Του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
Το παρόν κείμενο αφιερώνω στην μνήμη των τριών «σκαπανέων» της ιστορίας του Διδυμοτείχου: Αρχιμανδρίτη Νικόλαο Βαφείδη,
καθηγητή Γρηγόρη Ευθυμίου και
δάσκαλο Δημήτριο Μανάκα
Κάλυμνος και Διδυμότειχο κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα
Ο Μελέτιος Καβάσιλας (με το κοσμικό όνομα Μιχαήλ) γεννήθηκε στην Κάλυμνο
το 1817. Την εποχή εκείνη εκκολάπτονταν η Ελληνική Επανάσταση δια μέσω της
Φιλικής Εταιρείας, μέλη της οποίας επισκέφθηκαν και την Κάλυμνο. Η έναρξη της
Επανάστασης του 1821 βρήκε του Καλύμνιους διχασμένους για το αν έπρεπε να έχουν
άμεση συμμετοχή στον αγώνα. Έχοντας υπόψη τις απειλές του Τούρκου Βαλή της
Ρόδου, καθώς και τις συμβουλές του Μιαούλη αποφασίστηκε η δήλωση υποταγής στους
Τούρκους και η κρυφή συμμετοχή στην Επανάσταση, μέσω χρηματικών και υλικών
προσφορών.
Μετά από επτά χρόνια επαναστατικού αγώνα των Ελλήνων: «Το έτος 1828 τα
νησιά Κάλυμνος, Λέρος, Πάτμος, Ικαρία και Σάμος, αποτελούσαν μέρος του
νεοσύστατου Ελληνικού κράτους και σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση του Ι. Καποδίστρια,
την έκτη διοίκηση. Όμως το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης
Φεβρουαρίου 1830, με το οποίο οριζόταν τα ελληνοτουρκικά σύνορα, τα άφηνε εκτός
συνόρων του Ελληνικού Κράτους και στη θέση τους έβαζε την Εύβοια. Με το ίδιο
πρωτόκολλο, η Σάμος καθιερωνόταν ανεξάρτητη ηγεμονία υπό την επικυριαρχία της Υψηλής
Πύλης, η δε Κάλυμνος, Λέρος, Πάτμος και Ικαρία, αποτελούσαν διοικητική περιοχή
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την επωνυμία ¨Τετράνησος¨»[1].
‘Όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό, την εποχή εκείνη υπήρξε μεγάλη δυσκολία
στην Κάλυμνο (όπως και σε άλλες περιοχές της υπόδουλης πατρίδας μας), στην
καλλιέργεια της παιδείας. Παρόλα αυτά οι πηγές αναφέρουν τον Μελέτιο ως: «λόγιο
κληρικό καταγόμενο εκ Καλύμνου»[2],
γεγονός βέβαια που επιβεβαιώνεται από τις αναφορές που παραθέτουμε παρακάτω. Με
βάση τις πληροφορίες που συλλέξαμε, δεν κατέστη δυνατόν να εντοπίσουμε σε ποια
περιοχή κατόρθωσε ο Μελέτιος να γίνει κάτοχος της Ελληνικής παιδείας, καθώς στη
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, όπου παρατίθενται τα βιογραφικά του
στοιχεία, αμέσως μετά τον τόπο και την ημερομηνία της γέννησής του, αναφέρει
ότι: «τη αιτήση του μητροπολίτου Διδυμοτείχου Μελετίου (του Σίφνιου), εξελέγη
το 1851, ψιλώ ονόματι, βοηθός επίσκοπος Συνάδων[3]»[4],
στη θέση αυτή παρέμεινε από τον Μάρτιο του 1851 έως τις 2 Νοεμβρίου 1860.
Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση των στοιχείων που αφορούν τον Μητροπολίτη
Μελέτιο Καβάσιλα, από το βιβλίο του Δρ. Θανάση Γουρίδη «Τα κρυμμένα πρόσωπα του
Ιανού - Διδυμότειχο, μία αέναη περιπλάνηση», θα παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα
σχετικά με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στη Θράκη και
στο Διδυμότειχο κατά τα μέσα του 19ου αιώνα: «Η στάση της τουρκικής εξουσίας
απέναντι στους υπόδουλους Έλληνες σκληραίνει και ο μουσουλμανικός φανατισμός
κορυφώνεται κατά την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου, στα 1853-1856 και αμέσως
μετά, παράλληλα με την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τοπικός
εκφραστής αυτής της συμπεριφοράς είναι ο Ταχήρ πασάς, διοικητής της Αδριανούπολης.
Η ίδια περίοδος, εντούτοις, σημαίνει την πρόοδο της χειραφέτησης των υποδούλων.
Οι διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας,
υπό την ενθάρρυνση των Δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων, οι οποίες είναι γνωστές με
τον όρο ¨Τανζιμάτ¨ πραγματοποιούνται κυρίως μέσω δύο πράξεων, του Γκιουλχανέ
Χάττι Σερίφ (1839) και του Χάτι Χουμαγιούν (1856), ενώ διαρκούν μέχρι τον
ρωσοτουρκικό πόλεμο, το 1876-1877. Αυτές προβλέπουν ισονομία και ισοπολιτεία
όλων των υπηκόων και θεσμοθετούν την εκπροσώπησή τους μέσω των θρησκευτικών
αρχών των μη μουσουλμάνων στα διοικητικά και δικαστικά όργανα των βιλαετίων και
των καζάδων. Στο πλαίσιο αυτό οι εθνικές κοινότητες αναπτύσσονται οικονομικά
και βαθμιαία συγκεντρώνουν πολιτική εξουσία, υποβοηθούμενες από τον θεσμό των
μιλλέτ, δηλαδή των αυτοδιοικούμενων θρησκευτικών κοινοτήτων. Τα τελευταία, μετά
τα μέσα του 19ου αιώνα αποκτούν βαθμιαία έναν εθνικό χαρακτήρα, σε
συνάρτηση με την ανάπτυξη της αστικής τάξης που είναι κατεξοχήν μη
μουσουλμανική (έμποροι, τεχνίτες-επαγγελματίες, βιοτέχνες – βιομήχανοι και άνθρωποι
της διανόησης, οι οποίοι συχνά οργανώνονται σε συντεχνίες). Σε ότι αφορά τα
δημογραφικά δεδομένα, ο Πατριαρχικός Κώδικας του 1859 αναφέρει για την
Μητρόπολη Διδυμοτείχου 63 χωριά και 7.486 στέφανα ή 37.480 ψυχές. Λίγο αργότερα
στα 1862-1863 ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας ανέρχεται περίπου στις 70-80.000
κατοίκους σχεδόν από μισό χριστιανούς και μουσουλμάνους. Το κύριο φαινόμενο της
δεκαετίας του 1860-70 είναι η επιδείνωση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων.
Προβλήματα είχαν εμφανισθεί, βεβαίως, ήδη από το 1851. Η διαμάχη αυτή
εντείνεται καθώς πλησιάζουμε προς τη δημιουργία της Εξαρχίας το 1870 και το
σχίσμα του 1872 και κορυφώνεται μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-1878)»[5].
Ο Μελέτιος
Καβάσιλας ιερωμένος στο Διδυμότειχο
Επανερχόμενοι στα γεγονότα που αφορούν τον Μελέτιο Καβάσιλα, να
αναφέρουμε, ότι ο Μητροπολίτης Μελέτιος που αιτήθηκε την εκλογή του Μελετίου
Καβάσιλα σε τιτουλάριο Επίσκοπο Συνάδων και Βοηθό Επίσκοπο της Μητροπόλεως
Διδυμοτείχου το 1851, είναι ο Μελέτιος Δ΄ ο Σίφνιος[6],
ο οποίος διετέλεσε Μητροπολίτης Διδυμοτείχου από τις 22.8.1849 έως την
κοίμησή του την 1η Ιουνίου 1860.
Θα πρέπει να μνημονεύσουμε επίσης, ότι ο Μελέτιος Καβάσιλας χρημάτισε
επίτροπος του Μητροπολίτη Μελετίου Δ΄ του Σίφνιου ήδη από το 1849, από τον
πρώτο χρόνο δηλαδή που ανέλαβε ο Μελέτιος Δ΄ την Μητρόπολη Διδυμοτείχου.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Γρηγόρη Ευθυμίου ο Μελέτιος Καβάσιλας συνέχισε να
εκπροσωπεί τον Μελέτιο Σίφνιο (λόγω του ότι ήταν άρρωστος), και τα επόμενα
χρόνια, καθώς: «Ο εκ Καλύμνου Συνάδων Μελέτιος ο Καβάσιλας έγραψεν ιδία χειρί
τω αωνδ’ (1854) κατά τον μήνα Νοέμβριον, Μελέτιον τον Σίφνιον αντιπροσωπεύων»[7].
Επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο λόγιος Αρχιμανδρίτης Νικόλαος
Βαφείδης[8]
στο κείμενο του «Αι εκκλησίαι του Διδυμοτείχου», αποδεικνύει, ότι ο Μελέτιος
Καβάσιλας προϋπήρχε στην Μητρόπολη Διδυμοτείχου, πριν την έλευση του Μελετίου
Δ’ Σίφνιου, όντας Αρχιδιάκονος του Μητροπολίτου Μελετίου Γ΄ Βυζάντιου
(1847-1849), καθώς αναφέρει τα εξής: «Τρίτος ο Μελέτιος ο Βυζάντιος, διάδοχος
του Βησσαρίωνος[9],
ήτο πρότερον μέγας αρχιδιάκονος των Πατριαρχείων, εγένετο Διδυμοτείχου 2
Ιανουαρίου 1847 και απέθανε 18 Αυγούστου 1849. Εις τους κώδικας υπάρχει
σημείωσης του θανάτου αυτού με υπογραφήν: ¨ο του μακαρίτου αρχιδιάκονος
Μελέτιος ο εκ Καλύμνου¨, επακολουθεί δε ετέρα σημείωσις λέγουσα: ¨τον αοίδιμον
διεδέχθη ο εκ Σίφνου πρώην Σοφίας Μελέτιος¨. Τέταρτος ο Μελέτιος ο Σίφνιος ο
από Σόφιας, μετατεθείς εις Διδυμότειχον, 22 Αυγούστου 1849 και αποθανών 2
Νοεμβρίου 1860. Τον διεδέχθη αυθημερόν ο επίτροπος του επίσκοπος Συνάδων
Μελέτιος Καβάσιλας, εκ Καλύμνου, δηλαδή ο προαναφερθείς αρχιδιάκονος του
Μελετίου Βυζαντίου»[10].
Οπότε μπορούμε να εικάσουμε, ότι την ιεροσύνη και το όνομα Μελέτιος, ο
Καβάσιλας μπορεί να τα έλαβε από τον Μελέτιο Γ΄ Βυζάντιο.
Ο Γρηγόρης Ευθυμίου σχολιάζοντας τα παραπάνω στοιχεία αναφέρει ότι: «Η πληροφορία
αυτή είναι πραγματικά πολύτιμη, γιατί πρωτ’ απ’ όλα μας δείχνει ότι ως τα 1849
ο Καβάσιλας ήταν Αρχιδιάκονος Μελετίου του Βυζαντίου στο Διδυμότειχο. Επομένως
επίσκοπος Συνάδων θάγινε μετά τη χρονολογία αυτή. Κι επειδή ο διάδοχος του
Μελετίου του Βυζαντίου, δηλ, ο Μελέτιος Σίφνιος, ήταν συνεχώς άρρωστος, ο
Καβάσιλας πήρε τον ψιλό τίτλο επισκόπου Συνάδων, ενώ πραγματικά επιτρόπευε τον
άρρωστο Μελέτιο τον Σίφνιο. Επομένως, προτού να γίνει επίσημα μητροπολίτης
Διδυμοτείχου ο Μελέτιος Καβάσιλας, έμενε πάνω από δεκαετία στο Διδυμότειχο και
ήξερε πρόσωπα και πράματα»[11].
Κατά την χρονική διάρκεια που ο Μελέτιος Καβάσιλας διετέλεσε επίτροπος
και βοηθός Επίσκοπος του Μελετίου Δ΄ του Σίφνιου, συνέταξε έναν κατάλογο
μητροπολιτών του Διδυμοτείχου από το 1727 μέχρι το 1878. Ο μετέπειτα
Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος Βαφείδης (1899-1928), ο οποίος συνέταξε και
αυτός έναν κατάλογο Μητροπολιτών Διδυμοτείχου, αναφέρει για την προσπάθεια του
Μελετίου Καβάσιλα τα εξής: «Τον κατάλογον τούτον συνέταξε ο Συνάδων επίσκοπος Μελέτιος
ο Καβάσιλας, όστις επί πολλά έτη χρηματίσας επίτροπος Μελετίου του Σιφνίου
διεδέχθη αυτόν εν τη επαρχία Διδυμοτείχου τη 2 Νοεμβρ. 1860 και ως εγγύτερος
τοις χρόνοις εκείνοις, γινώσκων δε πολλά και εκ παραδόσεως, αλλά και τους
κώδικας της Μητροπόλεως έχων υπόψη, ηδύνατο ακριβέστερον να γράψη περί των
αναφερομένων μητροπολιτών. Ούτως εκ της μελέτης των κωδίκων τούτων και του
καταλόγου του Καβάσιλα προήχθημεν εις συμπεράσματα βεβαιότερα, προκειμένου ιδία
περί τινων μητροπολιτών, περί τον χρόνον της αρχιερατείας των οποίων αι
υπάρχουσαι πηγαί ποικίλα και ασύμφωνα αναγράφουσιν»[12].
Ο Μελέτιος
Καβάσιλας Μητροπολίτης Διδυμοτείχου (πρώτη περίοδος 1860-1868)
Όπως προαναφέραμε τον Μελέτιο Δ΄ Σίφνιο, μετά την κοίμησή του την 1η
Ιουνίου 1860, διαδέχθηκε στον Μητροπολιτικό θρόνο του Διδυμοτείχου, στις 2
Νοεμβρίου 1860 ο Μελέτιος Ε΄ Καβάσιλας ο Καλύμνιος. Τα γεγονότα που προέκυψαν
στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μετά την παραίτηση του Κύριλλου Ζ΄ στις 5 Ιουλ 1860
και μέχρι την ανάληψη του Οικουμενικού θρόνου από τον Ιωακείμ Β΄ στις 4 Οκτ
1860, υπήρξαν η αιτία για την, κατά πέντε μήνες καθυστέρηση της εκλογής και
ενθρόνισης του Μελετίου Καβάσιλα.
Ο ίδιος ο Μελέτιος Καβάσιλας, σχετικά με την διαδοχή του Μελετίου Σίφνιου
γράφει τα εξής: «Μελέτιος ο Σίφνιος την πατρίδα, τελευτήσας την α’(1) Ιουνίου
αωξ’ (1860) αντικατεστάθη υπό του υποφαινομένου επισκόπου και επιτρόπου αυτού
Συνάδων Μελετίου την β’ (2) Νοεμβρίου του αυτού έτους κατ’ αίτησην γενικήν της
επαρχίας»[13].
Είναι σημαντικό το γεγονός, πως αποτελούσε επιθυμία του λαού του Διδυμοτείχου
και της περιφέρειάς του, να ανέλθει στον μητροπολιτικό θρόνο ο Μελέτιος
Καβάσιλας.
Οργάνωση της
Δημογεροντίας
Από τις πρώτες του ενέργειες ως Μητροπολίτης Διδυμοτείχου ο Μελέτιος Ε΄
Καβάσιλας προσπάθησε να οργανώσει την ελληνική κοινότητα της πόλης, δυστυχώς
όμως: «προσέκρουσε στο διαχρονικό πρόβλημα του έθνους, τη διχόνοια. Καλελήδες
εναντίον εξωκαστρινών, πρόκριτοι εναντίον κατωτέρων τάξεων»[14].
Παρόλα τα προβλήματα ο Μελέτιος προσπάθησε άμεσα να οργανώσει την
Δημογεροντία του Διδυμοτείχου, καθώς: «είναι ευνόητο πως μετά το 1821 οι
δημογεροντίες όλων των θρακικών πόλεων διαλύθηκαν, τουλάχιστον προσωρινά.
Γιατί, όμως δεν υπάρχουν ειδήσεις για την περίοδο προ του 1861; Δύο είναι οι
πιθανοί λόγοι:
α) η αμέλεια καταγραφής και
β) τα προβλήματα στην κοινοτική οργάνωση της πόλεως που έφεραν ως
αποτέλεσμα την απουσία αξιόλογων αποφάσεων προς καταγραφή»[15].
Θα πρέπει να επισημάνουμε πως από το 1821 μέχρι και την ενθρόνιση του Μελετίου
Ε΄ Καβάσιλα στον Μητροπολιτικό θρόνο του Διδυμοτείχου ανήλθαν πέντε μητροπολίτες[16],
εκ των οποίων, επί της ουσίας για πάνω από δέκα χρόνια διέμεινε στο Διδυμότειχο
μόνο ο Μελέτιος Δ΄ Σίφνιος (ο οποίος όπως προαναφέραμε ήταν άρρωστος), γεγονός
που μπορεί να εξηγήσει τον λόγο που δεν υπήρχε επαρκής οργάνωση της
Δημογεροντίας Διδυμοτείχου.
Ο σοφός και αείμνηστος καθηγητής Γρηγόρης Ευθυμίου, αναφορικά με την
αναγκαιότητα ύπαρξης και οργάνωσης των Δημογεροντιών, γράφει τα εξής: «Υπήρξε,
χωρίς αμφισβήτηση, σπουδαιοτάτη η αποστολή του θεσμού της Δημογεροντίας στα
χρόνια της σκλαβιάς. Και μπορούμε αδίσταχτα να παραδεχτούμε, πως είναι μια απ’
τις μεγαλύτερες δυνάμεις, που οργάνωσε το Γένος για τον μεγάλο αγώνα του
λυτρωμού. Τούτο το βλέπουμε καθαρά στη λύσσα του κατακτητή, που, για να πνίξει
το ξεσήκωμα των ραγιάδων χτύπησε ανελέητα πρώτα την Δημογεροντία. Έτσι αν για
τον κατακτητή ήταν μια αναπόδραστη διοικητική ανάγκη ο θεσμός της
Δημογεροντίας, για τους ραγιάδες έγινε δύναμη, που παρασκεύασε, οργάνωσε και
στήριξε τον αγώνα»[17].
Αναφορικά με την άμεση ενέργεια του Μελετίου να οργανώσει την
Δημογεροντία Διδυμοτείχου, ο Ευθυμίου γράφει τα παρακάτω: «Γι’ αυτό και δεν
αποκλείεται και η κακή λειτουργία της κοινοτικής αρχής στο Διδυμότειχο να
οφείλονταν στην αταξία του μητροπολιτικού θρόνου (που υπήρχε πριν και επί του Μελετίου
Σίφνιου), αφού ο ένας μητροπολίτης πέθαινε κι ο άλλος ήταν δέκα χρόνια
άρρωστος. Απ’ το άλλο μέρος πάλι και η σπουδή του Καβάσιλα να τακτοποιήσει τη
Δημογεροντία, σαν πρώτο καθήκον του, μόλις αποκαταστάθηκε στον θρόνο, δεν
μπορεί να ήταν τυχαία. Ή έβλεπε τις μικροφιλοδοξίες των Ελλήνων να μπαίνουν σαν
εμπόδιο πολύ μεγάλο στην ευρύτερη ανάπτυξη κι οργάνωση του πληθυσμού, ή
εκτελούσεν υποδείξεις μυστικές του Πατριαρχείου, που πιθανόν εκείνη την εποχή
ν’ ανέλαβε κάποια πρωτοβουλία αναγεννήσεως των κοινοτικών πραγμάτων του υπόδουλου
Ελληνισμού. Έτσι, ενώ στις 21 Δεκεμβρίου 1860 εξεφώνησε τον ενθρονιστήριο, στις
22 Ιανουαρίου 1861 κάλεσε στη Μητρόπολη τους προεστούς και προκρίτους
Διδυμοτείχου σε συνεδρίαση, που είχε σκοπό την οργάνωση των κοινών υποθέσεων
της πόλεως και τη σύνταξη καταστατικού χάρτου, θα λέγαμε, της Δημογεροντίας,
που καταρτίστηκε κάτω από τη δική του προεδρία»[18].
Σχετικά με το περιεχόμενο του καταστατικού, και για την οικονομία του
κειμένου, παραθέτουμε την παρακάτω σύνοψη: «Στις
22 Ιανουαρίου 1861, συνετάχθη καταστατικός χάρτης της Δημογεροντίας με
πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Μελετίου Καβάσιλα, σύμφωνα με τον οποίο προβλεπόταν
η σύσταση δωδεκαμελούς επιτροπής με σκοπό την επίλυση ιδιωτικών διαφορών μεταξύ
χριστιανών, τη φροντίδα ναών και σχολείων ¨και ει τι άλλο τοιούτον πατριωτικής
προνοίας και χριστιανικής διευθετήσεως χρήζον¨, ενώ στη σφραγίδα της
Δημογεροντίας αναγραφόταν η πρόταση Ρωμαϊκή Κοινότης Διδυμοτείχου»[19].
Δυστυχώς
τα πράγματα δεν κύλησαν όπως θα περίμενε ο Μελέτιος, καθώς: «ο βίος της Δωδεκάδας
και της τετραμελούς επιτροπής δεν εκράτησεν, όσο πρόβλεπε το καταστατικό, ούτε
κ’ ήταν αρμονικός. Γι’ αυτό ύστερα από δύο χρόνια έγινε νέα συνέλευση των
Δημογερόντων, να κάμει νέα εκλογή των δύο επιτροπών. Αυτό το φανερώνει η
παρακάτω πράξη: ¨Επειδή η μέχρι τούδε δωδεκαμελής Δημογεροντία εδέησε να
παραιτηθή ένεκα σχισμάτων αμέσως σχεδόν αναφυέντων, εφ’ ω και δεν εθεώρησε
πρέπον επί πλέον να κατέχει το κοινόν τούτο βάρος»[20].
Έτσι στις 2 Ιανουαρίου 1863 έγινε νέα εκλογή Δημογερόντων, η οποία επικυρώθηκε
με την υπογραφή του Μητροπολίτη Μελετίου Καβάσιλα, σύμφωνα με τις πηγές όμως τα
προβλήματα δεν έπαψαν και τα επόμενα χρόνια υπήρξαν αντικαταστάσεις κάποιων
μελών της Δημογεροντίας.
Σχετικά
με την ουσιαστική προσφορά της Δημογεροντίας του Διδυμοτείχου (παρ’ όλα τα
προβλήματα), ο Γρηγόρης Ευθυμίου γράφει τα εξής σημαντικά: «Εκεί που η
Δημογεροντία πρόσφερεν υπηρεσίες ανεκτίμητες από κάθε άποψη δεν είναι μόνον ότι
έδινε στον υπόδουλο λαό της αίσθηση κάποιας πολιτικής αυτοτέλειας, αλλά το
κυριότερο ότι φρόντιζε για την οργάνωση της Παιδείας του. Θέλουμε να τονίσουμε,
ότι κι αν μοναδικός σκοπός της Εκκλησίας και της Δημογεροντίας σ’ εκείνα τα
δίσεχτα χρόνια ήταν η συνδαύλιση της σπίθας της Παιδείας, πρέπει να
παραδεχτούμε ότι πρόσφεραν τόσα στο υπόδουλο Γένος, όσα οι κατοπινοί πολυτελείς
οργανισμοί δεν μπόρεσαν να προσφέρουν. Και μόνον απ΄ την άποψη αυτήν ο θεσμός
της Δημογεροντίας αξίζει το θαυμασμό μας, για να μην αναφέρουμε τις άλλες»[21].
Οργάνωση της Παιδείας
Αναφορικά
με την παιδεία και την ύπαρξη σχολείων στο Διδυμότειχο πριν την εποχή του
Μελετίου Καβάσιλα θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: «Ελληνικό σχολείο
λειτούργησε από τις αρχές του ΙΖ΄(17ου) αιώνος. Κατά πρώτον τα
αλληλοδιδακτικά σχολεία, τα οποία διεχωρίσθησαν σταδιακά σε νηπιαγωγία και σε ελληνικά
ή αστικά ή δημοτικά σχολεία, δηλαδή αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο με 4 έως 7
τάξεις, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και τους πόρους της κοινότητος καθώς
και με τις περιστάσεις. Από τις αρχές του ΙΗ΄(18ου) αιώνος
λειτουργούσαν πιθανότατα σε μόνιμη βάση δύο σχολεία στην πόλη (αρρεναγωγείο
στον περιβάλλοντα χώρο της Παναγίας και ¨κοινή¨ ή δημοτική σχολή στο λόφο
Καλέ). Η ύπαρξη σχολείου στην πόλη τουλάχιστον από τον ΙΗ΄ αιώνα προκύπτει από
αναφορά στον κληρικό και διδάσκαλο του Διδυμοτείχου Αθανάσιο Βλάχο (εκοιμήθη
4.5.1741) σε χειρόγραφο της Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου. Αναφορά της
ίδιας εποχής (1741) σε διδασκάλισσα Αλεξάνδρα, επιβεβαιώνει και την πρώιμη
ύπαρξη εκπαιδεύσεως θηλέων. Το 1842, απεφασίσθη η ανέγερση νέου κτηρίου για την
στέγαση της ¨Ελληνικής¨ σχολή στο λόφο Καλέ. Στα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος απαντάται
η λειτουργία, με διαλείμματα, ελληνικής σχολής, παρθεναγωγείου (με 200
μαθήτριες) και δημοτική ή αλληλοδιδακτική σχολή (ανάλογα με τον τρόπο
διδασκαλίας)»[22].
Ο
Γρηγόρης Ευθυμίου αναφέρει για την συνεισφορά των κατοίκων του Διδυμοτείχου που
αφορά την παιδεία και τα σχολεία τα εξής: «Βεβαίως οι Έλληνες κάτοικοι της
πόλεως δεν εξεπλήρωνον μετά όσης θα επεβάλλετο ζέσεως τα προς τα σχολεία
καθήκοντά των. Αλλ’ εν τοσούτω ο ζήλος των φιλομούσων Αρχιερέων και μερίδος
τινός των πολιτών αντικαθιστά την δυσάρεστον ταύτην αδιαφορίαν. Ούτω κατά το
1860-1861 ιδρύεται εκ βάθρων νέα σχολή η Αλληλοδιδακτική καλουμένη κατά την
συνοικίαν της Παναγίας και προσλαμβάνονται νέοι διδάσκαλοι»[23].
Την
εποχή εκείνη βέβαια μητροπολίτης Διδυμοτείχου ήταν ο Μελέτιος Καβάσιλας, για
τον οποίο ο αείμνηστος δάσκαλος Θεοχάρης Βολάνιος γράφει ότι: «ενσαρκώθηκαν δε
τα όνειρα των ανθρώπων, το 1861, όταν υπηρετούσε Μητροπολίτης ο Μελέτιος
Καβάσιλας από την Κάλυμνο, που αρχιεράτευσε στο Διδυμότειχο το 1860 έως το 1868
και από το 1874 μέχρι το 1877. Στον κώδικα Γ΄ καταχωρήθηκε, στα 1861, ο
ισολογισμός της αναδημιουργίας της Σχολής της Παναγίας και θεωρούμε υποχρέωση
να τον παραθέσουμε στο σημείο αυτό, όπως έχει (για την οικονομία του κειμένου
δεν παραθέτουμε τον ισολογισμό), γιατί αποτελεί αδιάψευστο σημάδι της
τιμιότητας των κατά κοινά διαχειριζόμενων, αλλά και της φιλότιμης προσπάθειας
των ανθρώπων εκείνης της περιόδου»[24].
Δυστυχώς
όμως λίγα μόλις χρόνια αργότερα το 1864 και πάλι υπήρξε μία δραματική μείωση
των οικονομικών πόρων που αφορούσαν τη συντήρηση των σχολείων και τη μισθοδοσία
των δασκάλων. Ο Δρ. Θανάσης Γουρίδης γράφει σχετικώς: «Οι προσπάθειες του
Μητροπολίτη Μελετίου Καβάσιλα προσκρούουν στην άρνηση του συνόλου των κατοίκων
να συνδράμουν για τη λειτουργία σχολείου πράγμα το οποίο ο Ιεράρχης καυτηριάζει
σε τρεις ομιλίες του, από το έτος 1864»[25].
Η πρώτη
ομιλία του Μελετίου εκφωνήθηκε στις 30.1.1864, κατά την ημέρα της εορτής των
Τριών Ιεραρχών. Στην υπόψη ομιλία ο Μελέτιος τόνισε την αναγκαιότητα
υποστήριξης των σχολείων, μέσω συνδρομών από τους κατοίκους της πόλης. Ο
αείμνηστος δάσκαλος Δημήτριος Μανάκας αναφέρει σχετικώς: «Ο Μελέτιος αναπτύσσει
προς τους κατοίκους τα αγαθά τα οποία προκύπτουν εκ της παιδείας θρησκευτικά
και εθνικά. Εκείνο όμως το σημείον, το οποίον μας κάμνει ιδιαιτέραν εντύπωσιν,
είναι το μαστίγωμα του ιεράρχου προς τους κατοίκους, διότι, ως φαίνεται,
θελήσας να δώσει ώθησιν προς την εκπαίδευσιν εζήτησε την συνδρομήν των και
ούτοι αντί να σπεύσουν προς ενίσχυσιν της προσπάθειας αυτής, όχι μόνον
εκώφευσαν, αλλά και σκηνάς εδημιούργησαν εν είδει συλλαλητηρίου ή διαδηλώσεως.
Το μαστίγωμα στρέφεται περισσότερον προς εκείνους, οίτινες ηδύναντο να
συντρέξωσι εις το θεάρεστον τούτο έργον οικονομικώς και αντί συνδρομής έστρεφον
τα νώτα όταν επρόκειτο να εκπληρώσωσι την υποχρεώσιν ταύτην»[26].
Παρακάτω ο Μανάκας εκθιάζει το έργο του Μελετίου γράφοντας ότι: «Οσάκις είχε
την τύχην να κυβερνηθεί ο τόπος αυτός από ικανούς ιεράρχας αξίους της αποστολής
των και λάτρεις των γραμμάτων, πολλά ωφελήθη. Τοιούτος ιεράρχης ήτο ο Μελέτιος
Καλύμνιος, του οποίου όλη η προσοχή εστράφη εις την παιδείαν και συνέλαβε
πρώτος την ιδέαν να δημιουργήση εις τον τόπον σχολήν επαρχιακήν με ανώτερον
πνεύμα εργασίας, με σκοπόν εκτροφής στελεχών προς λειτουργίαν σχολείων εν
υπαίθρω με ενιαίαν και ομοιόμορφον ανάπτυξιν πνευματικήν»[27].
Η
δεύτερη ομιλία εκφωνήθηκε στις 24.7.1864: «με την ευκαιρία εγκατάστασης και
ανάληψης υπηρεσίας στην Αλληλοδιδακτική Σχολή της Παναγίας, του
Ελληνοδιδασκάλου Γεωργίου Λογοθετίδη από το Ζαγόρι της Ηπείρου, που ανέλαβε να
διδάξει στα παιδιά, εκτός από τα εγκύκλια μαθήματα και στοιχεία Γαλλικής και
Τουρκικής γλώσσας»[28].
Περί της υπόψη ομιλίας ο Γρηγόρης Ευθυμίου σχολιάζει τα εξής: «Η ειλικρίνεια
και ο πραγματικός πόνος, όστις συνείχε τον Μητροπολίτην εκείνον διά την
παραμέλησιν της παιδείας, είναι χαρακτηριστικά, δυνάμενα mutatis mutandis (τηρουμένων
των αναλογιών) να ισχύσουν και διά τους καθ’ ημάς χρόνους»[29].
Παρακάτω
παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ομιλία του Μελετίου: «άτε μη
ανεχομένου να παρορώμεν την πνευματικήν μόρφωσιν της συμπολίτιδος ημών
νεολαίας, της χρυσής ταύτης ελπίδος του έθνους και της πατρίδος, ήτις και
έπρεπε δια τούτο να είναι το πρώτιστον ημών μέλημα και το κυριώτερον
αντικείμενον των ημετέρων φροντίδων. Και πως όχι, αγαπητοί; και υμείς και εγώ
και λεγόμεθα και εσμέν η του ημετέρου κοινωνικού σώματος κεφαλή· ως εκ του
οποίου μας επιβάλλεται το ιερόν καθήκον να διευθύνωμεν και ποδηγετώμεν τα λοιπά
αυτής μέλη προς παν ότι αγαθόν και σωτήριον, μεταξύ των οποίων πρωτεύει πάντων
η της παιδείας εξάπλωσις, ήτις έχουσα την δύναμιν να εκπολιτίζει τον άνθρωπον,
τον αποκαθιστά και προς εξάσκησιν των θρησκευτικών και κοινωνικών αυτού
καθηκόντων αρμοδιώτερον, ου ένεκα και δέον να γινώμεθα τοις πάσι τα πάντα, όπως
αείποτε ώμεν εις θέσιν να αίρωμεν εκποδών οιονδήποτε πρόσκομμα»[30].
Ο
Ευθυμίου σχολιάζει σχετικώς τα παρακάτω: «Εκ της ευθαρσούς ταύτης ομιλίας του
Μητροπολίτου Μελετίου Καβάσιλα, η οποία ηχεί ως κτύπος πελώριας σφύρας επί
χαλύβδινου κώδωνος, συμπεραίνομεν πολλά και δυσάρεστα όχι μόνον ως προς το
ενδιαφέρον και την προθυμίαν των κατοίκων της πόλεως διά την παιδείαν, αλλά και
ως προς την τρομεράν έκτασιν της επικρατούσης αμαθείας, ήτις εξεδηλούτο ως
ζωηρά αντίδρασις κατά της λειτουργίας της εν τη πόλη Ελληνικής Σχολής»[31].
Στις
25 Ιουλίου 1864 ο Μελέτιος εκφώνησε και τρίτη ομιλία: «Η παρούσα ομιλία του
ιεράρχου αποτελεί συνέχειαν της πρώτης εκφωνηθείσης κατά την τελετήν των Τριών
Ιεραρχών. Βλέπωμεν εν αυτή με πόσον ψυχικόν άλγος διατυπώνει το παράπονον του
διά την πνευματικήν στασιμότητα του τόπου. Με πόσην αληθώς γλαφυρότητα
παριστάνει ο ιεράρχης ούτος του Έθνους την αρχαίαν εύκλειαν!! Πόσον πειστικός
είναι προς τα μέλη της κοινωνίας διά να κατανοήσουν το ιερόν των καθήκον προς
τα τέκνα των και την Πατρίδα! Καυτηριάζει και πάλιν την αδράνειαν των προκρίτων
της πόλεως και με πολιτικότητα συνιστά να μη επαναληφθούν τα έκτροπα.
Συμβουλεύει ο ιεράρχης τους πάντας να τηρήσουν αυστηρώς την τάξιν και την
ανελλιπή φοίτησιν εις την σχολήν ταύτην και διατυπώνει προσδοκίας πολλάς και
οφέλη Εθνικά άπειρα εκ της διδασκαλίας του άρτι προσληφθέντος διδασκάλου,
προσέτι δε ότι συν τη Ελληνική γλώσση θα διδάσκηται και η Γαλλική και Οθωμανική»[32].
Σχετικά
με την συμβολή της Μητρόπολης Διδυμοτείχου και του Μητροπολίτη Μελετίου
Καβάσιλα στην ανάπτυξη της παιδείας στο Διδυμότειχο ο Βολάνιος αναφέρει ότι:
«Από τους λογαριασμούς που είναι καταχωρημένοι στους κώδικες στα επόμενα
χρόνια, φαίνεται καθαρά ότι όλο το βάρος της λειτουργίας των Σχολειών του
Διδυμοτείχου, δηλαδή επισκευές, έξοδα θέρμανσης, καθαριότητας, μισθοδοσίας
δασκάλων κλπ., τα αντιμετώπιζε η Μητρόπολη και οι τρεις εκκλησίες (Αγίου
Αθανασίου, Σωτήρος Χριστού και Κοίμησης Θεοτόκου), αφού σχεδόν το σύνολο των
εσόδων τους ξοδευόταν για την εκπαίδευση»[33].
Ο
Μελέτιος Ε΄ Καβάσιλας δεν ασχολούνταν μόνο με τα θέματα του Διδυμοτείχου, καθώς
στην Μητροπολιτική του περιφέρεια ανήκαν και άλλες περιοχές, όπως το Μοναστήρι
της Δαδιάς. Αναφορικά με την υπόψη Μονή, οι πηγές μας ενημερώνουν, ότι κατά τη
διάρκεια της πρώτης θητείας του Μελετίου στην Μητρόπολη Διδυμοτείχου, υπήρξαν
φαινόμενα κακοδιαχείρισης. Ο Μελέτιος τοποθέτησε ηγούμενο στη μονή τον
Ιερομόναχο Ζαχαρία, ο οποίος καταγόταν από την Κάλυμνο, όπως και ο Ιεροδιάκονος
Μισαήλ που αποτελούσε μέλος της συνοδείας του μοναστηριού. Προφανώς ο Μελέτιος
έφερε έναν συντοπίτη του, προκειμένου να αποτελεί άνθρωπο της εμπιστοσύνης του
και να διαχειρίζεται σωστά τα οικονομικά, αλλά: «Μετά 17 μήνας επαύθη ο
Ζαχαρίας ένεκα ανικανότητος και δολίου διαχειρίσεως των μοναστηριακών πόρων·
διωρίσθη αντ’ αυτού ο πρωτοσύγκελος κ. Ιάκωβος Καβάσιλας ο εκ Καλύμνου, όστις
και παρέλαβε την μοναστηριακήν περιουσίαν. Ούτος ήτο εξάδελφος του μητροπολίτου
Διδυμοτείχου Μελετίου Καβάσιλα και εχρημάτισεν ηγούμενος από του 1865 μέχρι του
1869, ως εξάγεται εκ γενικού ισολογισμού της 22ας Ιουλίου 1869»[34].
Επίσης
με βάση τις πηγές, θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι ο Μητροπολίτης Μελέτιος
«δέθηκε» με το Διδυμότειχο και μέσω περιουσιακών στοιχείων αλλά και συγγενείας,
καθώς κατά την πρώτη αρχιερατεία του στο Διδυμότειχο (1860-1868) αγόρασε ένα
σπίτι το οποίο ανήκε σε μία δασκάλα επ ονόματι Μαλτούδα Ιακώβου Παπατζή: «μετά
το θάνατο της μητρός της, της Γιακώβαινας, καθώς και της ιδίας, η αδελφή της
επώλησεν εις τον Μητροπολίτην Μελέτιον Καβάσιλαν την οικίαν της, η οποία ήτο
πλησίον του Αγίου Αθανασίου ένθα εκτίσθη αργότερον οικία, εν τη οποία κάθηνται
οι αδελφοί, οι λεγόμενοι ¨τα Σωκρατούδια¨ (Σύμφωνα με τον κ. Παντελή Αθανασιάδη, πρόκειται για την οικογένεια του
Σωκράτη Κιουρκτσή)»[35].
Αναφορικά
με την συγγένεια, οι πηγές μας πληροφορούν ότι ο Διδυμοτειχίτης Ευστάθιος
Παπασταύρου σπούδασε ιατρική, με την χρηματική βοήθεια του μητροπολίτη Μελετίου,
και τον έκανε γαμπρό του, καθώς του έδωσε για γυναίκα του μια ανεψιά του, η
οποία καταγόταν από την Κάλυμνο και ονομαζόταν Μαρία, με την οποία απέκτησαν έξι
παιδιά (ένα γιο και πέντε κόρες), η δε Μαρία είχε τη φήμη φιλανθρώπου και
αγαθοεργούς οικοδέσποινας. Προς ένδειξη ευγνωμοσύνης ο Ευστάθιος έλαβε επισήμως
το επώνυμο Καβάσιλας[36].
Ο
Δημήτριος Μανάκας περιγράφει για ποιο λόγο ο μητροπολίτης Μελέτιος εξετίμησε
τον χαρακτήρα του νεαρού Διδυμοτειχίτη, παραθέτοντας τα εξής: «Ο Ευστάθιος Παπασταύρου
είχε τελειώσει την σχολήν Διδυμοτείχου, προφανώς την Αλληλοδιδακτικήν.
Διεκρίνετο δια την ευφυΐαν, το ευθυτενές σώμα, το πάλλευκον πρόσωπον και το
αριστοκρατικόν γενικώς παράστημά του, αλλά και το ψυχικόν του σθένος.
Αποθανόντος ενός Μητροπολίτου, προ της αφίξεως ενταύθα του Μελετίου Καβάσιλα,
Καλυμνίου, ενταφιασέντος παρέστη ανάγκη, μετά τριετίαν, να γίνει η ανακομιδή
των λειψάνων εις χώρον εν τω περιβόλω της εκκλησίας, όπου οι τάφοι των
Αρχιερέων Διδυμοτείχου. Ουδείς όμως ετόλμα να πλησιάσει το λείψανον, διότι η
σορός εν τη υγρά κατακόμβη και λόγω μη επαφής με την γην, καθ’ όσον
ετοποθετούντο επί λιθίνου θρόνου καθήμενοι οι θρήσκοντες Αρχιερείς, καίτοι
παρήλθε τριετία, δεν υπέστη αλλοίωσιν. Μόνον ο Ευστάθιος νέος 17ετής περίπου,
με θάρρος, πλησιάζει το λείψανον και το τοποθετεί επί του φορείου. Εκπλήσσονται
πάντες με την τόλμην του νεανίου, ο δε αείμνηστος Μελέτιος εκτιμήσας το θάρρος
και τα πνευματικά και ψυχικά αυτού χαρίσματα ανέλαβε να τον σπουδάσει, ιδιοίς
εξόδοις, ιατρόν»[37].
Ο
Αρχιμ. Νικόλαος Βαφείδης μας πληροφορεί για το πότε και κάτω από ποιές συνθήκες
άσκησε την ιατρική ο Ευστάθιος Καβάσιλας, ως νέος επιστήμονας, στην ιδιαίτερη
πατρίδα του το Διδυμότειχο: «Κατά τον (ιατρό) Δελόγκα ήρχισεν επιδημία το 1863
και ότι εξηκολούθει και το 1865-67 (ίσως ενέσκηψε και πάλιν), ότι μετεφέρθη
πάλιν η Αγία Ζώνη εξ Αγίου Όρους υπό δύο μοναχών. Τότε απέθανον και πολλοί
Αρμένιοι. Τους Αρμενίους εξετάζων ως ιατρός ο και ανωτέρω μνημονευθείς Γεώργιος
Δελόγκας προσεβλήθη και ο ίδιος υπό της επιδημίας και απέθανεν. Εις
αντικατάστασιν δ’ αυτού ως ιατρός προσήλθε μετά εν έτος εξ Αθηνών, μόλις το
δίπλωμα αυτού λαβών, ο Διδυμοτειχίτης Ευστάθιος Παπασταύρου (Καβάσιλας)»[38].
Από το γεγονός αυτό της επιδημίας πληροφορούμαστε, ότι επί της εποχής του
Μητροπολίτη Μελετίου Καβάσιλα υπήρξε επικοινωνία με την Αθωνική Πολιτεία και
ότι Αγιορείτες μοναχοί (προφανώς από την Ι. Μ. Μονή Βατοπαιδίου) μετέφεραν (όχι
για μία μόνο φορά) προς ευλογία και ίαση των ανθρώπων, το μοναδικό κειμήλιο που
διασώζεται από την επίγεια ζωή της Υπεραγίας Θεοτόκου (την Αγία Ζώνη), στο
Διδυμότειχο.
Θα
μπορούσαμε να υποθέσουμε, ότι η επιδημία πανώλης του 1863, ίσως υπήρξε μία από
τις αιτίες που ελαττώθηκαν τα οικονομικά έσοδα των Διδυμοτειχιτών, με
αποτέλεσμα ή με το πρόσχημα αυτό, να μειωθούν οι συνεισφορές τους για την παιδεία
και τα σχολεία. Γεγονός, που όπως αναφέρουμε παραπάνω, ανάγκασε τον Μελέτιο να
το στηλιτεύσει από άμβωνος.
Αναφορικά
με τον ιατρό Ευστάθιο Καβάσιλα ο Μανάκας αναφέρει, ότι υπήρξε μία σημαντικότατη
φυσιογνωμία για την πόλη του Διδυμοτείχου, και ότι έχαιρε εκτιμήσεως και
σεβασμού απ΄ όλους τους κατοίκους (ομογενείς και αλλόθρησκους[39]),
όπως χαρακτηριστικά γράφει. Υπήρξε εξαίρετος επιστήμονας ιατρός, γνώστης της
φιλολογίας, δεινός ρήτορας και για τον λόγο αυτό θεωρούνταν ιατροφιλόσοφος. Επίσης
διετέλεσε Δημογέροντας και υπεύθυνος εποπτεύων για τη λειτουργία των σχολείων
της πόλης για μια δεκαετία.
Ο Μελέτιος Μητροπολίτης Κρήτης (1868-1874 πρώτη περίοδος),
Διονύσιος και Σωφρόνιος Μητροπολίτες Διδυμοτείχου
Στις
16 Νοεμβρίου 1868 ο Μελέτιος Καβάσιλας εξελέγη Μητροπολίτης Κρήτης: «Μελετίου
μετατεθέντος και προβιβασθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης μητροπόλεως Κρήτης
εξελέγη (16 Νοεμβρίου 1868) ο πανιερώτατος μητροπολίτης πρώην Κρήτης Διονύσιος»[40].
Οι λόγοι για τους οποίους πραγματοποιήθηκε αυτή η εναλλαγή των μητροπολιτών
Διδυμοτείχου και Κρήτης περιγράφονται σε επιστολή που απέστειλε ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Γρηγόριος Στ΄ προς τον Μελέτιο Καβάσιλα: «λόγοι εκκλησιαστικοί και
πολιτικοί υπαγόρευσαν (την μετάθεση) αναγκαίως και απαραιτήτως»[41].
Την εποχή εκείνη στην Κρήτη επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση λόγω της Κρητικής
επανάστασης (1866-1869), καθώς επίσης υπήρχαν και εμφύλιες έριδες με αφορμή την
διαχείριση των μοναστικών περιουσιών και εσόδων[42].
Επίσης στην υπόψη επιστολή υπάρχει αναφορά για τη δεύτερη επιστολή που έλαβε ο
Μελέτιος και αφορά αίτημα των δημογερόντων του Διδυμοτείχου για την ανάκληση
της μετάθεσης του Μελετίου. Στην επιστολή αυτή ο Πατριάρχης Γρηγόριος Στ΄
επαναλαμβάνει το σκοπό της μετάθεσης αναφέροντας την ίδια αιτιολογία και εγκωμιάζοντας
τις αρετές του Μελετίου: «αλλά ανώτεροι λόγοι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί
υπηγόρευσαν αναγκαίως και απαραιτήτως την εν τη επαρχία Κρήτης μετάθεσιν αυτού,
αυτά δηλονότι τα αρχιερατικά αυτού προσόντα της αρετής και αγαθότητος, και της
προς διαλλαγήν και ειρήνην έμφρονος συμπεριφοράς του, δι’ ων πλεονεκτημάτων
αυτού χαίρων αγαθήν υπόληψιν παρά τε τη εκκλησία και τη Υψηλή Κυβερνήσει»[43].
Επίσης στην ίδια επιστολή, για να κατευνάσει τις ανησυχίες των δημογερόντων του
Διδυμοτείχου, ο Γρηγόριος εγκωμιάζει και τα προσόντα του νέου Μητροπολίτου
Διονυσίου, ο οποίος παλαιότερα διετέλεσε και δάσκαλος στο Διδυμότειχο[44].
Ο
Διονύσιος παρέμεινε στο Διδυμότειχο μέχρι την 1η Μαΐου 1873, καθώς:
«Διονυσίου προβιβασθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης μητροπόλεως
Αδριανουπόλεως εξελέγη (1 Μαίου 1873) ο πανιερώτατος μητροπολίτης Ικονίου
Σωφρόνιος»[45].
Ο
Γρηγόρης Ευθυμίου αναφέρει για τον Σωφρόνιο[46]
τα εξής: «Ο Σωφρόνιος έμεινε μόνον ένα χρόνο Μητροπολίτης στο Διδυμότειχο και
ελάχιστα έγγραφα δικά του βρίσκονται στο κώδικα. Έτσι δεν πρόλαβε να
ενδιαφερθεί για τα ζητήματα της Εφοροδημογεροντίας. Ο Μελέτιος Καβάσιλας μας
πληροφορεί ιδιόχειρα, ότι ο Σωφρόνιος μετατέθηκε από τη Μητρόπολη Διδυμοτείχου
στην Κρήτη ύστερα από παράπονα των κατοίκων της πόλεως στα Πατριαρχεία, που θ΄ αφορούσαν
ασφαλώς τη διαγωγή του. Έτσι ξαναγύρισε στο Διδυμότειχον ο Μελέτιος κι έμεινε
απ΄ τα 1874-78. Είναι ευτύχημα ότι από τους δύο αυτούς Μητροπολίτας, δηλ. τον
Μελέτιο και τον Διονύσιο, έχουμε την οργάνωση της Δημογεροντίας της πόλεως και
την ιδιόχειρη καταγραφή του κανονισμού της στους κώδικες. Κι’ είναι η μόνη
γραπτή μαρτυρία, που σώζεται ως τα σήμερα»[47].
Σε άλλο σημείο του κειμένου του ο Ευθυμίου αναφέρει για τον Σωφρόνιο ότι: «Στα
χρόνια της αρχιερατείας του Σωφρονίου, που διαδέχτηκε τον Διονύσιο,
ανασυντάχθηκε πάλιν ο θεσμός της Δημογεροντίας, καθώς φαίνεται από τον παρακάτω
κανονισμό, που βρίσκεται χειρόγραφος στον Κώδικα του 1862 μέχρι 1887. Ο
κανονισμός έχει ημερομηνία 17 Οκτωβρίου 1873 και είναι γραμμένος σε δύο φύλλα
χαρτιού κολλημένα ανάμεσα στις σελίδες 22 και 23 του ίδιου Κώδικος»[48].
Ο Μελέτιος
Καβάσιλας επανακάμπτει στον αρχιερατικό θρόνο του Διδυμοτείχου (δεύτερη
περίοδος 1874-1877)
Κατά
τη δεύτερη αρχιερατεία του στο Διδυμότειχο ο Μελέτιος αντιμετώπισε την
ελληνοβουλγαρική διαμάχη η οποία: «εκδηλώνεται σε ολόκληρη τη Θράκη, με σημεία
καμπής την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας, το 1870 και το σχίσμα του 1872.
Κύριοι στόχοι των Βουλγάρων είναι η προσέλκυση σλαβόφωνων πληθυσμών στην
Εξαρχία, η καλλιέργεια Βουλγαρικής συνείδησης, η δημιουργία θυλάκων σε περιοχές
με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό, όπως το Διδυμότειχο και ο έλεγχος της
εκπαίδευσης. Στην πόλη του Διδυμοτείχου η ένταση υποβόσκει μέχρι την κάθοδο των
Ρώσων. Έτσι, δεκατέσσερα χωριά της επαρχίας αποσπώνται προσωρινά από την
Μητρόπολη, το 1875. Τότε, καταφέρνει ο επανακάμψας μητροπολίτης Μελέτιος
Καβάσιλας να τα επαναφέρει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο»[49].
Στις
6 Ιουνίου 1877: «Μελετίου αποκατασταθέντος αύθις εν τη προτέρα αυτού επαρχία
Κρήτης αποκατέστη εν τη επαρχία Διδυμοτείχου ο και άλλοτε ευδοκίμως
αρχιερατεύσας εν αυτή πρ. Κρήτης Σωφρόνιος»[50].
Έτσι λοιπόν μέσω των εναλλαγών των Μητροπολιτών Διδυμοτείχου και Κρήτης από τα
έτη 1868 έως το 1882, ο Μελέτιος Καβάσιλας μετατέθηκε ξανά στην Κρήτη και το
αντικατέστησε ο Σωφρόνιος, οποίος ερχόμενος από την Κρήτη, αρχιεράτευσε για
δεύτερη φορά στον μητροπολιτικό θρόνο του Διδυμοτείχου για περίπου ένα χρόνο
(1877-1878). Ο Μελέτιος έμεινε στην Κρήτη μέχρι τις 13 Αυγούστου 1882, όπου και
εξεμέτρησε το ζην[51].
Επίλογος
Με
βάση τα στοιχεία που μπορέσαμε να αλιεύσουμε και να παραθέσουμε, γίνεται
αντιληπτό, ότι ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Μελέτιος Ε΄ Καβάσιλας ο Καλύμνιος, υπήρξε
ένας άξιος ιεράρχης. Έζησε στην πόλη μας πάνω από είκοσι χρόνια (τουλάχιστον
από το 1847 μέχρι το 1868 και από το 1874 έως το 1877), κατά τους δύσκολους
καιρούς του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα, και παρουσίασε ένα
σημαντικό και αξιομνημόνευτο θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό
έργο στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου.
Θα
κλείσουμε το παρόν κείμενο με μία αναφορά του Δημητρίου Μανάκα, ο οποίος γράφει
για τον Μητροπολίτη Μελέτιο τα εξής δηλωτικά για το ποιόν και το έργο του:
«Αναφορικώς με τον αείμνηστον Μελέτιον πολύς εγένετο μέχρι τούδε λόγος και δεν
χρήζει ύμνων υπ΄ εμού, διότι και τα έργα του φαίνονται και η δράσις του
μαρτυρεί ποίας ολκής εθνάρχης ήτο και ήκουσα πολλάκις από γέροντας, προ 50ετίας
ακόμη, να εκφράζονται μετά πολλής ευλαβείας υπέρ αυτού. Έχομεν υποχρεώσιν να
ευγνωμονούμεν δια ταύτην και τοσαύτην δράσιν του υπέρ του τόπου η δε μνήμη του
θα είναι παντοτινή»[52].
ΠΗΓΗ:
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 6.1.2024.
Βιβλιογραφια:
- Βαφείδης
Νικόλαος Αρχιμ, Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμος
ΙΖ΄, Σχολεία και διδάσκαλοι εν Διδυμοτείχω, Εν Αθήναις 1948.
- Βαφείδης
Νικόλαος Αρχιμ, Θρακικά τόμος 17ος, Σημειώσεις – Προσθήκαι - Διορθώσεις, Εν
Αθήναις 1942.
- Βαφείδης
Νικόλαος Αρχιμ, Θρακικά τόμος17ος, Συμβολή εις την ιστορία της Μονής Δαδιάς, Εν
Αθήναις 1942.
- Βαφείδης
Νικόλαος Αρχιμ., Αι εκκλησίαι Διδυμοτείχου, Θρακικά, τόμος 13ος, Εν Αθήναις
1940.
- Βολάνιος
Θεοχάρης, Το Διδυμότειχο δια μέσου των αιώνων, Δήμος Διδυμοτείχου 2002.
- Γερμανός
Μητροπολίτης Σάρδεων, Θρακικά τόμος 6ος, Επισκοπικοί κατάλογοι των επαρχιών της
Ανατολικής και Δυτικής Θράκης, Εν Αθήναις 1935.
- Γουρίδης
Ι. Αθανάσιος, Τα κρυμμένα πρόσωπα του Ιανού - Διδυμότειχο, μία αέναη
περιπλάνηση, Δήμος Διδυμοτείχου 2018.
- Ευθυμίου
Γρηγόρης, Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμος ΙΗ΄,
Καταστατικό της Δημογεροντίας Διδυμοτείχου, Εν Αθήναις 1955.
- Ευθυμίου
Γρηγόρης, Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμος Κ΄, Η
παιδεία εν Διδυμοτείχω κατά την τουρκοκρατίαν, Εν Αθήναις 1955.
- Ευθυμίου
Γρηγόρης, Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμος Κ΄,
Συμπληρωματικά για την Δημογεροντία Διδυμοτείχου, Εν Αθήναις 1955.
- Θρησκευτική
και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 11ος, λήμμα Σύναδα.
- Θρησκευτική
και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 8ος, λήμμα Μελέτιος Καβάσιλας.
- Μανάκας
Δημητρίος, Θρακικά, τόμος 31ος, Ιστορία Εκπαιδεύσεως Διδυμοτείχου, Εν Αθήναις
1959.
- Μπράβος
Θανάσης, Όψεις του βίου του αλύτρωτου Ελληνισμού της Θράκης: Ο κώδικας ΙΓ΄ της
Εφοροδημογεροντίας Διδυμοτείχου, 1911-1917, academia.edu.
- Νικολακάκης
Νεκτάριος, Ο διοργανισμός των Ι. Μονών της Κρήτης, Διδακτορική Διατριβή ΑΠΘ,
Θεσσαλονίκη 2016.
- Πανορμίτης
Σ. Κιρκής, Συμβολή στην ιστορία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κάλυμνο κατά
την περίοδο της Ιταλοκρατίας 1912-1945, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2004.
- Σαββίδης
Σάββας, Φιλάρετος Βαφείδης ο Σοφός Ιεράρχης, Έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως
Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου, Διδυμότειχο 2014.
- Σαρσάκης
Α. Ιωάννης, Διονύσιος Ε΄ Χαριτωνίδης Οικουμενικός Πατριάρχης και πρώην
Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, kastropolites.com.
- Φανουράκης
Ευμένιος, Δύο Πατριαρχικά γράμματα προς τον Μητροπολίτην - Μελέτιον Καβάσιλαν,
institutional repository–Library & information Centre – University of
Thessaly.
- users.sch.gr/meletios/didymoteichou.htm,
λήμμα Μελέτιος Σίφνιος.
[1]. Βλ.
Πανορμίτη Σ. Κιρκή, Συμβολή στην ιστορία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην
Κάλυμνο κατά την περίοδο της Ιταλοκρατίας 1912-1945, Διδακτορική Διατριβή,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2004, σσ. 34-35.
[2]. Βλ.
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 8ος, σ. 962.
[3]. Σύναδα:
πόλη της Φρυγίας (στην βόρειο-κεντρική Μικρά Ασία), άλλοτε μητροπολιτική έδρα
της Φρυγίας Σαλουταρίας. ΠΗΓΗ: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 11ος, σ. 554.
[4]. Βλ.
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 8ος, σ. 962.
[5]. Βλ. Γουρίδη
Ι. Αθανάσιου, Τα κρυμμένα πρόσωπα του Ιανού-Διδυμότειχο, μία αέναη περιπλάνηση,
Δήμος Διδυμοτείχου 2018, σσ. 167-170.
[6].
Γεννήθηκε στη Σίφνο το 1778. Υπηρέτησε ως Μέγας Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού
Πατριαρχείου. Το 1822 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Λαρίσης (εξελέγη τον Μάρτιο
του 1822). Ήταν μέλος της επιτροπής που ύστερα από πίεση των οθωμανικών αρχών
εστάλη τον Μάιο του 1828 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αγαθάγγελο στην
επαναστατημένη Ελλάδα και συναντήθηκε με τον Κυβερνήτη Καποδίστρια προσπαθώντας
να τον πείσει να επιστρέψει στην κυριαρχία των Οθωμανών. Το 1835 παύθηκε ¨καθ' υψηλήν επιταγήν¨. Στις 10.4.1837 εξελέγη Μητροπολίτης Σόφιας. Τον
Οκτώβριο του 1847 παραιτήθηκε. Τον Αύγουστο του 1849 εξελέγη Μητροπολίτης
Διδυμοτείχου. Εκοιμήθη στην Επαρχία του της 1 Ιουνίου 1860. ΠΗΓΗ.
[7]. Βλ.
Ευθυμίου Γρηγόρη, Καταστατικό της Δημογεροντίας Διδυμοτείχου, Αρχείον του
Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τ. ΙΗ΄, Εν Αθήναις 1955, σ.
211.
[8]. Ο αρχιμανδρίτης
Νικόλαος Βαφείδης ήταν ανιψιός τού μητροπολίτη Διδυμοτείχου Φιλαρέτου Βαφείδη
(1899-1928): «Έζησε πολλά χρόνια στο Διδυμότειχο και το αγάπησε ως δεύτερη
πατρίδα του. Ως νεαρός, υπό την προστασία του θείου, από την πλευρά του πατέρα,
μητροπολίτη Φιλαρέτου και κατόπιν ως πρωτοσύγκελος του (Ιούνιος 1923 - Οκτώβριος
1927). Ως καθηγητής θεολογίας υπηρέτησε κατόπιν στο γυμνάσιο της πόλης
(1929-1937). Κατά την τελευταία αυτή περίοδο ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την
ιστορία του Διδυμοτείχου, μέσα από τη μελέτη των Κωδίκων της μητροπόλεως, της
σχετικής με αυτή βιβλιογραφίας, των περιοδικών και τού τύπου. Επισκέφθηκε τίς
εκκλησίες, τούς δύο λόφους (Ακροπόλεις), τούς αρχαιολογικούς χώρους και εν
γένει όλα τα σημεία με ιστορικό ενδιαφέρον. Μίλησε με τούς ντόπιους για να
μάθει πολύτιμα στοιχεία για τα ήθη και έθιμα, τις εορτές και πανηγύρεις της
περιοχής. Όλα αυτά τα κατέγραψε σέ πολυάριθμα άρθρα του, προσπάθησε δε να
συγγράψει και να εκδώσει και τη γενική ιστορία τού Διδυμοτείχου. Ατυχώς μέχρι
το 1937, οπότε και αναχώρησε οριστικά από την πόλη, δεν κατάφερε να
πραγματοποιήσει το παραπάνω μεγαλόπνοο έργο, είχε όμως ήδη αρχίσει (από το
1930) να συγγράφει σχετικά άρθρα και να τα δημοσιεύει σέ έγκριτα περιοδικά και
σειρές θρακικού ενδιαφέροντος» ΠΗΓΗ: Σαββίδης Σάββας, Φιλάρετος Βαφείδης ο
Σοφός Ιεράρχης, Έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και
Σουφλίου, Διδυμότειχο 2014, σσ. 307-308.
[9].
Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Βησσαρίωνας (1841-1847), πρώην Προικοννήσου.
[10].
Βαφείδη Νικολάου Αρχιμ., Αι εκκλησίαι Διδυμοτείχου, Θρακικά, Τόμος 13ος, Εν
Αθήναις 1940, σσ. 237-238.
[11]. Βλ.
Ευθυμίου Γρηγόρη, Καταστατικό της Δημογεροντίας Διδυμοτείχου, Ό.π., σ. 211.
[12]. Βλ. Σαββίδη
Σάββα, Φιλάρετος Βαφείδης ο Σοφός Ιεράρχης, Έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως
Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου, Διδυμότειχο 2014, σ. 354.
[13]. Βλ.
Ευθυμίου Γρηγόρη, Καταστατικό της Δημογεροντίας Διδυμοτείχου, Ό.π., σ. 211.
[14]. Βλ. Σαββίδη
Σάββα, Ό.π., σ. 79.
[15]. Βλ.
Σαββίδη Σάββα, Στο ίδιο, σ. 145.
[16].
Καλλίνικος 1821-1835, Αβέρκιος 1835-1841, Βησσαρίων 1841-1847, Μελέτιος Γ΄
Βυζάντιος 1847-1849 & Μελέτιος Δ΄ Σίφνιος 1849-1860.
[17]. Βλ. Ευθυμίου Γρηγόρη, Καταστατικό
της Δημογεροντίας Διδυμοτείχου, Ό.π., σ. 14.
[18]. Βλ. Ευθυμίου Γρηγόρη, Στο ίδιο, σσ.
211-212.
[19]. Βλ. Θανάση Μπράβου, Όψεις του βίου
του αλύτρωτου Ελληνισμού της Θράκης: Ο κώδικας ΙΓ΄ της Εφοροδημογεροντίας
Διδυμοτείχου, 1911-1917, academia.edu, σ. 138.
[20]. Βλ. Ευθυμίου Γρηγόρη, Καταστατικό
της Δημογεροντίας Διδυμοτείχου, Ό.π., σ. 21.
[21]. Βλ. Ευθυμίου Γρηγόρη, Αρχείον του
Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, Τομ. Κ΄, Συμπληρωματικά για την
Δημογεροντία Διδυμοτείχου, Εν Αθήναις 1955, σσ. 43-44.
[22]. Βλ.
Σαββίδη Σάββα, Ό.π., σσ. 162-163.
[23]. Βλ. Ευθυμίου Γρηγόρη, Αρχείον του
Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τ. Κ΄, Η παιδεία εν Διδυμοτείχω
κατά την τουρκοκρατίαν, Εν Αθήναις 1955, σσ. 165-167.
[24]. Βλ. Βολάνιου Θεοχάρη, Το
Διδυμότειχο δια μέσου των αιώνων, Δήμος Διδυμοτείχου 2002, σ. 231.
[25]. Βλ. Γουρίδη Ι. Αθανάσιου, Ό.π.,
σ. 249.
[26]. Βλ. Μανάκα Δημητρίου, Θρακικά,
τόμος 31ος, Ιστορία Εκπαιδεύσεως Διδυμοτείχου, Εν Αθήναις 1959, σ. 28.
[27]. Βλ. Μανάκα Δημητρίου, Στο ίδιο, σ.
28.
[28]. Βλ. Βολάνιου Θεοχάρη, Στο ίδιο, σ.
234.
[29]. Βλ. Ευθυμίου Γρηγόρη, Η παιδεία εν
Διδυμοτείχω κατά την τουρκοκρατίαν, Ό.π., σ. 168.
[30]. Βλ. Ευθυμίου Γρηγόρη, Στο ίδιο, σσ.
168-169.
[31]. Βλ. Ευθυμίου Γρηγόρη, Στο ίδιο, σ. 170.
[32]. Βλ. Μανάκα Δημητρίου, Ό.π., σσ. 33-34.
[33]. Βλ. Βολάνιου Θεοχάρη, Ό.π., σ. 237.
[34]. Βλ. Βαφείδη Νικολάου Αρχιμ, Θρακικά
τόμος 17ος, Συμβολή εις την ιστορία της Μονής Δαδιάς, Εν Αθήναις 1942, σ. 287.
[35]. Βλ. Βαφείδη Νικολάου Αρχιμ, Αρχείον
του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμος ΙΖ΄, Σχολεία και
διδάσκαλοι εν Διδυμοτείχω, Εν Αθήναις 1948, σ. 216.
[36]. Βλ. Βαφείδη Νικολάου Αρχιμ,
Σημειώσεις – Προσθήκαι - Διορθώσεις, Θρακικά τόμος 17ος, Εν Αθήναις 1942, σ.
436 & Μανάκα Δημητρίου, Θρακικά, τόμος 31ος, Ιστορία Εκπαιδεύσεως
Διδυμοτείχου, Εν Αθήναις 1959, σ. 197.
[37]. Βλ. Μανάκα Δημητρίου, Ό.π., σ. 197.
[38]. Βλ. Βαφείδη Νικολάου Αρχιμ,
Σημειώσεις – Προσθήκαι - Διορθώσεις, Ό.π., σ. 436
[39]. Την εποχή εκείνη στο Διδυμότειχο
ζούσαν πέραν από τους Ρωμηούς: Τούρκοι, Αρμένιοι και εβραίοι.
[40]. Βλ. Γερμανού Μητροπολίτου Σάρδεων,
Επισκοπικοί κατάλογοι των επαρχιών της Ανατολικής και Δυτικής Θράκης, Θρακικά
τόμος 6ος, Εν Αθήναις 1935, σ. 73.
[41]. Φανουράκη Ευμενίου, Δύο Πατριαρχικά
γράμματα προς τον Μητροπολίτην Μελέτιον Καβάσιλαν, institutional repository –
Library & information Centre – Πανεπ. Θεσσαλίας, σ. 211.
[42]. Βλ. Νικολακάκη Νεκτάριου, Ο
διοργανισμός των Ι. Μονών της Κρήτης, Διδακτορική Διατριβή στο ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2016.
[43]. Φανουράκη Ευμενίου, Ό.π., σσ. 213-214.
[44]. Βλ. Σαρσάκη Α. Ιωάννη, Διονύσιος Ε΄
Χαριτωνίδης Οικουμενικός Πατριάρχης και πρώην Μητροπολίτης Διδυμοτείχου - βλ. kastropolites.com.
[45]. Βλ. Γερμανού Μητροπολίτου Σάρδεων, Ό.π., σ. 73.
[46]. Περί του Μητροπολίτη Σωφρονίου βλ.
Παντελή Αθανασιάδη, 1873: Ένας νέος Μητροπολίτης φτάνει στο Διδυμότειχο & Η
Ρωσική κατοχή στο Διδυμότειχο, το 1878 - βλ. sitalkisking.blogspot.com.
[47]. Βλ. Ευθυμίου Γρηγόρη,
Συμπληρωματικά για την Δημογεροντία Διδυμοτείχου, Ό.π., σ. 43.
[48]. Βλ. Ευθυμίου Γρηγόρη, Στο ίδιο, σ.
44.
[49]. Βλ. Γουρίδη Ι. Αθανάσιου, Ό.π., σσ. 171-172.
[50]. Βλ. Γερμανού Μητροπολίτου Σάρδεων, Ό.π., σ. 73.
[51]. Βλ. Θρησκευτική και Ηθική
Εγκυκλοπαίδεια, Ό.π., σ. 962.
[52]. Βλ. Μανάκα Δημητρίου, Θρακικά, Ό.π., σ. 35.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook