Ένα τετράκογχο παλαιοχριστιανικό βαπτιστήριο, ένα σπάνιο δείγμα της
συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής, που σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις
χρονολογείται από τον 5ο μ.Χ. αιώνα, έφεραν στο φως οι εργασίες διευθέτησης
ομβρίων στο Λαδοχώρι Θεσπρωτιας.
Το βαπτιστήριο ήταν ξεχωριστό οικοδόμημα κοντά ή μέσα σε χριστιανικό
ναό, που χρησίμευε για την τέλεση του βαπτίσματος. Αποτελεί στοιχείο της
εκκλησιαστικής και χριστιανικής αρχιτεκτονικής. Στον προμεσαιωνικό χριστιανισμό
εκεί γινόταν και η κατήχηση των υποψηφίων προς βάπτισμα.
Οι επίσημες ανακοινώσεις αναμένονται εντός της εβδομάδας από το
Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ φωτογραφίες ανάρτησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο Περιφερειάρχης
Ηπείρου Αλέξανδρος Καχριμάνης. Τον 1ο - 3ο μ.Χ. αιώνα, υπήρχε
οικισμός, σ' ένα αντέρεισμα του βουνού Ζούμπρι, βορειοανατολικά από το σημερινό
Λαδοχώρι, και πλάι στο ρέμα, το οποίο διασχίζει το χωριό. Οι ανασκαφές - που
έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στην περιοχή του Λαδοχωρίου - έχουν φέρει στο
φως τμήματα του οδικού δικτύου του οικισμού και κατόψεις κατοικιών και
καταστημάτων. Το πιο σημαντικό εύρημα των ανασκαφών αποτελεί η ρωμαϊκών χρόνων έπαυλις.
Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίσμα, με δωμάτια και διάφορα εργαστήρια. Στα
δυτικά του, ανακαλύφτηκε ταφικός θάλαμος με τρεις σαρκοφάγους του 2ου
αιώνα.
Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την αλιεία και την κτηνοτροφία, ενώ η ιδιαιτέρα ανάπτυξη της ελαιοκαλλιέργειας ονομάτισε το χωριό Λάδεζα / Λαδοχώρι.
Λαδοχώρι
Των Θεοδώρας Λάζου (ιστορικού-αρχαιολόγου)
- Κασσιανής Λάζαρη (αρχαιολόγου)
Οι σωστικές ανασκαφές των τελευταίων ετών στην περιοχή του Λαδοχωρίου
Ηγουμενίτσας έχουν αποκαλύψει σημαντικά τμήματα του οδικού δικτύου του οικισμού
φωτίζοντας πλευρές της οικιστικής του οργάνωσης, κατόψεις ιδιωτικών οικιών και
χώρων που έχουν ταυτιστεί με καταστήματα, εργαστηριακού και αγροκτηνοτροφικού
χαρακτήρα εγκαταστάσεις, λουτρικά συγκροτήματα, ενώ δε λείπουν και τα
παραδείγματα ιδιαίτερα επιμελημένων κατοικιών με πολλά δωμάτια, αύλειους
χώρους, μαρμάρινους κιονίσκους και ψηφιδωτά δάπεδα.
Η πολεοδομική οργάνωση του οικισμού ακολουθεί μάλλον έναν ακανόνιστο
τρόπο ανάπτυξης, με τη διάρθρωση των κτηρίων να μην υπακούει σε κάποιο γενικό
κανόνα, με σαφή ωστόσο την πρόθεση να εξασφαλιστούν στους κατοίκους του
οικισμού οι βασικοί όροι υγιεινής και οι προϋποθέσεις μιας άνετης διαβίωσης.
Η κατασκευή των κτηρίων είναι απλή. Πρόκειται για ορθογώνια ή σχεδόν
ορθογώνια οικοδομήματα που αναπτύσσονται γύρω από μικρότερους ή μεγαλύτερους
ανοιχτούς πλακόστρωτους χώρους και μεταξύ μικρότερων δρόμων. Οι τοίχοι των
κτηρίων, οι οποίοι διατηρούνται κατά μέσο όρο σε ύψος 0,50 μ., είναι
κατασκευασμένοι από μικρούς, αδρά επεξεργασμένους ασβεστόλιθους και
ασβεστοκονίαμα ως συνδετική ύλη. Η ανωδομή των κτηρίων δε σώζεται, ενώ η στέγη
καλυπτόταν από κεραμίδια, χιλιάδες θραύσματα των οποίων βρέθηκαν καταπεσμένα
στο εσωτερικό των κτηρίων. Η θέρμανση εξασφαλιζόταν με λιθόκτιστες εστίες. Τα δάπεδα
ήταν, κατά κύριο λόγο, πρόχειρα, από πατημένο χώμα, χωρίς να λείπουν και κάποια
περισσότερο επιμελημένα από ασβεστοκονίαμα ή μωσαϊκά.
Στη βόρεια έξοδο της Ηγουμενίτσας, στο χώρο όπου κατασκευάζεται το νέο
αρχαιολογικό μουσείο της πόλης, ήρθε στο φως εκτεταμένη νεκρόπολη του 2ου και
των αρχών του 3ου αιώνα μ.Χ. Η ποικιλία και ο πλούτος των ευρημάτων υποδηλώνει
την ύπαρξη ενός αξιόλογου οικισμού στην περιοχή, ο οποίος ταυτίζεται με την
πρώτη φάση του οικισμού που ανασκάπτεται στο Λαδοχώρι.
Από παλαιότερα γνωστή στην ευρύτερη περιοχή του κόλπου της Ηγουμενίτσας
ήταν μόνο η ρωμαϊκή αγρέπαυλη, στη νότια πλευρά του κόλπου, η οποία εντοπίστηκε
και ανασκάφτηκε μερικώς το 1975 και η έρευνά της ολοκληρώθηκε το 2014. Eίναι
ένα ορθογώνιο κτίσμα που διαμορφώνεται αρχιτεκτονικά με περιμετρικές πτέρυγες
γύρω από κεντρικό στεγασμένο χώρο. Η κύρια είσοδος βρισκόταν πιθανόν στο κέντρο
περίπου της ανατολικής πλευράς του κτιρίου. Οι τοίχοι του σώζονται σε επίπεδο
θεμελίωσης, ενώ από την ανωδομή διατηρούνται ελάχιστα τμήματα στο νότιο και
ανατολικό τμήμα. Κάποια από τα δωμάτια είχαν εργαστηριακό χαρακτήρα, όπως
πιστοποιείται από την παρουσία δαπέδων από υδραυλικό κονίαμα και τη σύνδεση των
εν λόγω χώρων μέσω πήλινων σωλήνων με μικρή δεξαμενή, ενώ κάποια άλλα
εξυπηρετούσαν ανάγκες διαμονής και είχαν -κατεστραμμένα σήμερα- ψηφιδωτά
δάπεδα.
Λίγα μέτρα δυτικά του κτιρίου υπάρχει ταφικός θάλαμος, στο εσωτερικό
του οποίου εντοπίστηκαν τμήματα τριών μαρμάρινων σαρκοφάγων, που χρονολογούνται
από τις αρχές του 2ου ως τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. Η καλύτερα διατηρημένη
(σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων) απεικονίζει στην κύρια μακρά πλευρά
σκηνές από τα «λύτρα» του Έκτορα (τα δώρα δηλαδή του Πρίαμου προς τον Αχιλλέα),
στην αριστερή στενή πλευρά ετοιμασία πολεμιστή και στη δεξιά πρόθεση νεκρού,
ενώ το κάλυμμα μίας από τις σαρκοφάγους στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας
απεικονίζει τον ανακεκλιμένο είκοσι ενός ετών Αντώνιο.
Η έντονη οικοδομική δραστηριότητα που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια
στην περιοχή του κάμπου του Λαδοχωρίου, ανατολικά του νέου λιμανιού της
Ηγουμενίτσας, είχε σαν αποτέλεσμα τον εντοπισμό -προ μίας δεκαετίας- ενός
άγνωστου μέχρι τότε στην έρευνα παράλιου οικισμού των ύστερων ρωμαϊκών και
παλαιοχριστιανικών χρόνων. Κατά την τελευταία δεκαετία, έχουν ανασκαφεί αρκετά
οικόπεδα ιδιωτών φέρνοντας στο φως σημαντικά τμήματα του προαναφερθέντος
οικισμού, οικίες, τμήματα του πολεοδομικού ιστού, λουτρά, συχνά στο επίπεδο της
θάλασσας ή και αρκετά χαμηλότερα από αυτό.
Κατά την περίοδο του ρωμαϊκού αποικισμού και της ειρήνης που επικράτησε
κατά τους δύο πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και η οποία ευνόησε την ανάπτυξη
κάποιων νέων οικιστικών εγκαταστάσεων στα ηπειρωτικά παράλια, τοποθετείται και
η ίδρυση του οικισμού στο Λαδοχώρι, του οποίου η ζωή φαίνεται πως εκτείνεται
από το 2ο μ.Χ. αιώνα έως και τα βυζαντινά χρόνια. Ίχνη οχύρωσης δεν έχουν
εντοπιστεί, αν και το κάστρο της Ηγουμενίτσας, του οποίου η ίδρυση ανάγεται
μέχρι την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ακρόπολη
του οικισμού, ο οποίος ωστόσο δεν έχει ταυτιστεί με κάποιο γνωστό από τις πηγές
πόλισμα.
Η περίοδο ακμής του οικισμού κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα επιβεβαιώνεται τόσο
από την έκταση και την ποιότητα κατασκευής των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, όσο
και από την ανάπτυξη σε κοντινή απόσταση από αυτόν αγροτικών εγκαταστάσεων και
επαύλεων, μάρτυρες της συγκέντρωσης πλούτου από ρωμαίους αποίκους που φτάνουν
στην περιοχή.
Την ίδια περίοδο, το 2ο και τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα,
χρονολογούνται και τα ευρήματα από τη νεκρόπολη, που έχει εντοπιστεί στη βόρεια
είσοδο της πόλης της Ηγουμενίτσας, τα οποία παραπέμπουν σε χρήση του
νεκροταφείου παράλληλη με την πρώτη φάση του οικισμού που ανασκάπτεται στο
Λαδοχώρι.
Ο εκτεταμένος αυτός οικισμός φαίνεται ότι επέζησε και κατά την αμέσως
επόμενη παλαιοχριστιανική περίοδο, όπως δείχνουν τα εντελώς πρόσφατα ευρήματα.
Οι επιδρομές των Γότθων στα μέσα του 6ου αιώνα, οι οποίοι λεηλατούν
ολόκληρη την Ήπειρο, φαίνεται ότι έθεσαν το οριστικό τέλος στην κατοίκηση της
περιοχής του Λαδοχωρίου.
ΠΗΓΗ: Epirus Gate, 19.10.2022. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 20.10.2022.
Λεκάκης Γ. «ΗΠΕΙΡΟΣ, η γωνιά που πέτρωσε στο 5».
Λεκάκης Γ. «Σύγχρονης Ελλάδος περιήγησις».
Σαμσάρης Δ. Κ. «Η ρωμαϊκή αποικία της Φωτικής στη Θεσπρωτία της Ηπείρου
(Ιστορικογεωγραφική και επιγραφική συμβολή)», Γιάννινα, 1994.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook