Του Γιώργου Λεκάκη
Η αλώπηξ[1] > αλεπού είναι γένος
θηλαστικών, που ανήκει στην οικογένεια των Κυνίδων / Caninae(*).
Ετυμολογείται:
- παρά το αλώ (= πλανώ) + ωψ (ώπός
= οφθαλμός) ή και το παίζω = η εν τη πλάνη παίζουσα).
- κατ’ άλλους < ἀλφός (υπόλευκος[2]) > ἀλωφώς, ἀλωφούς.
Κατά την παράδοσή μας, το ζώο όπου ουρήσει,
ποιεί τον τόπο άκαρπο, ξηραίνει την υπάρχουσα βοτάνη…
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΑΛΕΠΟΥ, ΕΔΩ.
Οι αλεπούδες προέρχονται, κατά πάσα πιθανότητα,
από την Βόρεια Αμερική, όπου ζούσαν κατά την διάρκεια του Μειόκαινου, πριν από 9.000.000 χρόνια. Είναι απόγονοι του λεπτοκύωνα / leptocyon(*).
Δύο εξαφανισμένα είδη αλεπούς, το είδος Vulpes
praeglacialis και το Vulpes hassani είναι γνωστά από τα απολιθώματά τους, που
ευρέθησαν:
- Το μεν V. praeglacialis ανακαλύφθηκε στο
Σπήλαιο Πετραλώνων στην Χαλκιδική σε ηλικία κοιτασμάτων του Πρώιμου
Πλειστόκαινου, κάτι που το καθιστά την πιο πρώιμη εμφάνιση αλεπούδων / Vulpes στην Ευρώπη. Η νέα ταξινομική μελέτη
της «παλαιάς συλλογής» σαρκοβόρων από το Σπήλαιο Πετραλώνων, που σχετίζεται με
το γνωστό κρανίο, η οποία στεγάζεται στην Γεωλογική Σχολή του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το 1960, απεκάλυψε 11 είδη. [3]
Το δε είδος Vulpes hassani ευρέθη σε κοίτασμα
Μειόκαινου - Πλειόκαινου στην βορειοδυτική Αφρική.
Ως γνωστόν, το αρχαιότερο γνωστό απολιθωμένο
είδος αλεπού / Vulpes είναι το Vulpes riffautae, που χρονολογείται στο ύστερο
Μειόκαινο. Ευρέθη στο Τσαντ, σε κοιτάσματα Νεογενούς, 7.000.000 χρόνων. Άρα
ίσως είναι οι πρώτοι κυνόδοντες στον Παλαιό Κόσμο! Υπολογίζεται ότι ζύγιζαν 0,680
– 1,587 κιλά.
Ένα άλλο είδος αλεπούς, το Vulpes skinneri, που
ευρέθη στην περιοχή απολιθωμάτων Malapa στην Νότια Αφρική, χρονολογείται στο
πρώιμο Πλειστόκαινο.
Τέλος, το είδος Vulpes, είχε μια αρκετά
ευρεία κατανομή στο Πλειστόκαινο: 8 είδη του ευρέθησαν στην Βόρεια Αμερική.
Στην Κόκκινη Λίστα της IUCN αναγνωρίζονται 12
σύγχρονα είδη αλεπούδων.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Παραδόσεις των λαών του κόσμου». Γ. Λεκάκης «Σύγχρονης Ελλάδος περιήγησις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.4.2018.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- de Bonis L., κ.ά. "The oldest African fox (Vulpes
riffautae n. sp., Canidae, Carnivora) recovered in late Miocene deposits of the
Djurab desert, Chad", στο Naturwissenschaften, 94 (7), 575–580, Bibcode, 2007NW,
doi:10.1007/s00114-007-0230-6, 2007.
- Basuony Al. E, κ.ά. "Paraphyly of the widespread
generalist red fox (Vulpes vulpes): introgression rather than recent divergence
of the arid-adapted Rüppell's fox (Vulpes rueppellii)?», Biological Journal of
the Linnean Society, 138 (4), 453–469, doi:10.1093/biolinnean/blad001, 2023.
[1] ἀλωπεκία = ομώνυμη
ασθένεια, ψώρα > ἀλώπεκες = τα φαλακρά μέρη του κεφαλιού, φωλιά αλώπεκος,
- αλωπεκάδης , πανούργος, αφελής.
- ἀλωπεκή (είδος δοράς εκ δέρματος αλεπούς),
- ἀλωπεκίας = ειδος καρχαρία, σκυλόψαρο, ο
εστιγματισμένος δια σημείου αλώπεκος.
- ἀλωπεκίασις,
- ἀλωπέκειος (εξ αλώπεκος),
- ἀλωπεκιδεύς (= νεογνό αλώπεκος)
- ἀλωπέκιον (υποκορ.),
- ἀλωπεκίς = είδος κυνών, κυναλώπηξ, νόθον ζώον, μεταξύ αλώπεκος και κυνός, παραγόμενον δια
διασταυρώσιως των δύο ειδών (λυκόσκυλο).Αλλά και κάλυμμα κεφαλής εκ δέρματος αλώπεκος.
Και είδος αμπέλου της οποίας οι βότρυες ομοιάζουν προς ουρά αλώπεκος.
- ἀλωπός,
- ἀλωπεκίζω = μιμούμαι την αλώπεκα, είμαι
πανούργος (ως αλώπηξ)
- ἀλωπεκοειδής,
- ἀλωπέκουρος, ουρά αλώπεκος, είδος χόρτου, κλπ.
- ἀλωπεύω = ἀνιχνεύω.
Αλλά αλώπηξ και:
- είδος χορού / ορχήσεως [βλ. S.Fr.419, Ησύχ.] - σήμερα υπάρχει χορός που λέγεται foxtrot / φοξτροτ (ειδος βαλς, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1914).
- είδος ιπτάμενου σκίουρου,
- οι μυώνες της οσφυικής χώρας (αλώπεκες).
Τέλος, την αλεπού την έλεγαν και:
- κερδώ (από το κερδαλέα = απατητική)
- κερκώ / κέρκωπος, ως δολία, πανούργα, που απατά τους θηρευτικούς
κύνες.
- κηκάς (= λοιδορία), κηκωτική, κακούργος, πονηρά.
[3] Βλ. επίσης: Vulpes
praeglacialis (Kormos, 1932) και Vulpes praeglacialis (Kurtén and Poulianos,
1977, 1981).
G. Baryshnikov και Ev. Tsoukala «New
analysis of the Pleistocene carnivores from Petralona Cave (Macedonia, Greece)
based on the Collection of the Thessaloniki Aristotle University», Geobios 43(4): 389-402, DOI:10.1016/j.geobios.2010.01.003, Ιούλ. 2010.
Abstract: New taxonomic study of the “old
collection” of Carnivora from Petralona Cave, associated to the well-known
hominid skull, housed in the Geology School of the Thessaloniki Aristotle
University since 1960, revealed 11 species (Canis arnensis, Lycaon lycaonoides,
Vulpes praeglacialis, Ursus deningeri, U. spelaeus, U. arctos, Pliocrocuta
perrieri, Pachycrocuta brevirostris, Crocuta crocuta, Panthera leo spelaea, and
Felis silvestris), which are described in detail. The species composition is
typical of the eastern part of the European Mediterranean and may be divided
into three biostratigraphic assemblages: early Middle Pleistocene, late Middle
Pleistocene and Late Pleistocene.
Το εξαφανισμένο είδος ευρέθη επίσης στην Grotte de l’Escale και στην Vergranne Γαλλίας (Bonifay, 1983).
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook