Το ΚΑΛΕ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
στο ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ
ΑΠΟΤΟΚΟΣ
ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ
ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
και ΘΕΪΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ
Του Ιωάννη Α.
Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
Το παρόν κείμενο
αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο μου «Ο Πάμμεγας Σκηπτούχος Άγιος Ιωάννης
Βατάτζης ο εκ Διδυμουτείχου» Μέρος Α’ – Κεφάλαιο 1. Το Βυζαντινορωμαίικο
Διδυμότειχο, γενέτειρα του Αγίου Ιωάννη Βατάτζη.
Κατά την Δ΄ σταυροφορία (1201-1204) οι ¨χριστιανοί¨ σταυροφόροι κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές. Μετά την άλωση της βασιλεύουσας, ένα προς ένα τα κάστρα της Θράκης, κυριεύτηκαν από τους Φράγκους. Την ίδια τύχη είχε και το Διδυμότειχο, το οποίο ο Φράγκος κατακτητής Γοδεφρίδος Βιλλαρδουίνος περιγράφει ως : ¨ένα κάστρο που ήταν πολύ όμορφο πολύ δυνατό και πολύ πλούσιο[1]¨ καθώς επίσης το αναφέρει ως: "το πιο ισχυρό κάστρο της Ρωμανίας"[2].
"Το θαύμα της Πεντηκοστής στο Διδυμότειχνο". Πίνακας του Αλέξανδρου Σιδοριάδη, τοιχογραφία από τον Τεχνοχώρο "Άβατον" στο Διδυμότειχο. |
Το 1204 ο αυτοκράτορας των Φράγκων
Βαλδουίνος εγκαθιστά φρουρά στο Διδυμότειχο, το ίδιο έτος και κατόπιν εμφύλιας
διαμάχης μεταξύ των Φράγκων, ακολουθεί η κατάληψη της πόλης από τον Βονιφάτιο
Μομφερατικό, ως αντίποινα για την παραβίαση των προσυμφωνηθέντων συνθηκών,
ακολούθως : «αναγορεύει τον πρωτότοκο γιο της Μαρίας (Μαρία – Μαργαρίτα της
Ουγγαρίας χήρα του αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄ Αγγέλου και μετέπειτα σύζυγος του
Βονιφατίου), Μανουήλ Άγγελο ως ¨βασιλέα Ρωμαίων¨ στο Διδυμότειχο»[3].
Ως μεσολαβητής για τη συμφιλίωση Βαλδουίνου και Βονιφατίου τέθηκε ο Γοδεφρίδος
Βιλλαρδουίνος, στον οποίο δόθηκε προσωρινά η διοίκηση του Διδυμοτείχου. Κατά το
τέλος του 1204 η πόλη δίδεται ως τιμάριο στον κόμη Ούγκο του Σαιν Πωλ. H
βάναυση και βάρβαρη συμπεριφορά των Φράγκων είχε σαν αποτέλεσμα την άμεση
αντίδραση των Διδυμοτειχιτών, οι οποίοι με επικεφαλής τον πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καματηρό (ο οποίος μετά την άλωση του 1204 κατέφυγε
στο Διδυμότειχο όπου και εκοιμήθη στις 26 Ιουνίου του 1206) ζήτησαν τη βοήθεια
του τσάρου των Βουλγάρων Ιωαννίτση[4].
«Η αμυντική στάση του Βουλγάρου Ιωαννίτση απέναντι στους Λατίνους πρόσφερε στις
πόλεις της νοτιοανατολικής Θράκης μια νέα δυνατότητα. Οι άρχοντες των θρακικών
πόλεων διάλεξαν την συνεργασία με τους Βουλγάρους και κατά το τέλος του
Δεκεμβρίου του 1204, ή του Ιανουαρίου του 1205, η συμμαχία Ελλήνων αρχόντων με
τον Ιωαννίτση κατά των Λατίνων ήταν τετελεσμένο γεγονός»[5].
Το 1205 πεθαίνει ο Ούγκο του Σαιν Πωλ, άμεσα οι Διδυμοτειχίτες με προεξάρχοντες τους τοπικούς αριστοκράτες, ξεσηκώνονται και εξολοθρεύουν τη φρουρά των Φράγκων, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τη διοίκηση της πόλης. Όσοι από τους Φράγκους σώθηκαν προσέφυγαν στην Αδριανούπολη, και εκεί όμως τους περίμενε η ίδια μοίρα, καθώς ο λαός της Αδριανούπολης μαθαίνοντας τα τεκταινόμενα του Διδυμοτείχου επαναστάτησε και εξεδίωξε τους Φράγκους. Αναφορικά με την αντίδραση του αυτοκράτορα των Φράγκων Βαλδουίνου όταν έμαθε για την εξέγερση του Διδυμοτείχου και των άλλων περιοχών της Θράκης, ο Βιλλαρδουίνος ιστορεί τα εξής : «Και ήρθαν τα νέα στον αυτοκράτορα Βαλδουίνο της Κωνσταντινούπολης, που είχε λίγους ανθρώπους, εκείνος και ο κόμης Λουδοβίκος του Μπλουά. Απ΄ αυτά τα νέα πολύ ταράχτηκαν και πολύ στεναχωρήθηκαν. Και έτσι άρχισαν να τους έρχονται νέα χειρότερα από μέρα σε μέρα, γιατί παντού ξεσηκωνόντουσαν οι Έλληνες και όπου έβρισκαν τους Φράγκους που υπεράσπιζαν τη γη, τους σκότωναν»[6].
Οι εξεγέρσεις του Διδυμοτείχου καθώς
και συνεπακόλουθα των άλλων θρακικών περιοχών, αποδείχθηκαν σωτήριες για την
αυτοκρατορία της Ρωμανίας / Βυζαντίου. Την εποχή εκείνη οι Φράγκοι είχαν
καταλάβει μεγάλες περιοχές στη Μικρά Ασία και πίεζαν ασφυκτικά τον Θεόδωρο Α΄
Λάσκαρη, ο οποίος προσπαθούσε να οργανώσει μία εστία αντίστασης[7]
κατά των Φράγκων, με έδρα τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο αυτοκράτορας των Φράγκων
Βαλδουίνος για να καταστείλει τις εξεγέρσεις των θρακικών πόλεων, αναγκάστηκε
να αποσύρει τις δυνάμεις του από την Μικρά Ασία και να τις μεταφέρει στη Θράκη.
Ως γνωστόν τα επόμενα χρόνια στη Νίκαια, επί αυτοκρατόρων Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη,
Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη και Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λάσκαρη, δημιουργήθηκε η λεγόμενη
από τους νεώτερους ιστορικούς αυτοκρατορία της Νίκαιας, η οποία απελευθέρωσε
πολλά εδάφη της αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, Βουλγάρους και Τούρκους και το
1261 απελευθέρωσε και τη Βασιλεύουσα, δίνοντας άλλους δύο αιώνες ζωής στην
αυτοκρατορία. Αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εξέγερση στο Διδυμότειχο το 1205,
ίσως τα πράγματα να εξελισσόταν πολύ διαφορετικά με αρνητικό τρόπο για την
πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία.
Ένα ισχυρό δεύτερο κτύπημα για τους
Φράγκους, αποτέλεσε η ήττα που υπέστησαν από τους Βουλγάρους και Κουμάνους του
τσάρου Ιωαννίτση στην Αδριανούπολη στις 14 Απριλίου του ιδίου έτους. Οι
Βούλγαροι συνέλαβαν τον Βαλδουίνο Α΄[8]
ο οποίος τα επόμενα χρόνια πέθανε φυλακισμένος. Γενικώς οι Βούλγαροι
εκμεταλλεύτηκαν την γενική αναταραχή που επέφερε η άλωση του 1204, και
κατόρθωσαν να καταλάβουν μεγάλες περιοχές σε Μακεδονία και Θράκη. «Μολονότι ο
Ιωαννίτσης και οι Κουμάνοι του, ύστερα από τη νίκη της Αδριανούπολης και ως τον
Ιούνιο του 1205, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πολλές ελληνικές πόλεις και
εξολόθρευσαν με φρικαλέο τρόπο ένα μέρος του πληθυσμού, το Διδυμότειχο έμεινε
απείραχτο. Εδώ κατέφυγε κι ένα μέρος των Ελλήνων αρχόντων από τη Φιλιππούπολη,
η οποία είχε επίσης καταστραφεί από τον Ιωαννίτση»[9].
Την ταραγμένη αυτή εποχή, βλέπουμε
πόσο σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε το Διδυμότειχο ως κάστρο και ως περιοχή, καθώς
δέχθηκε πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, την Αδριανούπολη, την Φιλιππούπολη
και άλλες περιοχές της Θράκης. Δεν είναι τυχαίο που η ισχυρή αριστοκρατία της
εποχής επέλεξε το Διδυμότειχο για να ανασυγκροτήσει τις στρατιωτικές δυνάμεις
της αυτοκρατορίας και να καταφέρει να δημιουργήσει την επανάσταση που
περιγράψαμε ανωτέρω. Ακόμη και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωάννης Ι΄ Καματηρός
επέλεξε το Διδυμότειχο[10]
ως τόπο καταφυγής, όταν οι Φράγκοι μπήκαν στην Βασιλεύουσα το 1204 και
διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις μέχρι το 1206 όπου και
εξεμέτρησε το ζην στο Διδυμότειχο[11].
Ο αδελφός του αιχμαλώτου αυτοκράτορα
των Φράγκων Βαλδουίνου ο Ερρίκος, πέρασε άμεσα στην αντεπίθεση. Μετά την
αποτυχημένη προσπάθεια ανακατάληψης της Αδριανούπολης, οι Φράγκοι στράφηκαν
προς το Διδυμότειχο. Ο κόμης Κόνων της Πετούνας, είχε κατασκευάσει πολλές
πολιορκητικές μηχανές, έτσι ώστε να μπορέσουν να καταλάβουν το ισχυρό κάστρο
του Διδυμοτείχου.
Η γενική έφοδος ορίστηκε να γίνει
ανήμερα της Πεντηκοστής, όλος ο λαός του Διδυμοτείχου τότε προσευχήθηκε στην
εικόνα του Σωτήρος Χριστού, μαζί τους και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ιωάννης Καματηρός. Οι δεήσεις των Διδυμοτειχιτών εισακούστηκαν καθώς ενώ τίποτα
δεν προμήνυε κακοκαιρία, ξαφνικά άρχισε μια δυνατή νεροποντή, η οποία είχε ως
αποτέλεσμα να φουσκώσουν τα νερά του Ερυθροποτάμου, και να παρασύρουν τις
πολιορκητικές μηχανές και μεγάλο μέρος του στρατού των πολιορκητών. Παρεπόμενο
της νεροποντής ήταν να λυθεί η πολιορκία και οι εναπομείνασες δυνάμεις των
Φράγκων που διασώθηκαν να αποχωρίσουν από την περιοχή. Αξίζει να παραθέσουμε
την εξιστόρηση των γεγονότων που αφορούν την προετοιμασία και την κατάληξη της
πολιορκίας του Διδυμοτείχου, όπως τα περιγράφει ο Νικήτας Χωνιάτης[12]: «Στη συνέχεια, αποσκοπώντας στη δημιουργία άλλων πολεμικών μηχανών,
συγκέντρωναν από τις παραλιακές πόλεις κατάρτια πλοίων δικάταρτων, εκεί
έστειλαν ως επιστάτη του έργου τον κόμη της Πετούνας Κόνωνα. Επειδή είχαν
πλήθος από μηχανές που καταστρέφουν πόλεις, πήραν μαζί με αυτές και πολύ
σίδερο, για να είναι πιο δυνατές από τη φωτιά, έχοντας στο μυαλό τους τον
πόλεμο. Και αφού παρέκαμψαν την Ορεστιάδα (Αδριανούπολη), γιατί κατά τη γνώμη τους
από όσα έπαθαν, τους φάνηκε ότι δεν ήταν δυνατό να κυριευθεί, αποφάσισαν να
επιτεθούν στο Διδυμότειχο. Επομένως, και εκεί κοντά αφού στρατοπέδευσαν,
ενδυναμώνονταν για να πολιορκήσουν το φρούριο στο επόμενο διάστημα, και
ετοιμάζονταν να μεταφέρουν τις πολιορκητικές μηχανές, για να το καταστρέψουν.
Ενώ όμως, πάνω στον παροξυσμό αυτό των Λατίνων, δεν είχε δύσει ακόμη ο ήλιος,
και γέμισε με σύννεφα ο ουρανός και ραγδαία βροχή έπεσε από το θεό στα πίσω
μέρη του Διδυμοτείχου. Ο ποταμός Εύρος[13]
που ρέει δίπλα στο φρούριο, λόγω της νεροποντής απλώθηκε και από μικρός έγινε
μεγάλος, και ξαφνικά πλημμύρισε τις πεδιάδες καθώς και το στρατόπεδο των
Λατίνων με ορμή χωρίς να το περιμένουν. Με αποτέλεσμα να παρασύρει όπλα και
μηχανές, άλογα και πολεμιστές, λες και χάνονταν μέσα στον Αχέροντα. Αν δεν
υπήρχε ακόμη ο ακτινοβόλος ήλιος, αλλά ερχόταν το φοβερό σκότος της νύχτας, το
περισσότερο τμήμα του στρατεύματος θα χανόταν. Από το εξαίσιο αυτό γεγονός,
ένιωσαν κατάπληξη όσοι Λατίνοι μπορούσαν να σκεφτούν ψύχραιμα, και δεν έτυχε
να είναι εντελώς βουτηγμένοι στα αίματα, προτίμησαν από εκεί να φύγουν, και
συμβούλευαν και στους άλλους να κάνουν το ίδιο. Αλλά και η υπόλοιπη στρατιά,
επειδή θεώρησαν θαύμα αυτό που συνέβη, γρήγορα τα μάζεψαν και έφυγαν από εκεί»[14].
Μετά την παράθεση των ιστορικών
γεγονότων που αφορούν την πολιορκία του Διδυμοτείχου από τους Φράγκους το 1205,
όπως τα περιέγραψε ο Νικήτας Χωνιάτης, θα παραθέσουμε παρακάτω και ένα μικρό
απόσπασμα του Διδυμοτειχίτη λογίου Δημητρίου Μανάκα, ο οποίος με ¨λογοτεχνική
αδεία¨ περιγράφει το υπόψη γεγονός ως εξής : «Ήτο νυξ του Σαββάτου προς την
Κυριακή της Πεντηκοστής, καθ΄ ην αποφασίζεται να δοθεί τελική μάχη με έξοδον
των Ελλήνων εκ του Φρουρίου. Πάντες οι μάχιμοι εις τας θέσεις των. Γέροντες,
γυναίκες και παιδιά μεταβαίνουν αφ΄ εσπέρας εις την εκκλησίαν του Σωτήρος
Χριστού. Προσεύχονται γονυκλινείς ενώπιον της εικόνος του Χριστού και
παρακαλούν δακρύοντες την σωτηρίαν των από την μανίαν του εχθρού και να
ενισχύσει τα όπλα των μαχομένων. Ανασηκώνουν τέσσερις την εικόνα του Χριστού
και εν ψαλμοίς μεταφέρουν αυτήν εις την εκκλησίαν του Αγίου Αθανασίου (εντός
του Φρουρίου), την δε του Αγίου τούτου τανάπαλιν. Μετά δίωρον επαναφέρουν τας
εικόνας εις τας θέσεις των εν λιτανεία και μεταβαίνουν έκαστος εις το κατάλυμά
του να αναπαυθεί και παράσχει την επαύριον βοήθειαν εις τους μαχομένους. Τας
μεταμεσονυκτίους ώρας αρχίζει να πίπτει ραγδαία βροχή και την πρωίαν ο
Ερυθροπόταμος πλημμυρεί με κατέρυθρον και βορβορώδες ύδωρ. Περικυκλώνει όλην
την πόλην. Ο εχθρός δεν προέβλεψε τοιούτον τι, ούτε διενοήθη ότι τόσον ταχέως
θα κατεκλύζετο το μέρος εκ της πλημύρας. Καταλαμβάνεται από αμηχανίαν,
ευρίσκεται εγκλωβισμένος μεταξύ τειχών και τάφρου πληρωθείσης υπό ύδατος
αδιαβάτου. Αντιλαμβάνονται τούτο οι πολιορκημένοι. Εξορμούν εκ του Φρουρίου και
άλλους των εχθρών αποκτείνουν, άλλους συλλαμβάνουν, και άλλοι πνίγονται εις την
τάφρον. Το Διδυμότειχον σώζεται. Ο εχθρός φεύγει κατησχυμένος»[15].
Όσον αφορά το γεγονός της
θαυματουργικής σωτηρίας του Κάστρου, θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι υπάρχει και η
άποψη, η οποία θέλει τα γεγονότα να εξελίχθηκαν στο τέλος του καλοκαιριού του
1205 ή τον Ιούνιο του 1206 με πολιορκητές τους Βουλγάρους. Δεν πρέπει να μας
προβληματίζει η σύγχυση των γεγονότων, καθώς εντός ενός έτους συνέβησαν πολλές
μάχες και πολιορκίες στην περιοχή του Διδυμοτείχου. Γεγονός αποδεκτό είναι, ότι
υπήρξε θαυματουργική παρέμβαση για την σωτηρία του κάστρου, και ότι στην λαϊκή
συνείδηση και στα εκκλησιαστικά δεδομένα της πόλης, επεκράτησε αιώνες τώρα, το
γεγονός της Θείας παρέμβασης, να εορτάζεται και να τιμάται κάθε χρόνο στο
Διδυμότειχο την ημέρα της Πεντηκοστής, με λαμπρές θρησκευτικές και πολιτιστικές
τελετές καθώς και άλλες εκδηλώσεις.
Με ιδιαίτερη ευλάβεια μέσα στο πέρασμα του χρόνου ο λαός του Διδυμοτείχου διατηρεί άσβεστη τη θαυματουργική παρέμβαση του Σωτήρος Χριστού για τη διάσωση του Κάστρου. Κάθε χρόνο διοργανώνεται το λεγόμενο «Καλέ πανηγύρι», το οποίο αναδιοργανώθηκε από το 2015 σε τριήμερο φεστιβάλ και πραγματοποιείται επάνω στο Κάστρο του Διδυμοτείχου με την ονομασία «Βυζαντινές Γιορτές Κάστρου Διδυμοτείχου».
ΠΗΓΗ:
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 6.6.2022.
[1]. Βλ. Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολής,
Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 2002, σελ. 130.
[2]. Βλ. Στο ίδιο, σελ. 132.
[3]. Βλ. Αθανασίου Γουρίδη, Διδυμότειχο μια άγνωστη πρωτεύουσα, Εκδόσεις
Επικοινωνία ΑΕ, Διδυμότειχο 2008, σελ. 43.
[4]. Καλογιάν / Καλογιάννης ο Ρωμαιοκτόνος (1168 – 1207) γνωστός και ως Ιβάν
Α΄ (Ιωάννης Α΄) ήταν ηγεμών (τσάρος) Βουλγαρίας (1197-1207). Από τους Έλληνες ιστορικούς αποκαλείται και ως Σκυλογιάννης.
[5]. Βλ. Φίλιππου Γιαννόπουλου, Διδυμότειχο – Ιστορία ενός Βυζαντινού
Οχυρού, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Αθήνα 1989, σελ. 55.
[6]. Βλ. Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, ό.π., σ.ελ 155.
[7]. Μετά το 1204 δημιουργήθηκαν τρεις εστίες αντίστασης κατά των Φράγκων :
η αυτοκρατορία της Νίκαιας, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το Δεσποτάτο
της Ηπείρου.
[8]. Βλ. Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, ό.π., σελ. 163.
[9]. Βλ. Φίλιππου Γιαννόπουλου, ό.π., σελ. 55.
[10]. Βλ. Γεωργίου Ακροπολίτη, Χρονική Συγγραφή, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2003,
σελ. 33.
[11]. Ο χρονογράφος Εφραίμ (τέλη 13ου πρώτο μισό 14ου αι.) αναφέρει για τον
θάνατο του Ιωάννη Καματηρού τα εξής: «τούτου Ξιφιλίνου θανόντος, εγκαθίσταται
θρόνω, ο Καματηρός ευεπής Ιωάννης, ίδρις σοφίας παντοδαπής και λόγων, επήβολός
τε δογμάτων των ενθέων, εκκλησίας ων λευίτης χαρτοφύλαξ. Εφ’ ου παρεστήσαντο
Λατίνοι πόλιν, ος εξελαθείς δυστυχώς προς Λατίνων θρόνου πατρίδος της εμής
Βυζαντίδος οικεί Διδυμότοιχον εις άστυ φθάσας, ένθα θανών έλιπεν ηλίου φάος».
Πηγή : Βλ. Γρηγόρης Π. Ευθυμίου, Το Διδυμότειχον κατά τους Βυζαντινούς χρόνους,
Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, Τόμος 22ος, Εν Αθήναις
1957, σ. 358.
[12]. Ο Νικήτας Χωνιάτης (περ. 1155 - περ. 1216) θεωρείται ο σημαντικότερος
ιστορικός της εποχής του.
[13]. Ως ποταμό Εύρο ο Χωνιάτης θέλει να περιγράψει τον σημερινό Έβρο,
προφανώς εννοεί ότι φούσκωσαν τα νερά του ποταμού Έβρου και μαζί τους και τα
νερά του Ερυθρωπού (Ερυθροποτάμου παραπόταμου του Έβρου) καθώς ο παραπόταμος
αυτός ρέει δίπλα στο κάστρο του Διδυμοτείχου.
[14]. Βλ. Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις, Μετάφραση από το πρωτότυπο του
Θανάση Μουσόπουλου (φιλολόγου, ποιητή και συγγραφέα).
[15]. Βλ. Δημητρίου Μανάκα, Θρακική Επετηρίδα, Ετήσια έκδοση του Μορφωτικού
Ομίλου Κομοτηνής, Τόμος Γ΄, Διδυμότειχον, Κομοτηνή 1982, σσ. 159-160.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook