Του Χρήστου Γιανναρά
Την περασμένη Κυριακή, 6
Μαρτίου, έγραφα για το συναρπαστικό, κατά τη γνώμη μου, βιβλίο των Άγγελου
Συρίγου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου, ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ – 50 ερωτήματα και
απαντήσεις. Σήμερα, χωρίς να μειώνω, ούτε κατ’ ελάχιστο, τον έπαινο γι’ αυτή
την εξαίρετη συγγραφή, θα ήθελα να προσθέσω μιαν εύλογη απορία, δίκην κριτικής
παρατήρησης.
Ταπεινά φρονώ, όπως έλεγαν
κάποτε, ότι το βιβλίο μοιάζει να παρακάμπτει τον ρόλο των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων
στην τραγική αυτή για τον Ελληνισμό περιπέτεια – στην αλλαγή της ιστορικής
πορείας του Ελληνισμού, στην εξευτελιστική ρήξη συνέχειας του πολιτισμού που ο
Ελληνισμός ενσάρκωνε. Βέβαια, η καίρια «λύσις συνεχείας» της παρουσίας του
Ελληνισμού στη σκηνή της Ιστορίας είχε επώδυνα συντελεστεί στα δέκα περίπου
χρόνια της Βαυαροκρατίας (1832-1844) – o πολιτικός και κοινωνικός βίος στη
γεωγραφικά ελάχιστη ελληνική επικράτεια υποτάχθηκε, βίαια και αυθαίρετα, στο
μοντέλο των δυτικο-ευρωπαϊκών κοινωνιών. Κάθε λεπτομέρεια στην οργάνωση του
κοινού βίου ήταν απομίμηση αντίστοιχων «ευρωπαϊκών» προτύπων: Από τον καθορισμό
θεσμών και προγραμμάτων της εκπαίδευσης, το γνωστικό πεδίο πανεπιστημιακών
εδρών και μαθημάτων, την οργανωτική διάρθρωση των υπουργείων και κάθε
κοινωνικού λειτουργήματος, ως και την αποκομιδή των απορριμμάτων, ήταν όλα
απομίμηση, φανερά ατυχέστατη, των δυτικο-ευρωπαϊκών προτύπων.
Έτσι, και ένα βιβλίο για τη
Μικρασιατική Καταστροφή προσφέρει ελλειμματική πληροφόρηση, αν παρακάμπτει,
αποσιωπά ή υποβιβάζει τη σημασία του ρόλου των «συμμάχων» του Ελληνισμού στον
αγώνα για την ιστορική του επιβίωση. Έχει καίρια σημασία να κατατίθενται
τεκμηριωμένα τα γεγονότα, να καταγράφονται αμερόληπτα οι συνέπειές τους.
Δυστυχώς, η πείρα βεβαιώνει
ότι «αντικειμενικότητα» στην καταγραφή της Ιστορίας δεν υπάρχει, την Ιστορία τη
γράφουν, πάντοτε και αυθαίρετα, οι νικητές. Το βιβλίο των Συρίγου και
Χατζηβασιλείου αντιστέκεται: δίνει επαρκή τεκμήρια για να πιστοποιήσει ο
αναγνώστης ότι στη Μικρασία συντελέστηκε εξόντωση ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων.
Ο όρος «γενοκτονία» στην
περίπτωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού «σημαίνει την εθνοκάθαρση, την
καταστροφή των ελληνικών πολιτιστικών μνημείων, τη βίαιη αποκοπή του Ελληνισμού
από τις προγονικές εστίες του, το χάος της προσφυγιάς, τη διάλυση ενός
ολόκληρου κόσμου, αρχαίου, μεσαιωνικού και νεώτερου».
Η ιστορική μνήμη ενός λαού
έχει νόημα να λειτουργεί, όταν σώζεται εναργής και υπαγορεύει συνέπειες
συλλογικής αξιοπρέπειας. Τα φρικώδη εγκλήματα των Ναζί οι Εβραίοι δεν τα
ξεχνούν, έχουν όμως αποδεχθεί άπειρες καταθέσεις λύπης και συγγνώμης από το
έθνος των αυτουργών του ολοκαυτώματος. Το τουρκικό κράτος και η κοινωνία όχι
μόνο δεν ψέλλισαν ποτέ ίχνος μεταμέλειας για τις γενοκτονίες Ελλήνων και
Αρμενίων, αλλά έχουν το αδιάντροπο θράσος να εκθέτουν σαν δική τους ιδιοκτησία
και αποκλειστική κυριότητα τα μεγαλουργήματα των θυμάτων τους.
Είναι κυριολεκτικά αδιανόητο
να μιλάνε οι Έλληνες πολιτικοί για ελληνοτουρκική φιλία, συμμαχία ή αγαθή
συνεργασία, όταν κάθε τουρκική πολιτική ηγεσία, δεκαετίες τώρα, διατυπώνει μόνο
απειλές, κατακτητικές ορέξεις και απαιτήσεις – λογαριάζουν την όση Ελλάδα έχει
απομείνει στον χάρτη σαν βιλαέτι της Άγκυρας. Δεν διστάζουν οι Τούρκοι (Τύπος
και πολιτικές ηγεσίες) να χρησιμοποιούν διεθνείς θεσμούς και βήματα, για να
επιδείξουν την κατακτητική τους αδηφαγία και απληστία.
Το πιο τραγικό σε αυτή την
ιστορία της τουρκικής εξουσιαστικής βουλιμίας και βαρβαρικής αναίδειας είναι
όχι απλώς η ανεκτικότητα, αλλά η σύμπλευση με τους Τούρκους των πιο
«αναπτυγμένων» (υποτίθεται) κρατών σήμερα. Η Τουρκία στους εξοπλισμούς της και
στις διεθνείς σχέσεις της δεν δεσμεύεται από «φιλίες», ούτε από «εκλεκτικές
συγγένειες», συναλλάσσεται με τα πρωτόγονα κριτήρια της επιβολής και κυριαρχίας,
με τον κομπασμό της υπεροχής ισχύος. Μπορεί να αγοράζει εξοπλισμό τόσο από τις
ΗΠΑ όσο και από τη Ρωσία, χωρίς να δεσμεύεται στις επιλογές της και χωρίς να
χρωστάει σε αφεντικά.
Φυσικά, δεν είναι η Τουρκία
πρότυπο ζηλευτό για κοινωνίες με απαιτήσεις ποιότητας της ζωής, δεν ταυτίζεται
με την εικόνα που θέλουν να προβάλλουν γι’ αυτήν οι ηγέτες της. Θα ήταν
πολύτιμη μια δημοσιογραφία που θα μας πληροφορούσε τι λένε για τη χώρα τους οι
ποιητές της, οι αληθινά προικισμένοι καλλιτέχνες της – αυτοί εκφράζουν
αξιολογήσεις και σταθμίσεις ικανές να γνωστοποιήσουν την ποιότητα της ζωής και
τη στάθμη της αξιολόγησης των αναγκών σε μια οργανωμένη συμβίωση. (Αντίστοιχα
συναρπαστικό θα ήταν να ξέρουμε πώς κρίνει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η
θαυμαστή ποιήτρια Όλγα Σεντάκοβα, πώς αξιολογεί ως ηγέτη τον Πούτιν ο
σκηνοθέτης Αντρέι Σβιανγκτίτσεφ).
Τη δημοσιότητα μονοπωλούν «οι δοκούντες άρχειν των εθνών», κύμβαλα αλαλάζοντα. Όμως την Ιστορία τη γράφουν όσοι θυσιαστικά υπηρετούν την ποιότητα, τη δίψα για αλήθεια, για ζωή ελεύθερη από τα γκέμια της ιδιοτέλειας.
ΠΗΓΗ: Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, 14.3.2022. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 15.3.2022.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook