Χάλκινo εγχειρίδιo(*) διακοσμημένo κατά την εμπίεστη
τεχνική με παραστάσεις Νειλωτικού τοπίου (αιλουροειδή κυνηγούν υδρόβια πτηνά
ανάμεσα σε άνθη παπύρου).
Από τις Μυκήνες, Ταφικός Κύκλος Α, Τάφος V, του 16ου
αι. π.Χ.
Η τεχνική αυτή συνίσταται στην τοποθέτηση περίτμητων ελασμάτων
από χρυσό και άργυρο στην χάλκινη λεπίδα με την συνδετική χρήση κράματος
χρυσού, αργύρου, χαλκού.
Επάνω: Xάλκινο εγχειρίδιο με εμπίεστη διακόσμηση, από χρυσό
και άργυρο. Διακοσμείται με ναυτίλους(**) σε θαλάσσιο τοπίο. Από θολωτό τάφο του Μυρσινοχωρίου
Πύλου Μεσσηνίας, του 15ου αι. π.Χ.
ΠΗΓΗ: Συλλογή Μυκηναϊκών Αρχαιοτήτων ΕΑΜ, ΑΡΧΕΙΟΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.3.2020.
(*) ἐγχειρίδιο, -ον (το) = μικρό μαχαίρι, στιλέτο, κάμα.
Αλλά και μικρό βιβλίο, που περιέχει τις κυριότερες γνώσεις μιας επιστήμης (λ.χ. «εγχειρίδιο τεχνών»).
- Και χειροκίνητο εργαλείο.
- Ως επίθετο (ο) ἐγχειρίδιος = αυτός που κρατιέται στο χέρι.
- ἐγχειρίδοτος / ἐγχειρίθετος (-ον), [χείρ + τίθημι] ὁ εἰς τὰς χεῖράς τινος διδόμενος (αυτός που δίνεται ή εναποτίθεται στα χέρια κάποιου) – βλ. Ηρόδ. 5.106.
(**) ὀστρακόδερμον ἔχον ὑμένα τινὰ ὃν μεταχειρίζεται ὡς
ἱστίον ὅπως πλέῃ καλούμενον καὶ ποντίλος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4.1,28., 9.37,
29, βλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 5.3. Γένος κεφαλόποδων μαλακίων, εφοδιασμένο με μια
μεμβράνη, που λειτουργεί σαν ιστίο και το εξυπηρετεί στην πλεύση του – βλ. Αριστ.
- Αλλά ναυτίλος (ὁ), ποιητ. ἀντὶ ναύτης, Ἡρόδ. 2. 43, καὶ
Τραγ. ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 468, Σοφ. Αἴ. 1146· σπάνιον παρὰ Κωμ., Ναυσικράτης ἐν
«Ναυκλήροις» 1.2., 2.5.
- Ως ἐπίθ., ἐπὶ πλοίου, ναυτίλων σελμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ.
1442· ναυτ. πλάτη Εὐρ. Ἀποσπ. 229.
- ναυτίλος = αυτός που ασχολείται κατ' επάγγελμα με τη
ναυτιλία, ναυτικός, θαλασσινός.
Και
- αρχαίο είδος ποτηριού, που ήταν κατασκευασμένο από το όστρακο του ομώνυμου μαλακίου ή είχε σχήμα ανάλογο με αυτό το μαλάκιο.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook