Του Πέτρου Αβράμη
Ἡ Ζάκυνθος εἶνε εἰς ὅλους
γνωστή. Ἔχει πολλὰ τὰ καλά. Μεταξὺ ὅμως τῶν ἀνθέων καὶ τῶν λαχάνων της, τοῦ ἁγίου
καὶ τοῦ Λομπάρδου της, τῶν passatempo καὶ τῶν ποιητῶν της, ἔχει καὶ ἄλλα. Οἱ
καθ’ ἡμέραν ἐπισκεπτόμενοι αὐτὴν ξένοι ἠμπορεῖ νὰ πίωσιν ἀπὸ τὴν Παλῃὰν βρύσιν, νὰ ἴδωσι τὴν στήλην ὅπου ἐπὶ τῆς ἑπτανησιακῆς μεταπολιτεύσεως ἐγίνετο τὸ
πρόσκομμα τῆς μαγκούρας, νὰ ἐπισκεφθῶσι τὰ ἀντιμαχόμενα καζῖνα της καὶ νὰ
περιπατήσωσιν ἐπὶ τῆς strata marina καὶ τῆς πλατείας τοῦ ποιητοῦ. Τὰ ἄλλα ὅμως
δὲν θὰ τὰ ἴδωσιν οὔτε γνῶσιν θὰ λάβωσιν ἂν ὑπάρχωσιν, ἐκτὸς ὀλίγων ἐνδιαφερομένων.
Καὶ ὅμως αὐτὰ εἶνε ὁ πλοῦτος καὶ τὰ κειμήλια τῆς Ζακύνθου· τὸ Ἀρχειοφυλακεῖον, ἡ
βιβλιοθήκη καὶ αἱ ἐκκλησίαι της.
Ἐν τῷ Ἀρχειοφυλακείῳ ὑπάρχουσιν ἔγγραφα τετρακοσίων σχεδὸν ἐτῶν, ἀφ’ ἧς ἡμέρας δηλαδὴ αἱ ἑνετικαὶ ἀρχαὶ ἐνεκαθιδρύθησαν τὸ πρῶτον ἐν τῇ νήσῳ. Ἔγγραφα τῆς ἐξουσίας, πρακτικὰ τῶν συνεδριάσεων τοῦ συμβουλίου τῶν εὐγενῶν, γενεαλογικοὶ αὐτῶν κατάλογοι, ἔγγραφα ἐπίσημα στρατιωτῶν, ἔγγραφα ἰδιωτικὰ παντὸς εἴδους. Καὶ ὅμως μόλις πρὸ τεσσάρων ἐτῶν ἔκειντο ἐρριμμένα φύρδην μύγδην, ἀπρόσιτα εἰς τὸν θέλοντα νὰ ἐξερευνήσῃ τὴν ἱστορίαν ἢ νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν περιουσίαν του, εἰς τὴν διάκρισιν τῆς ὑγρασίας καὶ τῶν ποντικῶν. Ὑπῆρχον μάλιστα δύο ἀρχειοφυλακεῖα ἐξ ὧν τὸ ἓν κατεστράφη(*) τελείως μὴ ἀπομεινάντων ἤδη ἐκτὸς ὀλίγων τόμων διὰ τοὺς ὁποίους ὅμως δὲν λαμβάνεται μικρὰ φροντὶς νὰ μεταφερθῶσιν εἰς τὸ γενικὸν ἀρχειοφυλακεῖον καὶ διασωθοῦν τοὐλάχιστον αὐτοί. Ἡ δὲ διάσωσις τοῦ νῦν ὑπάρχοντος καὶ ἡ κἄπως κατάταξις τῶν ἱστορικῶν ἰδίως τόμων ὀφείλεται εἰς τὸν ζῆλον καὶ τὸ ἀκαταπόνητον τοῦ γνωστοῦ ἱστοριοδίφου κ. Δε Βιάζη, ὅστις καθ’ ἡμέραν παρουσιάζει εἰς τοὺς περὶ τὴν ἱστορίαν ἐνδιατρίβοντας πολύτιμα ἔγγραφα καὶ πολυτιμοτέρας μονογραφίας. Ἀλλὰ τί νὰ κάμῃ καὶ αὐτός! Οὐδέποτε ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς μεταπολιτεύσεως διωρίσθη ἀρχειοφύλαξ ἄξιος τῆς θέσεως καὶ γνώστης τῶν καθηκόντων του. Ὄχι μόνον δὲ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἐν αὐτῷ ὑπαλλήλων αἱ θέσεις δὲν εἶνε παρὰ κομματικὸν ρουσφέτιον. Καθ’ ἡμέραν ἐπισκέπτονται αὐτὸ πολλοὶ εὐρωπαῖοι – οἱ ρωμηοὶ δὲν χάνονται εἰς αὐτὰ τὰ μικρὰ πράγματα - βλέπουσι τόμους βαρεῖς καὶ μεγάλους, ἐρριμμένους κατὰ γῆς, ἄλλους ξεσχισμένους, ἄλλους ἀναποδογυρισμένους, ἐὰν δὲ προχωρήσωσιν εἰς τὸ βάθος ὁ εὐρὼς θὰ κινήσῃ εἰς πταρμὸν τὴν ρῖνα των καὶ αἱ ὀξεῖαι φωναὶ τῶν ποντικῶν θὰ κτυπήσωσι τὴν ἀκοήν των, εἰς δὲ τὸ σκιόφως θὰ διακρίνωσι τόμον ἐγγράφων, ἴσως καὶ πολυτίμων, κατεσπαραγμένων κατὰ γῆς. Ἀπὸ τῶν ντουλαπίων, πάντοτε ἀνοικτῶν, διότι δὲν ἔχουν φύλλα, προέχουν δέσμαι ἐγγράφων ξεσχισμέναι, ὡς ἄγριοι μύστακες ψωραλέου προσώπου, τὰ ἀποτσίγαρα τῶν ὑπαλλήλων καλύπτουσι τὸ ἔδαφος, ἡ κόνις ἐπικάθηται παχυτάτη ἐπὶ τῶν ἑρμαρίων καὶ τῶν τραπεζῶν αἱ δὲ ἀράχναι κρέμανται μακρόταται, ὡς πολυέλαιοι, ἀπὸ τῆς ὀροφῆς. Ὅταν πρωτοεισέρχηταί τις νομίζει ὅτι εἰσέρχεται εἰς ἐγκαταλελειμμένον ἐρείπιον. Οἱ ἐν αὐτῷ ὑπάλληλοι νομίζουσιν ὅτι τὸ καθῆκον των εἶνε μόνον νὰ ἀντιγράφωσι πιστοποιητικὰ γεννήσεως καὶ προικοσύμφωνα ὁ δὲ ἀρχειοφύλαξ νὰ τὰ ὑπογράφῃ. Διὰ τοῦτο ἐὰν ζητήσῃ ξένος τις τὸν Βαρδιὰκ ἢ ἄλλον ἱστορικὸν τόμον θὰ τῷ ἀποκριθῶσιν ἀφελέστατα ὅτι πρέπει νὰ περιμένῃ τὸν κ. Δε Βιάζην. Καὶ θὰ νομίσῃ τις ὅτι ὁ κ. Δε Βιάζης, τὸ στοιχειὸ αὐτὸ τοῦ ἀρχειοφυλακείου, θὰ μετέχει τοῦ ἀριθμοῦ τῆς ὑπαλληλίας καὶ ἂν δὲν εἶνε ἀρχειοφύλαξ θὰ εἶνε τοὐλάχιστον κλητήρας του. Ὄχι, ἀτυχῶς· δὲν εἶνε τίποτε ἐντὸς αὐτοῦ ἂν καὶ εἶνε τὸ πᾶν, τὸ ἁλάτι του. Εἶνε πάντοτε ἐκεῖ μέσα, ἀγωνιζόμενος ἐν μέσῳ τῆς κόνεως καὶ τοῦ εὐρῶτος, ἀνασκαλίζων πάντοτε μετὰ συγκινήσεως ὡς ὁ ἐκθάπτων ἅγια λείψανα καὶ καθοδηγῶν τοὺς ξένους εἰς ἀνεύρεσιν τοῦ ζητουμένου.
Ἀλλ’ ἐνῷ ταξινομεῖ τοὺς τόμους ἔδῶ κ’ ἐκεῖ, ἐν ἀκριβείᾳ, τὴν ἄλλην ἡμέραν εὑρίσκει πάλιν αὐτοὺς ἄνω κάτω· διότι οἱ ὑπάλληλοι, φροντίζοντες μόνον πῶς νὰ κάμουν τὴν δουλειάν των, ἀφίνουσιν αὐτοὺς εἶτα μάρμαρο, ὅπου φθάσωσι. Οὕτω δὲ ὁ κ. Δε Βιάζης εὑρίσκεται εἰς ἀδιάκοπον ἐργασίαν, ὡς οἱ κτίσται τῆς γεφύρας τῆς Ἄρτας οἱ ὁποῖοι, «τὴν ἡμέραν τὸ ἐστέριωναν τὴν νύχτα ’γκρεμιζόταν» Κατ’ αὐτὰς διωρίσθη νέος ἀρχειοφύλαξ, ὁ κ. Μπονσινιόρ. Ἂν καὶ οὗτος δὲν εἶνε βεβαίως ὁποῖος πρέπει νὰ ἦναι (sic) εἷς ἀρχειοφύλαξ, μὲ γνώσεις δηλαδὴ καὶ πεῖραν κατάλληλον πρὸς τὴν θέσιν του, πληροφορούμεθα ὅμως ὅτι εἶνε δραστήριος καὶ ἀκριβὴς ὑπάλληλος καὶ δὲν δυνάμεθα εἰμὴ νὰ προσδοκῶμεν κἄτι καλλίτερον τῶν προκατόχων του. Εἶνε τῷ ὄντι λυπηρόν, δύο τρία καλὰ ἅτινα καὶ μόνα τιμῶσι τὴν Ζάκυνθον νὰ ἀφίνωνται ἀπεριποίητα, εἰς τὴν φθορὰν τοῦ χρόνου καὶ τὴν καταστροφήν(*). Πρέπει νὰ ληφθῇ ποιά τις φροντὶς διὰ τὸ ἀρχειοφυλακεῖον, νὰ ταξινομηθῶσιν οἱ τόμοι, να ἐξασφαλισθῶσι ἐκ τῆς ἐπηρείας τοῦ καιροῦ καὶ τῶν σητῶν, νὰ καθαρισθῇ τὸ κατάστημα ἵνα οἱ ξένοι, οἱ ἐρχόμενοι νὰ ζητήσωσί τι, νὰ τὸ εὑρίσκωσιν εὐκόλως καὶ νὰ ἔχωσι μίαν καθέκλαν νὰ καθήσωσι καὶ μίαν τράπεζαν καθαρὰν νὰ ἐργασθῶσι…
Ἡ βιβλιοθήκη ἀναλόγως τῶν
μέσων ἅτινα διαθέτει καὶ τοῦ βραχυτάτου χρονικοῦ διαστήματος ὅπερ ἀριθμεῖ εἶνε
πολὺ πλουσία. Περὶ αὐτῆς ἔγραψε πρὸ μηνῶν ὁ κ. Μηλιαράκης ὅθεν δὲν ἔχομεν τὶ νὰ
προσθέσωμεν παρὰ νὰ ἐπαινέσωμεν τὸ εὐπροσήγορον τοῦ γηραιοῦ ἱστοριογράφου κ. Π.
Χιώτη ἐπόπτου καὶ τοῦ ἀγαπητοῦ κ. Ἠλιακοπούλου, βιβλιοφύλακος, διὰ τὴν πρόθυμον
ὑπηρεσίαν ἣν προσφέρει ἰδίως εἰς τοὺς ξένους ἀναγνώστας.
ΠΗΓΗ: Ζάκυνθος 5.11.1887,
εφημ. Νέα Εφημερίς, αρ. φ. 314, 10.11.1887. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 10.11.2017.
Επί Ενετοκρατίας τοποθετούνταν επί κεφαλής της υπηρεσίας αρχειοφύλακας εκλεγμένος από το Συμβούλιο της Κοινότητας με ένα βοηθό. Επί Αγγλικής Προστασίας στο Αρχειοφυλακείο υπηρετούσαν ένας Αρχειοφύλακας και πέντε βοηθοί, αλλά μετά την Ένωση με την Ελλάδα (1864) διατηρήθηκε μόνο η θέση του Αρχειοφύλακα και ενός βοηθού. Το 1893 διορίστηκε ως βοηθός ο Λ. Χ. Ζώης, ο οποίος διετέλεσε Αρχειοφύλακας από το 1911 έως το 1935, τα δε έγγραφα τα οποία διέσωσε είναι και τα μοναδικά που επέζησαν μετά την καταστροφή(*) του 1953.
Το Αρχείο ανασυστάθηκε με το
Νόμο 2609/1954, ως Ιστορικό Αρχείο Ζακύνθου, μετά την ολοσχερή καταστροφή(*) του
1953 και με αυτή την ονομασία λειτούργησε μέχρι το 1991 όταν με το Νόμο
1946/1991 για τα Γενικά Αρχεία του Κράτους μετονομάστηκε σε ΓΑΚ - Αρχεία Νομού
Ζακύνθου. Ο νόμος αυτός καθορίζει το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία
των Γ.Α.Κ., ως αυτοτελούς δημόσιας υπηρεσίας που υπάγεται απευθείας στον
Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Επί Ενετοκρατίας, το Αρχειοφυλακείο στεγαζόταν σε στρατώνα στο Φρούριο, ενώ επί Ρωσοτούρκων μεταφέρθηκε στο παραθαλάσσιο τμήμα της πόλεως, με τμήματα που στεγάζονταν σε διάφορα οικήματα μέχρι και το 1827 (αγγλοκρατία), οπότε όλα τα τμήματα του Αρχείου συγκεντρώθηκαν στο ισόγειο του κτηρίου του Ενεχυροδανειστηρίου. Τα δικαστικά έγγραφα των εκάστοτε διοικήσεων στεγάστηκαν κάτω από τα Δικαστήρια μέχρι και το 1893, οπότε, μετά από κλοπή μέρους των εγγράφων, μεταφέρθηκαν στο κεντρικό κτήριο του Ενεχυροδανειστηρίου. Μετά την καταστροφή(*) του 1953, τα Αρχεία Ζακύνθου στεγάστηκαν αρχικά σε αίθουσα του Μικρού Διοικητηρίου και αργότερα σε δύο συνεχόμενες αίθουσες του ισογείου του Δημοτικού Πνευματικού Κέντρου, κατά παραχώρηση του Δήμου Ζακυνθίων, όπου βρίσκονται μέχρι και σήμερα.
ΠΗΓΗ: ΓΑΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ,
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook