Η «αγγλική» λέξη squirrel είναι η αρχαία ελληνική λέξη σκίουρος (σκιά + ουρά) - του Δ. Συμεωνίδη

Η «αγγλική» λέξη squirrel
είναι η αρχαία ελληνική λέξη
σκίουρος
(σκιά + ουρά)

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, dsymeonidis@outlook.com

δημοσιογράφος / ανταποκριτής

Ε.Σ.Ε.Μ.Ε. (Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

 

Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις»...

Στην Ελληνική Γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην  Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα.

Στα λατινικά η λέξη είναι Sciurus.

Ετυμολογία 

Σκίουρος:

O (σκιὰ καὶ οὐρά).Ο διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιάν (πρβλ.σκιά-πόδες), ο καὶ καμψίουρος καὶ ἴππουρος ἄλλως λεγόμενος, ἡ «βερβερίτσα» λίαν μικρόσωμον ζῶον ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν θυσανωτὴν οὐράν του, δια τῆς τα ἄνω κάμψεως τῆς ὁποίας φαίνεται ποιοῦν  ἑαυτῷ σκιάν.

Ἐτυμ.: σκίουρος (σκιά + ουρά) πρβλ. υποκορ. λάτ. Scur-iolus (αγγλ. scuir-rel) κατ' αλλους σύγγ. τῷ πάλ. γερ. Sceri (ταχὺς), ἄλλοι δέχονται ρίζ. Βάσιν Fero καὶ τὸ συσχετίζουν πρὸς τὰ αγγλ./σαξ. acweorna, γέρ, aikverna παλσλαύ. veverica (σκίουρος), λιθ. Vovere (ομ) vaiveris (το ἄρρεν της ἰκτίδος) συνεσχετίσθη καὶ πρὸς τὸ αίέλουρος, εφ' ὅσον τοῦτο προέρχεται κατ' ἀνομοίωσιν (αίέλουρος θεμ. FαιFερο διὰ τὸ στοιχεῖον -ουρο. πρβλ. κίλλουρος, μόλουρος.

ΣκίουροςΕτυμολογία

Μέση αγγλική: συντόμευση του παλαιού γαλλικού esquireul, από υποκοριστικό του λατινικού sciurus, από το ελληνικό skiouros, από το Σκιά ‘shade’ + Ουρά ‘tail’. Οι σύγχρονοι χρόνοι των ρημάτων χρονολογούνται από τις αρχές του 20ου αιώνα.

 

Squirrel  Etymology

Origin

Middle English: shortening of Old French esquireul, from a diminutive of Latin sciurus, from Greek skiouros, from skia ‘shade’ + oura ‘tail’. Current verb Τenses date from the early 20th century.

 

ΣΚΙΟΥΡΟΣ

Μετάφραση από τα αγγλικά από τον Δημήτρη Συμεωνίδη

 

σκίουρος (n.)

«ευκίνητο, ενεργό δενδρόβιο τρωκτικό με μυτερά αυτιά και μακριά, θαμνώδη ουρά», αρχές 14c. (τέλη 12 αι. ως επώνυμο), από το αγγλο-γαλλικό esquirel, παλαιογαλλικό escurueil "squirrel; squirrel fur" (Σύγχρονη γαλλική écureuil), από το χυδαίο λατινικό *scuriolus, υποκοριστικό του *scurius "squirrel", παραλλαγή του λατινικού sciurus, από την Ελληνική γλώσσα «σκίουρος», κυριολεκτικά «σκιερός», από το «σκιά». Ίσως η αρχική ιδέα να είναι «αυτό που κάνει μια σκιά με την ουρά του».

Ο εγγενής αγγλικός σκίουρος είναι ο κόκκινος σκίουρος (Sciurus vulgaris). οι γκρίζοι σκίουροι (Sciurus carolinensis) είναι εκ βορειου αμερικής, που εισήχθησαν σκόπιμα στην Αγγλία στα τέλη του 19ου αιώνα. Σκίουρος επίσης από την Μέση Αγγλική θα μπορούσε να σημαίνει την γούνα του σκίουρου, ως είδος εμπορίου ή για την κατασκευή ενδυμάτων. ήταν κάπως της μόδας 19ου - 20ου αι.

squirrel (n.)

"agile, active arboreal rodent with pointed ears and a long, bushy tail," early 14c. (late 12c. as a surname), from Anglo-French esquirel, Old French escurueil "squirrel; squirrel fur" (Modern French écureuil), from Vulgar Latin *scuriolus, diminutive of *scurius "squirrel," variant of Latin sciurus, from Greek skiouros "a squirrel," literally "shadow-tailed," from skia "shadow.Perhaps the original notion is "that which makes a shade with its tail,"

The native English squirrel is the red squirrel (Sciurus vulgaris); the grey squirrels (Sciurus carolinensis) are North American, introduced deliberately in England in late 19c. Squirrel also from Middle English could mean the fur of the squirrel, as an article of trade or on the manufacture of clothing; it was somewhat fashionable 19c.-20c.

 

Αρχαίες Πηγές:


Aelius Herodianus et Pseudo-Herodianus Gramm., Rhet., Περὶ ὀρθογραφίας (0087: 011)
Grammatici Graeci, vol. 3.2”, Ed. Lentz, A. Leipzig: Teubner, 1870, Repr. 1965. Part+volume 3,2, page 505, line 27

ἐλειός ὁ σκίουρος.


Eutecnius Soph., Paraphrasis in Oppiani cynegetica (fort. auctore Eutecnio) (0752: 003)
Die Paraphrase des Euteknios zu Oppians Kynegetika”, Ed. Tüselmann, O.
Berlin: Weidmann, 1900; Abhandlungen der königlichen Gesellschaft der Wissenschaften zu Göttingen, Philol.–hist. Kl., N.F. 4.1.
Page 29, line 25


Οὐδὲ σκιούρου λόγον ποιήσομαι, παραιτητέος γάρ μοι καὶ οὗτος διὰ φαυλότητα,
ὅτι μὴ μόνον αἰτιολογήσομαι τοὔνομα· σκίουρος γὰρ, ὅτι περὶ τὰς ἀκμὰς τοῦ θέρους
ἡλίου φλέγοντος ἐπαίρων τὴν οὐρὰν τὴν ἐκεῖθεν παρυφισταμένην ὑποτρέχει τὴν σκιὰν,
καὶ τὴν ἀπὸ τῆς ἀκτῖνος διαδιδράσκει κάκωσιν ἐν αὐτορόφῳ σκεπόμενος δώματι.

 

Timotheus Gramm., Excerpta ex libris de animalibus (e cod. Paris. gr. 2422) (2449: 003)
“”Excerpta ex Timothei Gazaei libris de animalibus””, Ed. Haupt, M., 1869; Hermes 3.
Section 20, line 1
ὅτι ὁ σκίουρος τῇ οὐρᾷ ὑπόσκιος γίνεται ὡς ὁ ταώς· ἐκεῖθεν οὖν καὶ λέγεται σκίουρος.


Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο) (4085: 002)
Hesychii Alexandrini lexicon, vols. 1–2”, Ed. Latte, K.
Copenhagen: Munksgaard, 1:1953; 2:1966.
Alphabetic letter epsilon, entry 1977, line 4

ἔστι γὰρ ζῷον τετράπουν ὁ ἐλειὸς καλούμενος μῦς, ὁ σκίουρος
[ἐλεινύειν· στρατεύεσθαι]
ἐλελεῦ· ἐπιφώνημα πολεμικόν.


Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο)
Alphabetic letter omicron, entry 574, line 1

ὀλίς· σκίουρος.

 

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Π – Ω) (4085: 003)
Hesychii Alexandrini lexicon, vols. 3–4”, Ed. Schmidt, M.
Halle: *n.p., 3:1861; 4:1862, Repr. 1965.
Alphabetic letter sigma, entry 1019, line 1

ἢ τὰ μεγάλην σκιὰν ποιοῦντα σκίουρος· ζῶον, ὁ καὶ καμψίουρος.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 9.1.2024.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

        - Κουμανούδης Στεφ. Λεξικόν Λατινοελληνικόν

        - Σταματάκος Ι. Λεξικόν της Αρχαία Ελληνικής Γλώσσης

        - Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG).

αγγλικη λεξη squirrel αρχαια ελληνικη λεξις σκιουρος σκια ουρα Συμεωνιδης Αντισθενης Αρχη σοφιας, η των ονοματων επισκεψις Ελληνικη Γλωσσα σημαινον σημαινομενο εννοια γλωσσες λατινικα Ετυμολογια σκιαποδες καμψιουρος ιππουρος βερβεριτσα μικροσωμο ζωο θυσανωτη θυσανος Scuriolus αγγλικα scuirrel παλαιογερμενια σκερι Sceri ταχυς φερο Fero αγγλοσαξονικα acweorna, γερμανικα aikverna παλαιοσλαβικα veverica λιθουανικα Vovere vaiveris αρρεν ικτις αιελουρος, φαιφερο FαιFερο κιλλουρος, μολουρος 20ος αιωνας μχ ευκινητο, ενεργο δενδροβιο τρωκτικο μυτερα αυτια μακρια, θαμνωδη 14ος 12ος επωνυμο γαλλικα παλαιογαλλικα χυδαιο λατινικο σκιερος, εγγενης αγγλικος κοκκινος γκριζος βορειος αμερικη Αγγλια γουνα σκιουρου, εμποριο κατασκευη ενδυμα μοδα αιλιος ηρωδιανος Aelius Herodianus Περι ορθογραφιας ορθογραφια γραμματικη εκδοσεις λεντζ Lentz, λειψια τοιμπνερ Teubner, 1870, 1965 ελειος ευτεκνιος Eutecnius σοφιστης παραφρασις παραφραση Paraphrasis in Oppiani cynegetica Die Paraphrase des Euteknios zu Oppians Kynegetika κυνητετικα κυνηγι Tuselmann, βερολινο Berlin Weidmann, 1900 λογος παραιτητεος φαυλοτητα αιτιολογια ακμη θερος ηλιος φλεγον επαιρων ακτινα διαδιδρασκει κακωσις κακωση αυτοροφος δωματιο τιμοθεος Timotheus Gramm., παρισι κωδικας gr. 2422 Haupt, υποσκιος ταως παγωνι ησυχιος λεξικο Hesychius Lexicogr., Lexicon Latte, κοπεγχαγη Copenhagen ζωο τετραπουν μυς, ελεινυειν στρατευεσθαι ελελευ επιφωνημα πολεμικο ολις καμψη Κουμανουδης λεξικον Λατινοελληνικο Σταματακος
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ