Ο σιδερένιος χρυσοστόλιστος «θώραξ» 2.500 χρόνων από την Θεσπρωτία Ηπείρου και το λάθος του υπουργείου Πολιτισμού! - του Γ. Λεκάκη

Ο σιδερένιος χρυσοστόλιστος
«θώραξ» 2.500 χρόνων
από την Θεσπρωτία Ηπείρου
και το λάθος του υπουργείου Πολιτισμού…

Του Γιώργου Λεκάκη

Ως ΕΚΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ, το ΥΠΠΟΑ επέλεξε από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας έναν σιδερένιο χρυσοστόλιστο θώρακα, που χρονολογείται στο τέλος του 4ου ή αρχές του 3ου αι. π.Χ. και βρέθηκε το 1978 σε κιβωτιόσχημο τάφο στο χωριό Προδρόμι Παραμυθιάς Θεσπρωτίας στην Ήπειρο. - ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκάκης "ΗΠΕΙΡΟΣ, η γωνιά που πέτρωσε στο 5".


Το ΥΠΠΟΑ φαίνεται να μη γνωρίζει πως «θώραξ, θώρηξ, αιολ. θόρραξ» (< θωρήσσω[1]) ονομαζόταν μόνο το εμπρόσθιο μέρος πανοπλίας, όπως μαθαίνουμε από την «Ιλιάδα» του θείου Ομήρου. Γιατί θώραξ ονομαζόταν το τμήμα του σώματος που καλύπτονταν από αυτόν. Το εμπρόσθιο μαζί με το οπίσθιο κομμάτι πανοπλίας, μαζί, συναποτελούσαν όχι τον θώρακα, αλλά τα γύαλα! Δενόταν με πόρπες / περόνες (ὀχεῖς) και από τις δυο πλευρές και φοριόταν πάνω από το ζώμα.

ΔΕΙΤΕ και το βίντεορεπορτάζ του Γ. Λεκάκης "ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΝΟΠΛΙΕΣ" με τον Δημ. Κατσίκη.

Ως εκ τούτου, το σωζόμενο σπουδαίο εύρημα, ΔΕΝ είναι ένας θώραξ, αλλά είναι δύο γύαλα, αφού θώραξ είναι το εμπρός μέρος των γυάλων (γύαλον = κοίλωμα > γυαλός > γυλέκο; κλπ.).

Θώραξ ονομαζόταν και ο κορμός (Ευρ., Πλάτ.) Αλλά και έπαλξη τείχους, το εξωτερικό τείχος (Ηρόδ.).

Η λέξις είναι γραπτή από τα πανάρχαια ελληνικά χρόνια, από την μυκηναϊκή λέξη to-ra-ke.

Γνωστός από αρχαιοτάτων χρόνων επίσης, από την αρχαία ελληνική γραμματεία, ο λινοθώρηξ, ο αλυσιδωτός, χαλκεοθώρηξ, διπλόος, ο φολιδωτός, ο παναίολος (τείχος, που θωρακίζει απ' όλους τους ανέμους), ο πολυδαίδαλος, κ.ά.

Ο φορών αυτόν ελέγετο θωρακοφόρος.

Από την λέξη θώρηξ / θώρηκας προέκυψε το λατινικό lοrica

Παράγωγα εκ του θώρακος > θωρακεῖον[2], θωράκιον[3], θωρηκτής (> θωρηκτό)[4], θωρακίτης / θωρακίτις[5], θωρακικός[6], θωρακαῖος[7], θωρήσσομαι (-ω), θωρακίζω[8], θωρακισμός[9], κλπ.

Αλλά και η θώρηξις[10], και η Θράκη (ως θώραξ της Ελλάδος), κ.ά.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 25.9.2023.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] θωρήσσω / θωρήσσομαι = οπλίζω, καθοπλίζω το στράτευμα, φορώ τον οπλισμό μου («τεύχε' ἐνείκω θωρηχθῆναι», Ομήρ. Ιλ.), οπλίζω με θώρακα, οπλίζω κάποιον για μάχη, ετοιμάζω κάποιον για μάχη, για πόλεμο.

Αλλά και μεθώ κάποιον («οἷνος... εὖτ' ἂν θωρήξας, μ' ἄνδρα πρὸς ἐχθρὸν ἄγη», Θέογν.) και σταματώ την δίψα κάποιου, ευφραίνω με ποτό («ποτῷ φρένα θωρηχθέντες», Νίκ.), μεθώ πίνοντας ανέρωτο κρασί («πίνων δ' οὐχ οὕτως θωρήξομαι», Θέογν.), ζαλίζω κάποιον με ποτό, διεγείρω.

[2] αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο, τοίχους που φθάνει στο ύψος του στήθους, κουπαστή τριήρους, ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών πλοίων.

[3] Υποκοριστικό του θώρακος, έπαλξις, προτείχισμα.

[4] οπλισμένος με θώρακα (Ομήρ. Ιλ.).

[5] στρατιώτης άνδρας ή γυναίκα, οπλισμένος μόνο με θώρακα, θωρακοφόρος.

[6] Μέρος που ανήκει στον θώρακα, ή μέρος του σώματος που ανήκει στον θώρακα. Και ο πάσχων νόσον του θώρακος, «στηθικός» (Αέτ. σ. 167, 7.).

[7] ΠΗΓΗ: ΔΗΛΟΣ Iia.

[8] θωρακίζομαι = οπλίζω δια θώρακος (άνδρα ή ίππο), φορώ θώρακα, καλύπτω δια οπλισμού αμυντικού > γίνομαι τεθωρακισμένος (οι τεθωρακισμένοι ήσαν οι θωρακοφόροι, οι οπλισμένοι με θώρακα ιππείς).

[9] ο οπλισμός με θώρακα, το να θωρακίζει κανείς κάτι ή να θωρακίζεται ο ίδιος.

[10] το να πίνει κάποιος αμιγές, άκρατο κρασί, φιλοποσία, ακρατοποσία, μέθη.


σιδερενιος χρυσοστολιστος θωραξ 2.500 χρονια πριν Θεσπρωτια Ηπειρου λαθος υπουργειο Πολιτισμου Ηπειρος ΥΠΠΟΑ Αρχαιολογικο Μουσειο Ηγουμενιτσας σιδερο θωρακας, 4ος 3ος αιωνας πΧ 1978 κιβωτιοσχημος ταφος χωριο Προδρομι Παραμυθιας Θεσπρωτιας Ηγουμενιτσα Παραμυθια Θεσπρωτια θωρηξ, αιολικα θορραξ θωρησσω εμπροσθιο μερος πανοπλια ιλιας Ιλιαδα Ομηρος σωμα οπισθιο γυαλα πορπη / περονη οχεις ζωμα κορμος Ευριπιδης Πλατων επαλξη τειχος, εξωτερικο Ηροδοτος λεξις γραπτη ελληνικα χρονια, μυκηναικη λεξη torake αρχαια ελληνικη γραμματεια, λινοθωρηξ, αλυσιδωτος, χαλκεοθωρηξ, διπλοος, φολιδωτος, παναιολος, πολυδαιδαλος, λινοθωρακας, αλυσιδα, χαλκοθωρακας, διπλος, φολιδα, ανεμος λινο λινος θωρακοφορος θωρηκας λατινικα λορικα lοrica θωρακειον θωρακιον θωρηκτης (> θωρηκτο θωρακιτης / θωρακιτις θωρακικος θωρακαιος θωρησσομαι θωρακιζω θωρακισμος θωρηξις θωρησσω / οπλιζω, καθοπλιζω στρατευμα, τευχος Ομηρου μαχη, πολεμος μεθω οινος ανδρας εχθρος Θεογνις διψα ξεδιψασμα ευφραινω ποτο φρενα μεθη ανερωτο κρασι ζαλιζω ζαλη ζαλαδα διεγερση αμυντικο προπετασμα, θωρακιο, κουπαστη τριηρης, ακροπρωρο, διακοσμητικο συμβολο μορφη πλωρη πλοιο υποκοριστικο επαλξις, προτειχισμα στρατιωτης γυναικα, νοσος στηθικος Αετιος ΔΗΛΟΣ, θωρακιζομαι γυλεκο, γιλεκο ιππος, αλογο καλυπτω οπλισμος αμυντικος τεθωρακισμενος τεθωρακισμενοι θωρακοφοροι, ιππεις τεθωρακισμενα ιππευς ιππεας ιππικο, ακρατο κρασι φιλοποσια, ακρατοποσια, ακρατος γυαλον κοιλωμα > γυαλος γυαλο Θρακη
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ