(Ὁ ἀποκλεισμὸς τῶν σκεπτομένων «ἐρασιτεχνῶν» Ἑλλήνων
ἀπὸ τοὺς «εἰδικούς» τῆς γλώσσας)
Κλασσικοῦ Φιλολόγου – Ἱστορικοῦ, Συγγραφέως
Εἶναι
παγκοίνως γνωστὸ ὅτι οἱ λεγόμενοι «εἰδικοί» στὴν γλῶσσα ἔχουν ἐπιδοθῆ σὲ ἕναν
ἀγῶνα νὰ ἀποκλείσουν ἀπὸ τὴν ἔκφραση γνώμης σχετικὰ μὲ τὴν γλῶσσα, ὁποιονδήποτε
αὐτοὶ δὲν θεωροῦν "εἰδικό". Δὲν ξέρω, ὅμως, κατὰ
πόσον ἔχουν πετύχει σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο τους, διότι οἱ Ἕλληνες λατρεύουν τὴν γλῶσσα
τους καὶ δὲν χάνουν εὐκαιρία νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν νοητικὴ σχέση «σημαίνοντος –
σημαινομένου», ὅπως αὐτὴ περιγράφεται στὸν Κρατύλο τοῦ Πλάτωνος.
Τὸ ἔργο αὐτὸ
ἀποτελεῖ διάλογο γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν ὀνομάτων μὲ συνομιλητὲς τὸν Ἑρμογένη,
τὸν φιλόσοφο - μαθηματικὸ Κρατύλο (ἱδρυτὴ φιλοσοφικῆς σχολῆς τὸν 5ο
αἰ. π.Χ.) καὶ τὸν Σωκράτη, εὑρίσκονται οἱ ἀπαρχὲς τῆς Ἐτυμολογίας γιὰ τὸ
πῶς καθορίζεται ἡ ὀρθὴ ὀνοματοθέτηση (ὀνοματοδοσία) τῶν λέξεων (ὀνομάτων), "φύσει" ἢ "νόμῳ".
Σύμφωνα μὲ τὸν «νόμῳ» καὶ «ἔθει» καθορισμὸ τῶν ὀνομάτων (λέξεων) ἡ ὀνοματοθέτηση εἶναι συμβατική, ἐνῷ σύμφωνα μὲ τὸν «φύσει» καθορισμὸ (κατὰ τὸν Κρατύλο) ὑπάρχει συμφωνία μεταξὺ ὀνόματος (λέξεως) καὶ τοῦ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου της ἐτυμολογικῶς (δηλαδὴ μεταξὺ σημαίνοντος καὶ σημαινομένου). Μάλιστα ἐνῷ στὴν ἀρχὴ ὑπάρχει ἀπὸ τὸν Ἑρμογένη ἡ θέση ὅτι «σὲ κανέναν δὲν δόθηκε κανένα ὄνομα ἀπὸ τὴν φύση ἀλλὰ ἀπὸ τὴν συμφωνία καὶ τὴν συνήθεια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τὰ ἐπέβαλαν καὶ τὰ χρησιμοποιοῦν», τελικὰ ἀπὸ τὴν συζήτηση ὁ Σωκράτης καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι «τὸ ὄνομα εἶναι κάποιο ὄργανο διδασκαλίας ἱκανὸ στὸ νὰ μᾶς κάνη νὰ ξεχωρίζουμε τὴν οὐσία…». Αὐτὴν τὴν οὐσία ἐκφράζουν οἱ λέξεις στὴν ἑλληνικὴ Γλῶσσα.
Ἐπειδὴ ὑπάρχουν
πολλοὶ εὐφυεῑς Ἕλληνες, ἀλλὰ καὶ ξένοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν λύσει σημαντικὰ θέματα,
τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν στὴν Γλῶσσα, οἱ «εἰδικοί» ἔχουν ἀφηνιάσει. Θέλουν νὰ ἐπιβάλουν
λογοκρισία σὲ ὁποιαδήποτε διαφορετικὴ γνώμη, ἐκτοξεύοντας κακόβουλους
χαρακτηρισμούς, ἀκόμη καὶ σὲ ἐπιστήμονες κύρους, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς δὲν εἶχαν τὸ …
προνόμιο νὰ χαρακτηρίζωνται «εἰδικοί». Κατηγοροῦν ὅποιον δὲν δέχεται π.χ.
ὅτι τὸ Ἀλφάβητο τὸ πῆραν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς σημιτοφοίνικες, καθὼς ἐπίσης καὶ
αὐτούς, ποὺ τολμοῦν νὰ ἐτυμολογήσουν ὁποιαδήποτε ἑλληνικὴ λέξη, χωρὶς νὰ κάνουν
ἀναφορὰ σὲ κάποια ἀνύπαρκτη ἰνδοευρωπαϊκὴ ρίζα μιᾶς ἀνύπαρκτης ἰνδοευρωπαϊκῆς
γλώσσας γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κείμενο. Βεβαίως ἡ ἐμμονὴ στὸ νὰ
ἀναλύη κάποιος μὲ τόσες λεπτομέρειες τὴν γραμματικὴ μιᾶς γλώσσας, γιὰ τὴν ὁποία
δὲν ὑπάρχει κάποιο κείμενο, θεωρῶ ὅτι ξεφεύγει τοῦ τομέα τῆς γλωσσολογίας καὶ
ἅπτεται περισσότερο τοῦ … ἰατρικοῦ κλάδου, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἐμμονές.
Αὐτὸ ὁδηγεῖ τοὺς
σκεπτόμενους ἐπιστήμονες νὰ κατανοήσουν ὅτι ἡ μεγάλη προβολὴ στὴν εἰδικότητα
τῆς γλωσσολογίας ἔγινε γιὰ νὰ κοιτοῦν οἱ περισσότεροι τὸ δένδρο καὶ νὰ χάνουν
τὸ δάσος. «Τὸ δένδρο» βεβαίως εἶναι οἱ ἀνύπαρκτες ὑποθετικὲς ἰνδοευρωπαϊκὲς
ρίζες καὶ «τὸ δάσος» ὁ νοηματικὸς ἐτυμολογικὸς πλοῦτος τῶν λέξεων τῆς ἑλληνικῆς
γλώσσας.
Ἀνέφερα τὰ
ἀνωτέρω, διότι στὶς 27 Φεβρουαρίου 2022, δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ»
ἐπιστολὴ τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ κ. Κονομῆ, ἡ ὁποία περιελάμβανε κακόβουλους καὶ
ἀνυπόστατους χαρακτηρισμοὺς ἐναντίον τοῦ πρώην προέδρου τῆς Ἀκαδημίας κ.
Ἀντωνίου Κουνάδη. Ἀπάντησα μὲ ἐπιστολή μου στὴν ἐφημερίδα, ἡ ὁποία ὅμως
δημοκρατικώτατα ἐκείνη ἀπαξίωσε νὰ δημοσιεύση.
Προσωπικὰ θεωρῶ
ἀπρεπὲς ἕνας ἀκαδημαϊκὸς νὰ στρέφεται τόσον ἐναντίον ἄλλου ἀκαδημαϊκοῦ ὅσο καὶ
ἐναντίον τῆς ἰδίας τῆς Ἀκαδημίας, ὅπως ὁ κ. Κονομῆς, γράφοντας ὅτι «κακῶς
ἐκείνη δημοσίευσε τὸ κείμενο τοῦ κ. Κουνάδη γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα», θεωρῶντας
μάλιστα «ὅτι τὸ Ἵδρυμα ἐξευτελίζεται μὲ τὴν δημοσίευση τῆς συγκεκριμένης
ὁμιλίας, τὴν ὁποία χαρακτηρίζει ἀντιεπιστημονική».
Θὰ στεναχωρήσω
τὸν κ. Κονομὴ ἀλλὰ ἡ Ἀκαδημία δὲν ἐξευτελίζεται, δημοσιεύοντας ἀπόψεις τοῦ κ.
Κουνάδη, οἱ ὁποῖες σημειωτέον εἶναι ἄκρως ἐπιστημονικές, διότι ἁπλούστατα εἶναι
ἀπόψεις διαπρεπῶν εἰδικῶν καὶ ὄχι δικές του. Ἄλλες ἀπόψεις εἶναι ἐξευτελιστικὲς
καὶ θὰ ἀναφερθῶ σὲ αὐτές, ἀφοῦ πρῶτα συστήσω στὸν κ. Κονομὴ νὰ σταματήση νὰ
χρησιμοποιῆ ἀπαξιωτικὰ τὸν ὅρο «ὁ μηχανικός», μὲ τὸν ὁποῖον ἀπευθύνεται στὸν κ.
Κουνάδη καθὼς καὶ τὸ λανθασμένο σκεπτικό του ὅτι λόγῳ αὐτῆς τῆς εἰδικότητος δὲν
πρέπει νὰ ἀσχολῆται μὲ τὴν γλῶσσα. Ὑπενθυμίζω στὸν κ. Κονομὴ ὅτι ἡ γλῶσσα δὲν
εἶναι ὅπως ἡ ἰατρική, γιὰ νὰ θέλη εἰδικότητα. Ὅπως ἀπέδειξε ἡ πράξη, θέλει πρωτίστως ἀγάπη πρὸς αὐτήν, ἐνδιαφέρον,
γνώση καὶ κυρίως μυαλό, ἱκανὸ νὰ κάνη λογικοὺς συνειρμούς.
Σὲ αὐτὴν τὴν
περίπτωση οἱ «ἐρασιτέχνες», μὲ τὴν ἀκριβῆ σημασία τοῦ ὅρου, δηλαδὴ «οἱ ἐραστὲς
τῆς τέχνης τους» εἶναι περισσότερο χρήσιμοι ἀπὸ «βραδυφλεγεῖς εἰδικούς», οἱ
ὁποῖοι ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὰ συμπεράσματα τῶν νεωτέρων ἀνακαλύψεων καὶ
ἀπόψεων. Εἶναι ἀκριβῶς ὅπως συνέβαινε λίγο πρὶν τὴν στιγμὴ τῆς ἀποδείξεως ἀπὸ
τὸν Michael Ventris τῆς ἑλληνικότητος τῆς Γραμμικῆς Β΄. Τότε ὅλοι οἱ «εἰδικοί»
ἔλεγαν ὅτι αὐτὴ ἡ γραφὴ ἀποκλείεται νὰ εἶναι ἑλληνική. Ὅταν τοὺς ρωτοῦσαν «τὶ
εἶναι», ἐκεῖνοι ἀπαντοῦσαν: Δὲν ξέρουμε τὶ γραφὴ εἶναι, ὅμως ἀποκλείεται νὰ
εἶναι ἑλληνική. Ἡ "ἄγνοια
τοῦ εἴδους" τῆς
γραφῆς, βεβαίως, μὲ τὴν ταυτόχρονη "σιγουριὰ τῆς μὴ ἑλληνικότητος" δὲν συμβαδίζουν. Εἰς πεῖσμα αὐτῶν,
ὅμως, ὁ Ventris, ἀνεκάλυπτε συνέχεια ἑλληνικὴ γραφὴ καὶ σημείωνε στὸ ἡμερολόγιό
του: «Ὁ ἑλληνικὸς ἐφιάλτης ἐπιστρέφει. Ξανὰ καὶ ξανά».
Αὐτὴ ἡ ἐπιμονή, αὐτὸς ὁ «ἐρασιτεχνισμός» τοῦ Ventris, ὁ ὁποῖος εἶχε κινητήριο
δύναμη τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ αὐτὴ ἡ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου εὐφυΐα ποὺ
διέθετε, ὡδήγησαν τελικὰ τὴν διεθνὴ ἐπιστημονικὴ κοινότητα καὶ τοὺς «εἰδικούς»
γλωσσολόγους νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν θεωρία ἑνὸς «μὴ εἰδικοῦ» καὶ νὰ συμπεριλάβουν
στὴν ἐπιστήμη τους τὴν ἑλληνικότητα τῆς Γραμμικῆς Β΄ μεταφέροντας ταυτοχρόνως
καὶ κάποιους αἰῶνες πρὸς τὰ πίσω τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα.
Καὶ ἐδῶ, σὲ αὐτὸ
τὸ σημεῖο ἀπαντῶ στὸν «εἰδικό» κ. Κονομή, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν πρέπει ὁ
κ. Κουνάδης νὰ ἀσχολῆται μὲ τὴν γλῶσσα, διότι εἶναι "πολιτικὸς μηχανικός". Κατὰ τὸ λανθασμένο σκεπτικό του,
λοιπόν, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ «σκεπτικό-κλισέ», τὸ ὁποῖο πιπιλίζουν σὰν καραμέλα
ὅλοι οἱ «εἰδικοί», ἀφοῦ ὁ Α. Κουνάδης δὲν πρέπει νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὴν γλῶσσα,
διότι εἶναι "ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ", καὶ ὁ
Michael Ventris, δὲν ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀποκρυπτογραφήσει τὴν Γραμμικὴ Β, διότι
ἦταν … "ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ" !!!!!
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν λυσσαλέα ἐπίθεση τῶν
«εἰδικῶν» κατὰ τῶν «ἐρασιτεχνῶν» ἂς δοῦμε τὴν "ἐπιστημονικὴ" θέση τῶν εἰδικῶν γιὰ τὴν Γραμμικὴ Β΄, ἡ
ὁποία ἐξεφράσθη τὴν 1 Αὐγούστου 1997, σὲ ἔγγραφο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν μὲ θέμα «Προτάσεις
σχετικὰ μὲ τὴν ἔκδοση συμπληρωματικῆς σειρᾶς γραμματοσήμων», τὸ ὁποῖο
ἀπευθύνετο πρὸς τὴν Διεύθυνση Φιλοτελισμοῦ τῶν ΕΛΤΑ, ποὺ τότε εἶχε ἀποφασίσει
νὰ ἐκδώση μία σχετικὴ ἀναμνηστικὴ σειρὰ γραμματοσήμων μὲ θέμα τὴν ἑλληνικὴ
γλῶσσα. Ἡ ἡμερομηνία ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία καὶ θὰ δοῦμε παρακάτω γιατί. Σὲ
αὐτὸ τὸ ἔγγραφο, λοιπόν, τὸ ὁποῖο φέρει τὴν ὑπογραφὴ τοῦ τότε Προέδρου τῆς
Ἀκαδημίας Νικολάου Ματσανιώτη καὶ στὴν θέση τοῦ «Γενικοῦ Γραμματέα τῆς
Ἀκαδημίας (κ.ἀ.ἀ.)» ὑπάρχει ἡ ὑπογραφὴ τοῦ κ. Νικολάου Κονομῆ (ὁ ὁποῖος ὡς
φιλόλογος εἶναι καὶ εἰδικός, προσθέτω ἐγώ), διατυπώνεται ἡ γνωμοδότηση
τῆς Ἀκαδημίας. (Ἀντίγραφο τοῦ συγκεκριμένου ἐγγράφου ὑπάρχει στὸ ἀρχεῖο
μου). Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, ὅμως, στὴν συγκεκριμένη γνωμοδότηση
γιὰ τὸ θέμα μας, εἶναι ἡ παράγραφος β΄, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὸ γραμματόσημο τῆς
Γραμμικῆς Β΄.
Αὐτὴ ἡ παράγραφος
ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων ὅτι «… οἱ πήλινες πινακίδες ποὺ βρέθηκαν στὴν Κνωσό, Πύλο,
Μυκῆνες, Θήβα, Ἀθήνα κλπ, τοποθετοῦνται χρονικὰ ἀπὸ τὸ 1200 - 1400 π.Χ., εἶναι
χαραγμένες σὲ πηλό, γραμμένες σὲ συλλαβικὴ γραφὴ καὶ ΠΙΘΑΝΩΣ σὲ ἑλληνικὴ
γλῶσσα»!!!
Ἀνέφερα
προηγουμένως ὅτι ἡ ἡμερομηνία (1 Αὐγούστου 1997) ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία.
Διότι ἂν τὸ 1997, δηλαδὴ 45 χρόνια μετὰ τὴν ἀποκρυπτογράφηση τῆς ΓΓΒ ἀπὸ τὸν
«μηχανικό» καὶ «μὴ εἰδικό» Michael Ventris καὶ τὴν ἐπίσημη διεθνὴ ἀναγνώρισή
της ὡς ἑλληνικῆς ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα (ποὺ ἔγινε τὸ 1952),
ὁ "εἰδικὸς" κ. Κονομῆς, (ὁ
ὁποῖος δικαιοῦται νὰ ὁμιλῆ γι’ αὐτήν), τὴν θεωρεῖ σὲ ἐπίσημο ἔγγραφο τῆς
Ἀκαδημίας πιθανῶς ἑλληνική, λυποῦμαι ἀλλὰ θὰ συνταχθῶ μὲ τὸν «μὴ εἰδικό»
μηχανικὸ Ventris, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι δηλαδή.
Καὶ γιὰ νὰ
ὁλοκληρώσω τὴν ὑπόθεση τῆς θέσεως τῆς Ἀκαδημίας ὡς πρὸς τὴν Γραμμικὴ Β΄,
ἐνημερώνω ἁπλῶς ὅτι μόλις τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2017 καὶ μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες
ἐρωτήσεις ἐνὸς σπουδαίου ἀτόμου, μέλους τῆς τότε ἐπιτροπῆς Φιλοτελισμοῦ τῶν
ΕΛΤΑ, ὁ ὁποῖος ἐπέμενε καὶ ἐπανερχόταν στὸ θέμα, ἡ Ἀκαδημία ἐπὶ προεδρίας
Λουκᾶ Παπαδήμου ἀπάντησε ἐπὶ λέξει ὅτι «ἡ
θέση τῆς Ἀκαδημίας ἀσφαλῶς ταυτίζεται μὲ ἐκείνη τῶν εἰδικῶν τῆς διεθνοῦς
ἐπιστημονικῆς κοινότητας». Δηλαδὴ ταυτίζεται μὲ τὴν ἄποψη τῶν Michael
Ventris καὶ John Chadwick, οἱ ὁποῖοι στὴν μνημειώδη μελέτη τους «Evidence for
Greek Dialect in the Mycenaean Archives, The Journal of Hellenic Studies, 73,
1953, 94-103» ἀπέδειξαν ὅτι «στὰ ἀνάκτορα τῆς μυκηναϊκῆς ἐποχῆς ἤδη μιλιόταν
μιὰ γλῶσσα ἀρχαιότερη ἀπὸ τὴν ὁμηρική, ποὺ εἶχε ὅμως ὅλα τὰ ἰδιαίτερα
χαρακτηριστικὰ τῆς ἑλληνικῆς». (Καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐγγράφου ἀντίγραφο ὑπάρχει
στὸ ἀρχεῖο μου).
Τὸ σημαντικό, ὅμως, εἶναι ὅτι ἔπρεπε νὰ περάσουν ἐξήντα πέντε
ὁλόκληρα χρόνια (1952-2017) γιὰ νὰ ὑπάρξη ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία ἡ φράση: «ἡ
θέση τῆς Ἀκαδημίας ἀσφαλῶς ταυτίζεται μὲ ἐκείνη τῶν εἰδικῶν τῆς διεθνοῦς
ἐπιστημονικῆς κοινότητας», μὲ ἕναν ἐνδιάμεσο σταθμὸ στὰ σαράντα
πέντε χρόνια (1997), ὅπου ἡ θέση τῆς Ἀκαδημίας ἦταν ὅτι οἱ πινακίδες τῆς
Γραμμικῆς Β΄ «τοποθετοῦνται χρονικὰ ἀπὸ τὸ 1200-1400 π.Χ., εἶναι χαραγμένες σὲ
πηλό, γραμμένες σὲ συλλαβικὴ γραφὴ καὶ ΠΙΘΑΝΩΣ σὲ ἑλληνικὴ γλῶσσα».
Ἐπειδή, λοιπόν, «οὐδὲν ἕρπει ψεῦδος εἰς γῆρας χρόνου»,
ὅπως σοφὰ γράφει ὁ Σοφοκλῆς (Fragmenta, 62),
ἐλπίζω, μὲ τὸ παράδειγμα ποὺ ἀναγκάσθηκα νὰ ἀναφέρω ἀνωτέρω, νὰ ἔλυσα στὸν κ.
Κονομὴ τὴν ἀπορία γιὰ τὸ «ποιὲς ἀπόψεις στὸ θέμα τῆς γλώσσας εἶναι
ἐξευτελιστικὲς γιὰ τὴν Ἀκαδημία». Τοῦ «μὴ εἰδικοῦ» ἤ τοῦ «εἰδικοῦ»;
Στὴν ἀρχὴ ἀνέφερα
μὲ ἀκράδαντη πίστη ὅτι ἡ Γλῶσσα θέλει πρωτίστως ἀγάπη πρὸς αὐτήν,
ἐνδιαφέρον, γνώση καὶ κυρίως μυαλό, ἱκανὸ νὰ κάνη λογικοὺς συνειρμούς. Αὐτὰ
τὰ χαρακτηριστικὰ διέθεταν οἱ εὐφυεῖς ἐρευνητὲς ἐπιστήμονες λεξικογράφοι Η. Liddell
καὶ R. Scott. Τοὺς χαρακτήρισα εὐφυεῖς ἐπειδὴ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ παρετήρησαν
(ὅπως ἀναφέρουν στὸ ἀντίστοιχο λῆμμα τοῦ Λεξικοῦ τους) ὅτι «ὁ Κάδμος ἔφερε ἀπὸ τὴν Φοινίκη τὸ
παλαιὸν ἑλληνικὸν ἀλφάβητον ἐκ δεκαὲξ γραμμάτων», ἔχοντας μάλιστα
σὲ παρένθεση τὴν γνωστὴ παραπομπὴ τοῦ Ἡροδότου, ὑπονοῶντας σαφῶς ὅτι καὶ ὁ
Ἡρόδοτος αὐτὰ τὰ παλαιὰ ἑλληνικὰ γράμματα χαρακτήρισε «φοινικήϊα» ἢ «καδμήϊα».
Τὰ
γράμματα τοῦ παλαιοῦ ἑλληνικοῦ Ἀλφαβήτου, ἑπομένως, ἔφερε ὁ Κάδμος, ὄχι κάποιου
σημιτοφοινικικοῦ. Στὸ ὑπὸ ἀμέση ἔκδοση βιβλίο μου μὲ τὸν τίτλο «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ»
καὶ ὑπότιτλο «Οἱ ἀποσιωπηθεῖσες φιλολογικὲς πηγὲς γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τῶν
Γραμμάτων του», περιλαμβάνονται πάμπολλες ἀκόμη φιλολογικὲς πηγές, οἱ
ὁποῖες πιστοποιοῦν καὶ τεκμηριώνουν τὴν ἐπιστημονικὴ θέση τῶν Η. Liddell καὶ R.
Scott, ἡ ὁποία ὄμως ἄποψη, ἐπειδὴ δὲν τεκμηριώνει τὴν θέση τῶν «εἰδικῶν» ἀλλὰ
τὴν ἀντίθετη θέση, τῶν «ἐρασιτεχνῶν», ἔχει φονευθῆ διὰ τῆς σιγῆς.
Ἂς τελειώση ἐδῶ
λοιπὸν τὸ ἀφήγημα τοῦ κ. Κονομῆ, καὶ τῶν διαφόρων «εἰδικῶν», οἱ ὁποῖοι σπεύδουν
νὰ τὸν ὑποστηρίξουν σὲ αὐτὸ τὸ ἔωλο, ὅπως ἀποδείξαμε, ἐπιχείρημα μὲ διάφορες ἐπιστολὲς
στὶς ἐφημερίδες, καθὼς καὶ ἡ ἀνυπόστατη καὶ ἀντιδεοντολογικὴ ἐπίθεση ἐναντίον
τοῦ πρώην Προέδρου, διότι ὅλα αὐτὰ μόνο τὸν ἴδιο ἐκθέτουν καὶ τὴν ἀξιολόγη
φιλολογικὴ πορεία του.
Ὁ κ.
Κουνάδης ἀξιοπρεπέστατα μετέφερε ἀπόψεις διασήμων εἰδικῶν γιὰ τὴν Γλῶσσα καὶ τὸ
Ἀλφάβητο, καὶ ἡ Ἀκαδημία, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἐγκυρότητος αὐτῶν τῶν ἀπόψεων,
ἀποδέχθηκε τὴν ἐργασία του καὶ τὴν ἐξέδωσε. Τοῦ συνιστῶ
ἐπίσης νὰ διαβάση τὴν πλήρη δημοσιευθεῖσα ἐργασία καὶ ὄχι νὰ πληροφορῆται
ἀποσπάσματα ἀπὸ ἄγνωστους ἀναγνῶστες καὶ ἀπὸ δημοσιεύματα ἄλλων καθηγητῶν, ποὺ
ἐπίσης ἔδειξαν ὅτι δὲν ἔχουν ἀκριβεῖς πληροφορίες ἀπὸ τὴν ἐν λόγῳ ἐργασία. Μόνο
νὰ κερδίση θὰ ἔχη.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 30.3.2022.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook