Η 7.000 χρόνων ΕΡΕΤΡΙΑ της Θεσσαλίας, μητρόπολη της Ερέτριας Ευβοίας - Της Β. Τρ. Βαρακλιώτου

Η 7.000 χρόνων
ΕΡΕΤΡΙΑ της Θεσσαλίας,
μητρόπολη της Ερέτριας Ευβοίας

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Της Βασιλικής Τριαντ. Βαρακλιώτου

Η ιστορία της Ερέτριας του νομού της Λάρισας έχει την αφετηρία της στη Νεολιθική Εποχή. Με την παρουσία του νεολιθικού οικισμού στην περιοχή της, περί το 5.000 π.Χ.,[1] αρχίζει μία μακραίωνη διαδρομή, η οποία, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά και ιστορικά δεδομένα, είναι ιδιαίτερα εμφανής κατά τη Μέση Νεολιθική (5.000– 4.000 π.Χ.) και κατά τη Νεότερη (4.000–3.000 π.Χ.). Με βάση την ταξινόμηση των ευρημάτων της κεραμικής του οικισμού η παρουσία του συνεχίζεται και κατά την επόμενη περίοδο της Χαλκοκρατίας, με σαφή δείγματα για τη Μέση Εποχή του Χαλκού (1.900–1.600 π.Χ.) και για την Ύστερη (1.600–1.100 π.Χ.).

Κατά την ιστορική εποχή είναι μία από τις πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας στη Νοτιοανατολική Θεσσαλία, η οποία μεταφέρει το προϊστορικό της παρελθόν και κατοικείται από Αχαιούς, ένα από τα πιο σημαντικά πανάρχαια ελληνικά φύλα.

Ο προϊστορικός οικισμός της ανασκάφτηκε πρώτα το 1905 από τον Χρήστο Τσούντα και δύο χρόνια αργότερα, το 1907, η ανασκαφή συνεχίστηκε από τους άγγλους αρχαιολόγους Alan Wace και Maurice Thompson. Η δεύτερη ανασκαφή διήρκεσε έως το 1910.

Ο οικισμός τοποθετείται στη Μέση Νεολιθική Εποχή (5.000-4.000 π.Χ), τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι: ο μόνιμος οικισμός, η ασχολία με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, η χειροποίητη κεραμική και τα λίθινα επεξεργασμένα καλά εργαλεία. Η αρχή της Νεολιθικής Εποχής στην Ελλάδα, η οποία χωρίζεται σε τρεις περιόδους, την Αρχαιότερη, τη Μέση και τη Νεότερη, τοποθετείται γύρω στο 7.000 π.Χ. και το τέλος της περίπου μετά το 3.000 π.Χ.

Η πριν από τη Νεολιθική, Παλαιολιθική Εποχή, η οποία έχει και τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, από το 600.000 π.Χ. έως και το 8.000 π.Χ., καλύπτει την προσπάθεια του ανθρώπου να επιβιώσει με το κυνήγι ή με την αλιεία, χωρίς μόνιμη κατοικία, σε σπηλιές και με πρωτόγονα εργαλεία. Τα πρώτα δείγματα της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής στην Ελλάδα, τα οποία βεβαιώνουν και την ύπαρξη οικισμού και χρονολογούνται πριν από το 100.000 π.Χ., βρέθηκαν στη Θεσσαλία, όταν το 1958 μία γερμανική αρχαιολογική αποστολή ανακάλυψε, στις όχθες του Πηνειού κοντά στη Λάρισα, άφθονα παλαιολιθικά εργαλεία και απολιθωμένα ζωολογικά λείψανα.

Αλλά και όσον αφορά τη Νεολιθική Εποχή, τα πρώτα λείψανα νεολιθικών οικισμών που βρέθηκαν σε ευρωπαϊκό έδαφος ήταν στη Θεσσαλία, το 1956, και συγκεκριμένα πρώτα στην Άργισσα (4,5 χλμ. δυτικά της Λάρισας, στην αριστερή όχθη του Πηνειού) και έπειτα στο Σέσκλο. Χωρίς, βέβαια, η Θεσσαλία να είναι η μόνη κοιτίδα του νεολιθικού πολιτισμού στην Ελλάδα, το θεσσαλικό υλικό των ευρημάτων της Νεολιθικής Εποχής θεωρείται πολύ βασικό, διότι αντιπροσωπεύει πλήρως τη σειρά των διαδοχικών εξελίξεων, δίνοντας στοιχεία ιδιαίτερα σημαντικά.

Αντιπροσωπευτικό δείγμα αποτελούν οι δύο πασίγνωστοι νεολιθικοί οικισμοί στο Σέσκλο και στο Διμήνι με τα θαυμαστά αρχιτεκτονικά λείψανα. Επίσης σημαντικοί ανασκαμμένοι νεολιθικοί οικισμοί είναι η Άργισσα, η Οτζάκι Μαγούλα κοντά στη Λάρισα, το Κεφαλόβρυσο των Τρικάλων, η Νεσσωνίς, η Πύρασος, η Μαγουλίτσα της Καρδίτσας, η Τσάνη Μαγούλα στους Σοφάδες, το Τσαγκλί, η Ζερέλια του Αλμυρού, το Ζάρκο κ.ά.

Οι νεολιθικοί οικισμοί ήταν οικονομικά αυτάρκεις, με την οικονομία τους βασισμένη κυρίως στη γεωργία και στην κτηνοτροφία και με ανεπτυγμένη την τέχνη της κεραμικής, για την οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι είχαν δημιουργήσει μεταξύ τους εμπορικά δίκτυα ανταλλαγών. Η διαδεδομένη χρήση του οψιανού[2] σε όλους τους οικισμούς μαρτυρεί, ακόμη, εμπορικές επαφές με τη Μήλο, καθώς αυτή ήταν η κύρια κοιτίδα του.

Η κυρίαρχη θέση την οποία κατείχε η Θεσσαλία καθ’ όλη τη Νεολιθική Εποχή στην κεραμική ποιότητας ήταν ο λόγος για την ανάπτυξη του εμπορίου, διά ξηράς και θάλασσας με αρκετές περιοχές, όπως τη Μακεδονία, τις Κυκλάδες ακόμη και με λιμάνια της Αδριατικής. Η Θεσσαλία ήταν τότε μία σημαντική περιοχή ανταλλαγών, όχι μόνο με τη μορφή του τοπικού αλλά και του διαπολιτιστικού εμπορίου μεταξύ της Σικελίας, της Εγγύς Ανατολής και της κοιλάδας του Δούναβη.

Ο νεολιθικός οικισμός στην περιοχή της Ερέτριας, γνωστός αρχαιολογικά ως Τσαγκλί Μαγούλα ή Τσαγκλί είναι σύγχρονος του Σέσκλου, με ακμαία παρουσία όχι μόνο στη Μέση Νεολιθική Εποχή (5.000-4.000 π.Χ.) αλλά και στη Νεότερη (4.000-3.000 π.Χ.).

Το τοπωνύμιο Τσαγκλί προσδιόριζε τον οικισμό που ίδρυσαν, κοντά στη θέση της αρχαίας Ερέτριας, Οθωμανοί Γιουρούκοι τον 15ο αι. και μετονομάσθηκε σε Ερέτρια με το Δ. 4.11.1927 (ΦΕΚ Α 306/1927).[3] Με το όνομα αυτό καταχωρίσθηκε στις πρώτες αρχαιολογικές μελέτες και έκτοτε αναφέρεται έτσι. Η λέξη τσαγκλί στην τουρκική γλώσσα σημαίνει το θραύσμα, το σπασμένο γυαλί ή κομμάτι και αιτιολογείται, είτε από τα θραύσματα των κεραμικών τα οποία είναι διάσπαρτα στην περιοχή του νεολιθικού οικισμού, είτε από τα σπασμένα κομμάτια του χρωμίου, κοιτάσματα του οποίου υπάρχουν στην Ερέτρια όχι μόνο σε βάθος αλλά και στην επιφάνεια της γης άφθονα, ώστε τα μαύρα γυαλιστερά κομμάτια του μεταλλεύματος να «κοσμούν» μεγάλες εκτάσεις της περιοχής.

Τα μεταλλεία υπήρξαν και η αφορμή για την ανασκαφή και αποκάλυψη του νεολιθικού οικισμού, όταν στις αρχές 20ού αιώνα, εξ αιτίας εργασιών που γίνονταν για την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής από τους ιδιοκτήτες του μεταλλείου, Μαργαρίτη και Περικλή Αποστολίδη, με σκοπό τη μεταφορά του μεταλλεύματος, έγινε η ανακάλυψη των προϊστορικών αντικειμένων σε τμήμα της Μαγούλας και ενώ είχαν σκάψει σχεδόν το 1/8 της έκτασής της για τις εγκαταστάσεις της γραμμής. Μετά ακολούθησαν επίσημες αρχαιολογικές ανασκαφές.

Η πρώτη έγινε το 1905 από τον Τσούντα και, όπως φάνηκε, ο νεολιθικός οικισμός ήταν μία μεγάλη μαγούλα με διαστάσεις 200Χ200 μ. (40 στρέμματα) και βαθύτατες επιχώσεις 10 μ. Οι διανοίξεις των δοκιμαστικών τομών προσέφεραν σημαντικά αρχιτεκτονικά και κεραμικά κατάλοιπα, ώστε η κεραμική του οικισμού να χαρακτηρίζεται ως εκπληκτικά άφθονη, η οποία απαρτίζει τη σπουδαιότερη συλλογή από όλη τη Θεσσαλία.

Η κεραμική είναι το αφθονότερο και σπουδαιότερο δημιούργημα της Νεολιθικής Εποχής με ξεχωριστή ιστορική αξία, διότι προϋποθέτει μία οργανωμένη ζωή του ανθρώπου, με μόνιμη κατοικία σε οικισμό, με κοινωνικότητα και ανεπτυγμένη δραστηριότητα. Τον πηλό βέβαια τον χρησιμοποιούσαν και κατά την Παλαιολιθική Εποχή, όμως με πολύ απλοϊκό τρόπο, όπως μαρτυρούν τα παλαιολιθικά ειδώλια, ενώ η διευρυμένη χρήση του με την κατασκευή διακοσμητικών και λειτουργικών αγγείων, για την αποθήκευση υγρών, τροφίμων κ.λπ. είναι χαρακτηριστικό της Νεολιθικής Εποχής.

Η κατασκευή αυτή απαιτούσε αρκετή προεργασία, όπως πλάσιμο με καθάρισμα του πηλού και προσθήκη απολιπαντικής ύλης, ξήρανση του αγγείου πριν από την όπτηση (ψήσιμο), επίτευξη θερμοκρασίας πάνω από 600ο C κ.ά. Γι’ αυτό δημιουργήθηκαν και τα ανάλογα εργαστήρια, τα οποία βρίσκονταν έξω από τον οικισμό για τον κίνδυνο πυρκαγιάς, αφού τα σπίτια του οικισμού είχαν και εύφλεκτα υλικά, όπως για παράδειγμα ξύλα. Τα εργαστήρια κεραμικής του νεολιθικού οικισμού στην περιοχή της Ερέτριας ήταν έξω από τον οικισμό.

Από την αναπτυγμένη τέχνη της κεραμικής των νεολιθικών χρόνων βγαίνουν ωραία έργα. Η επιφάνεια των αγγείων παίρνει ποικίλες αποχρώσεις από το μελανό έως το λευκό, ενώ εμφανίζονται οι πρώτες διακοσμήσεις, συνήθως με κόκκινο ή καστανό χρώμα πάνω σε ανοικτό ή βαθυκόκκινο πηλό, καθώς και ανοιχτόχρωμο ή λευκό επίχρισμα με γραμμική διακόσμηση (γραμμές παράλληλες, τεθλασμένες, τρίγωνα, κ.ά.) και με θέματα από την υφαντική ή την τέχνη του πλεκτού.

Προς το τέλος της Μέσης Νεολιθικής, σε δύο οικισμούς της Θεσσαλίας, στον παρά την Ερέτρια και στο Σέσκλο, παρατηρήθηκε κάτι το άξιο αναφοράς στην τέχνη της κεραμικής. Στην κατασκευή πολλών αγγείων υπήρχαν αρκετές ενδείξεις για κάποια γνώση του χαλκού, πολύ πριν διαδοθεί η χρήση του. Η επιρροή από χάλκινα πρότυπα ήταν εμφανής στο σχήμα τους, το δε πάχος των τοιχωμάτων τους ήταν τόσο λεπτό, ενίοτε λιγότερο και από δύο χιλιοστά, ώστε και αυτό μάλλον θα πρέπει να αποδοθεί στην επίδραση μεταλλικών προτύπων. Ακόμη και το χρώμα των αγγείων αυτών μιμούνταν τον χαλκό και η μόλις διαφαινόμενη διακόσμηση έμοιαζε με την απόχρωση του ζεστού χάλκινου χρώματος.

Έστω κι αν δεν μπορεί να βεβαιωθεί η χρήση του μετάλλου αυτού και μάλιστα με τη μορφή αγγείων την εποχή αυτή, σίγουρα οι ειδικευμένοι κεραμείς των προαναφερθέντων οικισμών θα είχαν κάποια ιδέα, η οποία εκφράστηκε με πρωτοποριακό τρόπο στα έργα τους.

Συχνά στις αρχαιολογικές πληροφορίες για τους δύο γειτονικούς οικισμούς, το Σέσκλο και το Τσαγκλί, επισημαίνονται μεταξύ τους αρκετές ομοιότητες, οι οποίες έχουν σχέση με τον τρόπο κατασκευής των οικημάτων τους με τη λιθόκτιστη κρηπίδα, το χτίσιμο κάποιων τάφων με άψητες πλίνθους, καθώς και με δημιουργήματα κεραμικής, τα οποία είναι χρηστικά ή διακοσμητικά αντικείμενα και αγγεία.

Όλα αυτά τα κοινά στοιχεία πείθουν για εδραιωμένη επικοινωνία μεταξύ των δύο οικισμών, με εμπορικές συναλλαγές και πολιτιστικές επαφέςˑ ίσως και για κάποιο είδος συνεργασίας ή σύμπραξης.

Οι A. Wace και M. Thompson, οι οποίοι συνέχισαν μετά τον Τσούντα τις ανασκαφές, από το 1907 έως το 1910, περιγράφοντας αναλυτικά και με πλούσια εικονογράφηση τα αποτελέσματα των εργασιών τους, δίνουν σημαντικά στοιχεία για τα ευρήματα των ανασκαφών τους και τη σπουδαιότητα του οικισμού, τον οποίο θεωρούν από τους μεγαλύτερους της περιοχής.[4]

Διαπίστωσαν ότι στην κεραμική υπήρχαν ομοιότητες όχι μόνο με το Σέσκλο, που ήταν και οι περισσότερες, αλλά και με δύο άλλους οικισμούς, το Λιανοκλάδι της Λαμίας και της μαγούλας Ζερέλια (κοντά στον Αλμυρό), γεγονός που αποδεικνύει την επικοινωνία η οποία υπήρχε καθώς και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις.[5]

Αγγεία με κυματοειδή σχήματα, τα οποία βρέθηκαν στον παρά την Ερέτρια νεολιθικό οικισμό, είχαν ομοιότητες με κάποια τα οποία βρέθηκαν στο Λιανοκλάδι· επίσης ομοιότητες, ως προς το σχήμα, παρατηρήθηκαν με αγγεία που βρέθηκαν στη Ζερέλια, με τη δική τους όμως τεχνοτροπία, διότι μπορούσες να τα ξεχωρίσεις.

Τα αναφερόμενα κεραμικά είναι άφθονα και καλύπτουν όλες τις κατηγορίες, ενώ τα χρώματα είναι βαθύ κόκκινο πάνω σε κόκκινο πηλό, λευκό πάνω σε κόκκινο, χλωμό άσπρο σε πορτοκαλοκόκκινο πηλό και κόκκινο πάνω σε λευκό. Στα ευρήματα της προδιμηνιακής περιόδου υπάρχει και το μελανό χρώμα, συνδυασμένο με κόκκινο πηλό, με πορτοκαλοκόκκινο ή λευκό.

Υπάρχει μεγάλη ποικιλία από αγγεία.[6] Ήταν πολλά μικρά σε πολλή καλή κατάσταση, λεπτά και καλοδουλεμένα με στιλβωμένη επιφάνεια, στα οποία οι χειρολαβές ήταν στρόγγυλες ή στενόμακρες, καθώς και άλλα με στενό λαιμό σε διάφορα μεγέθη. Βρέθηκαν μικρά ποτήρια χωρίς χερούλια και πολλές ποικιλίες από κούπες, ανάμεσα στις οποίες ξεχώριζαν κάποιες με σχήμα καμπάνας με χαμηλά τα χερούλια, ενώ μερικές είχαν υπερυψωμένη βάση. Περιγράφουν διάφορα είδη πιάτων, όπως ορθογώνια με 4 μικρά στηρίγματα ή ανοικτά με πλατύ μεγάλο επίπεδο πάτο, ξεχωρίζοντας ανάμεσά τους ένα μεγάλο και πλατύ με καμπυλωτές άκρες, είδος φρουτιέρας.

Μέσα σε σπίτια εντόπισαν μεγάλα αγγεία, στα οποία αποθήκευαν μικρότερα δοχεία, και πιθάρια με κόκκινη βάση διακοσμημένα με λευκές γραμμές. Τα σχέδια πάνω σε όλα αυτά ήταν γραμμές κυματοειδείς ή γραμμές παράλληλες ή σπειροειδείς ή λεπτές κορδελωτές γραμμές.

Κάποια σκεύη – δοχεία,[7] τα οποία χαρακτηρίστηκαν σημαντικά από τους δύο αρχαιολόγους, κατατάχθηκαν σε δύο τύπους. Στον ένα ανήκουν όσα ήταν μεγάλα με 4 πόδια και βαθουλωτή επιφάνεια, πιθανόν για μαγείρεμα, που βρέθηκαν σε δυο σπίτια, και στο άλλο όσα ήταν μικρά και καλοφτιαγμένα σε σχήμα κουτιούˑ ένα από αυτά έμοιαζε με τραπεζάκι με στρογγυλό καπάκι, που πιθανόν να ήταν τραπέζι για προσφορές.

Σε κομμάτια από κύπελλα σε σπίτι παρατήρησαν μινυακά σχέδια,[8] καθώς και θραύσματα από μυκηναϊκά σκεύη σε άλλο σπίτι. Ανάμεσα στα ευρήματα αναφέρουν ένα μινυακό φλυτζάνι και διάφορα άλλα αντικείμενα, όπως βελόνες από κόκκαλα, κέρατα από ελάφια, πέτρινα γουδιά, 60 πήλινα σφαιρίδια για σφεντόνες και 5 κοσμήματαˑ βραχιόλι από σπασμένα κοχύλια,[9] τρία σπασμένα πέτρινα βραχιόλια και ένα δαχτυλίδι από κόκκινη πέτρα.

Μεταξύ των άλλων περιγράφουν 24 πήλινα ειδώλια, από τα οποία τα 12 ήταν πολύ καλά κατασκευασμένα με στιλβωμένη επιφάνεια. Και οι αντρικές και οι γυναικείες φιγούρες είχαν μακρύ λαιμό και οι μεν άντρες, οι οποίοι είναι καθισμένοι, ακουμπούν τα χέρια στα γόνατα, ενώ οι γυναίκες είναι όρθιες με τα χέρια κάτω από τα στήθη. Σε δύο γυναικείες μορφέ υπήρχαν περιδέραια. Όλα τα ανδρικά ειδώλια της Νεολιθικής Εποχής της Θεσσαλίας είναι καθισμένα, «ένθρονα» (τα μπροστινά πόδια του καθίσματος ταυτίζονται με τα πόδια της μορφής), ενώ τα γυναικεία είναι πάντοτε όρθια ή καθισμένα στο έδαφος με τα πόδια διπλωμένα στο πλάι.

Αναφέρουν πουλιά από τερακότα, τα οποία έμοιαζαν με αντίστοιχα από το Σέσκλο, καθώς και πυραμιδικά βαρίδια για αργαλειό, με τρύπες στις κορυφές μαζί με 2 πηνία φτιαγμένα κι αυτά από τερακότα.[10]

Ήρθαν στο φως πολλά λίθινα εργαλεία, όπως αξίνες, πελέκεις, σφυριά και πολλών τύπων σμιλεμένες πέτρες, επιμήκεις ή τριγωνικές, με ποικιλία μήκους και πλάτους, που τις χρησιμοποιούσαν ως ειδικά εργαλεία για κατασκευές από πέτρα και από ξύλο. Επίσης βρέθηκαν μαχαίρια και λεπίδες από οψιανό και πυριτόλιθο.[11]

Εντοπίστηκαν αρκετές μυλόπετρες[12] από ηφαιστειογενή πέτρα, τις οποίες κατέταξαν οι δύο αρχαιολόγοι σε δύο τύπους. Στον πρώτο όσες ήταν στρόγγυλες με στρόγγυλη εσοχή στο κέντρο και στο δεύτερο όσες ήταν δύο πέτρες ακανόνιστου σχήματος με επίπεδη επιφάνεια και εφαπτόμενη η μία πάνω στην άλλη. Επιπλέον περιγράφουν δύο ηφαιστειογενείς πέτρες ως λειαντές ή τροχιστές, με χειρολαβές και 5 πέτρινους δίσκους, από τους οποίους οι 3 είχαν από δύο οπές απέναντι, ο ένας από μία, ενώ ο άλλος δίσκος ήταν διαφορετικός, δεν είχε οπές αλλά ήταν σχηματισμένο πάνω του ένα Χ με τελείες που εκτεινόταν σε όλη την επιφάνειά του.

Περιγράφουν δύο ακόμη δυσεξήγητα ευρήματα. Το ένα είναι μία πέτρα σμιλεμένη στο σχήμα ανθρώπινου ποδιού, με εσοχή και οπή στο πάνω μέρος, το οποίο χαρακτηρίζουν εντυπωσιακό, και το άλλο που το χαρακτηρίζουν παράξενο, μία κανάτα κεραμική με απόχρωση του μαύρου πάνω σε χλωμόλευκο πηλό, η κατασκευή της οποίας ήταν, κατά την άποψή τους, απόπειρα να παραστήσει ο τεχνίτης ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Ίσως ήταν δική του επινόηση χρηστική ή διακοσμητική, καθώς στον τομέα της αγγειοπλαστικής δεν ήταν σπάνιες οι ιδιότυπες κατασκευές.

Στη μελέτη τους για τα ευρήματα των ανασκαφών αναφέρουν ότι στην κορυφή της Μαγούλας, περίπου 50 μ. κάτω από την επιφάνεια, βρέθηκε ένας κιβωτιόσχημος τάφος με πλάκες, με ανθρώπινο σκελετό εντός του, γερμένο στην αριστερή του πλευρά και με ελαφρώς συσπειρωμένο το σώμα του. Ο Τσούντας[13] ανέφερε ότι υπάρχουν και άλλοι τάφοι, κάποιοι από τους οποίους είχαν χτιστεί από άψητες πλίνθους, όπως οι αντίστοιχοι στο Σέσκλο. Η άποψή του αυτή ενισχύθηκε από αγγεία που βρέθηκαν, τα οποία έμοιαζαν με αγγεία τάφων του Σέσκλου. Ο Thompson αναφέρει στη μελέτη του πως παρ’ ότι έσκαψε δεν μπόρεσε να βρει άλλους.[14]

Η λεπτομερής και ακριβής περιγραφή των ευρημάτων από τους Wace και Thompson δίνει αρκετά στοιχεία για τη λειτουργία του οικισμού και υποδηλώνει ένα ανεπτυγμένο πολιτισμικό επίπεδο. Όλα τα ευρήματα, κυρίως τα άφθονα κεραμικά, αλλά και τα λίθινα εργαλεία, χαρτογραφούν την παραγωγική δομή του οικισμού και μας παρέχουν πληροφορίες για τις ασχολίες των κατοίκων και για τον τρόπο της διαβίωσής τους.

Για παράδειγμα, ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία των λίθινων εργαλείων, τα λίθινα είδη οικιακής χρήσης και τα λίθινα κρηπιδώματα στο κτίσιμο των σπιτιών, δείχνουν την ιδιαίτερη επαφή που είχαν με την πέτρα. Τα ειδικά εργαλεία για τις ξυλοκατασκευές φανερώνουν το μεγάλο εύρος της χρήσης του ξύλου, όπως όπλα για κυνήγι, δοκάρια για υποστηρίγματα στους τοίχους των σπιτιών, καθίσματα και κλίνες και αρκετές άλλες κατασκευές. Οι μυλόπετρες δείχνουν την ενασχόλησή τους με τη γεωργία, η οποία μαζί με την κτηνοτροφία αποτελούσαν τη βάση της οικονομίας του οικισμού, ενώ τα βαρίδια και τα πηνία (σαΐτες) του αργαλειού αποδεικνύουν την ενασχόληση με την υφαντική.

Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι πριν από την επινόηση της κεραμικής ο νεολιθικός άνθρωπος έπλεκε ψάθες και καλάθια και ύφαινε, δημιουργώντας μέσα από την τέχνη αυτή σχέδια και διακοσμητικά σύνολα, τα οποία χρησιμοποίησαν αργότερα οι αγγειοπλάστες στα έργα τους, ώστε ωραία μοτίβα της υφαντικής να κοσμούν τα αγγεία.

Οι μυλόπετρες από ηφαιστειογενή πέτρα που χρησιμοποιούσαν ήταν οι πλέον κατάλληλες για το άλεσμα των δημητριακών καρπών, λόγω της τραχιάς τους επιφάνειας και η ανεύρεση της πρώτης ύλης από τους κατοίκους του οικισμού δεν πρέπει να ήταν δύσκολη, επειδή κοντά τους υπήρχε ηφαίστειο.

Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό, σύμφωνα με γεωλογικές πληροφορίες, εκτείνονταν ηφαιστειακά πετρώματα βασαλτικής λάβας από δύο ηφαίστεια. [15] Το ένα και πιο κοντινό στον οικισμό είναι των Φθιωτίδων Θηβών (Μικροθήβες), 18 χλμ. περίπου από την Ερέτρια, με ιστορικές πληροφορίες για την από αρχαιοτάτων χρόνων παρουσία του, ορατό και προσβάσιμο, αρκετά κοντά στο αρχαίο θέατρο των Φθιωτίδων Θηβών. Το άλλο είναι το ηφαίστειο Πορφυρίων,[16] στη θέση Μάραθος, μεταξύ της Ν. Αγχιάλου και του Βόλου.

Στον τομέα της κεραμικής τα ποικίλα και εκλεπτυσμένα δημιουργήματα δείχνουν το ανεπτυγμένο επίπεδο των ειδικευμένων τεχνιτών και δηλώνουν παράλληλα τη μακρόχρονη πορεία του οικισμού, μέσα από τις αντιπροσωπευτικές εκφάνσεις της κεραμικής τέχνης, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Τα μινυακά και μυκηναϊκά ευρήματα, που αναφέρουν οι Wace και Thompson, είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα της κεραμικής της Μέσης Χαλκοκρατίας ή Μεσοελλαδικής Εποχής (1.900-1.600) για τα μινυακά και της Ύστερης Χαλκοκρατίας (1.600-1.100) για τα μυκηναϊκά. Τα δύο είδη ευρημάτων μαρτυρούν την παρουσία του οικισμού και μετά τη Νεότερη Νεολιθική Εποχή, κατά τη Μέση και Ύστερη Χαλκοκρατία.

Εκτός από την κεραμική και η κατεργασία της πέτρας φανερώνει επιδεξιότητα και εφευρετικότητα, τόσο που κάποιες δημιουργίες είναι δυσερμήνευτες, καθώς δεν έχουμε άλλα παρόμοια ευρήματα, ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα. Μία δυσεξήγητη κατασκευή είναι ο πέτρινος δίσκος με το σχηματισμένο από τελείες «Χ» στην επιφάνειά του, που προκαλεί ερωτηματικά με υποθετικές απαντήσεις, οι οποίες προσεγγίζουν την πρόθεση του δημιουργού να εκφράσει κάτι το συμβολικό ή κάτι το συγκεκριμένο. Ίσως ήταν ένα διακοσμητικό σχήμα, με τη διασταύρωση των δύο γραμμών, ή κάποιο σύμβολο. Μπορεί επίσης να ήταν μία ένδειξη γραφής ή αρίθμησης.[17]

Επίσης στις εγχάρακτες διακοσμήσεις των αγγείων της Νεολιθικής Εποχής οι γραμμές, οι επάλληλες γωνίες, οι τελείες, ο πλάγιος σταυρός ή το σύμβολο Χ χαρακτηρίζονται ως «σημεία κεραμέων», με τα οποία είχαν σκοπό οι αγγειοπλάστες να επισημάνουν το είδος ή την προέλευση των προϊόντων τους, πριν από τη χρήση των σφραγίδων.

Είναι πιθανό, λοιπόν, στον συγκεκριμένο δίσκο το Χ που σχηματιζόταν από τις τελείες να ήταν ένδειξη αρίθμησης ή ένα «σημείο κεραμέως». Δυστυχώς δεν υπάρχει απεικόνιση του ευρήματος αυτού, παρά μόνο η λεπτομερής περιγραφή του από τους Wace και Thompson στη μελέτη τους.

Σε όστρακα του οικισμού επισημαίνονται από τους δύο αρχαιολόγους τέτοια «σημεία».[18] Είναι γραμμές λοξές κατά σειρά τοποθετημένες, ή γραμμές κυρτές πάλι κατά σειρά τοποθετημένες, ενώ αλλού διακρίνονται ένας πλάγιος σταυρός και ένας μικρός κύκλος, σαν το γράμμα «ο». Όλα αυτά τα «σημεία» είναι άξια προσοχής και έρευνας. Πρέπει ακόμη να έχουμε υπόψη ότι η διακοσμητική στα αγγεία δεν είναι μόνο έκφραση συμβόλων και σχεδίων, αλλά από αυτή ξεκινά ουσιαστικά και η ιδέα της γραφής.

Μία άλλη εντυπωσιακή κατασκευή ήταν η σμιλεμένη πέτρα στο σχήμα του ανθρώπινου ποδιού, με την εσοχή και οπή στο πάνω μέρος, η οποία δεν επιδέχεται και αυτή βέβαιες απαντήσεις και είναι δυσερμήνευτη. Πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε ως «τάμα» προς επίκληση ίασης, υποδηλώνοντας μία πράξη αφιερώματος ή να συμβόλιζε κάτι άλλο.

Στην κατηγορία των ιδιαίτερων ευρημάτων ανήκει και ένα έγχρωμο, σταυρόσχημο γυναικείο ειδώλιο της Νεότερης Νεολιθικής με πτηνόμορφη κεφαλή και γεωμετρική διακόσμηση, το οποίο χαρακτηρίζεται ως ένα θαυμάσιο δείγμα τέχνης της Νεολιθικής Εποχής. Πτηνόμορφα ειδώλια έχουν βρεθεί ακόμη, της Μέσης Νεολιθικής, στη Μυρίνη της Καρδίτσας και μεταγενέστερων εποχών στην Ακρόπολη των Αθηνών (μυκηναϊκή περίοδος), στη Βοιωτία (αρχαϊκή εποχή) και στην Κρήτη.

Πρόκειται ίσως για λατρευτικό ειδώλιο των προϊστορικών χρόνων, όταν οι άνθρωποι, πολύ πριν από τους θεούς του Ολύμπου, λάτρευαν ζωόμορφες θεότητες, δίνοντας σε ζώα και πουλιά ξεχωριστές ιδιότητες. Πάντα τα πουλιά στους θρύλους και στους μύθους ήταν οι πνευματικοί αγγελιοφόροι, ενώ στη μετέπειτα θρησκεία των 12 θεών, συνυπήρχαν με αυτούς ως σύμβολα, μεταφέροντας σίγουρα και την προϊστορική τους σύνδεση με τον άνθρωπό.[19]

Πτηνόμορφες θεότητες των προϊστορικών χρόνων υπήρχαν περισσότερο διαδεδομένες σε κάποιους λαούς, όπως στους Αιγύπτιους και στους Σουμέριους, ενώ σε βραχογραφίες παλαιολιθικών σπηλαίων βρέθηκαν τέτοιες μορφές σε αρκετές χώρες.

Ένα τέτοιο εύρημα εμπλουτίζει το πολιτισμικό περιβάλλον του οικισμού, καθώς υποδηλώνει την πιθανή παρουσία θρησκευτικής ζωής στην κοινωνία του, κατά τη Νεολιθική Εποχή και αποτελεί αφορμή για μεγαλύτερη έρευνα.

Η λιθοτεχνία του οικισμού περιλάμβανε και την κατασκευή κοσμημάτων. Το κυριότερο από τα κοσμήματα που αναφέρουν είναι ένα δαχτυλίδι από κόκκινη πέτρα, για το οποίο δεν είναι γνωστό αν ανήκει στη Νεολιθική Εποχή του οικισμού ή στη Χαλκοκρατία αργότερα.

Σχετικά με την πέτρα, από την οποία κατασκευάστηκε, είναι πολύ πιθανό να προερχόταν από τον οικισμό, διότι στην περιοχή του υπάρχουν πετρώματα και ορυκτά σε κόκκινη απόχρωση. Είναι ο πυριτόλιθος, ο κερατόλιθος (ιζηματογενές πέτρωμα θαλάσσιας προέλευσης), ο σερπεντινίτης (οφίτης) που απαντάται και σε κόκκινη απόχρωση, αλλά στη συγκεκριμένη περιοχή το σύνηθες χρώμα του είναι το γκριζοπράσινο, και ο ίασπις. Ο ίασπις είναι το ορυκτό, το οποίο το χρησιμοποιούσαν στην κοσμηματοποιία και ανήκει στην κατηγορία των ημιπολύτιμων λίθων, απαντώντας, εκτός από το κόκκινο, στις αποχρώσεις του μαύρου, γαλάζιου, κίτρινου και πράσινου.

Στα Λιθικά του Ορφέα[20] αναφέρεται ότι ο πράσινος ίασπις προστάτευε τα σπαρτά από το χαλάζι και τις αρρώστιες και ότι μπορούσε να φέρει και τη βροχή ακόμη και μέσα στην ξηρασία, αν ο ικέτης τον κρατούσε στα χέρια του την ώρα της προσφοράς στον Θεό.

Ο πυριτόλιθος είναι το οικείο πέτρωμα των νεολιθικών οικισμών, απαραίτητος για την τεχνολογία τους, και γι’ αυτό βρίσκεται σε όλα τα ευρήματα των ανασκαφών στη Θεσσαλία. Από τα απολεπίσματά του κατασκεύαζαν, με μία ιδιαίτερη τεχνική, λεπίδες σε διάφορα μεγέθη και για πολλές χρήσεις. Για χιλιάδες χρόνια οι λεπίδες και οι φολίδες (μικρές πλάκες) του πυριτόλιθου αποτελούσαν τους πιο πρακτικούς τρόπους εργαλείων για τους ανθρώπους όχι μόνο της Νεολιθικής αλλά και της Παλαιολιθικής Εποχής.

Ανάλογα με το μέγεθος και το πάχος χρησιμοποιούσαν τις μεγάλες ως μαχαίρια και τις μικρές ως αιχμές βελών ή, αφού τις εφάρμοζαν σε ξύλινα ή οστέινα στελέχη, ως δρεπάνια για το θέρισμα, επινοώντας πολλούς τρόπους χρήσης. Ακόμη τις είχαν ως βάση για την κατασκευή άλλων εργαλείων διάφορων τύπων, που με ανάλογη επεξεργασία έπαιρναν σταθερές μορφές για διάφορες χρήσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούσαν και τον οψιανό, ο οποίος, με την υαλώδη υφή του, ήταν κατάλληλος για την κατασκευή αιχμηρών εργαλείων και άλλων αντικειμένων.

Η κεραμική του οικισμού έχει χαρακτηριστεί ως εκπληκτικά άφθονη και απαρτίζει τη σπουδαιότερη συλλογή από όλη τη Θεσσαλία, ενώ βάσει των κεραμικών ευρημάτων μαρτυρείται η παρουσία του και κατά τη Νεότερη Νεολιθική με τα μελανά αγγεία της προδιμηνιακής φάσης, καθώς και κατά τη Μέση και Ύστερη Χαλκοκρατία με τα μινυακά και τα μυκηναϊκά.

Η παραγωγική δραστηριότητά του, για πολλούς αιώνες, με αξιόλογα δημιουργήματα, αποδεικνύει ότι υπήρχε άρτια γνώση της τέχνης αυτής με γερά θεμέλια, που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά.

Η ανεπτυγμένη τεχνική στις κεραμικές κατασκευές του οικισμού συνοδευόταν από ποικιλία χρωμάτων, όπως κόκκινο, βαθύ κόκκινο, υπόλευκο, λευκό και πορτοκαλοκόκκινο, ενώ από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά κυριαρχεί το τεφρό (γκρίζο) χωρίς να καταργείται η πολυχρωμία. Οι χρωματικές αποχρώσεις σχετίζονταν με την όπτηση (ψήσιμο) του πηλού και με τα στοιχεία τα οποία συνέθεταν την πρώτη ύλη, δηλαδή το χώμα, καθώς και με την οξείδωση ή μη κάποιων στοιχείων.

Το κόκκινο χρώμα υποδεικνύει χρήση πρώτων υλών με χαμηλή περιεκτικότητα σε ασβέστιο και υψηλή σε σίδηρο, ενώ η διαφοροποίηση στις ανοικτές αποχρώσεις του κόκκινου έως κίτρινο ή ωχρό οφειλόταν στις διαφοροποιήσεις της περιεκτικότητας σε ασβέστιο και στην οξείδωση του σιδήρου. Το σκούρο κόκκινο, το σκούρο πορτοκαλί και το κόκκινο – καστανό υποδηλώνει σιδηρούχο σύστημα, ενώ το λευκό και υπόλευκο ασβεστούχο. Το τεφρό χρώμα μπορεί να ήταν αποτέλεσμα διαφόρων διαδικασιών και, όσον αφορά την πρώτη ύλη, ο πηλός να είχε υψηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα και να μην έχει οξειδωθεί καλά, ή να έχει επικαθήσει στην επιφάνεια άνθρακας από την καύση.

Στα κεραμικά του οικισμού με το αμαυρό (θαμπό μαύρο) χρώμα, ο πηλός που χρησιμοποιούσαν είχε μέτρια έως υψηλή περιεκτικότητα σε ασβέστιο και πιθανώς να είχαν προστεθεί σκόπιμα στην πηλόμαζα θραύσματα χαλαζίτη. Με τη βοήθεια σύγχρονων γεωλογικών αναλύσεων έχει επιβεβαιωθεί ότι σε αρκετά δείγματα κεραμεικής ύλης του οικισμού έχουν βρεθεί, με έντονη μάλιστα παρουσία, θραύσματα ορυκτών της περιοχής του. Αυτά ανήκουν στην ομάδα του επιδότου, ορυκτό του αργιλίου, του ασβεστίου και του σιδήρου. Μαζί του συνδέονται ο ασβεστίτης, ο χαλαζίας, ο χλωρίτης, ο ζεόλιθος, ο σκαπόλιθος, ο ακτινόλιθος και ο τάλκης.

Τα θραύσματα των τοπικών ορυκτών και πετρωμάτων, που βρέθηκαν στην κεραμική ύλη του οικισμού, αποδεικνύουν τις ιδιαίτερες γνώσεις των κεραμοποιών και την εξοικείωσή τους με το γεωλογικό περιβάλλον της περιοχής τους.

Άμεση σχέση με τη χρωματική απόχρωση είχαν, επίσης, οι συνθήκες και ο βαθμός όπτησης των κεραμικών, καθώς από διαφορετικές συνθήκες όπτησης ή από «ατυχήματα» προέκυψαν ποικίλες χρωματικές αποχρώσεις, όπως γκρίζο ή σκούρο καστανό. Επίσης σε δείγματα αμαυρόχρωμης κεραμικής του οικισμού διαπιστώθηκε στρώση μαγγανιούχας και σιδηρομαγγανιούχας βαφής με μαύρο χρώμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, επειδή το μαγγάνιο ανήκει στην ίδια χημική ομάδα με το χρώμιο και η παρουσία τού ενός συνεπάγεται την παρουσία του άλλου, η ύπαρξη του μαγγανίου στον οικισμό υποδηλώνει και την ύπαρξη του χρωμίου, τα μεταλλεία του οποίου έκαναν γνωστή τη σύγχρονη Ερέτρια.

Εκτός από την άφθονη κεραμική, είναι σημαντικά και τα αρχιτεκτονικά λείψανα του οικισμού. Όλα τα σπίτια είχαν λιθόκτιστη κρηπίδα (θεμέλιο και βάση των τοίχων μέχρι ένα μέτρο από το δάπεδο), ενώ το πάνω μέρος των τοίχων ήταν κατασκευασμένο από ωμές πλίνθους με εσωτερική επάλειψη από πηλό.

Το σχήμα των σπιτιών ήταν τετράγωνο με εσωτερικές αντηρίδες, δύο σε κάθε πλευρά, για να ενισχύουν το πάχος των τοίχων στα σημεία που περνούσαν τα δοκάρια της στέγης. Η αντηρίδα ήταν το δοκάρι, το οποίο τοποθετημένο λοξά, χρησίμευε ως στήριγμα για το πάνω μέρος των τοίχων, καθώς το κάτω μέρος δεν χρειαζόταν ενίσχυση, αφού η κρηπίδα ήταν χτισμένη με πέτρες. Επειδή μόνο σ’ αυτόν τον οικισμό οι αντηρίδες υπήρχαν ανεξαιρέτως σε όλα τα οικήματα, έδωσαν και την ιδιαιτερότητα στο είδος αυτό του οικήματος, ώστε να χαρακτηρίζεται, αρχαιολογικά, το οίκημα με εσωτερικές αντηρίδες ως «οίκημα τύπου Τσαγκλί».

Στον οικισμό υπήρχε ακόμη και μία περίπτωση οικήματος με εσωτερική κιονοστοιχία, η οποία το χώριζε στα δύο και πιθανόν αυτό ήταν το μέγαρο του οικισμού, κατοικία του «άρχοντα».

Οι Wace και Thompson αναφέρουν στη μελέτη τους ότι κατά την ανασκαφή τους, εκτός από κάποιους μεμονωμένους τοίχους, βρήκαν 4 οικίες.[21] Η τέταρτη ήταν κάπως μακριά από τις άλλες, ενώ οι άλλες 3 ήταν ξαναχτισμένες η μία πάνω στην άλλη και η τελευταία φαινόταν ότι είχε καεί. Προσέθεσαν ακόμη ότι ίσως να υπήρχε και τέταρτη οικία πιο κάτω, επειδή φαινόταν ένας τοίχος που δυνάμωνε τα θεμέλια και που μάλλον ανήκε σε προγενέστερο οίκημα, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι περισσότερο για να βεβαιωθούν γι’ αυτό. Ανέφεραν, επίσης, ότι στην ανατολική πλευρά της Μαγούλας, που ήδη είχε σκαφτεί για την εγκατάσταση της σιδηροδρομικής γραμμής από τους ιδιοκτήτες των μεταλλείων, βρήκαν τα ερείπια 2 οικιών της πρώτης περιόδου. Στο μέρος αυτό υπήρχαν επίπεδα από καμένα υπολείμματα που υπεδείκνυαν ότι είχαν καεί οικίες.

Η Μέση Νεολιθική Εποχή στη Θεσσαλία δεν τελειώνει ταυτόχρονα για όλους τους οικισμούς ούτε με τον ίδιο τρόπο. Η μετάβαση στην επόμενη περίοδο, τη Νεότερη Νεολιθική (4.000-3.000 π.Χ.), για κάποιους γίνεται νωρίτερα και για άλλους αργότερα και όσον αφορά τον τρόπο, πότε οι αλλαγές γίνονται βαθμιαία και πότε απότομα.

Στους δύο γειτονικούς οικισμούς, Σέσκλο και Τσαγκλί, προς το τέλος της Μέσης Νεολιθικής έχει βεβαιωθεί γενική πυρπόληση, η οποία δεν οφειλόταν σε εχθρική προσβολή, πιθανόν σε σεισμό ή σε άλλη άγνωστη αιτία. Μετά από την πυρπόληση αυτή, το Σέσκλο ερημώνεται για 5 αιώνες, ενώ στο Τσαγκλί η ζωή συνεχίστηκε και δεν παρατηρήθηκε η μακροχρόνια εγκατάλειψη του Σέσκλου.

Στον παρά την Ερέτρια οικισμό η συνέχεια τεκμηριώνεται ομαλή και, επειδή στην πρώτη φάση της περιόδου που ακολουθεί, όσον αφορά τον γεωγραφικό χώρο της Θεσσαλίας, η παρουσία του οικισμού είναι σημαντική, γι’ αυτό η φάση αυτή χαρακτηρίζεται και από το όνομά του.

Κατά τη Μέση Νεολιθική Εποχή στη Θεσσαλία κυριαρχεί ο πολιτισμός του Σέσκλου, τον οποίο διαδέχεται κατά την επόμενη Νεότερη Νεολιθική ο πολιτισμός του Διμηνίου. Στη Θεσσαλία διακρίνονται 3 υποδιαιρέσεις της περιόδου αυτής: α) Η πρώιμη φάση ή Τσαγκλί ή Αράπη, από τα ονόματα των 2 χαρακτηριστικών οικισμών, η οποία ονομάζεται προδιμηνιακή. β) Ο πολιτισμός του Διμηνίου. και γ) Ο πολιτισμός του Ραχμανίου από το όνομα του νεολιθικού οικισμού Ραχμάνι, κοντά στο Μακρυχώρι της Λάρισας. Και στις 3 φάσεις της Νεότερης Νεολιθικής το καινούριο στοιχείο στην κεραμική είναι η εισαγωγή του μελανού χρώματος στη διακόσμηση των αγγείων, χωρίς να αποκλείεται και η πολυχρωμία.

Η φάση Τσαγκλί ονομάστηκε έτσι από τους Wace και Thompson και περιλαμβάνει την τεφρή ή γκρίζα κεραμική διακοσμημένη ή μη, την οποία οι δύο αρχαιολόγοι χρονολόγησαν στη μετάβαση από τη Μέση Νεολιθική στη Νεότερη, με βάση το κεραμικό σύνολο του οικισμού. Ως αντιπροσωπευτικά σχήματα της κεραμικής αυτής είναι το κωδωνόσχημο κύπελλο, η πλατύστομη φιάλη και η πρόχους με λαβή. Αναλυτικότερα ο τύπος Τσαγκλί περιλαμβάνει 3 κατηγορίες της γκρίζας κεραμικής, την πρωτογκρίζα, τη μονόχρωμη γκρίζα και τη γκρίζα πάνω σε γκρίζα με τα διάφορα σχέδια της αμαυρόχρωμης και της πολύχρωμης διακόσμησης.

Η κεραμική αυτή οφείλει το χρώμα της και την ποιότητά της αφενός στην υψηλή θερμοκρασία (1.000ο C) και αφετέρου στην αποφυγή της άμεσης επαφής της επιφάνειας του αγγείου με την καύσιμη ύλη.

Βάσει αρχαιολογικών επανεκτιμήσεων και μετά από πρόταση του αρχαιολόγου Κ. Γαλλή, η πρώτη φάση της Νεότερης Νεολιθικής στη Θεσσαλία, γνωστή ως φάση Τσαγκλί, μετονομάστηκε σε μία ενιαία ευρύτερη φάση Τσαγκλί – Λάρισα, εκφράζοντας την ενοποίηση δύο τάσεων στην κεραμική, τη γκρίζα κεραμική Τσαγκλί και τη μαύρη στιλπνή Λάρισα.[22]

Η ονομασία Λάρισα στην κεραμική περιγράφει την κατηγορία της μαύρης στιλπνής κεραμικής, η οποία εντοπιζόταν σε θέσεις περιμετρικά της σύγχρονης Λάρισας και είχε τοποθετηθεί χρονολογικά προς το τέλος της Νεότερης Νεολιθικής, πριν από τη φάση Ραχμάνι, μετά όμως από συμπέρασμα βασισμένο σε επισφαλές υλικό. Η διαπίστωση λοιπόν, αργότερα κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980, ότι η μαύρη στιλπνή κεραμική Λάρισα συνυπάρχει στον ίδιο στρωματογραφικό ορίζοντα με κατηγορίες διακοσμημένες και γκρίζας μονόχρωμης κεραμικής Τσαγκλί (στην πλατιά Μαγούλα του Ζάρκου και στη Μαγούλα της Λάρισας) οδήγησε τον Γαλλή στην πρόταση μετονομασίας της πρώτης φάσης της Νεότερης Νεολιθικής Τσαγκλί σε μία ενιαία ευρύτερη φάση Τσαγκλί – Λάρισα.[23] Έτσι καθιερώθηκε η ενιαία φάση Τσαγκλί – Λάρισα και η χρονολόγησή της στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής.

Η δημιουργική, λοιπόν, παρουσία του οικισμού και στη Νεότερη Νεολιθική εποχή αποδεικνύει τη συνέχεια της ζωής και της λειτουργίας του, η οποία σίγουρα θα βασιζόταν σε μία στέρεη και ασφαλή οργάνωση, σημαντικό παράγοντα για την εξελικτική του πορεία στα επόμενα χρόνια.

Ο N. G. L. Hammond, σύγχρονος άγγλος μελετητής της αρχαίας Ελλάδας, αναφέρει στοιχεία για την παρουσία του οικισμού και κατά την περίοδο της Χαλκοκρατίας (2.800 – 1.100 π.Χ.), περιγράφοντας, μεταξύ των άλλων, και ένα μαγειρικό σκεύος, μία ασυνήθη κώταλη (κουτάλα), η οποία βρέθηκε στον οικισμό κατά τις ανασκαφές των Wace και Thompson. Επίσης διαπιστώνει δεσμούς του με βορειοδυτικές περιοχές και περιγράφει ένα διπλό αγγείο του οικισμού της Μεσοελλαδικής Εποχής (2.000-1.600 π.Χ.), επισημαίνοντας πως ένα παρόμοιο από την περιοχή του Βοΐου είδε το 1968 στο Μουσείο της Κοζάνης.[24]

Ο ίδιος μελετητής, αφού αναφέρεται σε μία αρχαία παράδοση, η οποία διασώθηκε από τον Ηρόδοτο, ότι οι Δωριείς, οι οποίοι κατοικούσαν στην αρχαία Φθιώτιδα, όταν βασιλιάς ήταν ο Δευκαλίωνας, εκδιώχθηκαν από τους Καδμείους προς την οροσειρά της Πίνδου περί το 1350 π.Χ., υποστηρίζει ότι παρατηρούνται ίχνη της μετακίνησης αυτής κατά τις αρχαιολογικές μαρτυρίες στο Σέσκλο και ιδιαίτερα στον παρά την Ερέτρια οικισμό.[25]

Οι πληροφορίες του N. G. L. Hammond για την παρουσία του οικισμού κατά την περίοδο της Χαλκοκρατίας, καθώς και για την επικοινωνία του με περιοχές της Μακεδονίας, συνάπτονται με τη συνεχή παραγωγική του δραστηριότητα στην κεραμική. Η πορεία του, βέβαια, διαγράφεται μέσα στο πλαίσιο των αλλαγών, όπου οι νεολιθικοί οικισμοί εξελίσσονται σε οργανωμένες κώμες ή μικρές πόλεις, οι οποίες θα είναι σταθερά κύτταρα των κατοπινών εξελίξεων στον ελλαδικό χώρο.

Τη Νεολιθική διαδέχθηκε η εποχή της Χαλκοκρατίας (2.800 / 2.700-1.100 π.Χ.), η οποία καλύπτει περίπου 1.700 χρόνια της ελληνικής προϊστορίας και χωρίζεται σε 3 περιόδους: α) Στην πρώιμη Χαλκοκρατία (2.800–1.900 π.Χ.). β) Στη μέση (1.900–1.600 π.Χ.) και γ) Στην Ύστερη Χαλκοκρατία (1.600–1.100 π. Χ.). Κύριο γνώρισμα της εποχής αυτής είναι η εμφάνιση και διάδοση της χρήσης του χαλκού σε όλο τον ελλαδικό χώρο με διαπιστωμένη την επιτόπια κατεργασία. Στη Θεσσαλία ήταν ευρέως διαδεδομένη η χρήση του και σε πολλούς οικισμούς έχουν βρεθεί «μήτρες» για την κατασκευή χάλκινων αντικειμένων, καθώς το μέταλλο ξαναχυνόταν σε νέα σχήματα ανάλογα με τις ανάγκες και την πρόοδο της τεχνικής. Στον χώρο της κεραμικής η αλλαγή τεκμηριώνεται με έναν πλουτισμό των σχημάτων και την προσθήκη της τεχνικής του «γανώματος».

Όπως έχει προαναφερθεί, σε δύο οικισμούς της Θεσσαλίας, στον παρά την Ερέτρια και στο Σέσκλο, προς το τέλος της Μέσης Νεολιθικής παρατηρήθηκε στην κατασκευή αγγείων τεχνική η οποία έδειχνε επιδράσεις από χάλκινα πρότυπα. Όπως φαίνεται, πολύ πριν από τη διάδοση του χαλκού, οι ειδικευμένοι κεραμείς αυτών των οικισμών είχαν κάποια ιδέα για τη χρήση του και αυτό αποδείχθηκε από τη δημιουργία θαυμάσιων λεπτοδουλεμένων αγγείων, γεγονός αξιοσημείωτο.

Προς το τέλος της περιόδου της Μέσης Χαλκοκρατίας (1.900–1.600 π.Χ.) έχουμε την εξάπλωση στον ελλαδικό χώρο των Αχαιών. Περί το 1.600 π.Χ. ομάδες Αχαιών κινούνται από τη Νότια Θεσσαλία, η οποία ήταν η αρχική κοιτίδα τους, προς τη Νότια Ελλάδα και εγκαθίστανται σε περιοχές της Πελοποννήσου, δίνοντας και το όνομά τους, Αχαΐα, στο βορειοδυτικό τμήμα της. Η τελευταία φάση της Χαλκοκρατίας (1.600–1.100 π.Χ.) χαρακτηρίζεται από τον μυκηναϊκό πολιτισμό, κατά την ακμή του οποίου (1.400-1.200 π.Χ.) εμφανίζονται σε μεγάλο μέρος της Ελλάδας πλούσια κέντρα του, οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, η Πύλος, η Αθήνα, η Θήβα, ο Ορχομενός και η Ιωλκός στη Θεσσαλία.

Κατά το διάστημα αυτό οι τοπικές κοινωνίες γνωρίζουν οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη και οι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης ευνοούν την αύξηση του πληθυσμού, έτσι ώστε το σύνολο των οικισμών της νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας θα φθάσει στους 413, αριθμό στον οποίο θα ξαναφθάσουν μόνο κατά τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα.

Η συγκεκριμένη περίοδος είναι η τελευταία του νεολιθικού οικισμού στη θέση Μαγούλα παρά την Ερέτρια. Σύμφωνα με την ταξινόμηση των ευρημάτων της κεραμικής, τα οποία προέκυψαν από τις ανασκαφές των Wace και Thompson, η παρουσία του στην συγκεκριμένη θέση ξεκινάει από την αρχή της Μέσης Νεολιθικής Εποχής (5.000 π.Χ.) και διαρκεί μέχρι και την ύστερη περίοδο της Χαλκοκρατίας (1.600 – 1.100 π.Χ.).[26]

Η μακραίωνη διαδρομή και η δημιουργική παρουσία του οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είχε ισχυρά θεμέλια προόδου και ασφαλούς οργάνωσης. Το χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να του αποδοθεί, εκτός από τη σημαντική του παρουσία στην κεραμική, είναι η συνεχής κατοίκηση, παρά την πυρπόληση στο τέλος της Μέσης Νεολιθικής Εποχής και μάλιστα με έναν τεκμηριωμένα ομαλό τρόπο.

Η ΑΧΑΪΚΗ ΕΡΕΤΡΙΑ

Σε απόσταση 2,5 χλμ. περίπου από τη Μαγούλα, η Αχαϊκή Ερέτρια αποτελεί τη συνέχεια του νεολιθικού οικισμού. Βρισκόταν σε μία προνομιούχα θέση, όσον αφορά το εμπόριο και το συγκοινωνιακό δίκτυο της περιοχής, και παράλληλα σε μία ευνοϊκή φυσική τοποθεσία, καθώς ο λόφος της ακρόπολης με τη βραχώδη απόκρημνη πλευρά του της εξασφάλιζε ισχυρή φυσική οχύρωση.

Ο Ν. Γιαννόπουλος, ο οποίος παρευρισκόταν στις ανασκαφές του νεολιθικού οικισμού τις οποίες διεξήγαγε ο Χρ. Τσούντας το 1905 και βοήθησε σ’ αυτές, σε μία επιτόπια έρευνά του στην ακρόπολη της αρχαίας Ερέτριας το 1894 και προτού αναφερθεί στην αρχαιολογική εκτίμηση του χώρου περιγράφει την εικόνα που απλωνόταν μπροστά του ως εξής:

«Η εκ της κορυφής του λόφου τούτου άποψις είναι θαυμασιωτάτη. Εις το βάθος διακρίνονται αι χιονοσκεπείς κορυφαί του γηραιού Ολύμπου, των Χασιωτικών ορέων και του Πίνδου· προς ανατολάς εκτείνεται το εινοσίφυλλον Πήλιον, εγκατοπτριζόμενον εν τω Παγασίτη κόλπω· και προς μεσημβρίαν η πολυκόρυφος σειρά της Όθρυος και η χιονοσκεπής κορυφή του Τυμφρηστού».[27]

Εκτός από τον Γιαννόπουλο, την επισκέφθηκαν οι ξένοι περιηγητές Ussing, Bursian, Leake και ο γερμανός αρχαιολόγος Stählin. Ο Leake έδωσε σημαντικές πληροφορίες για τον χώρο της, μετά από το ταξίδι του στη Θεσσαλία το 1809-1810, και ο Fr. Stählin, σε μία μελέτη του για τη χωρογραφία της αρχαίας Φθιώτιδας, αφιερώνει ένα τρισέλιδο άρθρο του στη Θεσσαλική Ερέτρια, την οποία γνώρισε στο πρώτο από τα ταξίδια του στη Θεσσαλία το 1904.

Επίσης μία σημαντική και ιδιαίτερα αναλυτική αρχαιολογική μελέτη του οχυρωματικού έργου της ακρόπολης είναι της γερμανίδας αρχαιολόγου Irene Blum, η οποία επισκέφθηκε την Ερέτρια το 1979. Η μελέτη της Die Stadt Eretria in Thessalien (Νοέμβριος 1981) έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.[28]

Η αρχαία Ερέτρια ήταν πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας, που εκτεινόταν στη νότια Θεσσαλία και στη νοτιοανατολική γύρω από την οροσειρά της Όθρυος περιοχή μέχρι και πέραν του Σπερχειού ποταμού, στην οποία ζούσαν από τα προϊστορικά χρόνια οι Αχαιοί,[29] ένα από τα σημαντικότερα πανάρχαια ελληνικά φύλα.

Η ονομασία Αχαΐα Φθιώτιδα δήλωνε αφενός το φύλο που κατοικούσε εκεί, τους Αχαιούς, αλλά και το γεωγραφικό χώρο του αρχαίου βασιλείου της Φθίας,[30] στο οποίο περιλαμβανόταν. Παράλληλα οι Αχαιοί Φθιώτες διακρίνονταν από τους Αχαιούς της Πελοποννήσου. Μετά την εισβολή των Θεσσαλών από τη Θεσπρωτία και τη σταδιακή επικράτηση τους στον θεσσαλικό χώρο (10ος και 9ος αι. π.Χ.) η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας γίνεται φόρου υποτελής στους Θεσσαλούς της Τετράδας Φθιώτιδας, οι οποίοι κατέχουν την εύφορη πεδιάδα της Φαρσάλου με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη.

Στα ομηρικά έπη το όνομα Αχαιοί χρησιμοποιείται επανειλημμένα για να εκφραστεί το σύνολο των Ελλήνων που έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, ωστόσο σε 3 χωρία της Ιλιάδας το όνομα αυτό αποδίδεται στο συγκεκριμένο ελληνικό φύλο που κατοικούσε στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Ένα από τα χωρία αυτά είναι στη Β΄ Ραψωδία και στο στ. 684, όπου συνυπάρχουν τα ονόματα Μυρμιδόνες,[31] Έλληνες και Αχαιοί, για να δηλώσουν τους άνδρες του Αχιλλέα, οι οποίοι με 50 πλοία τον ακολούθησαν στην Τρωική εκστρατεία.

ΙΛΙΑΔΟΣ Β (στιχ. 683 – 685)

«οι τ’ είχον Φθίην ηδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα,

Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί,

των αυ πεντήκοντα νεών ην αρχός Αχιλλεύς».

Η Αχαϊκή Ερέτρια ανήκε στις πόλεις της φθιωτικής χώρας, η οποία υπαγόταν στον Αχιλλέα και οι οποίοι ήταν οι εξής: οι Φθιώτιδες Θήβες, ο Εχίνος, η Λαμία, το Ναρθάκιον,[32] ο Ερινεός, η Κορώνεια (ομώνυμη με τη Βοιωτική), η Μελίταια, οι Θαυμακοί, η Πρόερνα, η Φάρσαλος, η Ερέτρια (ομώνυμη με την Ευβοϊκή) και οι Παραχελωίτες, αυτοί που ζούσαν κοντά στον ποταμό Αχελώο της Λαμίας. Ο Στράβων στο Θ΄ Βιβλίο των Γεωγραφικών του (παρ. 10) αναφέρει:

«Διαριθμούνται δε τας υπό τω Φθιωτικώ τέλει τω υπ’ Αχιλλεί κατοικίας [από] Μαλιέων αρξάμενοι πλειούς μεν, εν δ’ αυταίς Θήβας τας Φθιώτιδας, Εχίνον, Λαμίαν. [έτι δε Ναρθάκιον], Ερινεόν, Κορώνειαν, ομώνυμον τη Βοιωτική, Μελίταιαν, Θαυμακούς, Πρόερναν, Φάρσαλον, Ερέτριαν, ομώνυμον τη Ευβοϊκή, Παραχελωίτας και τούτους ομωνύμους τοις Αιτωλικής».

Έλληνες αποκαλούνται από τον Όμηρο οι κάτοικοι της Ελλάδας,[33] περιοχής ή πόλης της Νότιας Θεσσαλίας, οι οποίοι με τους Μυρμιδόνες και τους Αχαιούς αποτελούσαν τους υπηκόους του Αχιλλέα. Αργότερα κατά τον 8ο-7ο π.Χ. αι. τα ονόματα Ελλάς και Έλληνες θα καθιερωθούν με την ευρύτερη σημασία τους.

Απόγονοι των προϊστορικών Αχαιών, υπηκόων του βασιλείου του Αχιλλέα, είναι οι Αχαιοί Φθιώτες της ιστορικής εποχής, οι οποίοι, μετά την επικράτηση των Θεσσαλών από τον 9ο αιώνα π.Χ., γίνονται περίοικοι.[34] Στη γεωγραφική έκταση της Αχαΐας Φθιώτιδας αριθμούνται μαζί με την Ερέτρια 21 αχαϊκές πόλεις, φόρου υποτελείς στη Φάρσαλο.

Οι πόλεις με τα σημερινά γεωγραφικά δεδομένα ανήκουν στους νομούς της Λάρισας, Μαγνησίας και Φθιώτιδας και είναι οι εξής: Ερέτρια, Πεύμα, Φυλάκη, Φθιώτιδες Θήβαι, Άλος, Νέα Άλος, Ίτων, Αντρών, Λάρισα Κρεμαστή, Εχίνος, Ναρθάκιο, Ξυνίαι, Πέρεια, Θαυμακοί, Κύπαιρα, Χαλαί, Φυλιαδών, Μελίτεια, Καράνδαι και Εκκάρα. Είχαν κοινή φυλετική καταγωγή και ήταν κατανεμημένες σ’ ένα φυσικό περιβάλλον, που πληρούσε τις προϋποθέσεις της αυτάρκειας και της αυτοτέλειας, την οποία εν μέρει έχασαν μετά από τη φόρου υποχρέωσή τους προς τη Φάρσαλο κατά τον 8ο π.Χ. αι..

Περιβάλλονταν από φυσικά όρια χαμηλών οροσειρών ή στενών κοιλάδων, είχαν τριγύρω τους τον καλλιεργούμενο χώρο για δημητριακά, αμπέλια, δένδρα, αλλά και την ακαλλιέργητη ζώνη για τα κοπάδια τους, ενώ ο πυρήνας τους ήταν ένας λόφος με οχύρωση, για να προστατεύονται. Χτισμένες σε μικρές λεκάνες, κλειστές από παντού, σε στενά σημεία κοιλάδων ή σε κοιλώματα, αυτές οι πόλεις της ημιορεινής Αχαΐας Φθιώτιδας αποτελούσαν μία καθαρή μορφή πόλης με αγροτικό χαρακτήρα της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Μία τέτοια πόλη ήταν η Ερέτρια, η περιοχή της οποίας εκτεινόταν βόρεια[35] προς τη Μαγούλα του νεολιθικού οικισμού και νότια στα 11 χλμ., ενώ ανατολικά και δυτικά στα 15 χλμ., καλύπτοντας μία έκταση 32.000 στρεμμάτων. Ο πυρήνας της, δηλαδή ο χώρος με τα δημόσια κτίρια στην ακρόπολη και τις οικίες μέσα και έξω από τα τείχη, είχε έκταση περίπου 60 στρεμμάτων. Η πόλη έξω από τα τείχη εκτεινόταν ημικυκλικά, περισσότερο στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου, περιοχή η οποία περιλαμβάνει τη σημερινή Ερέτρια και σε μικρότερη έκταση στη δυτική πλευρά του, προς τον Παλαιόμυλο.

Συνόρευε με τις Φερές, τη Σκοτούσσα, τη Φάρσαλο, το Πεύμα και τις Φθιώτιδες Θήβες, έχοντας φυσικά ορεινά πλαίσια τα υψώματα Ρεβένια (Χαλκοδώνιο) βόρεια, τα Ζυγαριώτικα, νότια και νοτιοανατολικά, ενώ στα σύνορά της με τις γειτονικές πόλεις βοηθούσαν και οι στενές κοιλάδες. Μία τέτοια κοιλάδα-σύνορο ήταν το στενό του Ενιπέα στην Αμπελιά, γύρω στα 2 χλμ., από το οποίο εκτεινόταν προς τα δυτικά η περιοχή της Φαρσάλου, ενώ ανατολικά τα σύνορά της με τις Φθιώτιδες Θήβες ορίζονταν, από τις ράχες δυτικά της Κοκκίνας προς την κοιλάδα του Αερινού.

Στην περιοχή που της ανήκε πρέπει να υπήρχαν συνοικισμοί, οι οποίοι εξελίχθηκαν αργότερα σε κώμες, μάλλον σε βορειοδυτικές και δυτικές εκτάσεις, ενώ δύο μικρά οχυρωμένα υψώματα, που πιθανόν υποδηλώνουν κατοίκηση, βρίσκονται το ένα κοντά στο σημερινό Ρήγαιο, σε απόσταση 8 χλμ. από την Ερέτρια, και το δεύτερο δυτικά της Νεράιδας σε απόσταση 7,5 χλμ. αντίστοιχα.

Η έκτασή της απλωνόταν περισσότερο δυτικά, προς τα Φάρσαλα, βόρεια και βορειοανατολικά, προς τη Σκοτούσσα και τις Φερές και λιγότερο νότια και νοτιοανατολικά. Για να γίνει πιο εύκολα αντιληπτός ο χώρος της επικράτειάς της, η αρχαία Ερέτρια περιελάμβανε με τα σημερινά δεδομένα τα εξής χωριά: την Ερέτρια, τον Άγιο Χαράλαμπο, τον Παλαιόμυλο, τη Νεράιδα, τους Ξυλάδες, το Ελευθεροχώριο, τη Νέα Αργιθέα, την Ασπρόγεια και οριακά το Ρήγαιο και το Πολυδάμειο.

Η πιο πιθανή ετυμολογία του τοπωνυμίου Ερέτρια είναι από το ρήμα ερέσσω ή ερέττω που σημαίνει κωπηλατώ. Ερέτης είναι ο κωπηλάτης και η σημασία της Ερέτριας συνδέεται με την έννοια του ρήματος. Σύμφωνα με το λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Ι. Σταματάκου οι σημασίες του ρήματος ερέσσω είναι 1ο) κωπηλατώ και 2ο) θέτω σε γρήγορη κίνηση, ελαύνω. Επίσης υπάρχει και η μεταφορική χρήση του ρήματος για τα πουλιά: «πτερύγων ερετμοίσι ερεσσόμενοι» [με τις φτερούγες τους κωπηλατώντας προχωρούν ταχύτατα].

Η ετυμολογία μιας λέξης ανοίγει τον δρόμο της αναζήτησης για την προέλευσή της, ώστε να βρεθεί η αλληλουχία μεταξύ του ονόματος και αυτού που δηλώνεται από το όνομα και διά μέσου αυτού να φανεί και το ιστορικό πλαίσιο της λέξης. Ο Πλάτωνας στον Κρατύλο τονίζει ότι τα πράγματα διαθέτουν σταθερή υπόσταση, οι δε λέξεις φυσική ορθότητα, και ότι πρέπει να αποδίδονται τα ονόματα με την επίγνωση πως αυτά είναι διακριτικά της υπόστασης των πραγμάτων και επιπλέον διδασκαλικά των στοιχείων της πραγματικότητας. Κατά την άποψή του αυθαιρεσία στην ονοματοδοσία, αποτελεί αυθαιρεσία στη θέαση της πραγματικότητας.

Το ιστορικό πλαίσιο της Θεσσαλικής Ερέτριας δικαιολογεί την ονοματοδοσία της. Συγκεκριμένα, ο προϊστορικός οικισμός στον χώρο της, ο οποίος είχε ακμάζουσα παρουσία για 2 περίπου χιλιετίες, από το 5.000 π.Χ. μέχρι το 3.000 π.Χ. και μια διάρκεια ζωής από τη Μέση Νεολιθική Εποχή (5.000 π.Χ.) μέχρι και την ύστερη εποχή του Χαλκού (1.600-1.100 π.Χ.), είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με ηπειρωτικούς και παράλιους οικισμούς σε μία εποχή, κατά την οποία η ναυσιπλοΐα και το θαλάσσιο εμπόριο στην Ελλάδα ήταν ήδη ανεπτυγμένα από τη Μεσολιθική Εποχή, το 8.000 π.Χ.. Απόδειξη, αποτελεί η επαφή με τη Μήλο, απ’ όπου όλοι οι νεολιθικοί οικισμοί της Θεσσαλίας προμηθεύονταν τον οψιανό, η χρήση του οποίου ήταν διαδεδομένη από την προκεραμική εποχή, δηλαδή από το 7.000 π.Χ..

Επίσης η ανεύρεση στις ανασκαφές ομοιώματος πήλινου πλοιαρίου είναι μία σοβαρή ένδειξη της ιδιαίτερης σχέσης του οικισμού με τη ναυσιπλοΐα, άρα και με τους «ερέτες», καθώς η απόσταση από τη θάλασσα ήταν μικρή, με 2 κοντινά λιμάνια, της Πυράσου[36] και των Φθιωτίδων Θηβών, σημαντικά κατά την Αρχαιότητα.

Παράλληλα, το γεγονός ότι ήταν αχαϊκή πόλη, η οποία μάλιστα υπαγόταν στο βασίλειο του Αχιλλέα, ήταν ένας σοβαρός λόγος για την ενεργή παρουσία της, η οποία θα μπορούσε εύλογα να περιλαμβάνει και μία δυναμική ενασχόλησή της με τη ναυσιπλοΐα. Επιπλέον δεν αποκλείεται η ύπαρξη κάποιου μη γνωστού μέχρι τώρα λόγου, στον οποίο να οφειλόταν η απόκτηση αυτού του ονόματος.

Ομώνυμη της θεσσαλικής είναι η Ερέτρια της Εύβοιας, πόλη με σημαντική παρουσία στην αρχαία Ελλάδα, πασίγνωστη και για τη στάση που κράτησε στην επανάσταση των ιωνικών πόλεων κατά των Περσών. Αυτή και η Αθήνα ήταν οι μόνες πόλεις που βοήθησαν τη Μίλητο και, για να τις εκδικηθεί ο Δαρείος οργάνωσε εκστρατεία με το Δάτι και τον Αρταφέρνη, η οποία έληξε άδοξα, με τη θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων στη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ.

Λόγω του κοινού ονόματος είναι αναπόφευκτοι οι συσχετισμοί για τις δύο Ερέτριες και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για πιθανή συγγένεια μεταξύ τους, ενώ δεν αποκλείεται και η περίπτωση να έχουν απλά το ίδιο όνομα. Η άποψη πως η ευβοϊκή Ερέτρια ίδρυσε τη θεσσαλική δεν έχει ιστορικά και αρχαιολογικά ερείσματα, αλλά προέκυψε από ένα συμπέρασμα βασισμένο σε μία απλή σύνδεση της σημασίας της λέξης Ερέτρια με τη γεωγραφική θέση της ευβοϊκής Ερέτριας κοντά στη θάλασσα. Επίσης μέσα σ’ ένα πλήθος πληροφοριών από αρχαίους συγγραφείς για την Ερέτρια της Εύβοιας δεν υπάρχει κάποια αναφορά για την ίδρυση της θεσσαλικής από εκείνη. Υπάρχουν όμως κάποιες ενδείξεις για πιθανή σχέση της με θεσσαλικά φύλα, μέσα από πληροφορίες, όπως αυτή που αναφέρει ότι πρώτοι ιδρυτές της θεωρούνται από μερικούς συγγραφείς οι Άβαντες, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι ιδρύθηκε από θεσσαλικά φύλα.

Στη Θεσσαλία ήταν ήδη εγκατεστημένα κατά την εποχή της Χαλκοκρατίας σχεδόν τα μισά από τα γνωστά ελληνικά φύλα (περί τα 15) και οι μεταναστεύσεις τους σε περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας ήταν σύνηθες φαινόμενο και πιο πυκνές στην αρχή της περιόδου της Μέσης Χαλκοκρατίας (1900–1600 π.Χ.) και προς το τέλος της Ύστερης (1600–1100 π.Χ.). Οι Λαπίθες, οι Φλεγύες, οι Ίωνες, οι Μινύες, οι Αχαιοί μετακινούνται προς την Κεντρική και Νότια Ελλάδα μεταφέροντας από την αρχική τους κοιτίδα, τη Θεσσαλία, παραδόσεις, ονόματα ποταμών ή πόλεων, λατρείες θεών και ηρώων, καθώς και γλωσσικά ιδιώματα.

Αυτοί που εξαπλώθηκαν περισσότερο ήταν οι Αχαιοί, φυλετικές ομάδες των οποίων από την Αχαΐα Φθιώτιδα[37] της Θεσσαλίας κινήθηκαν προς νότο. Συγκεκριμένα, κατά τις μετακινήσεις τους στην Πελοπόννησο αναφέρεται και κατοχή της Ολυμπίας από αυτούς, πριν από την κάθοδο των Αιτωλών στην Ήλιδα, καθώς και της Πίσας και της Τριφυλίας. Μερικοί δε από τους Αχαιούς της Αργολίδας, της Λακωνίας, της Μεσσηνίας και της Ολυμπίας, επειδή εκτοπίστηκαν αργότερα από τους Δωριείς και τους Ηλείους, κατέφυγαν στη βορειοδυτική ακτή της Πελοποννήσου η οποία από τότε ονομάστηκε Αχαΐα.

Στις ιστορικές αυτές μαρτυρίες, για τις μεταναστεύσεις ομάδων Αχαιών από τη Νότια Θεσσαλία στις συγκεκριμένες περιοχές της Πελοποννήσου, προστίθεται και μία πληροφορία του Στράβωνα (Ι, 10) για την ιστορία της ευβοϊκής Ερέτριας, σύμφωνα με την οποία η πόλη αυτή λεγόταν παλαιότερα Μελανηίς και αποικίστηκε από τον Ερετριέα με καταγωγή από τη Μάκιστο της Τριφυλίας, περιοχή στην οποία είχαν μετοικήσει Αχαιοί Φθιώτες της Θεσσαλίας: «Ερέτριαν δ’ οι μεν από Μακίστου της Τριφυλίας αποικισθήναι φασίν υπ’ Ερετριέως».

Τα δύο παραπάνω στοιχεία οδηγούν σ’ ένα συμπέρασμα για πιθανή αποίκιση της πόλης από Αχαιούς Φθιώτες της θεσσαλικής Ερέτριας, καθώς το όνομα του αποικιστή, Ερετριεύς, δηλώνει τον τόπο της καταγωγής του, δηλαδή την Ερέτρια.

Ένας σύγχρονος ιστορικός και συγγραφέας, ο Άγγελος Φουριώτης, διατυπώνει την άποψη ότι η Ερέτρια της Εύβοιας στάθηκε χτίσμα των Αχαιών της Νότιας Θεσσαλίας. Ερευνά τις ιστορικές διαδρομές των ευβοϊκών πόλεων και συνδέει την ίδρυση της Ερέτριας με τις μετακινήσεις των προϊστορικών Αχαιών από τη Νότια Θεσσαλία, στηριζόμενος στον Στράβωνα και σε άλλες πηγές.[38]

Μέσα από την έρευνά του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σύμφωνα με την παράδοση που στέκει πιο κοντά στην ιστορία η ευβοϊκή Ερέτρια ιδρύθηκε από Αχαιούς της θεσσαλικής Φθιώτιδας, οι οποίοι κατέβηκαν στην Εύβοια, αναγκασμένοι για κάποιους λόγους να εγκαταλείψουν την πόλη τους Ερέτρια και για ανάμνησή της έχτισαν τη νέα δίνοντάς της το ίδιο όνομα. Ακόμη αναφέρει ότι Αχαιοί από τη θεσσαλική Ερέτρια έφτασαν στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκαν στην Ήλιδα και στην πόλη της Τριφυλίας Μάκιστο, απ’ όπου απομακρύνθηκαν πιεζόμενοι από εκείνους που πέτυχαν την ανατροπή του καθεστώτος των Πελοπιδών Ατρειδών, για να καταφύγουν και αυτοί στην ευβοϊκή Ερέτρια. Οι Αχαιοί αυτοί πρέπει να πέρασαν στην Εύβοια πριν από τον Τρωικό πόλεμο ή κατά τη διάρκειά του (1184 π.Χ.).[39]

Ένα στοιχείο, το οποίο ενισχύει τα συμπεράσματά του, είναι το γλωσσικό ιδίωμα της ευβοϊκής Ερέτριας με την ιδιάζουσα χρήση του γράμματος «ρ», οι ρίζες του οποίου, κατά τη γνώμη του, βρίσκονται στη Θεσσαλία, όπως επίσης η λατρεία της Αρτέμιδος της ιπποφορβίας[40] που, κατά την άποψή του, ανάγεται στη Θεσσαλία. Γενικά πιστεύει πως το συμπέρασμά του για την ίδρυση της ευβοϊκής Ερέτριας από Αχαιούς Φθιώτες της θεσσαλικής Ερέτριας, αποτελεί φορά της ιστορίας και όχι του μύθου. Την ίδια άποψη έχει και ο γερμανός αρχαιολόγος Fritz Reyer, ο οποίος επικαλούμενος διάφορες πηγές συμπεραίνει ότι ιδρυτές της ευβοϊκής Ερέτριας ήταν Αχαιοί από τη θεσσαλική Ερέτρια.

Με την Ερέτρια συνδέεται και ο μύθος του Φαέθοντα, ο οποίος φέρεται να έχει γιο με το όνομα Ερετριεύς μέσα από μία δυσδιάκριτη πληροφορία. Δεν θα σταθώ στη σχέση του Ερετριέα με τον μύθο, διότι οι πιθανές ερμηνείες είναι δύσκολες και σχετίζονται κυρίως με το πότε συνδέθηκε το όνομά του με αυτόν. Αν προϋπήρχε στην αρχική πλοκή του μύθου από τα προϊστορικά χρόνια, η σχέση του είναι άμεση και η ερμηνεία ανάλογη. Αν όμως προστέθηκε αργότερα, ο ρόλος του πρέπει να ερμηνευτεί διαφορετικά και με πολλή προσοχή, καθώς πολλές γνωστές πόλεις στην αρχαία Ελλάδα σκόπιμα, για να ισχυροποιήσουν περισσότερο τη φήμη τους, συνέδεαν το όνομά τους με ήρωες ή μυθικά πρόσωπα, ή ηρωοποιούσαν πρόσωπα επεμβαίνοντας σε γνωστούς μύθους.

Θα αναφερθώ όμως στον μύθο του Φαέθοντα, επειδή σ’ αυτόν έχει συμβεί κάτι το ιδιαίτερο. Έχει διατυπωθεί η αληθινή του σημασία, χωρίς το μυθικό περίβλημα, από τον Πλάτωνα στο έργο του Τίμαιος, όπου ο φιλόσοφος προσεγγίζει κοσμογονικές έννοιες, όπως τη δημιουργία του σύμπαντος, την αρμονική σύνδεση του ανθρώπου με το σύμπαν, τη συγκρότηση της ψυχής, τον ρόλο του Νου, την έννοια του χρόνου και άλλα.

Οι μύθοι εκφράζοντας τη συλλογική μνήμη ενός πολύ μακρινού παρελθόντος, πριν ακόμη εμφανιστεί η γραφή, περικλείουν αλήθειες για διάφορα γεγονότα, ή φυσικά φαινόμενα, τα οποία μεταφέρονται ανά τους αιώνες, από γενιά σε γενιά έχοντας στον πυρήνα τους την ιστορική αλήθεια και εξωτερικά το ένδυμα του μύθου.

Στην ιστορία του Φαέθοντα, ο γιος του Ήλιου, παίρνοντας κάποτε χωρίς σκέψη το άρμα του πατέρα του και μη μπορώντας να το οδηγήσει σωστά, πυρπόλησε κάποιο μέρος της γης, γι’ αυτό και κεραυνοβολήθηκε από τον Δία.

Όλο αυτό είναι το σχήμα του μύθου, που κρύβει μία αλήθεια μεταφέροντάς την ανά τους αιώνες. Την αλήθεια αυτή τη μαθαίνουμε στον Τίμαιο του Πλάτωνα (22 a, b, c, d και 23 b), όταν στην αρχή του διαλόγου ο Σόλων, κατά την επίσκεψή του στην αιγυπτιακή πόλη Σάιδα, ρωτά τους ιερείς της πόλης για τα παλαιά χρόνια και για τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, προσπαθώντας να υπολογίσει πόσα χρόνια πέρασαν από τότε. Την απάντηση την πήρε από τον πιο γέρο ιερέα, οποίος του είπε τα εξής:

«Ω, Σόλων, Σόλων, εσείς οι Έλληνες είστε πάντοτε παιδιά. Έλληνας γέρος δεν υπήρξε ποτέ. Είστε όλοι νέοι στην ψυχή, διότι η ψυχή σας δεν κρατά καμία παλιά δοξασία, ούτε πανάρχαια γνώση. Και η αιτία είναι η εξής: στους ανθρώπους τυχαίνουν και θα εξακολουθήσουν πάντοτε να τυχαίνουν πολλές και διάφορες καταστροφές. Οι μεγαλύτερες γίνονται από φωτιά και από νερό, μικρότερες όμως προκαλούνται και από χιλιάδες άλλους παράγοντες. Έτσι αυτό που κι εσείς λέτε στα μέρη σας, ότι ο Φαέθων, ο γιος του Ήλιου, έζεψε κάποτε το άρμα του πατέρα του αλλά μη μπορώντας να το οδηγήσει, όπως εκείνος, πυρπόλησε τη γη και ο ίδιος κεραυνοβολήθηκε, αυτό αποτελεί το μυθικό περίβλημα.

Η αληθινή του όμως σημασία είναι ότι τα σώματα που περιφέρονται στον ουρανό γύρω από τη γη παρεκκλίνουν από την τροχιά τους με την πάροδο μεγάλων χρονικών διαστημάτων και προκαλούν με μεγάλες φωτιές καταστροφές στη γη. Οι καταστροφές είναι μεγαλύτερες γι’ αυτούς που κατοικούν στα βουνά και σε τόπους ψηλούς και ξερούς, συγκριτικά με αυτούς που κατοικούν κοντά σε θάλασσες και ποτάμια».

Στη συνέχεια ο αιγύπτιος ιερέας είπε στο Σόλωνα ότι όσες φορές καταγράφηκαν όλα όσα συνέβαιναν έρχονταν οι κατακλυσμοί και τα κατέστρεφαν όλα, διότι μπορεί να θυμούνται έναν κατακλυσμό, έγιναν όμως πολλοί. Ξεκινούσαν λοιπόν πάλι από την αρχή σα να ξανάνιωναν χωρίς να γνωρίζουν όσα έγιναν τα παλαιά χρόνια. Έτσι εξαφανίστηκαν παλαιότεροι πολιτισμοί στη χώρα μας εξαιτίας των κατακλυσμών και διασώθηκαν μέσα από τις παραδόσεις ή με το σχήμα του μύθου, γεγονότα που χρονολογούνται χιλιάδες χρόνια πριν. Γνωρίζουμε για τρεις μεγάλους κατακλυσμούς: του Ωγύγου,[41] του Δαρδάνου και του Δευκαλίωνα, οι οποίοι έπληξαν μεγάλες εκτάσεις του ελλαδικού χώρου, με πιο κοντινό στις παραδόσεις μας τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα.

Μέσα από το συγκεκριμένο λοιπόν μύθο μεταφέρεται μια σημαντική πληροφορία για την πυρπόληση αυτή στην προϊστορική εποχή με καταστροφικές συνέπειες, που δεν οφειλόταν σε κάποια γεωλογική αιτία ή ανθρώπινο παράγοντα. Στο αρχαίο κείμενο περιγράφεται ως εξής: 22d «Τούτο μύθου μεν σχήμα έχον λέγεται, το δε αληθές εστί των περί γην κατ’ ουρανόν ιόντων παράλλαξις και διά μακρών χρόνων γιγνομένη των επί γης πυρί πολλώ φθορά».

Ο χρονικός προσδιορισμός ίδρυσης της Ερέτριας είναι δύσκολος, λόγω της έλλειψης ανασκαφών και αυτό επισημαίνεται στις αρχαιολογικές μελέτες, που έχουν γίνει για το οχυρωματικό της έργο, όπως επίσης και η δυσκολία χρονολόγησης της ανέγερσης των τειχών, καθώς τα επιφανειακά ευρήματα είναι ανεπαρκή και δείχνουν το τελευταίο χρονικό διάστημα κατοίκησης του χώρου. Μαρτυρία για την αρχαιότητά της αποτελεί η ύπαρξη του νεολιθικού οικισμού στον χώρο της, από τη Μέση Νεολιθική Εποχή, περί το 5.000 π.Χ., με μία ακμαία παρουσία πολλών αιώνων και με τεκμηριωμένα αδιάκοπη πορεία.

Σημαντική επίσης είναι και η μαρτυρία του Στράβωνα, που την κατατάσσει στις πόλεις της φθιωτικής χώρας που υπαγόταν στον Αχιλλέα, όπως και η σύμφωνα με τις παραδόσεις συμμετοχή της στις μετακινήσεις Αχαιών από τη Θεσσαλία στην Πελοπόννησο και κυρίως στην Μάκιστο της Τριφυλίας, πριν από τον 10ο αι. π.Χ.

Σύμφωνα με αρχαίες πηγές υπάρχει η εξής μαρτυρία:[42] «Εν τη Θεσσαλική ταύτη χώρα Αχαΐα, πλην της πρωταρχικής και παναρχαίας πόλεως Φθίης, ιδρύθησαν κατά καιρούς και οι εξής κατά αλφαβητικήν σειράν πόλεις και κωμοπόλεις: Αμφαναί, Ερέτρια, Εχίνος, Εφύραι, Κορώνεια, Κρεμαστή Λάρισα, Λαμία, Μελιταία, Ναρθάκιον, Ξενιαί, Φάλαρα, Φαίρνη, Φυλάκη και άλλαι».

Όταν ο Γιαννόπουλος επισκέφθηκε το 1894τον λόφο της ακρόπολης, επισήμανε χαρακτηριστικά δείγματα της αρχαιότητας της πόλης από επιφανειακά ευρήματα. Ήταν θραύσματα κεραμικών, όπως αναφέρει, ωραίου μελανού χρώματος, κομψών και λεπτοδουλεμένων, έργα μιας ιδιαίτερα ανεπτυγμένης κεραμικής τέχνης, η οποία είχε ξεκινήσει από τον νεολιθικό οικισμό και μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά. Η περιγραφή του είναι ως εξής: [43]

«Εν τω περιβόλω των τειχών της ακροπόλεως παρατηρούνται συντρίμματα κεράμων, πηλίνων αγγείων και άλλων αντικειμένων εξ οπτής γης, ως πλείστα εισί λεπτοτάτης άμα και κομψοτάτης κατασκευής, κεχρωματισμένα αμφοτέρωθεν δι’ ωραίου μέλανος χρώματος».

Τα αξιόλογα αυτά δείγματα της κεραμικής που περιγράφει ο Γιαννόπουλος δεν αναφέρονται από την Irene Blum, διότι δυστυχώς δεν υπήρχαν, όταν επισκέφθηκε τον χώρο στα πλαίσια της μελέτης της κατά το διάστημα 1979-1980 και περιγράφει[44] όστρακα απλής κεραμικής και καθημερινής χρήσης, στην πλειοψηφία τους χονδροειδή, όπως λαβές κρατήρων, κομμάτια από αγγεία, υφαντικά βαρίδια κ.ά.

Επίσης μια εικόνα διαφορετική από τη σημερινή δίνει ο W. M. Leake,[45] για τα ερείπια έξω από τα τείχη, κατά την επίσκεψή του στην περιοχή το 1809-1810. Περιγράφει αρχαία θεμέλια δυτικά προς το χωριό Ινελί (Παλαιόμυλος) και κυρίως προς το Τσαγκλί (Ερέτρια) έξω από τα τείχη, τα οποία ήταν εμφανή και κατά την εκτίμησή του εκεί πρέπει να υπήρχαν προάστια μη οχυρωμένα. Ακόμη προσθέτει ότι στη δυτική πλαγιά του λόφου, προς τον Παλαιόμυλο, λίγο πιο κάτω από τα τείχη, βρίσκονταν οι χαμηλότερες σειρές ενός μακρόστενου κτιρίου, πιθανόν ενός ναού. H ύπαρξη ενός ναού στη δυτική πλευρά της πόλης θα ήταν ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για την ιστορία της Ερέτριας.

Από τα πολλαπλά αυτά ερείπια της εποχής του Leakce, η Blum παρατηρεί ότι έχουν μείνει ίχνη θεμελίων ημικυκλικά στο ανατολικό τμήμα της πόλης, καθώς το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ήταν αρκετά μεγάλο, περισσότερο από 150 χρόνια και ο τόπος δέχθηκε διάφορες επεμβάσεις.

Η ίδια αρχαιολόγος, παρότι δεν προέβη σε ανασκαφές στον νεολιθικό οικισμό της Μαγούλας, γνωρίζοντας την ύπαρξή του και έχοντας μία πολλή καλή συνολική εικόνα του ευρύτερου χώρου, συνέδεσε άμεσα την παρουσία του με τη μετέπειτα πόλη και διαπίστωσε τη μεταφορά του προς την πλαγιά του λόφου.

Στο ανατολικό τμήμα και σε απόσταση περίπου 300 μ. από την ανατολική πύλη του τείχους, στη βάση ενός βραχώδους λοφίσκου (Καστράκι) σώζονται τα θεμέλια 2 κτισμάτων, τα οποία βρίσκονται σε φανερή σύνδεση μεταξύ τους. Στο βορειότερο, χτισμένο σε εντελώς επίπεδο έδαφος, διακρίνεται ολόκληρος ο περίγυρος, ενώ ένας διαχωριστικός τοίχος τέμνει το κτίριο σε 2 χώρους, έναν τετράγωνο ανατολικό και έναν ορθογώνιο δυτικό. Νοτιότερα και σε απόσταση περίπου 20 μ. υπάρχει ένα δεύτερο κτίσμα, του οποίου οι θεμελιακές κατασκευές είναι πιο προσεγμένες, ογκωδέστερες και διατηρημένες σε καλύτερη κατάσταση. Από τα δύο κτίρια το βορειότερο, που είναι και το αρχαιότερο, εικάζεται ότι πρόκειται για μία απλή μορφή ναού (7Χ14 μ.), με πρόναο ανοιχτό προς ανατολικά και πιθανή κιονοστοιχία. Το δεύτερο κτίσμα, κατά πάσα πιθανότητα, πρέπει να θεωρηθεί ως στοά, η οποία χρησιμοποιούνταν ως χώρος φύλαξης των αφιερωμάτων. Ακόμη δυτικά και ανατολικά διαφαίνεται περίβολος τοίχος, ο οποίος περιέκλειε τα δύο κτίσματα σε ιερό χώρο.

Ο λατρευτικός χώρος συνεχίζεται στον διπλανό λοφίσκο, όπου υπάρχουν πολλά σημάδια θρησκευτικής λατρείας. Κάθετα πάνω στους βράχους είναι λαξευμένα σαν ανάγλυφα επίπεδα τα περιγράμματα δύο ναΐσκων,[46] με λαξευμένο μπροστά τους ένα βαθύ παραλληλόγραμμο επίπεδο, ενώ ένα μικρό ανθέμιο διακρίνεται αχνά στο αέτωμα του ενός εκ των δύο. Επίσης από λειασμένες επιφάνειες βράχων προεξέχουν περίπου 30 περίεργα κυρτώματα – ημισφαίρια, με διάμετρο από 10 εκ. έως 30 εκ. και ύψος από 5 έως 15 εκ. Αυτά βρίσκονται σε διάφορους συσχετισμούς μεταξύ τους: σε σειρά κατά μέγεθος ή σε άτακτη διάταξη, μεμονωμένα ή σε ζεύγη, ενώ δίπλα σε αρκετά από αυτά υπάρχουν λαξευμένα κοιλώματα, πιθανόν για την τοποθέτηση κάποιας στήλης.

Τα ημισφαίρια αυτά παραπέμπουν στον Ομφαλό των Δελφών και στη λατρεία του Απόλλωνα, ενώ οι οριζόντιες επιφάνειες των βράχων, απ’ όπου προεξέχουν, μπορούν να θεωρηθούν τράπεζες προσφορών ή βωμοί σπονδών και θυσιών. Ο ομφαλός ήταν το σύμβολο της κάθαρσης, της σύνδεσης της γης με τον ουρανό, της κάθε γέννησης και της επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, ο οποίος δεχόταν την προσφορά, αλλά και την ανταπέδιδε στον άνθρωπο. Ήταν η ιερή πέτρα στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, πριν ακόμη καθιερωθεί η λατρεία του εκεί, όταν λατρευόταν η Γη «η πρωτόμαντις».

Όλα τα παραπάνω στοιχεία, τα λατρευτικά σύμβολα, οι τράπεζες προσφορών, οι ναΐσκοι και τα κτίσματα δείχνουν έντονη θρησκευτική δραστηριότητα, συνθέτοντας έναν ιερό χώρο, ο οποίος δημιουργήθηκε στο κατάλληλο μέρος. Η καταλληλόλητα αυτή σχετιζόταν με τη γεωδαισία του τόπου, που σήμαινε ότι στο συγκεκριμένο μέρος ίσχυαν οι σωστές αποστάσεις και αναλογίες και παράλληλα η ανάλογη γεωμορφολογία (δέντρα, λόφος, βράχια, κάποια πηγή), ώστε να προκύπτει ένα βασικό στοιχείο της ιερότητας του χώρου, η αρμονία.

Οι ιεροί αυτοί φυσικοί χώροι ονομάζονταν τεμένη και είχαν την αφετηρία τους στα προϊστορικά χρόνια. Βρίσκονταν σε βραχώδη ή λοφώδη σημεία, κάποια από τα οποία περιβάλλονταν από χαμηλό τοίχο και μέσα σε αυτά ήταν τοποθετημένοι βαίτυλοι (ιεροί λίθοι), ιεροί κίονες, βωμοί, τράπεζες προσφορών και άλλα ιερά αντικείμενα. Ένας τέτοιος λατρευτικός χώρος-τέμενος είναι και ο συγκεκριμένος.

Ένα στοιχείο πιθανής λατρείας μπορεί να θεωρηθεί, ακόμη, η λάξευση μιας στήλης σε βράχο της ακρόπολης, περίπου 1 μ. πάνω από το έδαφος, ενώ ο Leake, όπως αναφέρθηκε, υποθέτει την ύπαρξη ναού στη δυτική πλαγιά του λόφου προς τον Παλαιόμυλο. Στην Ερέτρια λατρευόταν ο Απόλλωνας. Η λατρεία του επιβεβαιώνεται από την αφιερωματική επιγραφή την οποία ανέφερε ο Γιαννόπουλος το 1894 και της οποίας σώζεται αντίγραφο, καθώς η ίδια έχει χαθεί. Η επιγραφή αυτή βρέθηκε ανάμεσα στον λόφο της ακρόπολης και στην Κοτζαλάκκα[47] χωρίς να είναι προσδιορισμένο με ακρίβεια το μέρος και περιγράφεται από τον Γιαννόπουλο, ο οποίος τη δημοσίευσε το 1894, ως τετράγωνη βάση σε γαλάζια πέτρα με διαστάσεις 60Χ80Χ30 εκ. Η επιγραφή εξαφανίστηκε το 1899 σύμφωνα με τον Otto Κern, ο οποίος την αναζήτησε μάταια με τον Γιαννόπουλο.

Συνολικά στην Ερέτρια βρέθηκαν 11 επιγραφές,[48] μία αφιερωματική και 10 επιτύμβιες σε τάφους οι οποίοι όλοι, σχεδόν, είχαν συληθεί βόρεια και ανατολικά του λόφου της ακρόπολης, καθώς και στην εκκλησία του οικισμού, από το 1894 μέχρι τα τελευταία χρόνια. Χρονολογούνται από τα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. μέχρι και τον 2ο αι. μ.Χ., κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, σε μία ισομερή χρονική απόσταση μεταξύ τους, γεγονός που είναι άξιο προσοχής, διότι μαρτυρεί τη συνεχή κατοίκηση της περιοχής.

Εκτός από τις 11 επιγραφές της Ερέτριας πρέπει να προστεθούν ακόμη 2, οι οποίες, λόγω του τόπου της ανακάλυψής τους κοντά στα όρια Ερέτριας-Σκοτούσσας, δημιούργησαν προβλήματα απόδοσης στη μία ή στην άλλη πόλη. Η μία βρέθηκε στον τοίχο του περιβόλου της εκκλησίας του Ρηγαίου και η δεύτερη, κατά τον Αρβανιτόπουλο, στην εκκλησία του Πολυδαμείου. Και οι δύο έχουν χαθεί.

Οι 11 επιγραφές έχουν δημοσιευθεί, αλλά οι 5 από αυτές έχουν χαθεί. Από τις 6 σωζόμενες, οι 3 έχουν παραδοθεί στο Μουσείο του Αλμυρού, μία στο Μουσείο του Βόλου, ενώ δύο ακέραιες ταφικές στήλες του 5ου και του 2ου αι. π.Χ. βρίσκονται στην αρχαιολογική συλλογή των Φαρσάλων.

Οι δύο που υπήρχαν στην εκκλησία της Ερέτριας έγιναν γνωστές από τον Leake, όταν επισκέφθηκε τον χώρο το 1810 και αναφέρει τα εξής: «Το Τσαγκλί (Ερέτρια) έχει 30 οικογένειες και βρίσκεται στην είσοδο μιας στενής κοιλάδας που οδηγεί από την πεδιάδα, που μόλις διασχίσαμε, σ’ εκείνη που ονομάζεται στην αρχαιότητα Κρόκιο Πεδίο[49] και προς τον Αλμυρό. Στους τοίχους της εκκλησίας υπάρχουν δύο ενεπίγραφες στήλες, η μία από τις οποίες έχει ένα κομμάτι από στίχους και η άλλη είναι επιτύμβια».

Από την πρώτη επιγραφή (CHW 856) δεν υπάρχει το κάτω αριστερό κομμάτι της πέτρας οι διαστάσεις της οποίας είναι 55Χ57 εκ., αλλά διατηρούνται αρκετοί στίχοι που περιγράφουν τη μοίρα και το μερίδιο στο πεπρωμένο αυτού, που ολοκλήρωσε τη ζωή του. Από τις σωζόμενες επιγραφές αυτή έχει τις περισσότερες λέξεις σε 7 στίχους,[50] χαρακτηρίζεται ως επίγραμμα και έχει παραδοθεί στο Μουσείο του Βόλου. Χρονολογείται την εποχή της Ρωμαιοκρατίας.

Η δεύτερη, που υπήρχε στην εκκλησία (CHW 1932), με διαστάσεις 100X41X13 εκ. έχει παραδοθεί στο Μουσείο του Αλμυρού. Απεικονίζει έναν άνδρα και μία γυναίκα να κοιτάζουν προς τα κάτω, ενώ ένα μικρό παιδί που είναι ανάμεσά τους κοιτάζει τον πατέρα του και προσκολλάται στα ρούχα της μητέρας του. Τα ονόματα του πατέρα και της μητέρας είναι Αλέξανδρος Συντόχου και Ζωσίμη Ευβούλης. Τοποθετείται χρονικά τον 2ο αι. μ.Χ.

Οι δύο επιτύμβιες επιγραφές που βρίσκονται στα Φάρσαλα ανακαλύφθηκαν το 1978 σε τάφους στους ανατολικούς πρόποδες της ακρόπολης, μετά από χωματουργικές εργασίες που γίνονταν εκεί. Η πρώτη με κωδικό CHW 3617 είναι σε μπλε μάρμαρο χαρακτηριστικό των λατομείων της περιοχής των Φαρσάλων και έχει μία πολλή απλή και λεπτή διακόσμηση με στεφάνι οβάλ, χαραγμένη σε όλο το ύψος της μπροστινής όψης σε 3 γραμμές. Χρονολογείται το πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ. και αναγράφονται τα εξής:

«Μνάμα, έστασε ο πάτερ κ’ α μάτερ

παιδί θανόντι Μικρίον Νικία

ανδρί αγαθό».

Η δεύτερη με κωδικό CHW 3618 είναι λευκός μαρμάρινος ναΐσκος με οριζόντιο επιστήλιο και δύο ορθογώνιες κολώνες που οριοθετούν ένα πεδίο με ανάγλυφο.[51] Στα αριστερά είναι ένας αναβάτης που με το άλογό του κατευθύνεται προς τα δεξιά, ενώ απέναντί του και πάνω σε ένα είδος βάθρου στέκονται μία γυναίκα και δύο άνδρες. Χρονολογείται τον 2ο αι. μ.Χ και τα λόγια της επιγραφής είναι:

«Πολύξενος Μνάσωνος

Χαίρε»

Οι υπόλοιπες επιτύμβιες επιγραφές είναι οι εξής:[52]

«Δαμόξενος Ειρηναίου» CHW2189, «Χειρίας Σωσίου» CHW1938, «Πετθαλός Σιμμίαιος» CHW2190, «Αριστα… Πυλάδας» CHW1218 και «Σώσανδρος Ευβούλου Πλευρώνιος» CHW2191, Ανώνυμο CHW3891.

Στην τελευταία επώνυμη επιγραφή (CHW 2191), η οποία χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ., το εθνικό όνομα Πλευρώνιος, από την Πλευρώνα της Αιτωλίας, επιβεβαιώνει την παρουσία των Αιτωλών στην Ερέτρια, καθώς μετά τον Λαμιακό πόλεμο (323-321 π.Χ) αυτό ίσχυσε για ολόκληρη την Αχαΐα Φθιώτιδα.

Όλα τα προαναφερθέντα ονόματα είναι οικεία και τα συναντάς και σε άλλες θεσσαλικές πόλεις εκτός από το Χειρίας, το οποίο είναι μοναδικό στη Θεσσαλία και αναφέρεται ακόμη στα Μέγαρα και στη Βιοιωτία. Η επιγραφή (CHW 1938), με το όνομα Χειρίας Σωσίου η οποία βρέθηκε τον Μάιο του 1927 και παραδόθηκε στο Μουσείο του Αλμυρού, είναι μία λευκή μαρμάρινη στήλη με τριγωνικό αέτωμα στη μέση του οποίου έχει τη μακεδονική ασπίδα και χρονολογείται τον 3ο αι. π.Χ.

Η μακεδονική ασπίδα στο μέσο του αετώματος, σε 2 επιτύμβιες επιγραφές της Ερέτριας, μαρτυρεί την παρουσία Μακεδόνων, πιθανόν και μακεδονικής φρουράς κατά τον 3ο με 2ο αι. π.Χ., όπως σε όλη τη Θεσσαλία και σε μεγάλο μέρος της Ελλάδας. Η πρώτη από τις ελληνικές πόλεις που απαλλάχτηκε από τη μακεδονική κυριαρχία ήταν η Αθήνα, όταν το 307 π.Χ ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, εφαρμόζοντας το ψήφισμα του πατέρα του Αντίγονου το 315 π.Χ., για την αυτονομία των Ελληνικών πόλεων, απομάκρυνε τη μακεδονική φρουρά από την Ακρόπολη.

Η αφιερωματική επιγραφή στον Απόλλωνα (CHW 4041),[53] η οποία χρονολογείται τον 5ο αι. π.Χ., είναι η εξής: «Μεθίστας Πιθούνειος Άπλουνι». Απόδοση: «Ο Μεθίστας γιος του Πίθωνος στον Απόλλωνα». Τα ονόματα Πιθούνειος και Άπλουνι, αντί του Πιθώνειος και Απόλλωνι, είναι τύποι της αιολικής θεσσαλικής διαλέκτου, της οποίας ένα από τα χαρακτηριστικά είναι η τροπή του ω σε ου, ενώ η χρήση του Άπλουν αντί του Απόλλων ήταν συνήθης στους Θεσσαλούς, πράγμα το οποίο επισημαίνεται και από τον Πλάτωνα στον διάλογο Κρατύλοςπερί ορθότητας ονομάτων c. 40).

Εκεί ο Σωκράτης απαντώντας στον Ερμογένη με μία διάθεση ευρύτερης εννοιολογικής ανάλυσης της λέξης του λέει ότι το όνομα Απόλλων περιέχει όλες τις ιδιότητες του θεού, δηλαδή τη μουσική, τη μαντική, την τοξευτική και την ιατρική. Επίσης επειδή εξαγνίζει τους ανθρώπους με τις «απολύσεις» (απαλλαγές) και τις «απολούσεις» (καθαρμούς) θα μπορούσε να ονομαστεί «Απολούων», ενώ σύμφωνα με τη μαντική και την αλήθεια που εκπροσωπεί και την απλότητα (καθαρότητα), θα μπορούσε να ονομαστεί ορθότατα και «Άπλουν», όπως τον αποκαλούν όλοι οι Θεσσαλοί.

Τη συγκεκριμένη επιγραφή ο Otto Kern[54] την αξιολογεί ιδιαίτερα, πεπεισμένος ότι οι Αχαιοί Φθιώτες ήταν φορείς του παλιού αιολικού πολιτισμού με τη βορειοδυτική αιολική διάλεκτο, στην οποία είναι γραμμένες οι επιγραφές, και ότι σίγουρα και τον 6ο αι. π.Χ. μιλούσαν αυτή τη διάλεκτο. Οι πεποιθήσεις του αυτές επιβεβαιώνονται, καθώς επισημαίνει ότι σε μία πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας, την Ερέτρια, βρέθηκαν ίχνη της αιολικής διαλέκτου στην εν λόγω επιγραφή. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό και για την ιστορία της Ερέτριας διότι αποδεικνύει την πολιτισμική δυναμική της πόλης.

Χαρακτηριστικά αναφέρει τα εξής: «Υπάρχει, ευτυχώς, μία καλύτερη ένδειξη, για μία ωραία αρχαϊκή επιγραφή, την οποία ανακάλυψε ο γνωστός θεσσαλός επιμελητής αρχαιοτήτων Νικ. Γιαννόπουλος, δίπλα στο Τσαγκλί (Ερέτρια), εκεί όπου δικαιωματικά ο Leake τοποθετεί και την αρχαία Ερέτρια. Αναζήτησα, λοιπόν, με τον Νικ. Γιαννόπουλο, ως υπεύθυνο σημαντικών λίθων σε ένα τουρκικό κοιμητήριο, όπου είχα δει, πριν από μερικά χρόνια την επιγραφή αυτή, είναι όμως λυπηρό το γεγονός ότι στη Θεσσαλία χάθηκαν μερικές αξιόλογες επιγραφές και δεν έχουν βρεθεί έως σήμερα. Αλλά σήμερα έχουμε ένα επιμελημένο αντίγραφο της επιγραφής του Νικ. Γιαννόπουλου, η οποία αναφέρει: Μεθίστας Πιθούνειος Άπλουνι. Το ότι η περιοχή ανήκει στη δικαιοδοσία της Ερέτριας της Αχαΐας Φθιώτιδας δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Βρέθηκαν, λοιπόν, εδώ τα ίχνη της αιολικής γλώσσας, κάτι για το οποίο δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε».

Η αναφορά αυτή, με τη σημαντική επισήμανση του Kern για την αιολική διάλεκτο στην εν λόγω επιγραφή είναι ένα μέρος της ομιλίας του που έγινε το 1903 στην 47η συγκέντρωση Γερμανών φιλολόγων και σχολαρχών στην περιοχή της Halle με θέμα «Η περιοχή της Θεσσαλίας και η Ιστορία της Ελλάδας».

Βασικό στοιχείο στη σύνθεση της εικόνας της Ερέτριας, εκτός από τα τείχη, τον λατρευτικό χώρο με τον ναό και τις 11 επιγραφές, αποτελούν τα οικοδομήματα μέσα και έξω από τα τείχη, τα οποία ήταν δημόσια κτίρια και απλές οικίες. Ο Leake, ο Γιαννόπουλος και η Blum αναφέρουν πολλά ίχνη οικοδομημάτων μέσα και έξω από τα τείχη, ενώ ο Leake μιλάει και για οικισμούς ανοχύρωτους στις πλαγιές του λόφου με ευδιάκριτα θεμέλια.

Οι οικισμοί τους οποίους αναφέρει αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης το οποίο ήταν έξω από τα τείχη, αυτό που ονομάζεται κάτω πόλη στους πρόποδες του λόφου. Όπως συνέβαινε και σε άλλες πόλεις, τα περισσότερα σπίτια ήταν έξω από τα τείχη, για να είναι οι κάτοικοι κοντά στα κτήματά τους και μόνο στην περίπτωση κινδύνου ζητούσαν ασφάλεια μέσα σε αυτά.

Όσον αφορά τα δημόσια κτίρια εντοπίζονται στο βόρειο τμήμα της ακρόπολης, όπου πιθανόν βρισκόταν και η αγορά της πόλης. Εκεί ο Γιαννόπουλος αναφέρει ίχνη και κρηπιδώματα αρχαίων κτιρίων από μεγάλους ορθογώνιους λίθους στην εξωτερική τους επιφάνεια και μικρότερους στην εσωτερική, ενώ σε κοντινή τους απόσταση υψώνεται ένας μικρός χειροποίητος λόφος, για τον οποίο είναι σίγουρος ότι καλύπτει αρχαίο οικοδόμημα.

Επίσης ερείπια από τοίχους αντιστήριξης δωμάτων σώζονται στο νοτιοδυτικό εσωτερικό τμήμα της πόλης. Και σε άλλα σημεία μέσα και έξω από τα τείχη σώζονται σε μικρό ύψος τοίχοι από λιθοκατασκευές, αλλά λόγω της κακής διατήρησης των ερειπίων, που με την πάροδο του χρόνου γίνονται ακόμη πιο δύσκολα, είναι αδύνατο να υπολογιστεί το είδος της κατασκευής. Καθαρή εικόνα θα δοθεί μόνο με τις ανασκαφές. Αυτό που έχει διατηρηθεί σε αρκετά καλή κατάσταση είναι το οχυρωματικό έργο της Ερέτριας και γι’ αυτό έγινε και αντικείμενο μελέτης από τους Leake, Γιαννόπουλο, Stählin και κυρίως από την Blum.

Ο κύριος τύπος πόλης της Ερέτριας αντιπροσωπεύει την πόλη «επί πλαγιάς» (τύπος Hangstadt) με ακρόπολη σε απότομη κορυφή και κάτω πόλη εκτός των τειχών, κατηφορικά, που απαντάται και σε άλλες θεσσαλικές πόλεις, όπως στις Φθιώτιδες Θήβες, στη Λάρισα Κρεμαστή, στη Μελίτεια, στον Άτραγα και στην Πέλιννα.

Τα τείχη περιβάλλουν τμήμα της πόλης και την ακρόπολη στον ασβεστολιθικό λόφο που υψώνεται στα 385 μ. και περιγράφεται από τον Stählin ως εξής: «Ανάμεσα στα βουνά, ένα πλατύ πέρασμα, οδηγεί στην κοιλάδα του Ενιπέα. Μόλις περάσεις το στενό, πάνω στα βραχώδη βουνά, πίσω από το χωριό Πέρδικα το βλέμμα σου προσηλώνεται σ’ έναν πλατύ βράχο που φράζει τη δυτική έξοδο του περάσματος. Η φύση φρόντισε ώστε η εύκολη δίοδος να ασφαλιστεί με αυτόν τον τρόπο».[55]

Ο πλατύς βράχος είναι ο λόφος της ακρόπολης ή αλλιώς το κάστρο, όπως αποκαλείται από τους κατοίκους της περιοχής, με την ασβεστολιθική σύνθεση, η κορυφή του οποίου απλώνεται σε μία επίπεδη έκταση περίπου 8,5, στρεμμάτων με διαστάσεις 170 μ. επί 50 μ.. Ο ασβεστόλιθος είναι ιζηματογενές πέτρωμα και δημιουργείται με τη διαδικασία της σταδιακής απόθεσης του στερεού ιζήματος, που βρίσκεται μέσα σε ρευστό και κατακάθεται, η μεγάλη του δε περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο προσδίδει στο πέτρωμα μεγάλη στερεότητα.

Από το ασβεστολιθικό αυτό πέτρωμα κατασκευάστηκαν και τα τείχη,[56] στα οποία η σκληρότητα και το συμπαγές της πέτρας ήταν ένας λόγος, εκτός από την τεχνική της κατασκευής, για να διατηρηθεί ζωντανό ένα μεγάλο μέρος τους. Το πάχος τους είναι 2-3 μ. και το ύψος του έφτανε τα 4 μ., όπως φαίνεται σε τμήμα της ανατολικής πλευράς που σώζεται με 8 σειρές λίθων ορθογώνιων λατομημένων και σμιλεμένων, οι οποίοι στην πρώτη σειρά ήταν τετράγωνοι, με εμφανείς σε αρκετά σημεία στο έδαφος τις κυβικές οπές τοποθέτησής τους. Τα μεγέθη των λίθων κυμαίνονται από 0,35 μέχρι 1,80 μ. στο μήκος, στο ύψος από 0,40 μέχρι 0,60 μ. και στο πλάτος από 0,35 μέχρι 0,90 μ., ενώ ως προς το σχήμα είναι ορθογώνιοι, τετράγωνοι και τραπεζοειδείς, λειασμένοι στις γωνίες, ώστε να προστατεύονται από σπάσιμο κατά την τοποθέτησή τους.

Το χτίσιμο των τειχών γινόταν από τους οικοδόμους, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων ήταν λιθουργοί. Η πρώτη εργασία ήταν η λατόμευση, που στην περίπτωση της Ερέτριας γινόταν επί τόπου, καθώς η πέτρα προερχόταν από τον ασβεστολιθικό λόφο της ακρόπολης, ενώ τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία της, ήταν σχεδόν όμοια με τα σημερινά. Τα βασικά εργαλεία ήταν τα εξής: 1) η βαρεία (βαριά), 2) ο πρίων (πριόνι χωρίς δόντια), 3) ο κοπεύς (κοπίδι), 4) ο τύκος (σφυρί), 5) η τυπίς, σφυρί με οξείες ακμές και στα δύο άκρα, 6) ο πέλεκυς (τσεκούρι) και πλήθος ακόμη ειδικών λιθουργικών εργαλείων για τη λάξευση, την οριζοντίωση, την ευθυγράμμιση και τη λείανση της πέτρας.

Στον τρόπο κατασκευής έχει εφαρμοστεί η τεχνική του έμπλεκτου: το εξωτερικό τείχος με μεγάλους ορθογώνιους ή πολυγωνικούς λίθους, προσαρμοσμένους τεχνηέντως μεταξύ τους, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη κολλητικής ύλης, και η εσωτερική πλευρά, κυρίως στα μέρη που χρειάζονταν ενίσχυση, όπως κοντά στις πύλες και στα ευπρόσβλητα σημεία· η εσωτερική πλευρά ήταν κατασκευασμένη με μικρότερους ημικατεργασμένους πολυγωνικούς λίθους, με ένα εσωτερικό γέμισμα ανάμεσα στις δύο κατασκευές από μικρές πέτρες, πηλό και χώμα.

«Το δε μεταξύ διάστημα επληρούτο διά χαλίκων και χώματος καθάπερ τα υπό του Θουκυδίδου περιγραφόμενα μακρά τείχη των Αθηνών»,[57] αναφέρει ο Γιαννόπουλος, ενώ η σύνδεση του εξωτερικού τείχους με το εσωτερικό τμήμα γινόταν με τους λεγόμενους ενωτικούς ή προσδετικούς λίθους, που ήταν σμιλεμένοι σαν σφήνες ή αμβλείες πυραμίδες, δημιουργώντας έτσι ένα συμπαγές και δυνατό τείχος.

Τα τείχη διακόπτονται κατά αραιά διαστήματα από 5 πύλες[58] με άνοιγμα 3 μ. οι τέσσερες και 1,5 μ. η πέμπτη. Οι τέσσερεις βρίσκονταν χαμηλά προς την κάτω πόλη και ο προορισμός τους ήταν να διευκολύνουν τις μετακινήσεις των πολιτών, καθώς και των φορτωμένων αμαξών. Επίσης συνέδεαν την πόλη με τους οδικούς άξονες που περνούσαν από την Ερέτρια και ήταν οι: Σκοτούσσας – Φθιωτίδων Θηβών, Φαρσάλου – Φθιωτίδων Θηβών και Φαρσάλου – Φερών.

Επειδή ήταν τα ασθενέστερα σημεία στην άμυνα των τειχών, γι’ αυτό τον λόγο είχαν ενδυναμώσει τις πλευρές τους (παραπετάσματα) με διπλό έμπλεκτο τείχος, όπως αναφέρθηκε πριν, εκτός από την πέμπτη πύλη, η οποία ήταν ψηλά και είχε δύσκολη πρόσβαση. Η πύλη αυτή επιπλέον προστατευόταν από έναν πύργο και μέσω αυτής μπορούσαν οι Ερετριείς να φτάσουν στην ακρόπολη, η οποία ήταν η τελευταία ασφαλής θέση, όταν η κάτω πόλη κινδύνευε να κυριευτεί. Μάλιστα ήταν η μοναδική που είχε ανάγλυφη ταινία διακόσμησης στο υπέρθυρο, απόδειξη της σημαντικότητάς της. Οι πύλες έκλειναν με ξύλινες πόρτες και σύρτες, ενώ οι 4, εκτός αυτής που ήταν προς την ακρόπολη, είχαν μπροστά τους για ενίσχυση της άμυνάς τους «προαύλιο» βάθους 3,3-5 μ.

Όλη η προηγούμενη περιγραφή, με τον βραχώδη λόφο, τα τείχη και τις πύλες με τους προαύλιους χώρους τους, θυμίζει μυκηναϊκή ακρόπολη,[59] της οποίας τα κύρια χαρακτηριστικά είναι: ο βραχώδης λόφος, που είναι από τη φύση του οχυρός αλλά και κατάλληλος για κατοίκηση, το κτίσιμο των τειχών που ακολουθεί το φρύδι του υψώματος, οι πύλες με το ενισχυμένο χτίσιμο στις δύο πλευρές και το διακοσμητικό ανάγλυφο στο υπέρθυρο της πιο σημαντικής και οι μικρότερες πύλες. Επίσης κάτι που δεν ίσχυε για όλες τις ακροπόλεις, ήταν οι κλιμακωτές εγκαταστάσεις υπό μορφή σηράγγων, οι οποίες οδηγούσαν από το εσωτερικού του τείχους σε υπόγειες πηγές ή φλέβες νερού, ώστε να υπάρχει ύδρευση σε περίπτωση πολιορκίας.

Επιπλέον όλες οι μυκηναϊκές πύλες είχαν μπροστά τους ένα εξωτερικό χώρο, αυτόν που αναφέρεται σαν «προαύλιο» για την Ερέτρια, με μία ειδική φυσική διαμόρφωση ή και τεχνητή, ώστε να ανακόπτει την ορμή των επιτιθέμενων. Για παράδειγμα, στις ακροπόλεις των Μυκηνών και της Αθήνας υπήρχε μπροστά από τις πύλες μια φυσική ανηφόρα σαν αναβάθρα, η οποία στην Τίρυνθα ήταν τεχνητή, ώστε οι επιτιθέμενοι να πλησιάζουν αργά λόγω της ανηφόρας, δίνοντας χρόνο στους υπερασπιστές να τους αποκρούουν με τα τόξα. Κάτι ανάλογο συνέβαινε με την Ερέτρια, με τη διαφορά ότι μπροστά σε κάθε πύλη της αντί για ανηφορική αναβάθρα υπήρχε ένα αρκετά μεγάλο βαθούλωμα στο έδαφος (3-5 μ.), το οποίο σίγουρα ανέκοπτε την ορμή των εχθρών και έδινε χρόνο στους τοξότες να τους απωθήσουν από τα τείχη.

Παρ’ όλο που ήταν μία μικρή πόλη η Ερέτρια, είχε ένα ολοκληρωμένο και προσεγμένο οχυρωματικό σύστημα που την προστάτευε αρκετά. Όταν το 198 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄ τη λεηλάτησε, την κυρίευσε ανεβάζοντας στρατιώτες με σκάλες από σημεία, τα οποία βρίσκονταν μακριά από τις πύλες και τις πυλίδες.

Οι πυλίδες ήταν στενότερα ανοίγματα από τις πύλες (1,2 μ.) ανατολικά και δυτικά στις απότομες πλαγιές, που δεν προορίζονταν για τις μετακινήσεις των κατοίκων, αλλά για την άμυνα της πόλης. Αριθμούνται 3, από τις οποίες η μία βρισκόταν στην ανηφορική δεξιά[60] πλευρά ενός πύργου, ενώ οι άλλες 2 σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους, διευκολύνοντας τους υπερασπιστές της πόλης να επιτεθούν από τη μία και να οπισθοχωρήσουν στην άλλη.

Ο A. W. Laurence αναφέρει σχετικά τα εξής: «Το σκόπιμο, μολονότι άτακτο, κτίσιμο τριών πυλίδων στη θεσσαλική Ερέτρια είναι ιστορικά εξηγήσιμο. Ανοίχθηκαν όχι μακριά η μία από την άλλη, πάνω σε απότομη πλαγιά και επέτρεπαν κρυφές εφόδους εναντίον των εχθρών».

Η εικόνα του οχυρωματικού έργου ολοκληρώνεται με τους πύργους και τους προμαχώνες, που συνέβαλαν στην αποτελεσματικότερη άμυνα.

Το χαμηλότερο σημείο της πόλης, βόρεια, προς τη Μαγούλα, ήταν και το πιο ευπρόσβλητο, γι’ αυτό εκεί βρίσκονται οι 3 από τους 5 πύργους, με τετράγωνη κατασκευή και υπερυψωμένοι από τα τείχη. Ο ένας ξεχώριζε για την τεχνική του. Ήταν κτισμένος με τον έμπλεκτο τρόπο, όπως τα τείχη, και από την κορυφή του μπορούσαν και από τις 4 πλευρές να βάλλουν με πολεμικές μηχανές, ενώ στο ισόγειό του υπήρχε ένας θάλαμος 20 τ.μ., συνδεόμενος με το εσωτερικό της πόλης. Οι θάλαμοι αυτοί των πύργων χρησιμοποιούνταν ως χώροι της φρουράς, θέσεις των τοξοτών ή αποθήκες. Από τους άλλους δύο πύργους ο ένας στη δυτική πλευρά είχε ένα δυνατό αμυντικό ρόλο, με την τοποθέτηση βαλλιστικών μηχανών στον χώρο του κατά των πολιορκητών, ενώ συγχρόνως λειτουργούσε και ως παρατηρητήριο. Ο άλλος είχε τη γενική επισκόπηση.

Οι προμαχώνες ήταν 5 και είχαν διαμορφωθεί, ως διαπλατύνσεις των τειχών ή πυργοειδή κυβοειδή κατασκευάσματα, λειτουργώντας ως σταθμοί πληροφοριών, ή ως χώροι τοποθέτησης μεγάλων τόξων και βαλλιστικών μηχανών, για να αποκρούουν τους επιτιθέμενους.[61] Με τους προμαχώνες και τους πύργου, σε κοντινές αποστάσεις μεταξύ τους, ήταν ενισχυμένο στην οχύρωση το βόρειο τμήμα των τειχών, προς την πεδιάδα, που ήταν και το πλέον ευπρόσβλητο, ενώ σε λιγότερο επικίνδυνα σημεία αρκούσε η οδόντωση του τείχους, οι επάλξεις.[62]

Στα ψηλότερα και ανηφορικά προς την ακρόπολη τμήματα των τειχών η πρόσβαση με πολεμικές μηχανές ήταν σχεδόν αδύνατη, λόγω τη απότομης πλαγιάς του λόφου και από τις δύο πλευρές, ανατολικά και δυτικά, γι’ αυτό έδιναν βαρύτητα στο κατηφορικό μέρος.

Συμπερασματικά, αυτό που διαπιστώνεται για την οχύρωση της πόλης είναι ότι είχαν ληφθεί όλα τα αμυντικά μέτρα και οι Ερετριείς ήξεραν να χειρίζονται τα επιθετικά και αμυντικά όπλα της εποχής τους, με υπερασπιστές, μεθόδους και υλικό, μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων τους, δεδομένου ότι η Ερέτρια δεν ήταν μεγάλη πόλη και τα έσοδά της ήταν περιορισμένα.

Σε μερικά σημεία των τειχών διακρίνονται ίχνη επέμβασης μεταγενέστερων εποχών για συντήρηση ή ανανέωση, όπως κονίαμα και όστρακα του 3ου αι. μ.Χ., κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. Επίσης εντοπίζονται καθαρά ίχνη ανακαίνισης μέρους των τειχών σε μήκος περίπου 6 μ. κατά τη Βυζαντινή Εποχή. Η ανανέωση είναι αρκετά ευδιάκριτη, καθώς οι τοιχοδόμοι (κτίστες), χρησιμοποίησαν για το αρμολόγημα μικρά λιθάρια ανάμεσα σε κυβοειδείς λίθους.

Αυτό που λείπει από τη σύνθεση της εικόνας της αρχαίας Ερέτριας, έχοντας βέβαια υπόψη τη μέχρι τώρα απουσία ανασκαφών, είναι ο χώρος του θεάτρου. Όμως η φήμη για την ύπαρξή του υπάρχει και η πιθανή τοποθεσία του είναι σε ένα αμφιθεατρικό και απάνεμο μέρος έξω από τα τείχη, στις βορινές παρυφές του λόφου προς τη Μαγούλα και σε κοντινή απόσταση από το νεκροταφείο της πόλης, όπου η φυσική διαμόρφωση του χώρου ανταποκρίνεται στην τοπογραφία ενός αρχαίου θεάτρου.

Η ανανέωση μέρους των τειχών κατά τον 6ο αι. μ.Χ., αποδεικνύει την κατοίκηση της Ερέτριας κατά το χρονικό αυτό διάστημα, κάτω από τις διαφορετικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την ίδρυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ η παρουσία της για το αμέσως προηγούμενο διάστημα, δηλαδή της Ρωμαιοκρατίας, επιβεβαιώνεται και από τις επιγραφές που βρέθηκαν στον χώρο της.

Η χρονολόγηση των 11 επιγραφών της είναι κατανεμημένη από μία άξια προσοχής ισομέρεια, που δείχνει συνεχή παρουσία της πόλης μέχρι και τον 3ο αι. μ.Χ., αντιστοιχώντας στους εξής αιώνες: 6ο π.Χ., 5ο π.Χ., 4ο π.Χ., 3ο π.Χ., 2ο π.Χ., και 2ο και 3ο μ.Χ.. Επίσης ιστορικές μαρτυρίες για γεγονότα, που την αφορούν άμεσα, έχουμε σε δύο διαδοχικές χρονολογίες, το 198 και το 197 π.Χ.

Μετά την οδυνηρή ήττα του στον Αώο (146 π.Χ.) από τον Τίτο Κοΐντο Φλαμινίνο, ο Φίλιππος Ε΄ υποχωρώντας στη Θεσσαλία και ακολουθώντας μία σκληρή τακτική, προκειμένου να τον πιέσει, πυρπολούσε και λεηλατούσε τη θεσσαλική ύπαιθρο. Τότε λεηλάτησε το Φάκιο, τις Πειραισίες, το Ευΰδριο, την Παλαιοφάρσαλο και την Ερέτρια. Μάλιστα κάποιο ρήγμα στα τείχη της ακρόπολης προκλήθηκε από την επίθεσή του κατά της πόλης, την οποία κυρίευσε ανεβάζοντας, όπως αναφέρθηκε, στρατιώτες του με σκάλες στα τείχη.

Και η επόμενη ιστορική μαρτυρία για την Ερέτρια έχει σχέση με τα ίδια πρόσωπα, τον Φίλιππο Ε΄ και τον Φλαμινίνο, όταν συγκρούστηκαν το 197 π.Χ., στη λοφοσειρά των Κυνών Κεφαλών,[63] σημερινό Χαλκοδώνιο όρος, με συντριπτική ήττα του Φιλίππου και έναν τραγικό απολογισμό για τους Μακεδόνες: 8.000 νεκροί και 5.000 αιχμάλωτοι. Από τους Ρωμαίους οι νεκροί ήταν 700. Ο Φλαμινίνος στρατοπέδευσε στην Ερέτρια και την επόμενη στο Θετίδειο, ο δε Φίλιππος στον Ογχηστό ποταμό, κοντά στο σημερινό Μικρό Περιβολάκι και την επόμενη στο Μελάμβιο, σημερινή Αγία Τριάδα, προτού συγκρουστούν πλησίον της Σκοτούσσας στην πολύνεκρη μάχη των Κυνών Κεφαλών.

Ο Πολύβιος (ΙΗ 20) αναφέρει σχετικά: «Της δ’ εκατέρων πορείας μεταξύ κειμένων όχθων υψηλών, ουθ’ οι Ρωμαίοι συνεώρων τους Μακεδόνας, ποι ποιούνται της πορείαν, ουθ’ οι Μακεδόνες τους Ρωμαίους. Ταύτην μεν ουν την ημέραν εκάτεροι διανύσαντες, ο μεν Τίτος επί την προσαγορευομένην Ερέτριαν (Φθιώτιδος χώρας), ο δε Φίλιππος επί τον Ογχηστόν ποταμόν, αυτού κατέλευξαν, αγνοούντες αμφότεροι τας αλλήλων παρεμβολάςˑ τη δ’ υστεραία προελθόντες εκστρατοπέδευσαν, Φίλιππος μεν επί το Μελάμβιον προσαγορευόμενον της Στοτουσσαίας, Τίτος δε περί το Θετίδειον της Φαρσαλίας, ακμήν αγνούντες αλλήλους».

Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κατοχής η ζωή των ανθρώπων στις επαρχιακές πόλεις συνεχιζόταν εδραιωμένη στα θεμέλια του ελληνικού πολιτισμού και στην κληρονομιά των Ελληνιστικών χρόνων, με προσήλωση στις αρχαίες παραδόσεις και στον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής. Σ’ αυτό βοήθησε και η τακτική των Ρωμαίων, που, όσον αφορά τους θεσμούς, δεν επιχείρησαν να επιβάλουν ομοιόμορφο σύστημα τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά ενθάρρυναν τους Έλληνες να διατηρήσουν τα παραδοσιακά πολιτικά τους συστήματα, όπως για παράδειγμα το Κοινό των Θεσσαλών, με έδρα τη Λάρισα συνέχισε τη δραστηριότητά του και κατά το διάστημα της Ρωμαιοκρατίας.

Ίχνη της Ρωμαϊκής Εποχής[64] στην Ερέτρια υπάρχουν στα τείχη, ενώ 3 από τις επιγραφές της χρονολογούνται στην περίοδο αυτή. Στις πύλες της ακρόπολης υπάρχουν γράμματα αρχαιοελληνικά, που γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα με το πέρασμα του χρόνου, ενώ σε τμήματα των τειχών φαίνονται ελληνικοί αριθμοί και λατινικοί στα πρόσθετα αμυντικά έργα που έγιναν αργότερα επί ρωμαϊκής κυριαρχίας.

Στις επιτύμβιες επιγραφές της περιόδου αυτής (1ος αι. π.Χ., 1ος και 2ος αι. μ.Χ.) υπάρχουν τα ιδιαίτερα στοιχεία, διαφοροποιημένα από τα χαρακτηριστικά της Ελληνιστικής Εποχής ή συγχωνευμένα με αυτά, δεδομένου ότι υπήρχε ρωμαϊκή επίδραση, αλλά προσαρμοσμένη στο ελληνικό στοιχείο.

Η μία από τις 2 επιτύμβιες στήλες, που βρέθηκαν στην εκκλησία της Ερέτριας το 1809-1810 και χρονολογείται τον 2ο αι, μ.Χ., με την απεικόνιση ενός μικρού παιδιού ανάμεσα στους γονείς του, αντιπροσωπεύει μία μορφή τέχνης της εποχής αυτής, της οποίας οι παραστάσεις θυμίζουν μορφές της σύγχρονης λαϊκής τέχνης, με μεγάλη απλοϊκότητα σχεδίου, συχνά με αδεξιότητα, αλλά και πολλή γοητεία.

Επίσης ένα χαρακτηριστικό των επιγραφών της ίδιας περιόδου στην Ερέτρια είναι ότι τα αναγραφόμενα ονόματα είναι ελληνικά (Πολύξενος, Μνάσων, Αλέξανδρος, Σύντοχος, Ζωσίμη, Εύβουλη), κάτι που δεν ήταν κανόνας, επειδή υπήρχε μία τάση κάποιων πολιτών, όχι μόνο των πόλεων αλλά και της υπαίθρου, να υιοθετούν λατινικά ονόματα, παρότι ήταν Έλληνες, είτε επειδή είχαν ενστερνιστεί τον ρωμαϊκό πολιτισμό, είτε επειδή ήθελαν την εύνοια των ρωμαίων αξιωματούχων.

Στην προηγούμενη περίοδο της Ελληνιστικής Εποχής (4ος-3ος και 2ος αι. π.Χ.) ανήκουν 5 επιγραφές της Ερέτριας, καθώς και ένα τμήμα μαρμάρινου ναΐσκου, που βρέθηκε στον ιερό χώρο - τέμενος. Είναι ένα κομμάτι, ύψους 24 και πλάτους 20 εκ., μιας ναόσχημης ραβδωτής στήλης από κάτασπρο διαυγές μάρμαρο πάνω σε βάση, ο τύπος της οποίας εμφανίζεται συχνά σε αναθηματικές στήλες των ελληνιστικών χρόνων.

Σε όλο το διάστημα της μακεδονικής κυριαρχίας, κατά τους προαναφερθέντες αιώνες, οι σχέσεις των γειτονικών με την Ερέτρια μεγάλων πόλεων, δηλ. της Φαρσάλου, των Φερών και των Φθιωτίδων Θηβών, με τους Μακεδόνες, καθώς και τα σημαντικά γεγονότα που διαδραματίζονταν πλησίον της, ήταν επόμενο να αφορούν και εκείνη. Η ίδρυση για παράδειγμα του Κοινού των Αιτωλών το 340 π.Χ. ενάντια στους Μακεδόνες και η επέκτασή τους στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας είχε άμεση σχέση με την Ερέτρια και αυτό φαίνεται από την αναγραφή σε επιτύμβια στήλη (CHW 2191) του ονόματος ενός άνδρα, καταγόμενου από την Πλευρώνα της Αιτωλίας.[65]

Επίσης η ακμή των Φθιωτίδων Θηβών σε σχέση με την ευμένεια του Κασσάνδρου, ο οποίος ήθελε να την καταστήσει μεγαλούπολη, πιθανόν να είχε αντίκτυπο και στην Ερέτρια, δεδομένου ότι ήταν γειτονική πόλη και λόγω της θέσης της μπορούσε να αποτελέσει προπύργιο σε μία επικείμενη απειλή των Αιτωλών.

Κατά το διάστημα της Ελληνιστικής Εποχής η μακεδονική κυριαρχία δεν εμπόδισε την ανάπτυξη των θεσσαλικών πόλεων, των μεγάλων αλλά και των μικρών. Για παράδειγμα, πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας είχαν δημιουργήσει ένα νομισματικό συνασπισμό με χαραγμένα στα νομίσματά τους τα 2 γράμματα ΑΧ (από τη λέξη Αχαιοί). Όσον αφορά την Ερέτρια, τα ευρήματα της περιόδου αυτής μαρτυρούν ανάπτυξη της πόλης.

Ενώ για την προϊστορία του χώρου της Ερέτριας υπάρχει άπλετο φως από τις ανασκαφές του 1905-1910, για την μετέπειτα ιστορική εποχή, λόγω της απουσίας ανασκαφών, οι αρχαιολογικές εκτιμήσεις είναι περιορισμένες. Σημαντικές πληροφορίες προέρχονται από τις επιγραφές της, τα περιεχόμενα των οποίων διασώθηκαν χάρη στο ενδιαφέρον και στην επιμέλεια του Ν. Γιαννόπουλου και από το οχυρωματικό της έργο το οποίο, παρά το πέρασμα των αιώνων, διατηρείται ακόμη σε σχετικά καλή κατάσταση.

Για τον πιθανό ναό στην ανατολική πλευρά της αρχαίας πόλης, η διάταξη του κτίσματος και της στοάς, τα ίχνη της οποίας διαγράφονται, ο κοινός προσανατολισμός τους προς τα ανατολικά και η παραλληλόλητά τους αποτελούν κριτήρια τα οποία σύμφωνα με την Blum, η οποία μελέτησε τον χώρο, ανάγουν την ίδρυσή του στην αρχής της κλασικής εποχής (5ος αι. π.Χ.) ή πριν από αυτή. Η ίδια αρχαιολόγος προσθέτει ότι ίσως ο ναός αυτός να κτίστηκε επάνω σε έναν αρχαιότερο λατρευτικό χώρο.

Αρκετοί γνωστοί ναοί της Κλασικής Εποχής στην αρχαία Ελλάδα κτίστηκαν επάνω σε παλαιότερους ιερούς χώρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ακρόπολη των Αθηνών,[66] όπου ένας τύμβος στη μεσημβρινή πλαγιά του ιερού βράχου και διάσπαρτα όστρακα στην επιφάνειά του δείχνουν ότι, πριν από τα θαυμαστά κτίρια του «χρυσού αιώνα», υπήρχαν προϊστορικά ιερά της Μεσοελλαδικής Εποχής.

Διάσπαρτα τα σημάδια της ιστορίας στην αρχαία Ερέτρια, από τη Νεολιθική Εποχή, συνθέτουν την εικόνα του χώρου της και των εποχών, που διαδέχτηκαν η μία την άλλη μεταφέροντας η καθεμία τα στοιχεία του πολιτισμού της, είτε ήταν τέχνη της κεραμικής ή της τοιχοδομής, ήθη και έθιμα, θρησκευτικές συνήθειες ή οτιδήποτε είχε σχέση με τη ζωή των ανθρώπων της.

Τα ευρήματα των ανασκαφών του νεολιθικού οικισμού, παραδόθηκαν από τους αρχαιολόγους Χ. Τσούντα, A. Wace και M. Thompson, καθώς και από τους ιδιοκτήτες των μεταλλείων Μαργαρίτη και Περικλή Αποστολίδη, στο Εθνικό Μουσείο των Αθηνών και στο Μουσείο του Βόλου. Επίσης με τη μεσολάβηση του επιμελητή αρχαιοτήτων N. Γιαννόπουλου κάποια παραδόθηκαν στο Μουσείο του Αλμυρού. Δύο αρχαϊκές επιτύμβιες στήλες βρίσκονται στην αρχαιολογική συλλογή του Δήμου Φαρσάλων, ενώ στο Μουσείο της Λάρισας υπάρχουν ευρήματα της Ερέτριας της Αρχαϊκής Εποχής, καθώς και όσα της Νεολιθικής έχουν παραδοθεί από το Μουσείο του Βόλου. Στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου βρίσκονται ανασκαπτικά νεολιθικά ευρήματα, τα οποία παραδόθηκαν το 1913, κάποια από τον A. Wace και κάποια από τη Βρετανική Σχολή Αθηνών.

Από το Εθνικό Μουσείο των Αθηνών[67] και από το Μουσείο του Βόλου[68] υπάρχουν επίσημες απαντήσεις στο αίτημά μου για επιβεβαίωση της φύλαξης στους χώρους τους ευρημάτων από τον νεολιθικό οικισμό της περιοχής της Ερέτριας. 

ΠΗΓΗ: «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ», Κ. Σπανού, τ. 80, 2021.

ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 13.9.2022.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1) Θ. Αξενίδης, Η Πελασγίς Λάρισα και η αρχαία Θεσσαλία, Αθήνα 1947.

2) Απολλόδωρος, Ελληνική Βιβλιοθήκη

3) J. Campbell, Πρωτόγονη Μυθολογία, Αθήνα 1996.

4) Ιωάννης Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, τ. Α΄, Αθήνα 1986.

5) Α. Πεντεδέκα, Δίκτυα Ανταλλαγής της Κεραμικής κατά τη Μέση και Νεότερη Νεολιθική στη Θεσσαλία, διδ. διατριβή, Θεσσαλονίκη 2008.

6) Χρήστος Μπατζέλας, Σπίτια βυθισμένα στη γη: νεολιθικές υπόσκαφες οικίες στη Θεσσαλία. Ένα παράδειγμα από το Μακρυχώρι της Λάρισας, Βόλος 2008.

7) P. M. Nilson, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Αθήνα 2008.

6) J.-C. Poursat, Η προκλασική Ελλάδα, Αθήνα 1998.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Εκτός από την καθιερωμένη χρονολόγηση της Μέσης Νεολιθικής εποχής υπάρχουν και άλλες πιο σύγχρονες εκδοχές, που τοποθετούν την έναρξη της περί το 5800 π.Χ. και το τέλος της το 5300 π.Χ.. Ο αρχαιολόγος Δ. Θεοχάρης έχει αναφέρει ότι καθαρές τομές δεν υπάρχουν πάντοτε ή παντού στην προϊστορία και ότι μόνο η μέθοδος της ραδιοχρονολόγησης μπορεί να παρέχει ακρίβεια.

[2] Είναι πέτρωμα με στιλπνό μαύρο χρώμα, υαλώδη υφή και κογχώδη θραύση, που χρησιμοποιήθηκε από την παλαιολιθική εποχή για την κατασκευή αιχμηρών εργαλείων. Κύρια κοιτίδα του ήταν η Μήλος.

[3]. ΚΕΔΚΕ, Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων, 30. Νομός Λαρίσης, Αθήναι 1961, 339.

[4]. A. Wace - M. Thompson, Prehistoric Thessaly. Being some account of recent excavations and explorations in North-Eastern Greece from lake Kopais to the borders of Macedonia, Cambridge 1912, 86-129.

[5]. A. Wace - M. Thompson, ό. π., σ. 91.

[6]. A. Wace - M. Thompson, ό. π., σ. 88.

[7]. A. Wace - M. Thompson, Prehistoric Thessaly, Cambridge 1912, σελ. 94

[8]. Ο όρος Μινυακά επικράτησε σαν επιστημονικός όρος για τα μονόχρωμα ή σκοτεινού χρώματος αγγεία με στιλπνή έως λιπαρή επιφάνεια και σχήματα κανονικά με γωνιώδη περιγράμματα. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Ερρίκο Σλήμαν, όταν ανακάλυψε αγγεία, αυτού του είδους στον Ορχομενό της Βοιωτίας και τα απέδωσε στους Μινύες.

[9]. Τα κοχύλια υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη στο έδαφος της Θεσσαλίας, δηλώνοντας ότι πριν από χιλιάδες χρόνια ήταν θάλασσα, μια μεγάλη εσωτερική λίμνη. η τελική διαμόρφωση του θεσσαλικού χώρου ολοκληρώθηκε κατά το Μέσο Πλειστόκαινο (400.000 π.Χ. - 120.000 π.Χ.), ενώ δημιουργήθηκε και το ρήγμα των Τεμπών.

[10]. A. Wace - M. Thompson, ό. π., σ. 125.

[11]. A. Wace - M. Thompson, ό. π., σ. 121.

[12]. A. Wace - M. Thompson, ό. π., σ. 122.

[13]. A. Wace - M. Thompson, ό. π., σ. 121.

[14]. A. Wace - M. Thompson, ό. π., σ. 122.

[15]. Αρετή Πεντεδέκα, Δίκτυα Ανταλλαγής της Κεραμικής κατά τη Μέση και Νεότερη Νεολιθική στη Θεσσαλία, διδ. διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2008, 151.

[16]. Αρετή Πεντεδέκα, ό. π., σ. 151

[17]. Κατά την προϊστορική εποχή και παράλληλα με το πρώτο είδος γραφής, στο οποίο τα αντικείμενα απεικονίζονταν με ιδεογράμματα, πριν από την εμφάνιση της γραμμικής, είχε αναπτυχθεί και ολοκληρωμένο αριθμητικό σύστημα. Στο σύστημα αυτό η μονάδα αποδιδόταν με μικρή ευθεία γραμμή ή ελαφρώς κυρτή“כ”, η εκατοντάδα με μεγαλύτερη λοξή γραμμή «/», η χιλιάδα με ρόμβο «» και η δεκάδα με τελεία. Οι τελείες αυτές της αρίθμησης ήταν βαθουλώματα σε πήλινες ή πέτρινες πινακίδες ή δίσκους και απέδιδαν τις δεκάδες.

[18] A. Wace - M. Thompson, ό. π., σ. 91.

[19] . Ο αετός συμβόλιζε την παντοδυναμία του Δία, η κουκουβάγια τη σοφία δίπλα στην Αθηνά, ο κύκνος ήταν το ιερό πουλί του Απόλλωνα, ενώ το περιστέρι συνέχισε και στην χριστιανική θρησκεία να συμβολίζει την πνευματική δύναμη. Στη Θεσσαλία τιμούσαν ιδιαίτερα τον πελαργό και τιμωρούσαν ως ανθρωποκτόνο όποιον θανάτωνε ένα τέτοιο πουλί.

[20]. Ορφικά Κείμενα, Λιθικά, εκδόσεις Πύρινος Κόσμος, Αθήνα 1999, 131.

[21]. A. Wace - M. Thompson, ό. π., σ. 115.

[22]. Κ. Ι. Γαλλής, «Άτλας προϊστορικών οικισμών της ανατ. Θεσσαλικής πεδιάδας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 18 (1990) 48.

[23]. Κ. Ι. Γαλλής, ό. π., σ. 48.

[24]. G. L. Hammond, Προϊστορία της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2018, τ. 2, σ, 242, 271.

[25]. G. L. Hammond, ό. π., σ. 263.

[26]. A. Wace - M. Thompson, ό. π., σ. 114.

[27]. Ν. Γιαννόπουλος, «Αρχαιολογικά. Η Φθιωτική πόλις Ερέτρια», Πλειάς Νεολόγου Εβδομαδιαία Επιθεώρησις, τχ 24, σ. 455-457.

[28] . Irene Blum (μετ. Τόμης Αλεξόπουλος), «Η θεσσαλική Ερέτρια», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 38 (Λάρισα 2000) 53-73· τ. 39 (2001) 25-42· τ. 40 (2001) 49-66· τ. 41 (2002) 3-15· τ. 42 (2002) 269-280.

[29]. Σύμφωνα με την μυθική γενεαλογία των ελληνικών φύλων, οι Αχαιοί είναι απόγονοι του Αχαιού, γιου του Ξούθου και εγγονού του Έλληνα. Ο Έλληνας ήταν γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, εγγονός του Προμηθέα και πατέρας του Δώρου (Δωριείς), του Αιόλου (Αιολείς) και του Ξούθου. Γιοί του Ξούθου ήταν ο Αχαιός (Αχαιοί) και ο Ίωνας (Ίωνες). (Λεξικό Κωνσταντινίδη)

[30]. Με το όνομα Φθία προσδιοριζόταν αφενός η προϊστορική πόλη, αλλά και η ευρύτερη χώρα που καταλάμβανε μεγάλη έκταση ξεκινώντας από την οροσειρά της Οίτης και φτάνοντας βορειοδυτικά μέχρι τη Πίνδο, κατέχοντας και τη Δολοπία, ενώ ανατολικά μέχρι τη θάλασσα της Μαγνησίας (Στράβων, Γεωγραφικών Θ 7-10)

[31]. Προϊστορική φυλή της Θεσσαλίας, υπήκοοι του βασιλείου της Φθίας και φημισμένοι πολεμιστές, ταυτισμένοι με τους στρατιώτες του Αχιλλέα. Γενάρχης τους ήταν ο Μυρμιδόνας, επώνυμος ήρωας της Φθίας και ικανότατος στρατιωτικός ηγέτης, ο γιός του οποίου Άκτωρ, σύμφωνα με τις παραδόσεις, ήταν βασιλιάς της Φθίας πριν από τον Πηλέα και τον Αχιλλέα.

[32]. Πρόκειται για το Ναρθάκιο, αρχαία πόλη της Φθίας, ευρισκόμενη μεταξύ της Λαμίας και της Στυλίδας. Στη συγκεκριμένη περιοχή, σήμερα βρίσκεται το χωριό Λιμογάρδι. Ο Εχίνος βρίσκεται στο Μαλιακό κόλπο, η Κορώνεια και ο Ερινεός ήταν γειτονικές πόλεις με τη Μελίτεια, επίσης κοντά στο Μαλιακό, οι Θαυμακοί, όπου και οι σημερινοί Θαυμακοί, ενώ η Πρόερνα ανάμεσα στη Φάρσαλο και στους Θαυμακούς. Η Μελίταια ή Μελίτεια, όπου και η σημερινή, κοντά στη Λαμία.

[33]. Σύμφωνα με το Στράβωνα (Θ c.432) κατά μία εκδοχή η Ελλάς ήταν περιοχή από τις Φθιώτιδες Θήβες μέχρι την Παλαιοφάρσαλο. Κατά μία δεύτερη εκδοχή ήταν πόλη κοντά στη Φάρσαλο ή κοντά στη Μελίτεια, οι κάτοικοι της οποίας υποστήριζαν ότι υπήρχε στην αγορά της ο τάφος του Έλληνα.

[34]. Τα προθεσσαλικά φύλα, που μετά την επικράτηση των Θεσσαλών έγιναν φόρου υποτελείς στους χωροδεσπότες της Λάρισας των Φερών και της Φαρσάλου (Περραιβοί, Μάγνητες, Αχαιοί Φθιώτες).

[35]. Irene Blum, ό. π., τ. 41, σ. 6.

[36]. Ετυμολογείται από τη λέξη, ο πυρός (το σιτάρι). Η σημερινή Νέα Αγχίαλος.

[37]. Μιχ. Σακελλαρίου, «Τα πρώτα αιολικά φύλα», ΙΕΕ, Α (Αθήναι 1970) 369.

[38] . Άγγελος Φουριώτης, «Η Εύβοια ως τον Ζ΄ π.Χ. αιώνα», Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, ΙΣΤ (Αθήνα 1970) 262.

[39]. Σύγχρονοι ερευνητές τοποθετούν τον Τρωικό πόλεμο περί το 1200 π.Χ.

[40]. Προστάτιδα των ίππων. φορβή· βοσκή.

[41]. Ώγυγος· αρχαιότατος βασιλιάς της Αττικής, σύγχρονος του Φορωνέα, που μετοίκησε στην Αττική από την Βοιωτία. Επί της βασιλείας του έγινε, πιθανόν το 13.700 π.Χ. ο πρώτος από τους 3ς κατακλυσμούς. Ο Δάρδανος, το όνομα του οποίου συνδέεται με τον δεύτερο κατακλυσμό, πιθανόν το 9.000 π.Χ. ή κατά άλλη εκδοχή με τον τρίτο, 4.000 π.Χ.., ξεκινώντας από την Αρκαδία και αφού επέζησε του κατακλυσμού, πέρασε από τη Σαμοθράκη στην απέναντι ακτή, δίνοντας το όνομά του στα στενά της θάλασσας (Δαρδανέλλια). Εκεί ίδρυσε το κράτος της Δαρδανίας, ενώ ο εγγονός του Τρώας θεωρείται ο ιδρυτής της Τροίας. Βλ. Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου, Η καταστροφή των Ελληνικών Βιβλιοθηκών.

[42]. Εγκυκλοπιδικό Λεξικό Ήλιος (μαρτυρία του Σκύλακα).

[43]. Ν. Γιαννόπουλος, ό. π., σ. 455-457.

[44]. Irene Blum, ό. π., τ. 42, σ. 278.

[45]. W. M. Leake (μετ. Βασίλης Αργυρούλης), «Ταξίδι στη Θεσσαλία 1810», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 36 (1999) 121-123.

[46]. Irene Blum, ό. π., τ. 40, σ. 62-65.

[47]. Κοτζαλάκκα < τ. κοτζάμ (μεγάλο) + λάκκα (κοίλωμα)· μεγάλη, πεδινή, αγροτική έκταση, νοτιοανατολικά του Αγίου Χαραλάμπους, η οποία εκχερσώθηκε κατά το 1954-1956. Παρά τα αποστραγγιστικά έργα, η περιοχή κρατά νερά.

[48]. Irene Blum, ό. π., τ. 41, σ. 9· Jean-Claude Decourt, Etude Epigraphiques 3. Inscriptions de Thessalie I. Les cités de la Vallée de l’ Enipeus, Athènes 1995, 133-143.

[49]. Κρόκιο Πεδίον· η σημερινή πεδιάδα του Αλμυρού. Βλ. Ν. Δ. Παπαχατζής, «Η σημερινή θέση της τοπογραφικής μελέτης της αρχαίας Θεσσαλίας», Θεσσαλικά, Β (Βόλος 1959) 13..

[50]. Jean-Claude Decourt, ό. π., σ. 134.

[51]. Jean-Claude Decourt, ό. π., σ. 136.

[52]. Jean-Claude Decourt, ό. π., σ. 134-143.

[53]. Jean-Claude Decourt, ό. π., σ. 138-141.

[54]. Otto Kern (μετ. Σοφία Κουκουβίνου), «Η περιοχή της Θεσσαλίας και η ιστορία της Ελλάδας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 73 (2018) 42.

[55]. Fr. Stählin (μετ. Γιώργος Παπασωτηρίου -Αναστασία Θανοπούλου). Η αρχαία Θεσσαλία, Θεσσαλονίκη 2002, 302.

[56]. Irene Blum, ό. π., τ. 39, σ. 27.

[57]. Ν. Γιαννόπουλος, ό. π., σ, 455-457.

[58]. Irene Blum, ό. π., τ. 40, σ. 55.

[59]. Σπ. Ιακωβίδης, «Οικιστική και αρχιτεκτονική κατά τον ΙΔ΄-ΙΑ΄ π.Χ. αιώνα», ΙΕΕ, Α (Αθήναι 1979) 302-304.

[60]. Irene Blum, ό. π., τ. 39, σ, 33.

[61]. Irene Blum, ό. π., τ. 42, σ. 273.

[62] . Οι επάλξεις ήταν τα μέρη των τειχών ή των πύργων με οδοντωτά ανοίγματα, μέσα από τα οποία πολεμούσαν οι αμυνόμενοι.

[63]. Αχ. Λαζάρου, «Σύγκρουση ελληνιστικών κρατών και Ρώμης 200-146 π.Χ.», ΙΕΕ, Ε (1971) 43-45.

[64]. Irene Blum, ό. π., τ. 41, σ. 9.

[65]. Jean-Claude Decourt, ό. π., σ. 138.

[66]. Γεώργιος Μυλωνάς, «Η μυκηναϊκή θρησκεία», ΙΕΕ, Α (Αθήναι 1970) 291.

[67] ΣΧΕΤ.: Η με αρ. 14469/14-1-2021 αίτηση της κυρίας Βασιλικής Βαρακλιώτου:

Σε απάντηση του από τις 24-1-2021 σχετικού με το θέμα αιτήματος, σας πληροφορούμε ότι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο φυλάσσονται αρχαιότητες, κατά κύριο λόγο κεραμική, της νεολιθικής περιόδου από τις ανασκαφές του Χρήστου Τσούντα στη νεολιθική μαγούλα Τσαγκλί, στη Θεσσαλία. Οι εν λόγω αρχαιότητες αποτελούν μέρος της Συλλογής Προϊστορικών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και συμπεριλαμβάνονται στην εμβληματική δημοσίευση του ανασκαφέα: Χρήστος Τσούντας, Αι Νεολιθικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου, 1908. Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.

[68] Σχετ.: το από 20/1/2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που μας αποστείλατε και έλαβε

αρ. πρωτ. 22325/20.1.21 από την Υπηρεσίας μας:

Σε απάντηση του παραπάνω σχετικού και μετά από έλεγχο στα Αρχεία της Υπηρεσίας μας, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι μεγάλο μέρος των ανασκαφικών ευρημάτων από το Τσαγγλί Λάρισας, που φυλάσσονταν στις Αποθήκες του Αθανασάκειου Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου, έχουν πλέον μεταφερθεί στη Λάρισα, για τις ανάγκες του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας. Στην Αίθουσα 4 “Νεολιθικός Πολιτισμός στη Θεσσαλία – Γ. Χ. Χουρμουζιάδη” του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου παραμένουν εκτεθειμένα είκοσι επτά (27) αντικείμενα διαφόρων κατηγοριών και για όσα από αυτά υπάρχουν ασφαλή ανασκαφικά δεδομένα, προέρχονται από την περίοδο των Wace και Thompson. Στις Αποθήκες του Μουσείου Βόλου εξακολουθούν να φυλάσσονται μερικά ακόμη ευρήματα, ενώ στους καταλόγους του Νικολάου Γιαννόπουλου του Γιαννοπούλειου Αρχαιολογικού Μουσείου Αλμυρού καταγράφονται αρκετά αντικείμενα, επίσης διαφόρων κατηγοριών. Τέλος, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι προκειμένου να έχετε πρόσβαση στους Καταλόγους αυτούς ή/και σε φωτογραφικό υλικό, θα πρέπει να προχωρήσετε σε νεότερο αντίστοιχο αίτημα μελέτης και δημοσίευσής τους.


7.000 χρονια πριν, ΕΡΕΤΡΙΑ λαρισας Θεσσαλιας, Ερετριας Ευβοιας Βαρακλιωτου 5000 πΧ, λαρισα, ευβοια, αργισσα, Οτζακι Μαγουλα Κεφαλοβρυσο Τρικαλων, Νεσσωνις, Πυρασος, Μαγουλιτσα Καρδιτσας, Τσανη Μαγουλα Σοφαδες, Τσαγκλι, Ζερελια Αλμυρου, Ζαρκο νεολιθικοι οικισμοι οικονομια γεωργια κτηνοτροφια κεραμικη εμπορικα δικτυα ανταλλαγη οψιανος Μηλος κυκλαδων, Θεσσαλια Νεολιθικη Εποχη εμποριο Μακεδονια, Κυκλαδες Αδριατικη ανταλλαγες διαπολιτιστικο Σικελια Εγγυς Ανατολη κοιλαδα Δουναβη, Δουναβης Δουναβις, ιστρος, Τσαγκλη Τσαγλι Σεσκλο Μεση Νεολιθικη Εποχη 5.000 4.000 Νεοτερη 4.000 3.000 Οθωμανοι Γιουρουκοι μινυες
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ