Του Γιώργου Λεκάκη
Οι Πιστικοί / Pisticci ανήκει
στην επαρχία της Ματέρας / Μητέρας στην Βασιλικάτα της Μεγάλης
Ελλάδος / Κάτω Ιταλίας. Κείται στον 40ό παράλληλο [40°23′N 16°33′E], 68 χλμ.
νότια της Ματέρας.
Είναι μια λοφώδης περιοχή στην δεξιά όχθη του ποταμού Βασέντη / Casuentus (λατ.) / Vasèndë (στα λουκανιανά) - νυν Basento) . Εδώ ήλθαν στο φως τα ερείπια ενός χωριού των Οινωτρών, λαού Αρκαδο-Πελασγών, που υπό τον Οίνωτρο, τον γιο του Λυκάονα[1], αποίκησε την περιοχή που ονομάτισαν Οινωτρία, και που χρονολογείται από τον 10ο - 9ο αιώνα π.Χ. και ενός άλλου, επίσης αρχαίου ελληνικού, από μεταγενέστερη φάση, που εκτίσθη επάνω από το προηγούμενο χωριό.
Οι Οινωτροί κατοίκησαν το Τσιλέντο, τμήμα της Βασιλικής Χώρας και της Καλαβρίας.
Οι Οινωτρείς ήσαν οι αρχαιότεροι αποικιστές από την Ελλάδα[2]. Και
αργότερα χωρίσθηκαν, σε: Αύσωνες, Οπικούς, Σικουλούς,
Μοργετούς και Χώνους.[3]
Οι πρώτοι οικισμοί στην
επικράτεια των Πιστικών, βάσει ανασκαφών, χρονολογούνται στον 10ο
αιώνα π.Χ. και ανήκουν στους Οινωτρείς Έλληνες. Μαρτυρούνται από διάφορες
νεκροπόλεις. Στην συνέχεια η περιοχή αποικίστηκε και από άλλους Έλληνες και οι
Pisticci έγιναν σημαντικό κέντρο της επικράτειας του Μεταπόντιου.
Μεταξύ του 5ου και
του 4ου αιώνα π.Χ., έζησε και φιλοτέχνησε εδώ ο λεγόμενος «Ζωγράφος
Pisticci», ο πρώτος αγγειοπλάστης στην ιταλική χερσόνησο, που υιοθέτησε την
παραγωγή ερυθρόμορφων αγγείων (του γνωστού αρχαίου ελληνικού τύπου) στην Μεγάλη
Ελλάδα / Magna Graecia.
Μετά την ήττα του Τάραντα, οι Pisticci περιήλθαν στην ρωμαϊκή κυριαρχία και έγιναν σημαντικό αγροτικό κέντρο.
Η τοπική διάλεκτος («pisticcese») είναι σήμερα μια τυπική νοτιοϊταλική διάλεκτος, της περιοχής των Λουκανών Ελλήνων, που βασίζεται κυρίως στην ελληνική[4]. Είναι μια «τραγουδιστή διάλεκτος», που ομοιάζει με αυτή των Επτανησίων ή Δωδεκανησίων Ελλήνων. Η διάλεκτος σχεδόν δεν ομιλείται πλέον! Αλλά πολλά στοιχεία της παραμένουν, ειδικώς ορισμένοι όροι ή ρηματικοί τύποι.
Το αββαείο Casale / Santa Maria La Sanità del Casale Abbey, πιθανώς εκτίσθη γύρω στο 1087, πάνω στα ερείπια ενός αρχαίου ελληνοβυζαντινού μοναστηριού, από τον Ρ. Μακκαβαίο και την Ε. Αλταβίλα, στο όρος Κόρνο.[5]
Στο χωριό υπήρχε μια πλούσια παράδοση βασισμένη στο μυριολόι / επικήδειο τραγούδι: Λέγεται nnaccarat < ελληνικά νέκυς = νεκρός, πτώμα) και θυμίζει αρχαία ελληνική θρηνωδία. Επρόκειτο για «ταφικά δρώμενα», μπροστά στα λείψανα του νεκρού. Περιελάμβανε σκόπιμο αιματοβαμμένο τραυματισμό του προσώπου, και αυθεντικές λαϊκές αυτοσχέδιες ποιητικές δημιουργίες, που σκοπό έχουν την Ανάσταση του νεκρού, δηλ. να τον επαναφέρουν στην ζωή, υμνώντας το μεγαλείο της, αλλά και τα έργα του θανόντος. Ακόμα κι αν η πλοκή ήταν αρκετά επαναλαμβανόμενη, το περιεχόμενο του θρήνου ήταν διαφορετικό, από καιρό σε καιρό. Δεν ήταν ασυνήθιστο να υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των «ερμηνευτών», για το ποιος εόρταζε και εκπροσωπούσε καλύτερα την μνήμη του νεκρού! Το μυριολόι αυτό προσομοιάζει στα ηπειρώτικα(*) και τα μανιάτικα των Ελλήνων.
Η ανακάλυψη της αρχαίας περιοχής
και οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1970. Το 1973 ανατέθηκαν στο Πανεπιστήμιο του
Μιλάνου. Τα ερείπια της αρχαίας ελληνικής πόλεως είναι πλέον επισκέψιμα. Αντικείμενα
και διάφορα ευρήματα, που βρέθηκαν στην γύρω περιοχή, εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό
Μουσείο Μεταπόντιου.
Ίσως είναι ένα εισαγόμενο αγγείο
στην ιταλική χερσόνησο, από τα νησιά του Ιωνίου, ή του Αιγαίου. Το αρχαίο κύπελλο
είναι φτιαγμένο από γκρι βούκερο[7] και
φέρει την αρχαιότερη επιγραφή στην επαρχία Μεταπόντιου.
Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ο
διπλασιασμός του γράμματος «ρ», που σημαίνει ότι ήδη υπήρχαν ορθογραφικοί
κανόνες και η γενική πτώση, που σημαίνει ότι ήδη υπήρχαν και γραμματικοί
κανόνες.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Σύγχρονης Ελλάδος περιήγησις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 4.3.2015.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Mele Alf. «Le popolazioni dellArchaia Italia», στο Quaderni del Centro Studi Magna Grecia, 2017.
[1] Ήταν υιός του Πελασγού και της ωκεανίδας Μελίβοιας ή της Διειάνειρα.
[2] Βλ. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς («Ρωμ. Αρχ.» I.13.2).
[3] Βλ. Αντίοχο,
[4] Αργότερα παρεισέφρυσαν και λατινικής προέλευσης επιρροές,
και μεταγενέστερα και από τα ισπανικά και τα γαλλικά, από τις διάφορες
κυριαρχίες που υπέστησαν οι Πιστικοί. Σήμερα υπάρχουν επίσης ορισμένοι όροι με
ξεκάθαρο αγγλοσαξονικό αποτύπωμα, που έφεραν οι μετανάστες που επέστρεψαν από
το εξωτερικό.
[5] Είναι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο, και ανατέθηκε
στους Βενεδικτίνους μοναχούς του Τάραντος.
[6] Ο Πύρρος αυτός δεν έχει καμμία σχέση με τον πιο
διάσημο βασιλιά της Ηπείρου(*), που περίπου 340 χρόνια αργότερα αντιμετώπισε την
Ρώμη στην Μάχη της Ηράκλειας το 280 π.Χ.
[7] Bucchero: είδος μαύρου και γυαλιστερού κεραμικού, συχνά λεπτού και πολύ ελαφριού. Γνωστό από τους ελληνικής καταγωγής Ετρούσκους(**) (στο Κιούσι / Chiusi, το Chianciano Terme (αρχαίες Πηγές της Σελήνης), το Orvieto, το Vulci, την Tarquinia, κ.α.), από το β΄ τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ. έως το α΄ μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Το ετρουσκικό βούκερο έχει βρεθεί στην Ελλάδα, την Μεγάλη Ελλάδα / Magna Graecia, τις γαλλοϊβηρικές ακτές, την Καρχηδόνα, την Κάτω Αίγυπτο, την Σαρδηνία, την Σικελία και την Κύπρο.
Υπάρχει και το αιολικό βούκερο, που χαρακτηρίζεται από απλό και ανοιχτό γκρι ύφος, και εμφανίζεται στην Αιολίδα, δηλαδή κυρίως στα νησιά της Λήμνου και της Λέσβου, τον 7ο και τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. – ιδίως η Λήμνος θεωρείται μιά από τις κοιτίδες των Ετρούσκων(**)!
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook