τελικής επιθέσεως τού Ελληνικού στρατού, στην οποία θα συμμετείχαν άμεσα και τμήματα τού Μ.Η.Σ.

 «Δραμεσοί 1/2/13 - Αγαπητέ μοι Τάκη - Ως πρό ημερών σάς έγραψα, παραμένω εδώ ως επόπτης τών εθελοντικών Σωμάτων, παραμένω δε με την ελπίδα ότι θα έλθεις ως μοί το υπεσχέθης εις Αρταν. ……. Τά σέβη μου εις όλην την οικογένειάν σου…..

 Από όλους τούς οπλαρχηγούς και οπλίτας έχετε τά δέοντα. Σέ αναμένουν δε όπως οι Εβραίοι τον Μεσσίαν. - Σέ ασπάζομαι αδελφικώς, Ιω. Σ. Κοσσυβάκης

 Αλλά -επί τέλους- στα μέσα Φεβρουαρίου 1913, οι προετοιμασίες γιά την τελική έφοδο κατά τών οχυρών τού Μπιζανίου είχαν ενταθεί, ενώ είχαν έλθει πρός ενίσχυση δύο ακόμη Ελληνικές Μεραρχίες, οπότε ο τακτικός Ελληνικός στρατός εμφανίζονταν πανέτοιμος γι’ αυτήν.

 Όμως, η από την δεξιά πτέρυγα εξαπολυθείσα πρώτη επίθεση τής VIII Mεραρχίας απέτυχε πρό τού «Μικρού Μπιζανίου», γεγονός το οποίο -πρός στιγμήν- ανέκοψε τον ενθουσιασμό τής όλης επιθετικής κινήσεώς τού Ελληνικού στρατεύματος.

 Αντιθέτως, στην αριστερή πτέρυγα, όπου στις σχεδιαζόμενες επιθετικές δράσεις συμμετείχαν και ικανές δυνάμεις τού Μ.Η.Σ., οι πολεμικές επιχειρήσεις εξελίχθησαν καλλίτερα και εκ τών υστέρων απεδείχθησαν αποφασιστικές γιά την εν γένει εξέλιξη και την επιτυχία τής γενικής επιθέσεως προς κατάληψη τών Ιωαννίνων.

 Ετσι, την 18η Φεβρουαρίου 1913, ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος τηλεγραφεί από την Φιλιππιάδα πρός τον Αντισυνταγματάρχη Ηπίτη, ο οποίος, ηγούμενος Ταξιαρχίας, είχε μεταφερθεί από την δεξιά πτέρυγα τού Ελληνικού στρατού στην αριστερή, δηλαδή στην περιοχή τών Φιλιατών και τού Δελβίνου, εφ’ όσον οι επιθέσεις τών πολυπληθών ενόπλων ομάδων τών μουσουλμάνων «Τσάμηδων» είχαν ενταθεί στις εν λόγω περιοχές.

 Το τηλεγράφημα εκείνο είχεν ως εξής: «…Αύριον 19ην αρχίζω γενικήν επίθεσιν κατά Ιωαννίνων. Κυρία επίθεσις διενεργηθήσεται την 20ην. Λάβετε τά μέτρα σας κατά πάσης εκ Παραμυθίας εχθρικής ενεργείας. Εστέ έτοιμος δι ενδεχομένην προέλασίν σας

 Τέλος, στήν εκδιδομένη τότε στα Ιωάννινα εφημερίδα «Ηπειρος», καταγράφεται σύγχρονο τής εποχής δημοσίευμα, το οποίο περιγράφει αυθεντικώς τά γεγονότα τής ιστορικής γιά τον Ελληνισμό ημέρας τής 20ης Φεβρουαρίου 1913, το οποίο και παρατίθεται αυτούσιο, με ιστορική «πηγή» τό τηρούμενο αυτόγραφο ημερολόγιο τού ως άνω Επόπτου τών Εθελοντικών Σωμάτων τού Μ.Η.Σ. Λοχίου Ιωάννη Σωτ. Κοσσυβάκη:

 «Συνέπεια διαταγής τού αρχηγού κ.Μαλάμου την 4ην πρωϊνήν τής 20ης Φεβρουα-ρίου τα μεν Σώματα Παντελή Πάσχου και Γεωρ. Παππά απέστειλεν εις Δωδώνην προς υποστήριξιν και εξασφάλισιν τού δεξιού αυτού, τα δε σώματα Γρηγόρη Κοσσυβάκη, Σπυρίδωνος Μπόλλα και Εμμ. Κυπριάδου έταξε κάτωθι ακριβώς τών πυροβολείων τού Αγ. Νικολάου και εις απόστασιν 600 μέτρων, ίνα επί κεφαλής τούτων ενεργήση την κυρίαν επίθεσιν κατά τών οχυρωμάτων τού φρουρίου τούτου.

 Μετά την τοιαύτην διαταγήν τών υπό την εποπτεία του Σωμάτων και την προς τον κ. Περικλήν Δέγλερην Διοικητήν του 1ου Τάγματος 11ου Πεζικού Συντάγματος γνωστοποίησιν ταύτης, υπό την πεφωτισμένην τού οποίου οδηγίαν και αντίληψιν τα εις τας θέσεις εκείνας Σώματα ενήργουν, ο λοχίας Κοσσυβάκης Ιωάννης συνεννοήθη περί την 7ην πρωινήν μετά τού προς τα αριστερά του ευρισκομένου λοχαγού κ. Άλεξ. Αποστόλου, Διοικητού του 2ου λόχου 11ου Πεζικού Συντάγματος, ότι δέον ν’ αρχίση η επίθεσις.

 Συστήσας εις τους υπ΄ αυτόν άνδρας ψυχραιμίαν, γενναιότητα και αφοσίωσιν προς το καθήκον, υποδείξας ότι εκ τής μάχης ταύτης έμελλεν ή να δοξασθή ή να ταπεινωθή η Πατρίς μας και τεθείς αυτός επί κεφαλής τών ανδρών του, διέταξε την έναρξιν τής επιθέσεως, ενώ συγχρόνως το αυτό έπραττε και ο προς τα αριστερά του ευρισκόμενος μετά τού λόχου του, μοναδικής τόλμης και ανδρείας λοχαγός κ. Αλεξ. Αποστόλου.

 Σφοδρόν πύρ υπεδέχθη την επίθεσιν ταύτην τών ημετέρων, τα πυροβολεία τού εχθρού έβαλλον συνεχώς, τα δε πολυβόλα των συνεπλήρουν την «πανδαισίαν».

 Ακάθεκτοι οι ημέτεροι εβάδιζον, αψηφώντες τα πάντα πρός τα οχυρώματα αφήνοντες όπισθεν των νεκρούς και τραυματίας. Προεπορεύοντο πάντοτε τών μεν στρατιωτών ο λοχαγός κ. Αλέξ. Αποστόλου και ο νεαρώτατος και ατρόμητος λοχίας Παναγ. Καποτάς, τών δε εθελοντών ο Επόπτης αυτών λοχίας Κοσσυβάκης Ιωάννης, ο οπλαρχηγός Γρηγόρης Κοσσυβάκης, ο οπλαρχηγός Σπυρ. Μπόλλας και ο υπαρχηγός του Παναγ. Τζοβάρας.

 Πρό τής τοιαύτης ορμής τών ημετέρων, ο εχθρός ήρξατο κλονιζόμενος και όταν έφθασαν εις απόστασιν 100 μέτρων από τών πρώτων πυροβολείων διετάχθη έφοδος με εφ΄ όπλου λόγχην, πρό τής οποίας ο εχθρός ηναγκάσθη να τραπή εις άτακτον φυγήν, εγκαταλείψας τα 4 πρώτα πυροβόλα τού Αγ. Νικολάου, άτινα κατελήφθησαν παρά τών ημετέρων, χωρίς δε να σταματήσωσι οι ημέτεροι ετράπησαν προς περαιτέρω καταδίωξιν τού εχθρού, όστις ολίγω πέραν τών πρώτων 4 πυροβόλων και μετά μικράν αντίστασιν εγκατέλειπε και έτερα 4 πυροβόλα.

 Εν τω μεταξύ κατέφθασεν ο Περ. Δέγλερης Διοικητής τού 1ου Τάγματος 11ου Πεζ. Συντάγματος όστις διέταξε τους στρατιώτας ν΄ανακόψωσι την προς τα πρόσω πορείαν των, επί σκοπώ τού ν’ ανασυνταχθώσιν και αναπαυθώσιν ολίγον, όπερ και εγένετο.

 Ο επόπτης όμως των εθελοντικών Σωμάτων λοχίας Κοσσυβάκης Ιωάννης, λαβών παρά τού κ. Δέγλερη την πρός τούτο άδεια, προέβη μετά τών υπ΄ αυτόν ανδρών εις την καταδίωξιν τού πανικοβλήτου εχθρού και βορειότερον τραπείς συνήντησε μικράν εχθρικήν δύναμιν, υποστηρίζουσαν έτερα 4 πυροβόλα, άτινα έβαλλον κατά τών καταλαβόντων ήδη την Τσούκαν ημετέρων, την οποίαν μετά μικράν αντίστασιν έτρεψεν εις φυγήν καταλαβών ούτω και τα 4 πυροβόλα των, ών τα κλείστρα απέστειλεν εις τον διοικητήν κ. Δέγλερην.

 Είχε παρέλθει ήδη η μεσημβρίαν και οι υπό τον λοχίαν Κοσσυβάκην Ιωάννην άνδρες ανασυνταχθέντες και ενωθέντες μετά τών εις Δωδώνην τοποθετηθέντων ανδρών τού Πάσχου και τού Παππά, οίτινες εν τώ μεταξύ είχον φέρει εις πέρας την αποστολήν των, διά τής καταλήψεως τών πρός τα δεξιά τών πυροβολείων οχυρωμάτων τού εχθρού, επροχώρησαν κατά τών εις θέσιν Ντουρούτη ωχυρωμένων Τούρκων, οίτινες την εμφάνισιν τών ημετέρων υπεδέχθησαν διά σφοδρού πυρός.

 Η αντίστασις εις το μέρος τούτο τού εχθρού υπήρξεν απεγνωσμένη. Αλλ’ η εμφάνισις ευζώνων εκ δεξιών και η εξ αριστερών επίθεσις τμήματος πεζικού ηνάγκασε τον εχθρόν να οπισθοχωρήση, βάλλων ήδη αραιώς.

 Η επελθούσα νύξ ημπόδισε τούς ημετέρους ίνα προβώσιν εις την κατάληψιν τής θέσεως ταύτης, αλλά μεταβάντες εις το ολίγον εκείθεν απέχον χωρίον Κοσμηρά διενυκτέρευσαν και την επομένην 21ην Φεβρουαρίου, οι υπό τον λοχίαν Κοσσυβάκην Ιωάννην, λίαν πρωί διηυθύνθησαν προς το χωρίον Σταυράκι, καθ΄ ότι ο εχθρός νύκτωρ εγκατάλειψε τας εις Ντορούτη και Σαδοβίτσα θέσεις του, καταληφθείσας παρά τού ημετέρου στρατού.

 Οπερ, μετά μικράν αντίστασιν τού εκεί ευρισκομένου ευαρίθμου εχθρού κατελήφθησαν υπό τών ανδρείων πολεμιστών τού λοχίου Κοσσυβάκη Ιωάννου και τότε πλέον, αρθέντων όλων τών εμποδίων, ώδευσαν προς τα Ιωάννινα, εις ά εισήλθον πρώτοι και διηυθύνθησαν εις την Μητρόπολιν, ίνα ευλογήσωσι τον Υψιστον, διότι εχάρισεν αυτοίς τοιαύτην νίκην περίλαμπρον, δι΄ ής εδοξάσθησαν και ετιμήθησαν τα Ελληνικά όπλα.

 Αι απώλειαι τών ημετέρων ήσαν ελάχισται, αριθμούμεναι εις (δύο) 2 νεκρούς και (έξ) 6 τραυματίας μεταξύ των οποίων και ο γενναίος οπλαρχηγός Σπύρ. Μπόλλας.»

 Και συμπληρώνει ο δημοσιογράφος τής εφημερίδος «ΗΠΕΙΡΟΣ» τών Ιωαννίνων:

 «Η δόξα και η τιμή άς παρακολουθή εσαεί τους γενναίους τούτους προμάχους και υπερασπιστάς τής μεγάλης μας Ελλάδος…».

 Ο γράφων συμπληρώνει ότι, ο Ελληνικός τακτικός στρατός, με επικεφαλής τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, εισήλθε πανηγυρικώς εις τα Ιωάννινα, αρκετές ώρες μετά την ως άνω είσοδο στην πόλη τών εθελοντικών τμημάτων τού Μ.Η.Σ. και αφού ο Τούρκος Διοικητής Εσάτ Πασάς παρέδωσε άνευ όρων την πόλη.

 Παραλλήλως, από δημοσιεύματα τής εποχής, επιβεβαιώνεται ότι, ο Επόπτης αυτών Ιωάννης Σωτ. Κοσσυβάκης είχεν ήδη σπεύσει και στις φυλακές τού φρουρίου τών Ιωαννίνων, όπου εκρατούντο δεκάδες Ελληνες αιχμάλωτοι τους οποίους και απελευθέρωσε, ενώ εν συνεχεία ανήλθε στα τείχη τού φρουρίου και, αφού κατέρριψε την Τουρκική σημαία, ανύψωσε -γιά πρώτη φορά εκεί- την Ελληνική σημαία.

 Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ως ένα ακόμη ιστορικό στοιχείο τής πατριωτικής δράσεως και εθνικής προσφοράς τής οικογένειας τών Κοσσυβακαίων, τής εποχής εκείνης, ότι ως πρώτος φρούραρχος τής πόλεως τών Ιωαννίνων μετά την κατάληψή της, ωρίσθη ο Ανθυπολοχαγός Ανδρέας Αθ. Κοσσυβάκης, ο οποίος, μετέπειτα -με τον βαθμό τού Ταγματάρχου- συμμετείχε στην Μικρασιατική εκστρατεία 1920-1922, εν τέλει δε εφονεύθη -ηρωϊκώς μαχόμενος κατά τών Τούρκων- στην πολυαίμακτη μάχη τού «Κάλε-Γκρόττο», τον Αύγουστο τού 1922.

 Τέλος, ένα ακόμη επίλεκτο μέλος τής οικογενείας μας, υπήρξεν ο Νικόλαος Σωτ. Κοσσυβάκης (νεώτερος -τρίτος- αδελφός τών ανωτέρω Γρηγ. Σωτ. Κοσσυβάκη και Ιωάν. Σωτ. Κοσσυβάκη), διακεκριμένο ήδη μέλος τής κοινωνίας τής Αρτας, ως νέος Δικηγόρος αλλά και υποψ. Βουλευτής τών Φιλελευθέρων γιά τον νομό Αρτης.

 Ο Νικόλαος Σωτ. Κοσσυβάκης, υπηρέτησε ως απλός στρατιώτης κατά τον Α’ Βα-λκανικό πόλεμο και έλαβε μέρος στην κατά τών Ιωαννίνων επίθεση και κατάληψη αυτών, εν συνεχεία όμως, κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο και ενώ υπηρετούσε ως Εφεδρος Ανθυπολοχαγός στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, αιτήθηκε με επιστολή του, στον Πρωθυπουργό και προσωπικό γνώριμό του Ελευθέριο Βενιζέλο, ν’ αποσπασθεί σε μάχιμη μονάδα τού πολεμικού μετώπου.

 Το αίτημά του ικανοποιήθηκε άμεσα, οπότε μετατεθείς στην Μακεδονία και τα πεδία τών μαχών κατά τών Βουλγάρων, εν τέλει εφονεύθη ηρωϊκώς μαχόμενος στην «Τζουμαγιά» τής Βουλγαρίας την 17η Ιουλίου 1913, ατυχώς μία μόνον ημέρα πρίν από την γενική ανακωχή.


 ΕΠΙΛΟΓΟΣ - Οι Κοσσυβακαίοι στην Βόρειο Ηπειρο το έτος 1914

 Αξίζει να καταγραφεί ότι, ένα έτος μετά την απελευθέρωση τών Ιωαννίνων, τον Φεβρουάριο 1914, συνέβη η ανακήρυξη τής Ανεξαρτησίας τής Βορείου Ηπείρου υπό τον Γεώργιο Χρηστ. Ζωγράφο και επί εννέα (9) μήνες επακολούθησαν σκληρές μάχες με τούς Αλβανούς σωβινιστές, οπότε όλοι οι παραπάνω Κοσσυβακαίοι πού έδρασαν μέσα από τις τάξεις τού Μ.Η.Σ. στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, προσέτρεξαν και πάλι εθελοντικώς στον αγώνα τών Βορειοηπειρωτών αδελφών.

 Εκεί, ο μέν Ιωάννης Σωτ. Κοσσυβάκης -ήδη προαχθείς σέ Ανθυπολοχαγό και από τον Απρίλιο 1914 σε Υπολοχαγό- ωρίσθη ως πρώτος Διοικητής τής πόλεως Πρεμετής, υπήρξεν όμως και ο βασικός οργανωτής τού αυτονομιακού κινήματος στην κρίσιμη εκείνη πόλη και περιοχή τής Βορείου Ηπείρου.

 Υπό τίς εντολές του υπήχθησαν όλα τά εκεί εθελοντικά Σώματα, μεταξύ δε αυτών τά υπό τον αδελφό του Γρηγόρη Σωτ. Κοσσυβάκη (με 88 εθελοντές) και τον εξάδελφό του Δημήτριο -«Τσάρα»- Γρ. Κοσσυβάκη (με 35 εθελοντές), όλων καταγομένων από τά χωριά τού άνω Ραδοβυζίου Αρτας.

 Στά εν λόγω εθελοντικά Σώματα συμμετείχαν επίσης οι παραπάνω αναφερόμενοι και στους αγώνες τού Μ.Η.Σ., επ’ αδελφαίς γαμβροί τους, αφ’ ενός ο Ιωάννης Σιατίτσας από την Λεπενού επαρχίας Βάλτου και ο αξιωματικός τής Χωροφυλακής Γεώργιος Τσιάμης, ο οποίος εγνώριζε άριστα την Αλβανική γλώσσα και απεδείχθη πολύτιμος συνεργάτης των, στις εκεί πολεμικές επιχειρήσεις.

 Επίσης, αναφέρεται η παρουσία στην πόλη τής Πρεμετής και τής -ως ανωτέρω- αδελφής αυτών Φωτεινής Σωτ. Κοσσυβάκη, η οποία συνόδευε και εφρόντιζε τούς μαχομένους αδελφούς της.

 Σέ προσεχή ιδιαίτερη συγγραφή μας θα εκθέσουμε και περί εκείνων τών πολεμικών αγώνων στην περιοχή Πρεμετής, περί τών οποίων διασώζεται ιδιόχειρο ημερολόγιο τού Ιωάννη Σωτ. Κοσσυβάκη.

 Νύν -όμως- θα περιορισθούμε ν’ αναφέρουμε ότι, οι ποικίλες δράσεις και οι σκληρές μάχες στις οποίες έλαβαν μέρος, ικανώς διακρινόμενοι, οι ανωτέρω ανιόντες μας, περιγράφονται λεπτομερώς στο βιβλίο πού εξέδωσε το Γενικό Επιτελείο Στρατού, με τίτλο «Ο ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ», έκδ. τού Γ.Ε.Σ., Αθήνα 1997, (ιδέτε σελίδες 179, 198, 199, 201, 208, 249, 251, 252, 329, 330, 331, 332, 344, 345, 372.), είναι δε εντυπωσιακόν ότι, ως προκύπτει εξ αυτών, τά υπό τούς εν λόγω Κοσσυβακαίους Οπλαρχηγούς εθελοντικά Σώματα, ουδέποτε ηττήθησαν, έστω και σέ μία μάχη. (!!!)

 Η πιστή καταγραφή όλων τών ανωτέρω γεγονότων και τής κατ’ αυτά εθελοντικής συμβολής τών ανιόντων συγγενών τού γράφοντος, σέ τόσο σημαντικές ώρες και στιγμές γιά την Πατρίδα, επισφραγιζομένη με τον ηρωικό θάνατο ενίων εξ αυτών, αποτελεί πολύτιμο και ανεξίτηλο μάθημα ανιδιοτελούς πατριωτισμού, από εκείνα πού θα έπρεπε να διδάσκονται αενάως στα εκπαιδευτικά ιδρύματα τής Χώρας, ακριβώς διότι -διαχρονικώς- τέτοιων τέκνων της τήν ανάγκη έχει η Πατρίδα μας.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 21.2.2022.


ΓΙΑΝΝΙΝΑ, αγλαη ημερα 21η ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913, Κοσσυβακης, ΙΩΑΝΝΙΝΑ, 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ Κοσσυβακαιοι, Σωμα των Ραδοβυζινων εθελοντων, μποτσαρης εποπτης εθελοντικο Σωμα εθελοντικα Σωματα Τσιαμης Σιατιτσας
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ