ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ

Το άσμα περί του αδελφού, όστις αποθανών εγείρεται του τάφου προς εκτέλεσιν ιεράς υποσχέσεως και φέρει εις την απορφανισθείσαν μητέρα το μόνον επιζήσαν τέκνον της, την εις τα ξένα υπανδρευμένην αδελφήν του, κοινότατον εις τας ελληνικάς χώρας, είναι επίσης διαδεδομένον εις πάντας τους λαούς της χερσονήσου του Αίμου. Εκ της ταυτότητος όχι μόνον της υποθέσεως, αλλά και των διαφόρων επεισοδίων και λεπτομερειών των ασμάτων τούτων γίνεται κατάδηλον ότι εν ήτο το πρότυπον πάντων και εξ ενός λαού μετεδόθη το άσμα εις τους λοιπούς. Και υποστήριξαν μέν τινες ότι ο λαός ούτος είναι ο σερβικός η ο βουλγαρικός, αλλ' ότι το πρότυπον ήτο έλληνικόν και εκ του ελληνικού λαού παρέλαθον οι άλλοι λαοί του Αίμου προσεπάθησα ν' αποδείξω εν πραγματεία εκδοθείση κατά το 1885. Την δε γνώμην ταύτην παρεδέχθησαν πολλοί, εν οις και ό βούλγαρος καθηγητής Ιβάν Σισμάνοβ, δημοσιεύσας εκτενή μονογραφίαν περί του θέματος τούτου.

Μάννα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κ' ήλιος δε σου την είδε!
'Σ τα σκοτεινά την έλουζε, 'ς τάφεγγα τη χτενίζει,
'ς τάστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά 'ς τα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι' ο Κωσταντίνος θέλει.
"Μάννα μου, κι' ας τη δώσωμε την Αρετή 'ς τα ξένα,
'ς τα ξένα κει που περπατώ, 'ς τα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς 'ς την ξενιτειά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κοισταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι' α μόρτη, γιε μου, θάνατος, κι' α μόρτη, γιε μου, αρρώστια,
κι' αν τύχη πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρη;
-Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχη κ' έρτη θάνατος, αν τύχη κ' έρτη αρρώστια,
αν τύχη πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω."
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή 'ς τα ξένα
κ' εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες ωργισμένοι
κ' έπεσε το θανατικό, κ' οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάννα μοναχή σαν καλαμιά 'ς τον κάμπο.
'Σ όλα τα μνήματα έκλαιγε, 'ς όλα μοιρολογειώταν,
'ς του Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
"Ανάθεμα σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξώριζες την Αρετή 'ς τα ξένα!
το τάξιμο που μού ταξες, πότε θα μου το κάμης;
Τον ουρανό βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχη πίκρα γη χαρά να πας να μου τη φέρης."
Από το μυριανάθεμα και τη βαρειά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι' ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τάστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κ' εχτενίζουνταν όξου 'ς το φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι' από κοντά της λέγει.
"Άϊντε αδερφή, να φύγωμε, 'ς τη μάννα μας να πάμε.
Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
"Αν ίσως κ' είναι για χαρά, να στολιστώ και νά ρθω,
κι' αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα νά ρθω.
- Έλα, Αρετή, 'ς το σπίτι μας, κι' ας είσαι όπως και αν είσαι."
Κοντολυγίζει τάλογο και πίσω την καθίζει.

'Σ τη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαϊδούυσαν,
δεν κιλαϊδουσαν σαν πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
μόν' κιλαϊδουσαν κ' έλεγαν ανθρωπινή ομιλία.
"Ποιός είδε κόρη νόμορφη να σέρνη ο πεθαμένος!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
-Πουλάκια είναι κι' ας κιλαϊδούν, πουλάκια είναι κι' ας λένε."
Και παρεκεί που πάγαιναν κι' άλλα πουλιά τους λένε.
"Δεν είναι κρίμα κι' άδικο, παράξενο, μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
- Άκουσες, Κωσταντϊνε μου, τί λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλευουν.
- Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιαΐς μυρίζεις.
- Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα 'ς τον άη Γιάννη,
κ' εθυμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι."
Και παρεμπρός που πήγανε, κι' άλλα πουλιά τους λένε.
"Για ίδες θάμα κι' αντίθαμα που γίνεται 'ς τον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνη ο πεθαμένος!"
Τάκουσε πάλι ή Αρετή κ' ερράγισε ή καρδιά της.
"Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι' ό,τι κι' α θέλ' ας λέγουν.
- Πες μου, που είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τόμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου."

Αυτού σιμά, αυτού κοντά 'ς την εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά ταλόγου του κι' απ' εμπροστά της χάθη.
Κι' ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή 'ς το σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμμένα
βλέπει τον μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαϋρο,
βλέπει μπροστά 'ς την πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
"Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι' αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι' αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κ' η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά 'ς τα ξένα.
- Σήκω, μαννούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκεία μου μάννα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάννα;
- Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε κ' εγώ είμαι η Αρετή σου."

Κατέβηκε, αγκαλιάστησαν κι' απέθαναν κ' οι δύο.

ΠΗΓΗ: Ν. Πολίτης "Παραλογαίς", 1885. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 2.2.1999.


ΑΚΟΥΣΤΕ το παραπάνω δημώδες άσμα, όπως συντέθηκε στο έργο ΗΠΕΙΡΟΣ της ΠΕΝΤΑΤΟΝΙΑΣ, ΕΔΩ.


Παραλλαγές:

 

Το τραγούδι της Αρετής

 

Μιά μάννα είχε εννιά τζή γιούς και μια τζή θυγατέρα,

στα σκοτεινά την έλουγε, στο φέγγος τη χτενίζει,

στο φεγγαράκι τ’ αργυρό τήνε σουραδοπλέκει.

Η γειτονιά δεν το ‘ξερε πώς είχε θυγατέρα.

Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,

να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.

Οι οχτώ αδελφοί δεν θέλανε, ο Κωνσταντίνος θέλει:

- « Δός τηνε, μάννα, δός τηνε, την Αρετή στα ξένα,

να ‘χω κ’ εγώ παρηγοριά στα ξένα πού γυρίζω.»

- « Όμορφος είσαι, Κωνσταντή, μ’ άσκημ’ απελοήθης,

αν τύχη ο χρόνος δίσεκτος ποιός πά’ να τήνε φέρη;»

- « Δός τηνε, μάννα, δός τηνε, την Αρετή στα ξ΄να,

αν τύχη ο χρόνος βίσεχτος, εγώ θα πά’ τη φέρω.»

Και δίδει την η μάννα της την Αρετή στα ξένα.

Γυρίζει ο χρόνος βίσεχτος, οι εννιά αδελφοί πεθάναν

κ’ έμεινε η μάννα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Σ’ όλα τά μνήματ’ έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογάτο

και το μνημί του Κωνσταντήαναθεμάτιζέ το:

- « Ανάθεμά σε Κωνσταντή και σύ και το καλό σου.»

Το τόσο μυριανάθεμα ο Κωνσνταντής βαρέθη,

κάνει το μνήμα τ’ άλογο και το λαζάρι σέλλα

και τά κιβουροχάλικα σκάλες και χαλινάρια,

παίζει βιτσιά του μαύρου του, στη Βαβυλώνα φτάνει.

Βρίσκει την κόρη στο χορό με τρείς παπαδοπούλες.

- «Καλώς τονε τον Κωνσταντή πού φέρνει το μαντάτο.

Αν είναι θλίψη, να θλιφτώ κι’ αν εί’ χαρά, ν’ αλλάξω

κι’ αν είναι για το γάμο σου, ολόχρυσα θα βάλω.»

- « Δεν είναι θλίψη να θλιφτής μηδέ χαρά ν’ αλλάξης

μηδέ και για το γάμο μου, ολόχρυσα να βάλης’

η μάννα σου σε ζήτησε και θέλει σε να πάης.

Απού τη χέρα την αρπά, στο μαύρο την καθίζει,

παίζει βιτσιά τ’ αλόγου του, σαν τον αέρα πάει…

Και όντεν επερνούσανε απού τον Άι Γιώργη,

γροικά η κόρη μια φωνή παράξενη και λέει:

- « Για δέ κοράσιο όμορφο το σέρνει αποθαμένος».

- « Γροικάς το, Κωνσταντίνο μου, τ’ αηδόνι είντα λέει;»

- « Γροικώ το, Αρετούσα μου, και το γνωρίζω κι’ όλας.»

Και όντεν επερνούσανε στα μνήματα απέξω:

- « Κατές τώρ’, Αρετούσα μου, στο σπίτι μας να πάης;»

- « Κατέχω, Κωνσταντίνο μου, στο σπίτι μας να πάω,

μά γιάντα, αδερφάκι μου, μ’ αφήνεις εις το δρόμο;»

Η κόρη δεν επρόφταξε να ‘πή  ‘ναν άλλο λόγο

κι’ ο Κωνσταντής εχάθηκε στη μέση τώ μνημάτω

Παίρνει τ’ η παραπόνεσι, στο σπίτι της και πάει,

βρίσκει τσοί πόρτες σφαλιστές και τά κλειδιά παρμένα

και τά πορτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.

Φωνάζει τη μαννούλα της ογιά να της ανοίξη

- « Αν είσαι αέρας, πήγαινε, αν είσαι ο Χάρος, διάβα

κι’ αν είσαι ο Πικροχάροντας δεν έχω μπλιό παιδάκια.»

- « Άνοιξε, μάννα μ’, άνοιξε, μά ‘γώ ‘μ’ η γι’ Αρετούσα.»

- « Δείξε τον αρραβώνα σου από την κλειδωνιάστρα,

κι’ αν είσ’ η γι’ Αρετούσα μου, εγώ θα σου ανοίξω.»

Δείχνει τον αρραβώνα της κ’ ετότες της ανοίγει,

μά ώστε να καλογνωριστούν, απόθανεν η μάννα

κι’ απόμεινε η γί’ Αρετή έρημη και παντέρμη.

- « Θέ μου, και  κάμε με πουλί, πουλί και λωλοπούλι,

για να γυρίζω στα στενά και κλαίω τ’ς αδερφούς μου.»

Κι’ ο Θεός τηνε λυπήθηκε, σαν αστραπή την κάνει.

 

 

ΜΑΝΗΣ: Μανιάτικη Παραλλαγή

 

Η Αρετή

 

- «Μάννα, για δός μας την ευκή,

να δώσουμε την Αρετή

στις πέντε μαύρες θάλασσες.»

- «Για κάτσε χάμου Κωνσταντή,

μην τήνε δίνουμε μακριά,

τι δε θα ξέρη η Αρετή,

νή λύπη θά ‘χουμε ή χαρά.»

- «Έννοια σου, μάννα μ’, έννοια σου

κ’ εγώ πάω γυρεύοντα.»

Εδώσανε την Αρετή…

Και χάνουνται οι εννιά αδελφοί,

γίνεται η μάννα τους ξερή

κι αναζητάει την Αρετή.

Κεί το μαθαίνει ο Κωνσταντής

κ’ εδιάηκε στο δικαστή

όπου δικάζει τις ψυχές

γιθά να του δώση άδεια

νή δύο νώρες νή και τρείς

να πάη για την Αρετή

κ’ εδιάη και την εύρηκε

κ’ ήταν βαλμένη στη χορό.

- « Ώρα καλή σου, Αρετή.»

- «Καλώς τονε τον Κωνσταντή.

Τι άλλο από το σπίτι μας;

Είναι τ’ αδέλφια μας καλά;»

- «Τ’ αδέλφια μας είναι καλά

μά η μάννα μας είναι ξερή,

σ’ αναζητά, μωρή Αρετή.»

- «Για πές μου αλήθεια, Κωνσταντή,

ν’ αλλάξου και να στολιστού

νή με τά ίδια να ‘ρθου;»

- «Έλα να φύγουμ’, Αρετή,

και φόρειε ‘φτούνα πού φορείς.»

Το δρόμο πού πααίνασι

τόπεσε το φεσάκι του.

Το ‘παρε, το μυρίστηκε

και μύριζε χωματουλιάς.

- «Μά δε μού λέεις, Κωνσταντή,

πόπαρα τό φεσάκι σου

και το γλυκομυρίστηκα

και μύριζε χωματουλιάς;»

- «Τι να σε ειπού, μωρή Αρετή,

σαντί έπεσε κάτω στής γής,

σαντί έπεσε στα χώματα…»

το δρόμο πού πααίνασι

ένα πουλί κελάιδησε.

- «Άμ’ πού κι’ αλλού εγίνηκε

κι’ άμ’ πού εξαναστάθηκε,

μαζί ξερός και ζωντανός;»

- « Ακούεις, μαύρε Κωνσταντή,

τι λέει κείνο το πουλί;»

- « Μωρή, πουλί κι’ άς κελαϊδή,

τράβα να φύγουμ’, Αρετή.»

Το δρόμο πού πααίνασι

κι’ άλλο πουλί κελάιδησε,

τά ίδια ξαναλάλησε.

- «Τ’ άκουσες, μαύρε Κωνσταντή;

τά ίδια λέει το πουλί.»

- «Μωρή, πουλί κι’ άς κελαϊδή,

τράβα να φύγουμ’ Αρετή.»

Τόμου κοντοζυγώσανε

σε ένα αρφανογκλήσιδο:

- «Τράβα να φύγης, Αρετή,

τι έχω λιβάνι και κερί

και θενά αργήση να καή.»

Στο σπίτι της εδιάκηκε,

την πόρταν εκουρτάλησε.

- « Σήκω, μάννα μου, κι’ άνοιξε,

οπού ‘ρθε η Αρετούλα σου.»

- «Εσύ δεν είσ’ η Αρετή,

παρά ‘σαι νό βρθκόλακας

πόφαες τους εννιά αδερφούς,

κ’ έμεινες καταμόναχη

εσάν το έρημο πουλί.»

- «Θέ μου και Παναγίτσα μου,

κουκουβαγίτσα να γενού,

να τρέχω από τους εγκρεμούς

κι’ από τά ‘χτάρια τά ψηλά

κι’ από τά ‘ρημογκλήσιδα…»

 

ΘΡΑΚΗΣ: - Θρακική παραλλαγή

Εννιά αδέλφια είχανε μια αδελφή στον κόσμο ξακουσμένη...

[...]

Κι ή μάννα του, του λάλησε κι η μάννα του, του λέει:

«Αν τύχει λύπη ή χαρά και ποι­ος θα μου την φέρει;».

«Δώσ’ τηνε, μάννα, δώσ’ τηνε κι ε­γώ θα σου την φέρνω,

πέντε φορές την χειμωνιά κι έξι το καλοκαίρι!..».

[...]

«...Ανάθεμά σε, Κωνσταντή, και μύ­ρια ανάθεμά σε!

Που μου ΄δωσες την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα…

[...]

Απ’ το πολύ τ’ ανάθεμα και την βαρειά κατάρα

το χώμ’ αναταράχθηκε κι ο Κωνσταντής ΄σηκώθη!...».

 [...]

«Τι θάμα είν' αυτό, να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους;».

«Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λέ­νε τα πουλάκια;».

«Πουλάκια είναι Αρετή κι άσ’ τα μην τ’ αφουγκριέσαι».

[...]

«Άιντι Αρετή, στην μάννα σου κι ε­γώ στον τόπο που ΄μαν!».

 

Άλλη παραλλαγή:

«...Για δες με, βασιλόπουλο, δαχτύλι δεν με λείπει

για δες και τα στηθάκια μου, στήθεια και δεν με λείπουν.

Εγώ την σκλάβα μ’ σ’ έδωκα και ΄σύ σκλάβος δικός μου!».

Τραγούδια σαν την παραλογή του «Νεκρού αδελφού» υπήρχαν αμέτρητα στην Θράκη. Κατά κανόνα η μελωδία αυτών των τραγουδιών ήταν με­λαγχολική κάτι δηλαδή σαν τροπάρι.

ΠΗΓΗ: Γ. Κ. Σπυριδάκης, Αρχείο του Θρακικού Γλωσσικού και Λαογραφικού Θησαυρού.

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΝΕΚΡΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ δημοτικο τραγουδι παραλογη δημοτικα τραγουδια ηπειρου πινδου ηπειρος πινδος θρακη μανη αρετη αρετης κωνσταντινος κωνσταντινης μανα μαννα παραλλαγη
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ