Τοῦ Ἀντωνίου Ἀ. Ἀντωνάκου,
καθηγητοῦ κλασσικοῦ φιλολόγου Ἱστορικοῦ - συγγραφέως.
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι τὸ παγκοσμίως τὰ
πάντα κινοῦν, δηλαδὴ τὸ χρῆμα, εἶναι διεθνῶς γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα «money».
Θὰ ἀπορήσουν ὅμως οἱ φίλοι ἀναγνῶστες, ὅταν τοὺς πῶ ὅτι ὑπεύθυνη γι’ αὐτὸ εἶναι
ἡ θεὰ Ἥρα[1].
Πράγματι, ὁ
μῦθος λέει ὅτι, ὅταν κάποια φορὰ ἡ Ἥρα ἔστειλε δύσκολους χειμῶνες στὸν
ἀγαπημένο γιὸ τοῦ Διός, τὸν Ἡρακλῆ, τὸν ὁποῖο μισοῦσε ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἦταν νόθος
καρπὸς ἀπιστίας, τότε ὁ Ζεῦς ἀγανάκτησε καὶ τὴν κρέμασε ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο (πλέοντος
δὲ ἀπὸ Τροίας ῾Ηρακλέους ῞Ηρα χαλεποὺς ἔπεμψε χειμῶνας· ἐφ' οἷς ἀγανακτήσας
Ζεὺς ἐκρέμασεν αὐτὴν ἐξ ᾿Ολύμπου[2]).
Ἔτσι ἡ τιμωρημένη Ἥρα ὠνομάσθηκε «Ἥρα μονία» [δηλαδὴ ἡ
Ἥρα ἡ μόνη[3]].
Στὴν Ἀρκαδία τὴν λάτρεψαν καὶ ὅταν, ἀργότερα, ἡ
λατρεία της μετεφέρθη στὴν Ἰταλία, ἡ «Ἥρα μονία» μετωνομάσθηκε σὲ «Ἥρα Μoneta». Μάλιστα, ἐπειδὴ τότε τὰ ἱερὰ ἦσαν καὶ
νομισματοκοπεῖα, ἔκοψαν νόμισμα μὲ τὴν παράσταση τῆς τιμωρημένης Ἥρας, τῆς «Ἥρας Μoneta».
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὄνομα προέρχονται μία σειρὰ ἀπὸ
λέξεις, ὅπως ἡ ἱσπανικὴ «μονέδα» (moneda), ἡ ἰταλικὴ «moneta», ἡ
γαλλικὴ «monnaie», ἡ γερμανικὴ «moneten» κ.λπ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι
γνωστὲς νομισματικὲς ὀνομασίες. Ἀκόμα
καὶ τὸ γνωστὸ «Διεθνὲς Νομισματικὸ Ταμεῖο», ποὺ τόσο μᾶς ἔχει ταλαιπωρήσει τὰ
τελευταῖα χρόνια ὀνομάζεται «International Monetary Fund» (IMF)! Ὑπάρχει
ὅμως καὶ μία ἄλλη λέξη, ἴσως ἡ πιὸ γνωστὴ παγκοσμίως, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν
ἴδια ἀφετηρία.
Εἶναι ἡ διεθνὴς λέξη «mon-ey», ἡ ὁποία προέρχεται κι αὐτὴ ἀπὸ τὴν ρίζα «mon-», τῆς «μον-ίας
Ἥρας».
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ὑπάρχουν δύο λέξεις
ποὺ δηλώνουν τὰ χρήματα, τὴν διαφορὰ τῶν ὁποίων πρέπει νὰ ἐξηγήσουμε. Ἡ μία
εἶναι ἡ λέξη «χρῆμα-χρήματα» καὶ ἡ ἄλλη ἡ λέξη «ἀργύριον».
Πρῶτα ὑπῆρχε ἡ ἴδια ἡ λέξη "χρῆμα", ἡ ὁποία
εἶχε σχέση μὲ τὴν χρήση. Ἡ πρώτη ἀπόδοση τῆς λέξεως "χρήματα"
ἦταν "πράγματα" (μέτρον πάντων χρημάτων ἄνθρωπος),
διότι ἡ πρώτη μορφὴ χρήματος ἦταν ἀνταλλακτικὴ μὲ
πράγματα. Ὅταν δημιουργήθηκε τὸ "χρῆμα", ἡ λέξη ἀπέδωσε
"τὸ μέσον συναλλαγῆς πρὸς χρήση", ὅταν δὲ ἡ ἀξία του
"κλείδωσε διὰ νόμου" καὶ προσέλαβε τὴν νομιμοποίηση αὐτῆς τῆς
ἀξίας του, τὸ "χρῆμα" αὐτὸ ὠνομάσθηκε "νόμισμα".
Ἡ λέξη «χρῆμα», ἑπομένως, προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τὴν χρήση [χρῆμα:
χρῆσις. Θουκυδίδης. «Λεξικά Segueriana»]. Ἄρα τὸ χρῆμα εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχουμε γιὰ τὴν χρήση τῶν
ἀναγκαίων, αὐτὸ ποὺ ξοδεύουμε γιὰ τὶς καθημερινές μας ἀνάγκες (χρείας), αὐτὸ ποὺ «μᾶς χρειάζεται», αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιοῦμε.
Ἐάν, ὅμως, τὰ νομίσματα δὲν προωρίζοντο γιὰ ἁπλῆ καθημερινὴ χρήση ἀλλὰ γιὰ
ἀποθήκευση (δηλαδὴ πρὸς συσσώρευση πλούτου καὶ ἰσχύος), τότε αὐτὰ ἀπεδίδοντο μὲ
τὴν λέξη "ἀργύριον".
Γι’
αὐτὸ ἔχουμε τὴν λέξη «φιλ-άργυρος»,
ποὺ δηλώνει ἀκριβῶς «αὐτὸν ὁ ὁποῖος μαζεύει χρήματα, ὄχι γιὰ νὰ κάνη χρήση τους
ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ ἀποθηκεύση ἱκανοποιῶντας ἕνα πάθος του», ὅπως ἔχουμε καὶ τὴν
λέξη «ἀργυρ-ώνητος» (< ἄργυρος + ὠνοῦμαι (= ἀγοράζω), λέξη
ποὺ δηλώνει τὸν εξαγοραζόμενο με χρήματα, ὄχι ὅμως μὲ λίγα χρήματα ἀλλὰ μὲ
μεγάλη ποσότητα χρημάτων, ὥστε νὰ τὰ ἀποθηκεύση καὶ νὰ δημιουργήση πλοῦτο. Ἀλλὰ καὶ τὰ "τριάκοντα ἀργύρια"
τοῦ Ἰούδα ἀποκαλύπτουν τὴν ἀπληστία κάποιου γιὰ ἀπόκτηση ἱκανοῦ ποσοῦ χρημάτων
"πρὸς ἀποθήκευση"!
«Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον
ἄργυρος κακὸν νόμισμ’ ἔβλαστε» ἀναφέρει ὁ Σοφοκλῆς στὴν «Ἀντιγόνη», στ. 295-296), ὑπονοῶντας ἀκριβῶς τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Τὸ χρῆμα, τὸ πρὸς ἰσχὺν ἢ ἀπὸ πάθος
συσσωρευόμενο καὶ ὄχι τὸ πρὸς καθημερινὴ χρήση.
Μιᾶς καὶ ὁμιλοῦμε, ὅμως, μὲ
οἰκονομικοὺς ὅρους, νὰ ἀναφέρουμε ὅτι οἱ φόροι στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἀποδίδονται
μὲ τὸν ὅρο «αἱ συντάξεις». Κατὰ τὸ λεξικὸ Liddell-Scott μία ἀπὸ τὶς πολλὲς
ἐρμηνεῖες τῆς λέξεως «σύνταξις», εἶναι «ἐπιβαλλομένη
συνδρομή, συνεισφορά», κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ «φόρος».
Μία ἄλλη ἑρμηνεία δὲ στὸ ἴδιο λεξικὸ ἀναφέρει ὅτι εἶναι «ἡ πληρωμή, ἡ
σύνταξις», κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ «μισθός».
Ἕως σήμερα ἡ λέξη ἔχει τὴν ἴδια σημασία. Οἱ
Ἄγγλοι γιὰ νὰ δηλώσουν τοὺς φόρους ἔχουν τὸν ὅρο «taxes», ὁ ὁποῖος βεβαίως
εἶναι ὁ ἑλληνικὸς ὅρος «αἱ συντάξεις». Καὶ σήμερα ὅταν λέμε τὸν
οἰκονομικὸ ὅρο «σύνταξη», ἐννοοῦμε τοὺς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐργασίας
παρακρατηθέντες «φόρους», οἱ ὁποῖοι στὴν συνέχεια ἀποδίδονται ὡς «μισθοί».
«Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα» λοιπόν, ὅπως ἔγραψε ἡ
καθηγήτρια τοῦ πανεπιστημίου Irvine τῆς Καλιφόρνιας Μ. Μὰκ Ντόναλτ «εἶναι
μοναδικὴ καὶ ἡ γνώση της εἶναι οὐσιαστικὸ στοιχεῖο γιὰ ἕναν ὑψηλὸ πολιτισμό».
ΠΗΓΗ: περιοδικό «Ενδοχώρα», τ. 131,
Μάρτιος 2024. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 25.3.2024.
[1] Βλ. καὶ Ἀντωνίου Ἀ.
Ἀντωνάκου: «Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ γλώσσης», ἐκδόσεις «Νέα Θέσις».
[2] Βλ. Ἀπολλοδώρου Βιβλιοθήκη,
Β, 137, 2-3.
[3] Ἡ διαφορὰ τῶν λέξεων «μόνος»,
«μονάχος» καὶ «μοναχός» εἶναι οὐσιαστική. Ἡ λέξη «μόνος» εἶναι κατ’ οὐσίαν.
Μόνος, ἕνας, μονάδα δηλαδή, χωρὶς ἄλλον. Στὴν λέξη «μονάχος», ὑπάρχει
ἐνσωματωμένο καὶ το «ἄχ», τὸ σφίξιμο τῆς ψυχῆς, τὸ ὁποῖο ὑπάρχει χωρὶς νὰ τὸ
ἐπιδιώκει τὸ ἄτομο. Ἕνας ἄνθρωπος νοιώθει μονάχος ἀπὸ ἐγκατάλειψη ἢ ἀπὸ
κατάθλιψη κ.λπ. Στὴν λέξη «μοναχός», ὅμως αὐτὸ το «ἄχ», τὸ σφίξιμο τῆς ψυχῆς,
ὑπάρχει μὲ τὴν θέληση τοῦ ἀτόμου. Ὁ μοναχὸς συνειδητὰ ζῆ σὲ αὐτὴν τὴν
κατάσταση. Ὁ τονισμὸς τῆς ληγούσης, δηλαδή, δηλώνει θετικὴ ἔννοια.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook