Η «αγγλική λέξη» titt (= γυναικείο στήθος) είναι από την αρχαία ελληνική τίτθη (= θηλάστρια) - του Δημ. Συμεωνίδη

Η «αγγλική λέξη» titt
(= γυναικείο στήθος)
είναι από την αρχαία ελληνική
τίτθη (= θηλάστρια)

Του Δημήτρη Συμεωνίδη

 

Τίτθη ἡ (θάω, θῆσθαι). Ἡ θηλή μαστοῦ γυναικός (ρῶγα βυζιοῦ) ἤ τούς μαστούς παρέχουσα τά βρέφη πρός θηλασμόν,ἡ θηλαστρια,ἤ θηλάζουσα τροφός, «βυζάστρα» παραμάννα

Τιτθίον ὑποκοριστικό τοῦ τιτθός «βυζάκι»

Αρχ. Μουσείο Σάμου.

Τα ξένα Λεξικά δίδουν ετυμολογίες χωρίς να φθάνουν μέχρι τις ρίζες. Αυτό το είδα σε άπειρες λέξεις. Σταματούν στην Λατινική προέλευση και δεν προχωρούν να μας πουν την αληθινή ρίζα της λέξης. Επίσης λένε είναι… «ινδοευρωπαϊκής προέλευσης», ή αγνώστου ετύμου. Μας παραμυθιάζουν…

Από το Λεξικόν Merriam και Oxford - Ετυμολογία:

Titte της μεσαιωνικής αγγλικής γλώσσας "θηλή ανθρώπου ή ζώου, γυναικείο στήθος", που αναφέρεται στα παλαιά αγγλικά titt, επιστρέφει η λέξη στα δυτικά γερμανικά *tittōn- (όπου και δυτικοφριανικός τίτλος (γλώσσες Δυτικής Γερμανίας) "θηλή, στήθος", διαλεκτικός τίτλος Ολλανδικής, ύστερη Μέση Υψηλή Γερμανική zitze), φυτωριακής προέλευσης

Σημείωση: Το Λεξικό της Μέσης Αγγλικής ομαδοποιεί αυτό το έτυμο μαζί με τις φόρμες κάτω από το την ονομασία TEAT, οι οποίες είναι πιθανώς ρομανικής προέλευσης, καθώς και φόρμες που αποκλίνουν και από τα δύο, ως tate και tutes (το τελευταίο, από το Gloucestershire, προφανώς αντικατοπτρίζει μια παλαιά αγγλική μορφή Mercian σύμφωνα με το Oxford English Dictionary, γ΄ έκδοση). Η σύγχρονη χρήση του tit ως αγενής λέξης για το γυναικείο στήθος επιβεβαιώνεται για πρώτη φορά στις ΗΠΑ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για αναβίωση της παλιάς λέξης ή για εντελώς νέο σχηματισμό.

 

MERRIAM WEBSTER DICTIONARY - Etymology - Noun (1)

Middle English titte "nipple of a human or animal, woman's breast," going back to Old English titt, going back to West Germanic *tittōn- (whence also West Frisian tit "nipple, breast," dialectal Dutch titte, late Middle High German zitze), of nursery origin

Note: The Middle English Dictionary lumps this etymon together with the forms under TEAT, which are likely of Romance origin, as well as including forms deviating from both, as tate and tutes (the latter, from Gloucestershire, apparently reflecting a Mercian Old English form with back umlaut before a geminate according to the Oxford English Dictionary, third edition). The modern use of tit as an impolite word for a woman's breast is first attested in the U.S. in the second half of the nineteenth century; it is not certain if it is a revival of the old word or a completely new formation.


Τι λένε τα αρχαία μας κείμενα


Ptolemaeus Gramm., De differentia vocabulorum (= Περὶ διαφορᾶς λέξεων κατὰ στοιχεῖον) [Sp.] (e cod. Ambros. E 26 sup.) Alphabetic letter tau, entry 150, line 1

<τιτθὴ> καὶ <τροφὸς> καὶ <τιθηνὸς> διαφέρει. τιτθὴ
μὲν ἡ μαστὸν παρέχουσα, τροφὸς <δὲ> καὶ τιθηνὸς ἡ τὴν ἄλλην ἐπιμέλειαν
ποιουμένη τοῦ παιδὸς μετὰ τὸν ἀπογαλακτισμόν.


Epictetus Phil., Dissertationes ab Arriano digestae Book 2, chapter 16, section 28, line 5

τὰ ἴδια τηρεῖν, τῶν ἀλλοτρίων μὴ ἀντιποιεῖσθαι, ἀλλὰ διδομένοις μὲν χρῆσθαι, μὴ διδόμενα δὲ μὴ ποθεῖν, ἀφαιρουμένου δέ τινος ἀποδιδόναι εὐλύτως καὶ αὐτόθεν, χάριν εἰδότα οὗ ἐχρήσατο χρόνου, εἰ θέλεις μὴ κλάειν τὴν τιτθὴν καὶ μάμμην.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Γ. Λεκάκης "Ατίθασος, όποιος δεν βύζαξε".

 

Julius Pollux Gramm., Onomasticon Book 3, section 50, line 6
μαστὸν ἐπέχειν,
θηλὴν ἐπίσχειν, θηλάζειν, θηλάζεσθαι· τὴν δὲ θηλάζουσαν Εὔπολις
(I frg 417 Ko) τιτθὴν θηλάστριαν ὠνόμασεν.

 

Thomas Magister Philol., Ecloga nominum et verborum Atticorum - Alphabetic letter tau, page 359, line 4
Ὅμηρος δὲ καὶ ἐπὶ ἀνδρὸς τῷ τίκτειν ἐνίοτε χρῆται, ὡς ἔχει τὸ <ὃν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς,> καὶ τὸ <τίκτει μ' ἀνὴρ πολλοῖσιν ἀνάσσων.>
<Τίθην> λέγουσι τὴν τοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς μητέρα, ἀλλ'
οὐ μάμμην· οὐδεὶς γὰρ τῶν ἀρχαίων εἶπε.


Thomas Magister Philol., Ecloga nominum et verborum Atticorum - Alphabetic letter theta, page 176, line 13
Καὶ <θηλή> καὶ <μαστός>.


Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 461, line 7

<Θῶ>: Σημαίνει τὸ κατασκευάζω καὶ ποιῶ, ἐξ οὗ καὶ θεός· <θῶ>, τὸ τρέφω, ἐξ οὗ καὶ θοίνη ἡ εὐωχία·
<θῶ>, τὸ θηλάζω, ἐξ οὗ καὶ θηλὴ ὁ μασθὸς, καὶ θῆλυς, ἡ ἔχουσα μασθοὺς καὶ θηλάζουσα· <θῶ>, τὸ ἑδραιῶ, ἐξ οὗ καὶ θῶκος, ὁ θρόνος· <θῶ>, τὸ τίθημι, ἐξ οὗ καὶ θὶς, ὁ σωρὸς τῶν χρημάτων· <θῶ>, τὸ ἀπολαύω, ἐξ οὗ καὶ θώραξ.


Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum - Kallierges page 574*, line 179
<Μαστός>: Κυρίως μὲν ἐπὶ τῶν γυναικῶν, οἷον μασητοί· οὗτοι γὰρ ἄλλοις τροφὴ ἀπὸ τοῦ τὴν μάστακα, τουτέστι τὴν τροφὴν, τῶν γεννωμένων παρέχειν, ἀφ' ἧς καὶ τὸ μάσημα· ἢ ἀπὸ τοῦ προσμάττεσθαι καὶ προσφύεσθαι τούτοις πρώτοις τὸν βρέφη· ἢ οἷον παστοὶ ἀπὸ τοῦ πάσασθαι· ἢ παρὰ τὸ μῶ, τὸ ζητῶ, παράγωγον μάζω μαζὸς καὶ μαστὸς ὃν ἐπιζητοῦσιν οἱ παῖδες.


ΣΟΥΔΑΣ, Lexicon Alphabetic letter mu, entry 250, line 2
 τὸ μὲν μασθὸς ἀπὸ τοῦ θῶ, τὸ θηλάζω· τὸ δὲ μαστὸς διὰ τὸ μεστὸς εἶναι
γάλακτος.


Lexicon Vindobonense, Lexicon Vindobonense (auctore Andrea Lopadiota) (e cod. phil. gr. Vindob. 169) - Alphabetic letter mu, entry 40, line 1
<μαστὸς> ἐπὶ γυναικός, <μαζὸς> ἐπὶ ἀνδρός, πολλάκις καὶ ἐπὶ θηλείας.

 

Lexicon αἱμωδεῖν, Lexicon αἱμωδεῖν (= Lexicon anepigraphum quod incipit a voce αἱμωδεῖν) - Page 621, line 42
αὐτομάτως· αὐτὸ κελεύστως· αὐτοβούλως· ἀπὸ τοῦ ματῶ τῶ ζητῶ, γίνεται μαστὸς, ὃν ἐπιζητοῦσα τὰ βρέφη· καὶ ἐξ αὐτοῦ αὐτόματος, ὁ μὴ ἐπιζητιθεῖς, ἀλλ' αὐτὸς ἑαυτὸν ἐπαγαγών· ἀπὸ τούτου, ἀπροτίμαστος γυνὴ, ἡ μὴ ἐπιζητηθεῖσα· Ὅμηρος· ἀλλ' ἐμένους ἀπροτίμαστος ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν.


Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum - Alphabetic entry mu, page 381, line 22

<Μαστροπὸς>, μα, τὸ σημαῖνον τὴν μητέρα καὶ τὸν τρόπον, οἱονεὶ ἡ δοκοῦσα ἔχειν μητέρος τρόπον· σημαίνει δὲ τὴν μαυλίστριαν· σὺν αὐτῷ δὲ τετάχθω καὶ τὸ προαγωγόν.
<Μαστὸς> καὶ <μαζὸς> διαφέρει, μαστὸς μὲν γὰρ ἐστὶν ὁ γυναικεῖος· κυρίως δὲ, διὰ τὸ εἶναι μεστὸς γάλακτος· μαζὸς δὲ ὁ ἀνδρεῖος, ὡς καὶ ὁ ποιητὴς δηλοῖ· νεύρην μὲν μαζῷ πέλασεν, τόξῳ δὲ σίδηρον· τινὲς δὲ ἀδιαφόρως χρῶνται ταῖς λέξεσι.

 

Επομένως η Αγγλική Λέξη λέξη titt / tit είναι αρχαία Ελληνική από την λέξη τιτθή

 

H Αγγλική λέξη breast σημαίνει στήθος ή μαστός.

Έχουν επίσης σχετικούς ιατρικούς όρους από την ελληνική γλώσσα:


amastia (n.).

"complete failure of one or both breasts, including the nipple, to develop," 1878, medical Latin, from German amastia (1841), from Greek amastos "without breasts," from privative prefix a- "not, without" (see a- (3)) + mastos "breast" (see masto-) + abstract noun ending -ia.

gynecomastia (n.)

also gynaecomastiagynecomasty, "condition of a man having breasts like a woman's," 1881, from gyneco- "woman, female" + Latinized form of Greek mazos "breast," variant of mastos (see masto-) + abstract noun ending -ia.

mastectomy (n.)

surgical removal of a breast, 1909, from masto- "(woman's) breast" + -ectomy "a cutting."

mastitis (n.)

"inflammation of the mammary gland," 1842, medical Latin, from masto- "female breast" + -itis "inflammation."

mastodon (n.)

"large, extinct, forest-dwelling elephant-like mammal of North and Central America," 1813, from Modern Latin genus name Mastodon (1806), coined by French naturalist Georges Léopole Chrétien Frédéric Dagobert, Baron Cuvier (1769-1832) from Greek mastos "breast" (see masto-) + -odon "tooth" (from PIE root *dent- "tooth"); so called from the nipple-like projections on the crowns of the mammal's fossil molars. They died out about 10,500 years ago, probably hunted to extinction by humans. Their bones had been dug up in America since 1705, but at first they were confused with those of the mammoth. Related: Mastodontic.

mastoid (adj.)

"breast-shaped, teat-like, resembling a (female) breast or nipple," 1732, from Greek mastoeides "resembling a breast," from mastos "(woman's) breast" (see masto-) + -oeides "like," from eidos "form, shape" (see -oid). As a noun, 1800, from the adjective. 

 

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.10.2022.

- Αποστολίδης Πάνος Δ. «Ερμηνευτικό Λεξικό Πασών των Λέξεων του Ιπποκράτους».

- Etymology Dictionary Online

- Λεξικό Merriam Webster

- Λεξικό Oxford

- Σταματάκου Ιωάννου «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης».

- TLG.


αγγλικη λεξη titt γυναικειο στηθος αρχαια ελληνικη τιτθη θηλαστρια Συμεωνιδης θαω, θησθαι θηλη μαστου γυναικος γυναικα ρωγα βυζιου μαστος βρεφος θηλασμος θηλαζουσα τροφος, βυζαστρα παραμαννα, παραμανα, Τιτθιον υποκοριστικο τιτθος Βυζακι βυζι, Λεξικο ετυμολογια λατινική ινδοευρωπαικη προελευση ινδοευρωπαιοι αγνωστο ετυμο Οξφορδη μεσαιωνικη γλωσσα ανθρωπος ζωο, γερμανικα titton δυτικοφριανικος Γερμανια διαλεκτος Ολλανδικη ζιτσε zitze Ολλανδα ρομανια αγενης 19ος αιωνας αναβιωση πτολεμαιος γραμματικος Περι διαφορας λεξεων κατα στοιχειον τιθηνος επιμελεια παιδι Απογαλακτισμος επικτητος μαμμη μαμη Πωλος ονομαστικον θηλαζεσθαι θηλαζουσα Ευπολις θηλαστρα Μαγιστρος ομηρος ανδρας τικτω αθανατος τεκετο Ζευς ανηρ αναξ ανασσα Τιθην πατερας μητερα μητηρ μεγα ετυμολογικο Θω κατασκευαζω ποιω θεος τρεφω, θοινη ευωχια μασθος, θηλυς, μασθοι εδραιω, θωκος, θρονος τιθημι, θις, σωρος χρηματα απολαυω, θωραξ θωρακας ΣΟΥΔΑ ΣΟΥΔΑΣ μεστος γαλα γυνη θηλεια αιμωδειν, ματω ζητω, βρεφη επιζητιθεις, επαγαγων απροτιμαστος επιζητηθεισα μεγαρο μασητος τροφη μαστακα, μασημα προσματτεσθαι προσφυεσθαι παστος πασασθαι μω, μαζω παιδες Μαστροπος τροπος μαυλιστρια προαγωγος γαλακτος ανδρειος, νευρη τοξος σιδηρον Breast ιατρικος ορος αμαστια, γυναικομαστια μαστεκτομη ματιτιδα μαστιτις μαστοδων μαστοειδες Αποστολιδης Ερμηνευτικο Λεξικό Ιπποκρατης Σταματακος σαμος ζευς διας ηρα ξυλινο αναγλυφο 7ος αιωνας πΧ 2.800 χρονια πριν
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ