ΤΑ ΠΑΡΑΚΟΥΔΟΥΝΑ - του Γ. Σ. ΓΚΑΝΑΣΟΥ


ΤΑ ΠΑΡΑΚΟΥΔΟΥΝΑ


Όταν μεγαλώνουμε, κι αναπολούμε, τις ημέρες, τους μήνες και τα χρόνια της νιότης μας, οι νοσταλγικές αναμνήσεις μας γίνονται συρρικνωμένες στιγμές και ξεθωριασμένες εικόνες ενός παμπάλαιου θολού καθρέφτη της γιαγιάς.



ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Κάποιες παιδικές αναμνήσεις του προηγουμένου αιώνα, και κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το χωριό έχει μερικά χρόνια συνδεθεί με την ΔΕΗ. Δεν υπάρχουν τηλέφωνα, εκτός του κεντρικού, δεν υπάρχουν τηλεοράσεις και βεβαίως κινητά και κομπιούτερ. Υπάρχει μόνον το ράδιο και κάποιο γραμμόφωνο ή και κάποιο πικάπ. Το χωριό σφύζει από κόσμο και κυρίως από παιδιά. Το σχολείο έχει τρεις δασκάλους. Ως παιδιά, εννοείται, δεν είχαμε τις σημερινές διεξόδους παιδικής διασκέδασης. Τα περισσότερα παιχνίδια τα φτιάχναμε ή εμείς οι ίδιοι ή οι μεγαλύτεροι από εμάς. Το σχολείο λειτουργούσε έξι ημέρες την εβδομάδα, πρωί και απόγευμα, εκτός των απογευμάτων της Τετάρτης και του Σαββάτου. Οι εξορμήσεις μας στην φύση, δηλαδή στο βουνό (Πανοπέα) ήταν συχνές. Αρκούσε μια παρότρυνση από κάποιον μεγαλύτερό μας και από την Μαγούλα να βρεθούμε σε λίγα λεπτά της ώρας, ανεβαίνοντας κάθετα τον λόφο του Πανοπέως, στης «Αλεπούς τα σκαλιά» ή στον «κουκούγερο», ώστε να φανεί από κάτω (την Μαγούλα) ποιος έφθασε πρώτος. Μία από τις εξορμήσεις μας ήταν και αυτή που έχει σχέση με τον τρύγο και τα αμπέλια. Τα αμπέλια ήταν πάρα πολλά και φυλάσσονταν από δύο με τρεις δραγάτες (αγροφύλακες). Μόλις τελείωνε ο τρύγος υπήρχε ελευθερία να πάει κανείς σε όποιο αμπέλι ήθελε. Εμείς οι μικροί πηγαίναμε για να βρούμε ότι είχε ξεφύγει από τους τρυγητές, τα ΠΑΡΑΚΟΥΔΟΥΝΑ. Τίποτε το σπουδαίο, αλλά εμείς είμαστε ευτυχείς γιατί αυτά είχαμε σαν δεδομένα.


ΤΑ ΠΑΡΑΚΟΥΔΟΥΝΑ

Ο Ήλιος κατέβηκε χαμηλά στον ουρανό και μας κοιτά λοξά γιατί βιάζεται να δύσει. Οι πελαργοί και τα χελιδόνια έλαβαν εγκαίρως το τελευταίο μήνυμά του, καθώς τους έκλεινε κρυφά και με νόημα το μάτι πίσω από εκείνο το βαρύ μαύρο σύννεφο και ξεκίνησαν κατά μεγάλα σμήνη για τις χώρες του Νότου.
Είμαστε στο Φθινόπωρο και αισθανόμαστε την υγρή και ήρεμη αγκαλιά του.
Η ροδοδάκτυλη Ηώ απλώνει κάθε πρωί, σαν μαγική σκόνη, το λευκό πέπλο της πάνω στην γη, κι όλα μοιάζουν σαν ψεύτικα είδωλα μέσα από θολό καθρέπτη.
Οι πρώτες θερμές ακτίνες του Ηλίου σκορπούν την μαγεία τους και διαχέονται στα χρώματα της Ίριδας απ’ τις δροσοσταλίδες.
Ο δροσερός αέρας πάλλει τα σκουριασμένα φύλλα των δένδρων βοηθώντας τα να κάμψουν τον μίσχο τους, να περιδινηθούν στον τελευταίο χορό τους, λίγο πριν σπάσει και η τελευταία ίνα που τα συγκρατεί, κι αφού πλανηθούν στις ανάλαφρες δίνες του, τα εναποθέτει μαλακά να κοιμηθούν στην αγκαλιά της μάνας γης που ζήλευσαν το χρώμα της.
Τα πρωτοβρόχια χόρτασαν το ραγισμένο καλοκαιριάτικο χώμα και έκλεισαν τις χαίνουσες πληγές του, ανασταίνοντας τους αδρανείς σπόρους του και το γέμισαν πάλι με αγριόχορτα κι αγριολούλουδα. Τα σαλιγκάρια άδραξαν την ευκαιρία να κεντήσουν πολύπλοκα μονοπάτια με το σάλιο τους κατά την πρωινή έξοδό τους από τις χωμάτινες φωλιές τους, για να χαρούν τον ουρανό και τον υγρό αέρα στον δύσκολο αγώνα της επιβίωσής τους, προτού απειληθεί με στέγνωμα το δέρμα τους από τις ακτίνες του Ηλίου.
Σφυρίγματα, φωνές γεωργών και χλιμιντρίσματα ιδρωμένων αλόγων, τα οποία ασθμαίνοντας ραντίζουν με την αχνιστή αναπνοή τους το χώμα που πατούν, στην προσπάθειά τους να σύρουν το βαρύ σιδερένιο αλέτρι, με το υνί του να σχίζει με δυσκολία βαθειά αυλάκια και να σωρεύει πλάι του νωπές γυαλιστερές σκουρόχρωμες μπλάνες που καθώς στοιχίζονται η μία κατόπιν της άλλης με ρυθμό και ακρίβεια μοιάζουν με μολυβιά κύματα φεγγαρόλουστης βραδιάς σε απάνεμο λιμάνι. Ο ηλιοκαμένος και σκληροτράχηλος γεωργός, κρατώντας στιβαρά την εχέτλη, αναγκασμένος να ακολουθεί ένα περίεργο κουτσό βήμα, φροντίζει να οδηγεί με σχέδιο και σύνεση τα ζώα, ώστε να βρίσκονται εναλλάξ και αυτά πότε στο αυλάκι που ανοίχτηκε και πότε στο ίσιο χώμα, όπως άλλωστε το αριστερό και το δεξί πόδι του.
Στα στενά σοκάκια του χωριού καταλάγιασαν οι πρωινές φωνές των παιδιών, γιατί μαζεύτηκαν στο σχολείο ενώ τα πιο μικρά κοιμούνται ακόμη ή στριφογυρίζουν στις ποδιές των γιαγιάδων που γνέθουν μαλλί για τον αργαλειό με την ηλακάτη και το σφοντύλι στα χέρια, καθισμένες στις αυλόπορτες των σπιτιών.
Είναι Σάββατο απόγευμα και το σχολείο, όπως και το απόγευμα της Τετάρτης, παραμένει κλειστό. Η ομήγυρη συγκεντρώθηκε στην Μαγούλα και αποφάσισε να ξεκινήσει για τα αμπέλια που βρίσκονται ανατολικά, αμέσως έξω του χωριού.
-         Θα πάμε σήμερα για Παρακούδουνα;
-         Ναι! Ναι, με μια ομοβροντία όλοι μας.
Ναι, έτσι τα ονομάτιζαν οι παλιότεροι και θα αρχίσουμε από την επάνω βόρεια μεριά σήμερα. Περίπατος, παιχνίδι και περιπέτεια μέσα στην φύση, γνωριμία κι αντιπαράθεση με αυτήν, επιστροφή κοντά της, αρχέγονες ίσως παρορμήσεις του θηρευτή ή συλλέκτη οπωρών ανθρώπου, συνέχιση ενός πανάρχαιου εθίμου, μίμηση ή κάποια άγνωστη ανάγκη μας. Ποιος ξέρει. Ίσως κάτι απ’ όλα αυτά, ίσως όλα αυτά, ίσως και τίποτε. Τι σημασία έχει.
Ο τρύγος έχει τελειώσει για το χωριό μας και ο μούστος, στα ξύλινα ελάτινα ή δρύινα βαρέλια των υπογείων, κοχλάζει και αφρίζει γεμίζοντας τον αέρα του χώρου με την υπόξινη έντονη οσμή της ζύμωσης καθώς αόρατοι μύκητες μετουσιώνουν τα σάκχαρα σε οινόπνευμα. Κι όταν παύσει ο βρασμός θα τοποθετηθούν επιμελημένα τα πώματά τους και θα σφραγιστούν ερμητικά με γύψο και λειωμένο παλιό ρετσίνι, ίζημα του περυσινού ρετσινάτου κρασιού. Και αν οι καιρικές συνθήκες ευνοήσουν, επάνω στον μήνα θα ανοίξουν οι ξύλινες περίτεχνες στρόφιγγες για την πρώτη λήψη και δοκιμή.
Οι δραγάτες εγκατέλειψαν την πρόχειρη και προσωρινή διώροφη ξύλινη καλύβα τους, σκεπασμένη και περιτοιχισμένη με τρυφερά πράσινα με τις φυλλωσιές τους καλάμια, στο μικρό υψωματάκι Δραγατσούλα, το οποίο δεσπόζει σαν παλιά φρυκτωρία, όλης της έκτασης του αμπελώνα, όπου και πέρασαν νυχθημερόν, σχεδόν όλο το καλοκαίρι, εποπτεύοντας και διαφυλάσσοντας ακέραιες τις επικείμενες σοδειές των νοικοκυραίων.
Οι αλεπούδες έκαναν τις βόλτες τους κι αυτές στ’ αμπέλια, τα πουλιά, οι μέλισσες, οι σφήκες έλαβαν το μερίδιό τους. Οι σκαντζόχοιροι, αφού τίναξαν, με περισσή τέχνη και επιτηδειότητα, τους σκώλους και τα κλαριά, κυλίστηκαν επάνω στα τσαμπιά και στις σκορπισμένες εδώ και εκεί ρόγες και ότι καρφώθηκε στις ακτινωτές βελόνες του δέρματός των το μετέφεραν με προσοχή στις φωλιές τους. Και όμως κάτι έχει μείνει ακόμη στα αμπέλια και εμείς το υποψιαζόμαστε. Άλλωστε το έχουμε ακούσει και στις διηγήσεις των μεγαλυτέρων.
Η εφευρετικότητα, η μίμηση, η ανιδιοτέλεια και η περιέργειά μας θα το ανακαλύψει και στο τέλος θα αρκεστεί με υπερηφάνεια και ικανοποίηση στο ελάχιστο αυτό εύρημα που ξέφυγε από τους τρυγητές αλλά και από τα άγρια ζώα.
Υπάρχουν ακόμη τα παρακούδουνα και μας περιμένουν. Η πρόσβαση στα αμπέλια είναι πλέον ελεύθερη για οποιονδήποτε. Χωριζόμαστε σε ομάδες ή ανοιγόμαστε σε κατά πλάτος παράταξη, ο ένας πλάι στον άλλον και σε κάποια απόσταση αναμεταξύ μας και αρχίζουμε, στην κυριολεξία, το χτένισμα του κάθε αμπελιού που εισβάλλουμε. Προχωρώντας όλοι μαζί, σαν η πρώτη γραμμή αρχαίας φάλαγγας, δουλεύουν τα πόδια, τα χέρια σπρώχνουν αριστερά και δεξιά κλαριά, φύλλα, ψηλά χόρτα, που πολλές φορές όλα αυτά είναι περιπεπλεγμένα και μας τραυματίζουν, ενώ τα μάτια γρήγορα, αεικίνητα και αετίσια προσπαθούν να ανιχνεύσουν μέσα στην καφεπράσινη ομοιομορφία, πίσω από κάθε σκώλο, πλάι σε κάθε κλαρί, κάτω από κάθε φύλλο, εκείνο το ξεχασμένο από τους τρυγητές μικρό τσαμπί με τις δυο, άντε τρεις, στην καλλίτερη των περιπτώσεων πέντε ρόγες όλες και όλες, που σαν μικρά λιλιπούτεια καμπανάκια - ιδού γιατί και παρακούδουνα τα αποκάλεσαν κάποιοι πριν από εμάς - να προκαλούν ένα επιφώνημα νίκης και να διαγράφουν ένα χαρούμενο χαμόγελο σε αυτόν που τα βρήκε.
Τι ικανοποίηση! Τι αυταρέσκεια! Τι χαρά για την πρωτιά, για την ικανότητα του ανιχνευτή, του επιτήδειου. Οποία τύχη!
Τα παρακούδουνα θα κοπούν, θα επιδειχθούν δεόντως στην ομήγυρη για επιβεβαίωση του τροπαίου, θα καθαριστούν γρήγορα και επί τόπου με το απλό στριφογύρισμα της κάθε ρόγας στα δάκτυλα, πού ήδη είναι σκονισμένα και κολλούν κιόλας, και αμέσως η στιγμή της μικρής απόλαυσης από την ελάχιστη σάρκα σταφυλιού και δόσης γλυκόξινου μούστου της δροσερής ρόγας, ως αποζημίωση της απογευματινής κουραστικής εξόδου. Κι αν κάποιος παρά είναι τυχερός θα δώσει και στους άλλους.
Η επιχείρηση, βεβαίως, παρακούδουνα, δεν περιορίζεται μόνον σε αυτά. Εκτός από τις ελάχιστες μαύρες, κόκκινες ή ξανθές ρόγες, η περιοχή προσφέρει και άλλες λιχουδιές. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία από μαυροκόκκινα ώριμα βατόμουρα στα όρια των αμπελιών, στα πρανή των ρεμάτων και στις άκρες των χωμάτινων δρόμων. Το κιτρινοπράσινο, στυφό, χνουδωτό και υπόξινο κυδώνι που στεγνώνει το στόμα. Κάποιο ξεχασμένο κόκκινο ρόδι, στο απρόσιτο κλαρί, όχι για εμάς όμως, βαρετό λίγο στο καθάρισμα με τους νοστιμότατους όμως σπόρους του. Κάποιο μήλο που δεν λέει να κοκκινίσει, και η πελώρια καρυδιά με τα νόστιμα καρύδια της που μαυρίζουν τα χέρια και τα χείλια και θα περάσουν πολλές ημέρες για να καθαρίσουν.
Η συγκομιδή, που δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, καταναλώθηκε επί τόπου. Ο Ήλιος άρχισε να δύει και κατακουρασμένοι, σκονισμένοι, με τα χέρια να κολλούν από το σμήγμα σκόνης και μούστου, με κάποιο σχίσιμο των ρούχων μας ή και μικροτραυματισμό από τα βάτα και τα αγκαθωτά κλαριά, αλλά ευχαριστημένοι και ευτυχείς θα επιστρέψουμε στα σπίτια μας και θα έχουμε να διηγούμαστε πάρα πολλά ως το προσεχές Σάββατο. Τις ημέρες και νύχτες που θα μεσολαβήσουν τα άγρια ζώα και τα πουλιά θα συνεχίσουν απερίσπαστα και ελεύθερα πάλι, την αναζήτησή τους. Η κατάληψη του ζωτικού τους χώρου, από εμάς ήταν πολύ σύντομη.
Η ώρα περνά και ένα ερώτημα με απασχολεί, όσο και ο πονόκοιλος που με ταλανίζει. Όχι και τόσο ενοχλητικός αλλά μήτε και σπάνιος.
Άραγε τα πουλιά και τα άλλα ζώα έχουν και αυτά πονόκοιλο όταν τρώνε άπλυτα και σκονισμένα αυτά που και εμείς φάγαμε; Ποιος ξέρει; Ίσως το πεπτικό και ανοσοποιητικό τους σύστημα να είναι αλλιώς διαμορφωμένο.
Η καμπάνα του χωριού σήμανε τον εσπερινό. Κατά ομάδες οι αργατιές κουρασμένων ανθρώπων καθώς συγκλίνουν προχωρώντας προς τον κεντρικό χωμάτινο δρόμο από κάθε χωράφι αυξάνουν την μακρόσυρτη ουρά και μοιάζουν από μακριά σαν μικρά ρυάκια που χύνονται και φουσκώνουν το ρεύμα του ποταμού.
Άλογα με σταθερό περήφανο βήμα φορτωμένα με μεγάλες και μικρές σκούρες ή λευκές σάκες γεμάτες με την συγκομιδή του βαμβακιού της ημέρας και υπομονετικά γαϊδουράκια που μεταφέρουν στην ράχη τους ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες ή διάφορες άλλες χρηστικές αποσκευές και δεμάτια με χόρτα για τα μικρότερα τετράποδα του σπιτιού συμπληρώνουν το σκηνικό.
Οι περισσότεροι προχωρούν πεζοί. Ηλιοκαμένοι άνδρες με τραγιάσκες και γυναίκες με διπλά μαντήλια στο κεφάλι και μακριά μανίκια με σούρες μέχρι τα νύχια τους, για την προστασία τους από τις ακτίνες του Ηλίου. Προβατίνες, γίδες, σκύλοι και κάποια αγελάδα. Όλοι και όλα επιστρέφουν, μετά από μία τουλάχιστον δωδεκάωρη απουσία, στην θαλπωρή του σπιτιού και της φάτνης. Οι άνθρωποι πρέπει να πλυθούν και να ετοιμάσουν τα γιορτινά τους γιατί αύριο είναι ημέρα ξεκούρασης και περισυλλογής. Εμείς τα παιδιά, μετά από τον συντεταγμένο εκκλησιασμό, και ως την ώρα του κυριακάτικου φαγητού θα κάνουμε την συνηθισμένη εξόρμησή μας στα πέριξ του χωριού εξωκλήσια και θα ανεβούμε στην ακρόπολη του Πανοπέως, να θαυμάσουμε για πολλοστή φορά τις στιβαρές επάλξεις του και το κυκλώπειο τείχος του εξακοντίζοντας την φαντασία μας για τους γίγαντες που το έχτισαν και ίσως, ακόμη και σήμερα, τα βράδια να το φυλάνε συνεχίζοντας άοκνοι τις περιπολίες τους.

Άγιος Βλάσιος Λεβαδείας.

ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑΠανοπεας, Μαγουλα, Αλεπου, σκαλια, κουκουγερο, τρυγος, αμπελι, δραγατης, αγροφυλακας, ΠΑΡΑΚΟΥΔΟΥΝΑ, Γκανασος, Αγιος Βλασιος, Λεβαδεια, Λιβαδια, Βοιωτια
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ