Κείμενο-φωτογραφία της Ελευθερίας Ανδρειωμένου-Κωνσταντίνου
«πίνειν τε πάντας καὶ κώμῳ χρᾱσθαι εἰς ἀλλήλους»,
Ηρόδοτος
Ο κώμος (νυκτωδία, νυχτερινή
καντάδα) ήταν αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. - ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκάκης "Μουσικής Μύησις".
Πολλές φορές, μετά τα
συμπόσια, οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνους και
έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής, συνήθως αυλού και
κιθάρας.
Αργότερα, οργανώνονταν Κώμοι
για να τιμηθούν ορισμένοι θεοί, συνήθως ο Διόνυσος. Έτσι, στη πορεία του
χρόνου, ο κώμος γίνεται όλο και πιο αναπόσπαστο μέλος των Διονυσίων εορτών.
Κώμοι γίνονταν και για να
τιμηθούν αθλητές. Αυτοί που συμμετείχαν στους Κώμους, ονομάζονταν κωμαστές.
Τον κώμο αναφέρουν στα έργα τους ο Φλάβιος Φιλόστρατος (Ιmagines 1,2), ο Νόννος ο Πανοπολίτης (Διονυσιακά 2,699) και ο Θεόκριτος.
Κῶμος
Συγγραφέας: Θεόκριτος
Κωμάσδω ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα,
ταὶ δέ μοι αἶγες
βόσκονται κατ᾽ ὄρος, καὶ ὁ
Τίτυρος αὐτὰς ἐλαύνει.
Τίτυρ᾽, ἐμὶν τὸ καλὸν
πεφιλημένε, βόσκε τὰς αἶγας,
καὶ ποτὶ τὰν κράναν ἄγε
Τίτυρε, καὶ τὸν ἐνόρχαν,
τὸν Λιβυκὸν κνάκωνα, φυλάσσεο
μή τυ κορύψῃ.
ὦ χαρίεσσ᾽ Ἀμαρυλλί, τί μ᾽ οὐκέτι
τοῦτο κατ᾽ ἄντρον
παρκύπτοισα καλεῖς; τὸν ἐρωτύλον
ἦρά με μισεῖς;
ἦρά γε τοι σιμὸς καταφαίνομαι
ἐγγύθεν ἦμεν,
νύμφα, καὶ προγένειος; ἀπάγξασθαί
με ποησεῖς.
ἠνίδε τοι δέκα μᾶλα φέρω. τηνῶθε
καθεῖλον, 10
ὦ μ᾽ ἐκέλευ καθελεῖν τύ• καὶ
αὔριον ἄλλα τοι οἰσῶ.
θᾶσαι μὰν• θυμαλγὲς ἐμὸν ἄχος.
αἴθε γενοίμαν
ἁ βομβεῦσα μέλισσα καὶ ἐς τεὸν
ἄντρον ἱκοίμαν
τὸν κισσὸν διαδὺς καὶ τὰν
πτέριν ᾇ τὺ πυκάσδεις.
νῦν ἔγνων τὸν Ἔρωτα• βαρὺς
θεός• ἦρα λέαινας
μαζὸν ἐθήλαξε, δρυμῷ τέ νιν ἔτραφε
μάτηρ•
ὥς με κατασμύχων καὶ ἐς ὄστιον
ἄχρις ἰάπτει.
ὦ τὸ καλὸν ποθορῶσα, τὸ πᾶν
λίθος• ὦ κυάνοφρυ
νύμφα, πρόσπτυξαί με τὸν αἰπόλον,
ὡς τυ φιλήσω.
ἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι
φιλήμασιν ἁδέα τέρψις. 20
Τὸν στέφανον τῖλαί με καὶ αὐτίκα
λεπτὰ ποησεῖς,
τόν τοι ἐγὼν Ἀμαρυλλὶ φίλα,
κισσοῖο φυλάσσω
ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμησι
σελίνοις.
ὤμοι ἐγών, τί πάθω, τί ὁ
δύσσοος; οὐχ ὑπακούεις.
τὰν βαίταν ἀποδὺς ἐς κύματα
τηνῶ ἁλεῦμαι,
ὧπερ τὼς θύννως σκοπιάζεται Ὄλπις
ὁ γριπεύς•
καἴκα δὴ ᾽ποθάνω, τό γε μὰν
τεὸν ἁδὺ τέτυκται.
ἔγνων πρᾶν, ὅκ᾽ ἐμεῦ μεμναμένῳ
εἰ φιλέεις με,
οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο,
τὸ πλατάγημα,
ἀλλ᾽ αὔτως ἁπαλὸν ποτὶ πάχεος
ἐξεμαράνθη• 30
εἶπε καὶ Ἀγροίὼ τἀλαθέα
κοσκινόμαντις,
ἁ πρᾶν ποιολογεῦσα
παραιβάτις, οὕνεκ᾽ ἐγὼ μὲν
τὶν ὅλος ἔγκειμαι, τὺ δέ μευ
λόγον οὐδένα ποιῇ.
ἦ μάν τοι λευκὰν διδυματόκον
αἶγα φυλάσσω,
τάν με καὶ ἁ Μέρμνωνος Ἐριθακὶς
ἁ μελανόχρως
αἰτεῖ• καὶ δώσω οἱ, ἐπεί τύ
μοι ἐνδιαθρύπτῃ.
ἄλλεται ὀφθαλμός μευ ὁ
δεξιός• ἆρά γ᾽ ἰδησῶ
αὐτάν; ᾈσεῦμαι ποτὶ τὰν πίτυν
ὧδ᾽ ἀποκλινθείς•
καί κέ μ᾽ ἴσως ποτίδοι, ἐπεὶ
οὐκ ἀδαμαντίνα ἐστίν.
Ἱππομένης ὅκα δὴ τὰν παρθένον
ἤθελε γᾶμαι, 40
μᾶλ᾽ ἐν χερσὶν ἑλὼν δρόμον ἄνυεν•
ἁ δ᾽ Ἀταλάντα
ὡς ἴδεν, ὡς ἐμάνη, ὡς ἐς βαθὺν
ἅλατ᾽ ἔρωτα.
τὰν ἀγέλαν χὡ μάντις ἀπ᾽ Ὄθρυος
ἆγε Μελάμπους
ἐς Πύλον• ἃ δὲ Βίαντος ἐν ἀγκοίναισιν
ἐκλίνθη
μάτηρ ἁ χαρίεσσα περίφρονος Ἀλφεσιβοίας.
τὰν δὲ καλὰν Κυθέρειαν ἐν ὤρεσι
μῆλα νομεύων
οὐχ οὕτως Ὥδωνις ἐπὶ πλέον ἄγαγε
λύσσας,
ὥστ᾽ οὐδὲ φθίμενόν νιν ἄτερ
μαζοῖο τίθητι;
Ζαλωτὸς μὲν ἐμὶν ὁ τὸν ἄτροπον
ὕπνον ἰαύων
Ἐνδυμίων, ζαλῶ δὲ φίλα γύναι Ἰασίωνα,
50
ὃς τοσσῆν᾽ ἐκύρησεν, ὅσ᾽ οὐ
πευσεῖσθε, βέβαλοι.
ἀλγέω τὰν κεφαλάν, τὶν δ᾽ οὐ
μέλει. οὐκέτ᾽ ἀείδω,
κεισεῦμαι δὲ πεσών, καὶ τοὶ
λύκοι ὦδε μ᾽ ἔδονται.
ὡς μέλι τοι γλυκὺ τοῦτο κατὰ
βρόχθοιο γένοιτο.
ΑΠΟΔΟΣΗ Ιωάννη Πολέμη
Για την Αμαρυλλίδα μου θα πω
ένα τραγουδάκι
κι οι γίδες βόσκουν στο βουνό
κι ο Τίτυρος τις βόσκει.
Βόσκε τις γίδες, Τίτυρε, και
φέρε τες στο ρέμα
κι έχε το νου στο Λιβυκό και
στο βαρβάτο τράγο,
5τον τράγο τον ξανθόμαλλο, να
μη σε κουτουλήσει.
Πώς δεν προβάλλεις στη σπηλιά
να με καλέσεις νά ᾽ρθω;
Μ᾽ εχθρεύεσαι το δύστυχο,
γλυκιά μου Αμαρυλλίδα,
ή μήπως τάχα από κοντά με
βρίσκεις πλατομύτη;
21Αμαρυλλίδα αγάπη μου, με
κάνεις να μαδήσω
τ᾽ ολόδροσο στεφάνι αυτό που ᾽χω
για σένα πλέξει
μ᾽ ευωδιασμένα σέλινα και με
μπουμπούκια κίστου.
24Αλλοίμονό μου! δε μ᾽ ακούς;
τί έχω να πάθω ο μαύρος!
10Νά, δέκα μήλα σου ᾽φερα· τα
᾽κοψα κει που μου ᾽πες·
νά, δέκα μήλα, και ταχιά θενα
σου φέρω κι άλλα.
Αχ! κοίταξε τον πόνο μου: Πώς
ήθελα να γίνω
βομβολαλούσα μέλισσα και νά ᾽ρθω
στη σπηλιά σου,
μες στον κισσό σου να χωθώ,
στη φτέρη που σ᾽ ισκιώνει.
15Τώρα τον έρωτα ένιωσα·
σκληρός θεός· λιοντάρι
τον βύζαξε, κι η μάνα του τον
έθρεψε στο λόγγο.
Βαθιά-βαθιά ως τα κόκκαλα με
κατακαίει εκείνος.
Όσο η ματιά σου είναι γλυκιά,
τόσο η καρδιά σου πάγος·
αχ! μαυροφρύδα δέξου με κι
ένα φιλάκι δώσ᾽ μου.
20Και τα φιλάκια μοναχά έχουν
κι εκείνα γλύκα.
25Θα βγάλω τη φλοκάτη μου στα
κύματα να πέσω
από το βράχο που ο ψαράς
παραμονεύει τόνους·
κι αν δεν πεθάνω, όμως κι
αυτό θενα σ᾽ ευφράνει εσένα.
Το ξέρω πως δε μ᾽ αγαπάς·
θέλοντας να το μάθω,
έκρουσα μες στη φούχτα μου
της παπαρούνας φύλλο
30κι εκείνο απομαράθηκε χωρίς
να κάνει κρότο.
Μα κι η κοσκινομάντισσα η
σταχολόγα η Γραίω
κι αυτή που την ερώτησα
αληθινά μου το ᾽πε
πως είμ᾽ εγώ τρελός για σε
και συ δε με λογιάζεις.
Φυλάω για σένα κάτασπρη και
διπλομάνα γίδα,
35που την ζητά η μελαχρινή
του Μέρμνωνα δουλεύτρα·
σαν δε με καταδέχεσαι σ᾽
αυτήν θα τη χαρίσω.
Παίζει το μάτι μ᾽ το δεξί·
μήπως την ανταμώσω;
Θα γείρω δίπλα στη φτελιά και
θενα τραγουδήσω
κι ίσως γυρίσει να με δει·
δεν είναι δα από πέτρα.
40Την Αταλάντη θέλοντας να
πάρει ο Ιππομένης,
παράβγηκε στο τρέξιμο κι είχε
στα χέρια μήλα,
κι ευθύς τον ερωτεύθηκε μόλις
τον είδ᾽ εκείνη.
Όταν στην Πύλο ο Μέλαμπος
έφερε το κοπάδι
από την Όθρυ, έγειρε στην
αγκαλιά του Βία
45η ωραία Πειρώ, της γνωστικής
Αλφεσιβοίας η μάνα.
Και μήπως τάχα ο Άδωνις, μες
στα βουνά τσοπάνης,
δε μάγεψε τόσο τρελά την
όμορφη Αφροδίτη
που και νεκρό στον κόρφο της
σφιχτά τον εκρατούσε;
Μα και τον Ενδυμίωνα ζηλεύω
που εκοιμήθη
50τον ύπνο τον αξύπνητο· και
τον Γιασίων᾽ ακόμα,
που απόλαψε όσα δεν μπορούν
οι αμάθευτοι ν᾽ ακούσουν.
Πονεί μου εμένα η κεφαλή κι
εσένα δε σε μέλει.
Θα πάψω το τραγούδι μου και
θενα πέσω χάμω
νά ᾽ρθουν οι λύκοι να με φαν για να χαρεί η καρδιά σου.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 21.12.2023.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook