Το δημοτικό τραγούδι των Κολοκοτρωναίων


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ, ΕΔΩ.


«Το Τραγούδι των Κολοκοτρωναίων»

Η αρχαιότερη σωζόμενη παραλλαγή του δημοτικού «Το Τραγούδι των Κολοκοτρωναίων» είναι στην συλλογή του Werner von Haxthausen με τον τίτλο "Neugriechische Volkslieder" / «Νεοελληνικά λαϊκά τραγούδια» (του 1814).[1] 

Χριστέ, και τι να γίνανε οι Κολοκοτρωναίοι;
Μηδέ στην Μάνη φαίνονται, μηδέ στον Μέγα Λάκκο.

Ο Θοδωράκις κάθεται στην Ζάκυθο[2], στο Κάστρο,
και τον Μοριάν αγνάντευε, και τον Μοριά 'γναντεύει.

Γλιέπει[3] τους κάμπους πράσινους[4] και τα βουνά μαυρίζουν.
Και του 'ρθε 'σαν παράπονο, κι αρχίνησεν να κλαίγει[5].

- Γιαννάκη! Πού 'ν τ' αδέρφια μας, ο Κώστας κι ο Θανάσης
κι ο Γιώργος που πάντά 'τανε, ο δόλιος, παλληκάρι;

- Μωρ' κιο[6] τους τρεις τους κλείσανε μέσ' 'σ 'το μαναστηράκι[7].
Τρεις μέρες κάναν πόλεμο και τρία μερονύχτγια[8]

Χωρίς ψωμί. Χωρίς νερό. Χωρίς κανένα πράμα.
Και το γιουρούσι εκάμανε με το σπαθί στο χέρι.

Τον Γιώργο τον σκοτώσανε. Τους άλλους ελαβώσαν.


«Των Κολοκοτρωναίων»
(Παραλλαγή Γορτυνίας Αρκαδίας)

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά, κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
που 'χουν τ' ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται την γη να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν' αντίδερο[9] απ’ του παππά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη τον Χριστό τις ασημένιες πάλλες.
«Χριστέ μας, 'βλόγα τα σπαθιά, 'βλόγα μας και τα χέρια».
Κι ο Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
«Τούτ' οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ', στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι[10],
εγώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς[11] μου,
ν' αφήσω την διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,
'τι θα περάσω θάλασσα, στην Ζάκυνθο θα πάω».

ΠΗΓΗ: Το γνήσιο γορτυνιακό τραγούδι. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 8.10.2018.


ΣΧΟΛΙΑ Γ. Λεκάκης: "Ανθολογία ελληνικής Δημοτικής ποίησης":



[1] Επανεκδόθη από τον Gustav Soyter (Μύνστερ, 1935), αρ. 3.
[2] Ζάκυνθος.
[3] Γλιέπω = βλέπω.
[4] Πράσινους, όχι από το χρώμα της φύσης, αλλά από τους Τούρκους, που ήταν το χαρακτηριστικό χρώμα της φορεσιάς τους.
[5] Κλαίγω = κλαίω.
[6] Κιο = και.
[7] Μοναστηράκι.
[8] Μερονύχτγια = μερονύχτια.
[9] Αντίδερο = αντίδωρο.
[10] Λεοντάρι.
[11] Εδικός = ιδικός, δικός.

ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: δημοτικο τραγουδι, Κολοκοτρωνης, κλεφτες, κλεφτης, κλεφτουρια, Κολοκοτρωναιοι, ασημι, παλλα, παλας, αλογο, εκκλησια, αντιδωρο, παππας, Παναγια, φλουρι, Χριστος, τραγουδι, Βλαχογιαννης. δημοτικο, ποιηση, λογοτεχνια, Το Τραγουδι των Κολοκοτρωναιων, παραλλαγη, Χαξτχαουζεν, Νεοελληνικα λαικα τραγουδια, 1814, χριστος, Κολοκοτρωνηδες, Μανη, Μεγας Λακκος, Ζακυθος, Καστρο, Μοριας, παραπονο, παλληκαρι, πολεμος, ψωμι, νερο, γιουρουσι, σπαθι, λαβωματια, Γορτυνια Αρκαδιας, Αρκαδια, κουμπι, τσαπραζι, Καβαλα, υπνος, υπνοφαντασια, ονειρο, θολο ποταμι, Λονταρι, Καρυταινα, διαθηκη, γορτυνιακο τραγουδι, Ανθολογια, Δημοτικη ποιηση, Σοιτερ, Μυνστερ, 1935, γλιεπω, βλεπω, πρασινο, Τουρκοι, Μοναστηρι, Λεονταρι
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ