Των Σταύρου Κιοτσέκογλου (*) – Μ. Γ. Βαρβούνη (**)
Τόσο η ηλιολατρία όσο
και η πυρολατρία συνιστούν αρχαιότατες λατρευτικές πρακτικές των λαών, που
συνδέονται με τις αρχέγονες θρησκευτικές αντιλήψεις και λατρευτικές πρακτικές
τους. Και για το λόγο ατό έχουν επιβιώσει σε αντίστοιχες σύγχρονες λαϊκές
τελετουργίες, οι οποίες έχουν καταγραφεί στην λαϊκή λατρεία πολλών λαών του
κόσμου. Πρόκειται, τις περισσότερες φορές, όχι για κατευθείαν επιβιώσεις, αλλά
για αρχέτυπα και επαναλαμβανόμενα στοιχεία, που εξηγούνται από την θεωρία του
πολυγενετισμού, σύμφωνα με την οποία κοινές συνθήκες δημιουργούν όμοια
τελετουργικά αποτελέσματα σε διάφορες περιοχές, χωρίς να υπάρχει πάντοτε
απευθείας μετάδοση[1].
Ωστόσο, σε περιοχές
με μακραίωνη συνεχή ιστορία και κατοίκηση, όπως η Θράκη, οι συνέχειες είναι
αρκετά πιθανές. Στην ανακοίνωση αυτή παρουσιάζουμε ορισμένα στοιχεία σχετικά με
την ηλιολατρία και την πυρολατρία στον θρακικό χώρο, και τις ιστορικές ρίζες
και καταβολές τους. Η μελέτη αυτή δεν μπορεί να γίνει παρά μέσω από
παραδείγματα, καθώς το σύνολο των σχετικών πρακτικών δεν μπορεί να καλυφθεί ή
να παρουσιαστεί στα πλαίσια μιας ανακοίνωσης. Έτσι στη συνέχεια γίνεται αναφορά
αφενός μεν στα σύγχρονα πυρολατρικά έθιμα και τις αντίστοιχες τελετουργίες που
συνδέονται με την εθιμική πυροβασία, τα «αναστενάρια», όπως είναι γνωστά στον
ελληνικό και στο βουλγαρικό λαϊκό πολιτισμό[2].
Αφετέρου, το δεύτερο παράδειγμα αφορά ένα αρχαίο ηλιακό παρατηρητήριο και τις
τελετουργίες που συνδέονται με αυτό, ως χαρακτηριστικό δείγμα των ηλιολατρικών
πρακτικών στην αρχαία Θράκη.
Παρά την μεγάλη
χρονική τους απόσταση, τα δύο αυτά παραδείγματα συνδέονται από τελετουργική και
θρησκειολογική άποψη. Και τούτο επειδή η πυρολατρία αποτελεί λατρευτική
πρακτική σχετιζόμενη άμεσα με την ηλιολατρία, δεδομένου ότι ο ήλιος αποτέλεσε, για
πολλούς λαούς του κόσμου, το αρχέγονο και πρότυπο θεϊκό πυρ. Άρα οι
πυρολατρικές πρακτικές, ανάμεσα στις οποίες εξέχουσα θέση κατέχουν τα
αναστενάρια, επικεντρώνονται στην δημιουργία στη γη μιας ιερής τελετουργικής
φωτιάς, η οποία αποτελεί τελετουργικό ισοδύναμο του ήλιου, επί της οποίας
ασκούνται τελετουργικές πράξεις, που θεωρείται ότι μαγικά ανάγονται στον ήλιο,
την ύψιστη ουράνια θεότητα.
Α. Στην αρχαία Ελλάδα,
σε απόκεντρες περιοχές, όπου συνεχίζεται να διατηρείται ο παλιός τρόπος ζωής,
διατηρούνταν και η παραδοσιακή λαϊκή λατρεία, που συνεχίζει την ύπαρξή της και στην
νεώτερη Ελλάδα. Η επιβίωση αυτή εκπορεύεται από την ανάγκη της λαϊκής ψυχής να
εξακολουθεί να υπάρχει μέσα από ένα παγανιστικό προσωπείο, όπως οι Αναστενάρηδες,
ενδεδυμένο με χριστιανικό σχήμα ή σύμβολα.
Οι θρακικές
πρωτόγονες μικροκοινωνίες που ήταν συντελεστές εκκόλαψης του διονυσιασμού,
άντλησαν τις μιμικές μαγικές εκδηλώσεις τους από το υπέδαφος πανάρχαιων
δοξασιών και των φυλετικών τους εθίμων, εξαντλώντας την θρησκευτικότητά τους με
απόκρυφες εκστατικές μυσταγωγίες ή χρήση ψυχοτρόπων φυτών, που συνοδεύονταν από
τύμπανα και κατέληγαν σε μιμικούς μαγικούς μουσικούς χορούς. Εκτός της
σαμανικής έκστασης με ψυχοτρόπα φυτά που προανέφερα, η έκσταση μπορεί να
επέλθει σε μύστες-τελεστές και με την συνοδεία τυμπάνων που κρούουν ρυθμικά,
όπως γνωρίζουμε ότι συνέβαινε στις οργιαστικές τελετές της Μεγάλης Μητέρας Θεάς
(Στράβ. 10, 3. 15 - 10, 3. 18). Το τύμπανο προκαλεί τον ιερό ενθουσιασμό στους
Αναστενάρηδες, αυτό δίνει το πρόσταγμα για την έναρξη, την ένταση και τον
κατευνασμό του χορευτικού οργίου. Σε κλειστό ιδιωτικό ιερό φυλάσσονται όλο το
έτος τα σύνεργα της τελετουργικής ζωοθυσίας που αποτελεί πανάρχαιο έθιμο που
έρχεται από τα βάθη της αρχαιότητας[3].
Οι Αναστενάρηδες είναι χριστιανοί με θερμή θρησκευτικότητα, έχουν όμως αρκετά
παγανιστικά στοιχεία στη λατρεία τους. Είναι δυϊστές, στοιχειολάτρες, μάντεις,
δεόμενοι χορευτές, για γόνιμη βροχή και αποπομπή κάθε κακοδαιμονίας, θεραπευτές-χορευτές
όπου τραγουδούν και χορεύουν γύρω από τον ασθενή, θυσιάζουν και μαντεύουν για
την αποκατάσταση του ασθενή και ακόμη πραγματοποιούν εξορκισμούς της επιζωοτίας[4].
Ο χορός των
Αναστενάρηδων κατά τη διάρκεια του εθίμου διαχωρίζεται σε τρεις φάσεις: α. πριν
την πυροβασία, β. κατά το ξεκίνημα και γ. κατά την επιστροφή από την πυροβασία[5].
Η κορύφωση έρχεται με την πυροβασία που είναι ο χορός πάνω στην ιερή φωτιά, που
φανερώνει τη συμφιλίωση με το φόβο και παράλληλα η φωτιά καθαγιάζει τους
συμμετέχοντες τελεστές που έρχονται σε επαφή με τους πυρακτωμένους άνθρακες και
κατ’ επέκταση σε επαφή με την ηλιακή θεότητα[6].
Η τέλεση της γιορτής των Αναστεναρίων την ημέρα του Αγ. Κωνσταντίνου και της αγ.
Ελένης, και ο χορός των εικόνων των δύο αγίων, από τους μύστες τελεστές,
ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του αρχετυπικού ιερογαμικού λατρευτικού ζευγαριού,
δηλαδή μιας θηλυκής γονιμικής σεληνολατρικής Μεγάλης Μητέρας Θεάς στο οποίο
ανήκει και η Αγ. Ελένη, και μιας ηλιακής καθαγιασμένης ιστορικής μορφής, του
λατρευόμενου ως Ήλιου - Θεού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Πρόκειται για μια
εκχριστιανισμένη εκδοχή των συμβόλων της αγροτικής θρησκείας, με τα
τελετουργικά στοιχεία να φέρουν τα χαρακτηριστικά των τελετών μιας διττής
ηλιολατρικής - σεληνολατρικής γονιμικής θρησκευτικής πρακτικής[7].
Τα Αναστενάρια είναι
λαϊκή θιασική λατρεία, που τελείται από μυημένους σε ιερό θίασο, δηλαδή σε
στενό κύκλο μυστών. Οι απαρχές του εθίμου εντοπίζονται στα διονυσιακά και
ορφικά οργιαστικά μυστήρια, και να συμπληρώσω, τα μυστήρια και τις οργιαστικές
γιορτές που τελούνταν προς τιμή της Μεγάλης Μητέρας Θεάς, της γήινης μητέρας τη
γονιμοποίηση της οποίας προσδοκούσαν όλοι μα πάνω απ’ όλους τα λαϊκά στρώματα.
Υποστάσεις της ή μετωνυμίες της θεωρούνται η Κυβέλη, η Δήμητρα, η Βένδις ή Άρτεμις
που λατρεύονται στην αρχαία Θράκη[8].
Η λατρεία της Μεγάλης
Μητέρας εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης σε υπαίθρια μικρά ή μεγάλα
μεγαλιθικά ιερά, και ιδιαίτερα στην ελληνική αιγαιακή Θράκη συνυπάρχει με μια
φαλλική μανιταροειδούς σχήματος στήλη, δηλωτική της παρουσίας μιας αρσενικής
θεότητας. Η απεικόνιση του Διόνυσου Σαβάζιου στην εικονογραφία με μανιταροειδή
σχήματα, παραπέμπει σε ψυχοτρόπα μανιτάρια και υπονοεί την εκστατική
συμπεριφορά του μυστηριακού Θεού, όπως μας γνωστοποιείται από τις αρχαίες πηγές
(Στραβ. 10, 3. 18). Την άμεση σχέση και συνύπαρξη του Διόνυσου Σαβάζιου, ενός
εκστατικού θεού, με τον Ήλιο μας την γνωστοποιεί ο Μακρόβιος (Saturn. 1, 18. 11) και το ανάγλυφο μανιτάρι που συνδυάζεται με
εγχάρακτους ηλιακούς δίσκους στο Μαγκάζι Κορνοφωλιάς Έβρου[9].
Η ενδιαφέρουσα πλευρά του μύθου βρίσκεται στον ιερέα του Απόλλωνα, τον Μάρωνα,
εκπρόσωπο της φυλής των Κικόνων, που προσφέρει στον Οδυσσέα δώδεκα ασκούς γλυκό
κρασί (Οδύσσεια ι 196-199),
καταφέρνοντας να ενώσει δύο στοιχεία διαμετρικά αντίθετα το απολλώνιο (ηλιακό)
και το διονυσιακό (χθόνιο).
Η λατρεία του Ήλιου είναι σχεδόν καθολική για
όλους τους αρχαίους λαούς,
και επομένως η μελέτη της θρακικής πίστης στο Θεό - Ήλιο θα πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο
των πολιτισμών της Μεσογείου και της Μικράς Ασίας, με τους οποίους διατηρεί δυναμικές πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις. Στη
Νοτιοανατολική Ευρώπη, η παράδοση να προσφέρουν αφιερώματα στον ήλιο γεννήθηκε
στη νεολιθική εποχή, και δεν σταμάτησε ούτε
με το τέλος της Χαλκολιθικής (τέλη 4ης χιλιετίας π. Χ.) ούτε με την
αρχή της εποχής του Χαλκού (στα 3.000 π. Χ.),
αλλά συσσωρεύτηκε αλληλεπιδρώντας με την
παράδοση και τις πρακτικές των νεοαφιχθέντων ομάδων των κτηνοτρόφων από τις
στέπες του βορρά[10]. Σύμβολα της ηλιακής λατρείας όπως ο δίσκος, ο ακτινωτός
ήλιος, ο κύκλος με σταυρό, η σβάστικα, η σπείρα, η βάρκα, το άρμα, ο κύκνος, ο
πέλεκυς, βρέθηκαν σε μεγάλο αριθμό σχεδόν παντού στην επικράτεια της Ρουμανίας
και Βουλγαρίας, κάποια από τα οποία και στην αιγιακή Θράκη. Το κλειδί της
αποκωδικοποίησής τους είναι ότι λειτουργούν ως σύμβολα του περιστρεφόμενου
ήλιου, της φωτιάς, του απείρου ή της συνεχούς αναδημιουργίας, της υπέρτατης
θεότητας, της δύναμης του ήλιου, των τεσσάρων ανέμων, της ευημερίας, της
διαδοχής των γενεών. H ηλιακή λατρεία
στην αέναη ηλιακή ενέργεια είναι παρούσα στις εκδηλώσεις των κατοίκων της
Ρουμανίας και Βουλγαρίας από τη νεολιθική εποχή μέχρι σήμερα[11]. Στην Ελληνική Θράκη του Αιγαίου, στην ακρόπολη της Ξυλαγανής (Εικ.
1), βρέθηκε κεραμική με διακοσμητικά ηλιακά σύμβολα. Επιπλέον, στο νομό Ξάνθης, ηλιακοί δίσκοι (Εικ. 2) και θρόνοι με
βωμούς βρίσκονται σε ένα μη δημοσιευμένο υπαίθριο ηλιακό ιερό και ηλιακό
παρατηρητήριο.
Ακόμη, η εναλλαγή του φωτός και του σκότους αποτελούν
ορόσημο
στους ιερούς τόπους και στις δομές όπου πραγματοποιούνται τελετουργίες. Το φως και το σκοτάδι
και οι συμβολισμοί τους, διαμορφώνουν τη σκέψη ενός ατόμου ιδιαίτερα
θρησκευόμενου. Ερμηνεύοντας το φως και το
σκοτάδι στα ιερά αντικείμενα σε ένα
συγκεκριμένο πολιτισμικό και ιστορικό περιβάλλον, π.χ. η παρουσία του ήλιου που
με τις πρώτες ακτίνες φωτίζει μέσα στο σκοτάδι κάποιο βράχο ιδιαίτερου σχήματος
ή πέτρινο έξαρμα, βοηθά στην κατανόηση των
συγκεκριμένων τελετουργιών που ασκούνται σ’
αυτά.
Για τους Θράκες, το βραχώδες πέτρωμα
συμβολίζει τη Μεγάλη Μητέρα Θεά Γη και ο Ήλιος-Θεός είναι το
φαλλικό ισοδύναμο που την γονιμοποιεί. Στη θρακική
μυθολογική εικονογραφία, η διείσδυση του ηλιακού
φωτός στη σπηλαιώδους σχήματος σκοτεινή μήτρα
είναι ο ιερός γάμος από τον οποίο γεννιέται
ο ηγεμόνας, και επιβεβαιώνει τη θρησκευτική διδασκαλία, την οποία αποκαλούμε
με τον όρο Θρακικό Ορφισμό, που επιβεβαιώνουν οι
επιγραφές που μας πληροφορούν για τη θεϊκή
καταγωγή του Κότυ: «Κότυς, παίς Απόλλωνος»
και «Κότυς, παίς Ορείας Μητέρας»[12].
Β. Οι επιφανειακές
προσεγγίσεις και μελέτες στο θρακικό τελετουργικό τοπίο που ο πρώτος από τους
συγγραφείς της μελέτης αυτής πραγματοποιεί στο νομό Ροδόπης, είχαν θετικό
πρόσημο, με αποτέλεσμα να εντοπίσει ένα ηλιακό παρατηρητήριο, η θέση, το σχήμα
και οι προσεγγίσεις - σχόλια με τις προανασκαφικές περιγραφές του οποίου,
ανακοινώθηκαν στο «3rd International Symposium on Megalithic Monuments and Cult Practices.
Dedicated
to the 60th Birthday of Prof. Dr. Sc. Vasil Markov» (Βουλγαρία, Blagoevgrand, 7-9 Σεπτεμβρίου 2020, University Congress Center Bachinovo -
University Research Center for Ancient European and Eastern Mediterranean Cultures
/ South – West University ‘Neofit Rilski’), και θα δημοσιευθούν στα υπό έκδοση πρακτικά του συνεδρίου αυτού.
Αξίζει εδώ να
γίνει μια περιγραφή του ηλιακού αυτού παρατηρητηρίου, που σχετίζεται άμεσα με
την ηλιολατρία στον ευρύτερο θρακικό χώρο: τρία θυσιαστήρια είναι λαξευμένα σε
βραχώδες φυσικό έξαρμα που κυκλώνεται από πέτρινο κύκλο. Δύο είναι
προσανατολισμένα προς νότο και το εντυπωσιακότερο σε σχήμα θρόνου
προσανατολισμένο ανατολικά, δεχόταν πρώτο τις ακτίνες του ήλιου σε κάθε
ανατολή, που είναι η ιδανικότερη χρονική στιγμή για προσευχή όπως μας
αποκαλύπτει ο Βιργίλιος, όσο αφορά τη θρησκευτική συμπεριφορά του Φρύγα Αινεία
(Αινιάδα 8, 68-70). Σ’ αυτούς
τους θρόνους - βωμούς οι Θράκες πίστευαν ότι η Μεγάλη Μητέρα Θεά καλωσόριζε την
άνοδο του ηλιακού αρσενικού θεού που την γονιμοποιούσε. Ο φωτισμός του θρόνου -
βωμού από το φως του ήλιου είναι ο αληθινός ιερός γάμος, ο έβδομος βαθμός του
κοσμογονικού κύκλου που κατά τον Alexander Fol τεκμηριώνει το θρακικό ορφισμό.[13]
Σε τμήμα του
βορειοανατολικού τεταρτημορίου ο κύκλος γίνεται διπλός, και αμέσως μετά το
διπλασιασμό συνεχίζεται με επτά μεγάλους λίθους μέχρι την αρχή του δεύτερου
νοτιοανατολικού τεταρτημορίου, που συνεχίζεται με μονή σειρά μικρών λίθων. Το
μισό τμήμα του νοτιοδυτικού τεταρτημορίου γίνεται διπλό, όπως επίσης και το
βορειοδυτικό που φέρει ίχνη συναφών θεμελιώσεων στο εσωτερικό με ακατανόητη
δομή, που μόνο η αρχαιολογική ανασκαφή μπορεί να βοηθήσει για την ερμηνεία
τους. Στους γύρω βράχους είναι εμφανή τα μάτια της Θεάς, που δηλώνουν την
παρουσία της, με το υπερμέγεθες συμφυές έξαρμα που φέρει βωμούς, να αναμένουν
την κατάλληλη μέρα της ισημερίας ή του ηλιοστασίου για να γιορτάσουν Ήλιος - Θεός
και γήινη Μεγάλη Μητέρα την ιερογαμική τους γονιμοποιό σχέση και τον εορτασμό
της Μεγάλης Θεάς. Η ίδια ιερογαμική σχέση τεκμηριώνεται
στο θρακικό Μεγαλιθικό ηλιακό παρατηρητήριο-ιερό του χωριού Μάνδρα, κοντά στα
Άβδηρα, με τους εγχάρακτους ηλιακούς δίσκους και τους λαξευμένους
θρόνους-βωμούς προσανατολισμένους προς την ανατολή και την πορεία του
ήλιου, δηλαδή βορειοανατολικά, ανατολικά και νοτιοδυτικά
Το βασικό διαβατήριο τελετουργικό δρώμενο των
Θρακών Κικόνων είναι η ιερογαμία. Η εικόνα των ευεργετικών ακτίνων του
αρσενικού Θεού (Θεός - Ήλιος), που λειτουργεί ως φαλλικό ισοδύναμο της πράξης γονιμοποίησης
(ιερογαμίας) της Μεγάλης Γήινης Μητέρας Θεάς, που συμβολίζεται ανεικονικά με το
λαξευμένο θρόνο-βωμό και αργότερα με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, έχοντας ως
συμφραζόμενο το φαλλικό πέτρινο μανιτάρι που «μεγαλώνει» από τα σπλάχνα της
Γήινης Μητέρας. Η εν λόγω τριάδα εκπροσωπεί την ιδέα της ινδοευρωπαϊκής θρησκείας (***), κατά την οποία ο ινδοευρωπαίος (***) πίστευε στην ύπαρξη ενός πατέρα
(Απόλλωνα, Δία) στον ουρανό, μιας μητέρας (Δήμητρας, Κυβέλης, Ρέας, Εκάτης,
Αρτέμιδος, Βένδιδος, Κοτυττού) και ενός μικρού παιδιού (Διόνυσου, Ερμή, Καδμήλου)
που κυριαρχεί ατομικά και συλλογικά.[14]
Οι αρχαιοαστρονομικές μελέτες των θρακικών ιερών και των μεγαλιθικών μνημείων,
δείχνουν ότι η θέση τους είναι ειδικά
επιλεγμένη και διαμορφωμένη να παρατηρούν
την πορεία του ήλιου και πιο συγκεκριμένα τα
ηλιοστάσια και τις ισημερίες. Είναι φανερό ότι οι εναλλαγές φωτός και σκότους, είναι απαραίτητες για τη
δημιουργία της εκστατικής τελετουργικής Αναστενάρικης ατμόσφαιρας.
Η σύγκριση του
δρώμενου των Αναστεναρίων, με το τελετουργικό που προκύπτει από τη γονιμοποιό
τελετουργία του ηλιακού παρατηρητηρίου, δείχνει πολλές ομοιότητες: α. με την
εναρκτήρια θυσιαστήρια τελετή, που προφανώς πραγματοποιούνταν με την ανατολή
του ήλιου, β. με την παρουσία του φωτός και του σκότους, που είναι απαραίτητα για τη δημιουργία του εικονιστικού
λατρευτικού τοπίου και των αναγκαίων συμβολισμών,
γ. με τις εκστατικές τελετουργίες[15] πρωτοστατούντων των τυμπάνων και κυμβάλων αναγκαίων
στους μύστες – τελεστές, δ. και ειδικότερα με το συμβολισμό του
παντοκράτορα Ήλιου - Κωνσταντίνου με το δρώμενο της πυρολατρίας, που δηλώνει λατρευτικό
καθαγιασμό των μυημένων τελεστών που έρχονται σε επαφή με την καθαρτήρια φωτιά[16],
συνδυάζοντας τις γονιμοποιές Γήινες Μητρικές δυνάμεις - Αγ. Ελένη - με την
ανάλογη ημερομηνία ευφορίας, που προφανώς γιόρταζε την εν λόγω ημέρα η
λατρεμένη Μητέρα των Θρακών[17].
Από τα παραπάνω
συνάγεται ότι τόσο η παλαιά και αρχέγονη ηλιολατρία, όσο και η σύγχρονη
πυρολατρία αποτελούν διαφορετικές όψεις της ίδιας λατρευτικής πρακτικής, που
σχετίζεται άμεσα με ορισμένες από τις βασικές τελετές γονιμότητας που
επιχωριάζουν στον θρακικό χώρο. Αυτές ακριβώς τις τελετές, που όσον αφορά την
αρχαιότητα μπορούμε να αναδομήσουμε με βάση αφενός τις πληροφορίες των πηγών
και αφετέρου τις σύγχρονες ανάλογης υφής θρακικές τελετουργίες, προσπαθεί να
μελετήσει σε βασικές γραμμές η παρούσα ανακοίνωση, προσθέτοντας μία μικρή συμβολή
στην ήδη υπάρχουσα μεγάλη βιβλιογραφία. Μια συμβολή που δείχνει αφενός μεν την
αξία των λαϊκών θρησκευτικών τελετουργιών ως ερμηνευτικών υποδειγμάτων και για
τις αρχαίες τελετουργίες, στα πλαίσια μιας εθνοαρχαιολογικής εξέτασης, αφετέρου
δε την αξία των διεπιστημονικών προσεγγίσεων σε παρόμοια ζητήματα, που από μόνα
τους συνιστούν ερμηνευτικούς γρίφους για τη σύγχρονη επιστήμη.
ΠΗΓΗ: S. D. Kiotsekoglou - M. G. Varvounis "Sun Worship, Fire Worship, and Fertility Ceremonies in Thrace", στο 3ο International Symposium Megalithic Monuments and Cult Practices Blagoevgrad (Bulgaria), 8-9.9.2020, σελ. 454-464. Ακριβής μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο. και το Συνέδριο στο οποίο συμμετείχε.
(**) Μανώλης Γ. Βαρβούνης, Καθηγτής, Διευθυντής του Εργαστηρίου Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, του
Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας, της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών
του ΔΠΘ
Email:
mvarv@otenet.gr
(*) Σταύρος Δ. Κιοτσέκογλου Δρ. Αρχαιολογίας Μέλος Ε.ΔΙ.Π του Εργαστηρίου Λαογραφίας
και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας, της Σχολής
Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΔΠΘ
Τηλ.: +306979852250
Email:
stavroskiotsekoglou@gmail.com
(***) ΣΧΟΛΙΟ Γ. Λεκάκη: Η ιδέα και η ύπαρξη της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας / φυλής έχει καταρριφθεί εδώ και χρόνια. - ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ.
[1] G. Taibbi – Rossi, «Soppravivvenze
di riti Dionysiaci nella Tracia Orientale Greca: Le Anastenaria», Annali del
Museo Pitré 2-4 (1951 – 1973), σ. 77 – 104.
[2] W. Puchner, Λαϊκό
θέατρο στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, Αθήνα, 1989, σ. 74. Ο ίδιος, «Beiträge zum Thrakischen Fenerlauf (Anastenaria / Nestinari)
und zur thrakischen Kanevalsszene (Kalogeros
/ Kuker / Köpek-Bey). Anmerkungen zur Forschungsgeschichte und analytische Bibliographie», Zeitschrift für
Balkanologie 17: 1 (1981), σ. 47 – 75. L. Danforth, «The Role of Dance in the Ritual Therapy
of the Anastenaria», Byzantine and Modern Greek Studies 5 (1979), σ. 141 – 163. Γ. Ν. Αικατερινίδης, Ta Αναστενάρια. Περιγραφή του εθίμου, Αθήνα 1974.
Γ. Α. Μέγας, «Η έννοια και ο χαρακτήρ των Αναστεναρίων», Λαογραφία 29
(1974), σ. 3 – 18. C. A. Romaios, «Les anasténaria», L’
Hellenisme Contemporain 8 (1954), σ. 227 – 237.
[3] Κατ. Κακούρη, Διονυσιακά, Αθήναι 1963, σ. 10 κ.εξ.
[4] Κατ. Κακούρη, Προϊστορία του θεάτρου, Αθήνα 1974, σ. 10 κ.εξ. Πρβλ. η ίδια,
«Λαϊκά δρώμενα ευετηρίας», Πρακτικά
Ακαδημίας Αθηνών 27 (1952), σ. 216 κ.εξ.
[5] R. Zdansky, «Die Feuertreter in Thrakien», στον τόμο J. Naekel – E. Hohenwart-Gerlachstein – A. Slawik
(eds.), Die Wiener Schule der Völkerkunde / The Vienna School of Ethnology. Festschrift anläßlich des 25-jährigen
Bestandes des Instituts für Völkerkunde der Universität Wien (1929-1954),Vienna: Berger, 1956, σ. 551 – 563 N.
Dracoulides, Les cérémonies orgiaques et leur survivance dans la Grèce
contemporaine, Paris 1963. C. Evelpidis, «Anastenaria, une culte dionysiaque
contemporaine», Cahiers du Sud 377 (1964), σ. i – v. N. Paskaleva, Ikoni ot strandžanskija Kraj,
Sofia 1977. L. Danforth, «Power through Submission in the Anastenaria», Journal
of Modern Greek Studies 1: 1 (1983), σ. 203 – 223. D. Tsantila-Hoogestraat Rol, «Anastenaria», στον τόμο Dance, mystique et psychanalyse. March sur le feu
en Grèce moderne, Paris: La Recherche en Danse –
Chiron 1987, σ. 45 – 49. L. Torp, «The Anastenaria
(Nestinari) Ritual as Performed in the Village of Langadha,
Thessaloniki, by Families Originating from Kosti Village in Bulgarian Thrace», στον τόμο Vtori meždunaroden congress pobalgaristika, Sofia, 1986, σ. 312 – 317.
[6] M. Arnaudov, «Influences grecques dans le folklore
bulgare», στον τόμο Actes de Premier Congrès international des études
balkaniques et sud-est européennes VII, Sofia 1971,
σ. 673 – 677. A. Closs, «Südosteuropa als
ethnologisches Untersuchungsfeld über ekstatisches Brauchtum», Wiener
Historische Blätter 3 (1971), σ. 3 – 22. P. G. Brewster, «The Strange Practice of Firewalking», Expedition
19 (1977), σ. 43 – 47. G. Lëdiges, «Die Anastenaria:
Feuerlauf im alten Europa», Curare: Zeitschrift für Ethnomedizin und
transkulturelle Psychiatrie 4 (1981), σ. 143 – 168.
[7] Κατ. Κακούρη, Διονυσιακά, όπ.
[8] Ph. Borgeaud, La
mère des dieux: De Cybèle à la Vierge Marie, ed. de Seuil, Paris 1996 – μετάφρ.: Α. Καραστάθη, Η Μητέρα των Θεών, Από την Κυβέλη στην Παρθένο Μαρία, εκδ. Kαρδαμίτσα, Αθήνα 2001, σ. 19 κ.εξ.
[9] Κιοτσέκογλου 2012: Τα πέτρινα μανιτάρια των θρακικών μεγαλιθικών ιερών της Αιγιακής Θράκης στο, S. Kiotsekoglou (ed), Proceedings Conference, “The Stone Mushrooms of Thrace,”
Alexandropolis, 28-30 Ooctober 2011, ed. Alexandropolis 2012, 137-138
[10] V. Fol, «The Light, Imaginary and Real Sacred Space in
the Thracian Rock-Cut Sanctuaries», Proceedings
of the 1st (Kokino: archaeological and astronomical aspects -
parallels and experience) & 2nd (Kokino: Giving gifts to God)
International Conferences held in Skopje & Kumanovo, 2016-2017, σ. 70-72.
[11] D. Ionescu - C. Dumitrace, «The Sun Worship with the
Romanians», Astronomical Institute of
Romanian Academy 22: 2 (2012), σ. 155–166. V. Fol, «The Light, Imaginary and Real Sacred Space in the
Thracian Rock-Cut Sanctuaries», ό.π., σ. 69-75.
[12] V.
Fol, «The Light, Imaginary and Real Sacred Space in the Thracian Rock-Cut
Sanctuaries», ό.π., σ.
71.
[13] Α. Fol, Interpraetatio
Thraciaca, Journal of Indo-European
Studies, Vol. 11, Numb. 3 & 4, 1983, 217-230
[14] Α. Fol, Interpraetatio Thraciaca όπ. A. Closs, «Südosteuropa als ethnologisches
Untersuchungsfeld über ekstatisches Brauchtum», Wiener Historische Blätter 3 (1971), p. 3 –
22.
[15] L. M. Danforth, The Anastenaria: A Study in Ritual
Greek Therapy, Princeton 1978. C. Camberoque,
Les Anastenaria d’Aghia Eleni (: Institut Français), Thessaloniki 1995. T.
Ballis – A. Beaumanoir – H. Xenakis, «Anastenaria», Hellenic Armed
Forces Medical Review 13 (1979), p. 245 – 250.
[16] B. Lavagnini, «Sopravivvenze
in Tracia di riti pagani e uno scolio bizantino all’Antigone», στο La Parola del Passato, Naples 1952, σ. 231.
[17] L. Torp, «The Dance Event and the Process of
Transformation: A Case Study of the Anastenaria in Langadha, Greece», στον τόμο L. Torp (ed.), The Cance Event: A Complex Cultural
Phenomenon, Copenhagen, 1988, σ. 74 – 80. J. Engelsmann, «Abstract of “Auf’s Feuer Gehen”», Transcultural
Psychiatric Research Review, 19: 4 (1982), σ. 289 – 291. H. H. Figge, «Bemerkungen zum makedonischen Feuerlaufen», Curare:
Zeitschrift für Ethnomedizin und transkulturelle Psythiatrie 5 (1982), σ. 17 – 22. B. Markakis, Fire Dances in Greece,
Athens 1982. S. Potari-Christodoulou, Continuity and Change among the
Anastenaria: A Firewalking Cult in Northern Greece, New York, State
University of New York at Stony Brook 1978. C. Xenakis – W. Holtman,
«Schmerzempfindung bei Pryobasie», Archiv für Psychiatrische Nervenkrankheiten 224 (1978), σ. 112-156. T. Ballis – A. Beaumanoir – H.
Xenakis, «Anastenaria», Hellenic Armed Forces Medical Review 13 (1979), σ. 245 – 250. S.
Christodoulou – Potari, Continuity and Change Among the Anastenaria: A
Firewalking Cult in Northern Greece, Ph.D. dissertation, State University
of the New York, Stony Brook, 1978, Ann Arbor, Michigan: University Microfilms.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook