ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ - του Γ. Καραμαδούκη

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ,
Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Του Γιώργου Καραμαδούκη

 

Η ΙΔΡΥΣΗ


Η έναρξη των εργασιών για την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 324 μ.Χ.[1]. Οι εργασίες αυτές χρηματοδοτήθηκαν από τα λάφυρα του Λικινίου και από δημευθέντα αντικείμενα αξίας αρχαίων ελληνικών ναών[2]. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ.[3], ωστόσο η πόλη φαίνεται πως παρέμεινε ως ένα είδος εργοταξίου ως και το 336 μ.Χ.[4]. Στα εγκαίνια κατά τα οποία η πόλη αφιερώθηκε στην προστασία της Παναγίας Θεοτόκου, έγιναν θρησκευτικές τελετές στον Ιππόδρομο, μοιράστηκε σιτάρι και διεξήχθησαν αγώνες[5]. Οι πανηγυρισμοί κράτησαν για σαράντα ημέρες και γινόταν για πολλούς αιώνες αργότερα σαν γενέθλια ημέρα της Πόλης[6].


Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ, το 1875,
χαρακτικό του Cassell ή Appleton, Λονδίνο ή Νέα Υόρκη,
για την Picturesque Europe, έκδ. Bayard Taylor.

 

ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΙΔΡΥΣΕΩΣ ΤΗΣ


            Η Κωνσταντινούπολη προσφερόταν από στρατηγικής απόψεως για καλύτερη αμυντική οργάνωση και αντιμετώπιση των ενίοτε εχθρών της. Ήδη πριν τον Κωνσταντίνο η Τετραρχία[7] που διοικούσε την αυτοκρατορία, είχε αποδυναμώσει τον ρόλο της Ρώμης ως πρωτεύουσας ενισχύοντας πόλεις, οι οποίες βρίσκονταν κοντά στα σύνορα και στο θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων[8].

             Έχοντας τον Βόσπορο ανατολικά, τον Κεράτιο Κόλπο βόρεια και την Θάλασσα του Μαρμαρά νότια αποκτούσε μια φυσική θαλάσσια προστασία, η οποία πολύ δύσκολα θα μπορούσε να παραβιαστεί από τον εχθρικό στόλο[9]. Το μόνο αμυντικό της μειονέκτημα ήταν το δυτικό της χερσαίο σύνορο, το οποίο όμως ο Μέγας Κωνσταντίνος κάλυψε με ισχυρά τείχη[10]. Βέβαια την περίοδο της βασιλείας του όλη η Θράκη ήταν υποταγμένη και δεν υπήρχε άμεση απειλή[11].

            Ένα άλλο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν η ύδρευση της πόλης, καθώς σε περιπτώσεις πολιορκιών θα έπρεπε να διαθέτει μεγάλες ποσότητες νερού. Ήδη όμως, υπήρχε υδραγωγείο από την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού (το λεγόμενο υδραγωγείο του «Βάλεντος») [12], το οποίο κατέληγε σε κινστέρνες, δηλαδή δεξαμενές. Η πόλη διέθετε ακόμα δυο οχυρωμένους λιμένες στον Κεράτιο κόλπο[13] (Νεώριον, Προσφόριον), που προσέφεραν σπουδαίες αμυντικές διευκολύνσεις. Επίσης μέσω των λιμένων της μπορούσε να εξασφαλιστεί η τροφοδοσία της πόλης με σιτηρά τόσο από την Αίγυπτο όσο και από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας

 

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΙΔΡΥΣΕΩΣ ΤΗΣ


            Ήδη όπως αναφέραμε η στρατηγική ανάγκη αντιμετώπισης των εχθρών της αυτοκρατορίας οδήγησε στην επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως νέου κέντρου. Βεβαίως τους πρώτους αιώνες συνέχισε να είναι υποδεέστερη της Ρώμης, αλλά η λειτουργία της ως μεγαλούπολης απαιτούσε διοικητικούς θεσμούς. Ο Μέγας Κωνσταντίνος δημιούργησε λοιπόν μια νέα Σύγκλητο, η οποία όμως, δεν είχε την δύναμη της αντίστοιχης που υπήρχε στην Ρώμη. Ωστόσο αύξησε σταδιακά τον αριθμό των μελών της από 300 σε 2000[14].

            Ο Κωνσταντίνος εφάρμοσε πολιτική αύξησης του πληθυσμού, ο οποίος αποτυπώνεται στην ανέγερση δημοσίων κτηρίων και στην πολεοδομική οργάνωση της πόλης. Διεύρυνε τον ιππόδρομο, έκτισε το παλάτι της Δάφνης, κατασκεύασε το Αυγουσταίον (πλατεία προς τιμήν της μητρός αυγούστας Ελένης), δημιούργησε το Forum (αγορά) όπως και την Μέση (κεντρική λεωφόρος), καθώς και άλλες λεωφόρους με κιονοστιχίες και δευτερεύοντες δρόμους κυκλοφορίας οχημάτων και με άνετα μαγαζιά[15]. Εκτός αυτού όμως, από το 332 μ.Χ. χορηγούσε δωρεάν άρτο σε όσους οικοδομούσαν κατοικίες, αποσπώντας για τον λόγο αυτό μέρος του αιγυπτιακού σίτου, που προορίζονταν για την Ρώμη[16].  

            Ο αυτοκράτορας διαβλέποντας την ενδυνάμωση της χριστιανικής θρησκείας, κυρίως στις ανατολικές ελληνόφωνες περιοχές της αυτοκρατορίας, άρχιζε να εφαρμόζει πολιτική εκχριστιανισμού[17]. Ωστόσο διατήρησε μια ισορροπία μεταξύ παλαιάς και νέας θρησκείας, ιδρύοντας τόσο ειδωλολατρικούς ναούς (Ρέας και Τύχης) [18] όσο και χριστιανικούς (Αγία Ειρήνη, Αγίων Μοκίου και Ακακίου, Αγίων Αποστόλων) [19].

            Η γεωγραφική θέση της Κωνσταντινούπολης, μπορούσε να την καταστήσει ένα σπουδαίο οικονομικό κέντρο. Βρισκόμενη στο σταυροδρόμι δύο ηπείρων και ελέγχοντας το πέρασμα στην Μαύρη Θάλασσα και στην Ασία αποκτούσε σπουδαία δυναμική. Εμπορικοί δρόμοι κατέληγαν σε αυτήν, όπως η Εγνατία οδός και άλλοι ξεκινούσαν με κατεύθυνση προς την Άγκυρα[20]. Τέλος ως διαμετακομιστικό λιμάνι η Κωνσταντινούπολη εισέπραττε πολλά κέρδη από τα τελωνιακά έσοδα[21].

           

Η ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΩΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ


            Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα, το οποίο οδήγησε στην καθιέρωση της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, ήταν αυτό της αλώσεως του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους το 476 μ.Χ. από τον Οδόακρο[22]. Ωστόσο η «Νέα Ρώμη» είχε ήδη μπει σε τροχιά πληθυσμιακής, οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης που την εδραίωναν δικαιωματικά ως το νέο κέντρο του βυζαντινού κράτους.


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΕΔΩ.


ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ


            Από το 360 μ.Χ. διαπιστώνεται μια μεγέθυνση του αστικού χώρου της πόλης, που δηλώνει και την πληθυσμιακή της ανάπτυξη[23]. Από 100.000 κατοίκους το 400 μ.Χ., ο πληθυσμός φθάνει τους 400.000 τον 6ο αιώνα μ.Χ.[24]. Μάλιστα η αλματώδης αυτή αύξηση του πληθυσμού ανάγκασε τον Ιουστινιανό τον Α΄ να λάβει μέτρα κατά του μεταναστευτικού κύματος προς την πόλη[25].

            Έχουμε την κατασκευή νέων λιμένων στην Προποντίδα (Ιουλιανός λιμένας και λιμένας του Θεοδοσίου)[26]. Επίσης οι ανάγκες υδροδοτήσεως της πόλης οδηγούν στην κατασκευή τριών τεράστιων ανοικτών κινστέρνων (του Αετίου το 421, του Άσπαρος το 459 και του αγίου Μωκίου μάλλον επί βασιλείας Αναστασίου) και μιας κλειστής, η οποία ονομάστηκε Βασιλική επί Ιουστινιανού του Α΄ [27].

            Όσο αφορά την οχύρωση ο Μέγας Θεοδόσιος κατασκεύασε νέο τείχος (404-413 μ.Χ.) περικλείοντας εντός της πόλης επιπλέον έκταση, που αντιστοιχούσε σε τόξο κύκλου βάθους 2 χλμ. πέρα από το τείχος του Κωνσταντίνου[28]. Επίσης δημιουργήθηκαν νέα Forum, όπως αυτά του Θεοδοσίου, του Αρκαδίου , του Μαρκιανού και του Λέοντα του Α΄[29].


Ο ΕΚΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ


            Από την πολιτική εξισορρόπησης της χριστιανικής θρησκείας με αυτής των εθνικών[30] που ακολούθησε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας και την επιστροφή στον παγανισμό από τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, το βυζαντινό κράτος προχωρά τώρα με γοργά βήματα στον εκχριστιανισμό των υπηκόων του. Όσο αφορά την βυζαντινή πρωτεύουσα ο οριστικός εκχριστιανισμός της ανάγεται μετά τα εγκαίνια της πρώτης «Μεγάλης Εκκλησίας» (Αγία Σοφία) το 360 μ..Χ. [31] .

            Μετά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως από τον Θεοδόσιο τον Μέγα το 381 μ..Χ. η χριστιανική θρησκεία επιβλήθηκε οριστικώς στην αυτοκρατορία. Επί δυναστείας του Θεοδοσίου μάλιστα ανεγέρθησαν πολλές εκκλησίες και έκλεισαν αρχαίοι ναοί[32]. Πέραν των εκκλησιών κατασκευάστηκαν πολλά μοναστήρια. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 536 μ.Χ. ο αριθμός τους έφθασε τα 73, με πιο γνωστό αυτό του πατρικίου Στουδίου[33].          

            Ξέχωρη θέση στον χριστιανικό κόσμο και μνημείο παγκοσμίου θαυμασμού αποτέλεσε και αποτελεί η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, η οποία κατασκευάστηκε επί Ιουστινιανού του Α΄ μεταξύ των ετών 532-537[34]. Το καταπληκτικό αυτό αρχιτεκτόνημα έγινε σύμβολο του νέου δόγματος, το οποίο αποτέλεσε πυλώνα ενότητας της αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε επίσης το κέντρο της ορθόδοξης πίστεως και σε αυτήν έγιναν 4 από τις 7 αναγνωρισμένες Οικουμενικές Συνόδους.


 ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ


            Ο υιός του Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος ο Β΄ αναβάθμισε την Σύγκλητο προσπαθώντας να την εξομοιώσει με αυτήν της Ρώμης. Μάλιστα κατά τα μέσα του 5ου αιώνος η Σύγκλητος έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εκλογή του αυτοκράτορα, στα δικαστικά καθήκοντα και στις διπλωματικές αποστολές[35] .

            Ο Κωνστάντιος ο Β΄, ενδιαφέρθηκε επίσης για την πνευματική ανάπτυξη της πόλης δημιουργώντας μεγάλη βιβλιοθήκη δεκάδων χιλιάδων βιβλίων, η οποία λειτούργησε και ως κέντρο αντιγραφής αρχαίων έργων[36]. Επί Θεοδοσίου του Β΄ ιδρύθηκε εκπαιδευτικό ίδρυμα πανεπιστημιακού επιπέδου, το Πανδιδακτήριο (425 μ.Χ.) [37]. Με το κλείσιμο της Σχολής της Αθήνας από τον Ιουστινιανό το 529 μ..Χ.[38] η Κωνσταντινούπολη κατέστη το κυρίαρχο πνευματικό κέντρο της περιόδου, καθώς το Πανδιδακτήριο εξακολουθούσε την λειτουργία του.

            Το 855 μ.Χ. θα δημιουργηθεί σε αυτήν από τον Καίσαρα Βάρδα η Σχολή της Μαγναύρας και το 1045 μ.Χ. επί Κωνσταντίνου Μοναμάχου η Νομική Σχολή με επικεφαλής τον Ιωάννη Ξυφιλίνο.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ


            Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης υπαγορεύθηκε από λόγους γεωστρατηγικής και οικονομικής φύσης. Σχεδόν περικυκλωμένη από το θαλάσσιο στοιχείο αποκτούσε ένα φυσικό ισχυρό οχυρό, διαθέτοντας ταυτόχρονα καλά προστατευμένους πολεμικούς λιμένες για τον ναυτικό της. Πέραν τούτου μπορούσε να τροφοδοτεί την πόλη από τους σιτοβολώνες της Μαύρης Θάλασσας, να εισάγει με μεγαλύτερη ασφάλεια προϊόντα από την Μ. Ασία και να ελέγχει τους εμπορικούς δρόμους πλουτίζοντας από τα τελωνειακά τέλη.

            Η Κωνσταντινούπολη με την πάροδο των χρόνων κατέστη νέα πρωτεύουσα του Βυζαντίου, καθώς ισχυροποιήθηκε αμυντικά, αυξήθηκε πληθυσμιακά και εκχριστιανίστηκε σε μεγάλο βαθμό. Ιδιαίτερα κατά τον 5ο αιώνα που καταλύεται το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, απομένει πλέον ως η πιο ισχυρή πόλη της αυτοκρατορίας. Πέραν της υλικής της δύναμης αναπτύσσει πνευματικό βίο με την δημιουργία πανεπιστημίου και σπουδαίας βιβλιοθήκης, έλκοντας σημαντικούς λογίους. Μετά την πρώτη πτώση της από τους σταυροφόρους της Δ σταυροφορίας το 1204 η Βασιλεύουσα θα πάψει να οριστικά να βασιλεύει με την άλωσή της από τις ορδές των Οθωμανών του Μωάμεθ Β' στις 29 Μαίου του 1453. Από τότε θα την συνοδεύσουν θρύλοι και το όνομά της θα συνδεθεί με την Μεγάλη Ιδέα και το ξύπνημα του μαρμαρωμένου Βασιλιά. Χρέος όλων των Ελλήνων συνιστά η απελευθέρωσή της.

 

« Ὦ Κωνσταντίνου κλεινὸν ἕδος μεγάλου,

Ὁπλοτέρη Ῥώμη, τόσσον προφέρουσα πολήων,

Ὁσσάτιον γαίης οὐρανὸς ἀστερόεις»·

 

(Ω ένδοξε ναέ του Μεγάλου Κωνσταντίνου,

νεότερη Ρώμη, τόσο ξεπερνάς κάθε άλλη πόλη,

όσο τη γη ο έναστρος ουρανός)

 

Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ποιήματα

(Ιʹ. Πρὸς τοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἱερέας, καὶ αὐτὴν τὴν πόλιν),

PG 37, 1027, μετάφρ. G. Dagron)

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1) Αθανασιάδη-Fowden, Π., «Ο Μέγας Αιών», (324-3295), στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978.

2) Γιαννόπουλος, Ι., «Γλώσσα και παιδεία στο Βυζάντιο», στο Ι. Γιαννόπουλος, κ.ά., Εισαγωγή στον ελληνικό πολιτισμό, τ.Β΄, Σημαντικοί σταθμοί του ελληνικού πολιτισμού. Ε.Α.Π, Πάτρα, 2000, σσ. 337-359.

3) Παπαρηγόπουλος, Κ., «Τέλος της ρωμαϊκής κυριαρχίας», στο Παπαρηγόπουλος, Κ., κ.ά., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ΄, Εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα 1993, σσ. 289-311.

4) Παπαρηγόπουλος, Κ., «Ιουστινιανός», στο Παπαρηγόπουλος, Κ., κ.ά., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ε΄, Εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα 1993, σσ. 68-130.

5) Πέννα, Β., «Βυζαντινοί Θεσμοί», στο Πέννα, Β., κ.α., Ελληνική Ιστορία, τ. Β΄: Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σσ. 21-70.

5) Berger, A., Κωνσταντινούπολη, ιστορία, τοπογραφία, θρησκεία, επιμ. Σταυράκος, Χ., μτφρ. Τσατούλης, Χ., Ηρόδοτος, Αθήνα 2013.

6) Koder, J., Το Βυζάντιο ως χώρος, μτφρ. Σταθακόπουλος, Δ., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004.

7) Morrisson, C., «Η πρωτεύουσα», στο Ο Βυζαντινός Κόσμος, τ. Α΄, Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (330-641), Πόλις, Αθήνα 2007.


ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 15.1.2021.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]Berger, A., Κωνσταντινούπολη, ιστορία, τοπογραφία, θρησκεία, επιμ. Σταυράκος, Χ., μτφρ. Τσατούλης, Χ., Ηρόδοτος, Αθήνα 2013, σ.25.

[2] Στο ίδιο.

[3] Στο ίδιο.

[4] Αθανασιάδη-Fowden, Π., «Ο Μέγας Αιών», (324-3295), στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, σ. 40.

[5] Παπαρηγόπουλος, Κ., «Ο Χριστιανικός Ελληνισμός ως το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου», στο Παπαρηγόπουλος, Κ., κ.ά., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ΄, Εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα 1993, σσ. 165-222., σ. 202.

[6] Στο ίδιο, σ. 203.

[7] Η Τετραρχία (Αρχή των τεσσάρων) ήταν ένα σύστημα διακυβέρνησης που δημιουργήθηκε το 293 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Διοκλητιανό, με σκοπό να λυθούν τα σοβαρά στρατιωτικά και πολιτικά προβλήματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

[8] Morrisson, C., «Η πρωτεύουσα», στο Ο Βυζαντινός Κόσμος, τ. Α΄, Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (330-641), Πόλις, Αθήνα 2007, σσ. 269-278, σ. 269.

[9] Πέννα Β,. «Βυζαντινοί Θεσμοί», στο Πέννα, Β., κ.α., Ελληνική Ιστορία, τ. Β΄: Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σσ. 21-70,σ. 25.

[10] Στο ίδιο.

[11] Παπαρηγόπουλος, Κ., «Ο Χριστιανικός Ελληνισμός ως το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου», ό.π., σ. 198.

[12] Morrisson, C., «Η πρωτεύουσα», ό.π., σ. 270.

[13] Koder, J., Το Βυζάντιο ως χώρος, μτφρ. Σταθακόπουλος, Δ., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 158.

[14] Morrisson, C., «Η πρωτεύουσα», ό.π., σ. 273.

[15] Πέννα, Β., «Βυζαντινοί Θεσμοί», ό.π., σ. 26.

[16] Morrisson, C., «Η πρωτεύουσα», ό.π., σ. 273.

[17] Πέννα, Β., «Βυζαντινοί Θεσμοί», ό.π., σ. 27.

[18] Αθανασιάδη-Fowden, Π., «Ο Μέγας Αιών», ό.π., σ. 35.

[19] Πέννα, Β., «Βυζαντινοί Θεσμοί», ό.π., σ. 25.

[20] Morrisson, C., «Η πρωτεύουσα», ό.π., σ. 269.

[21] Berger, A., Κωνσταντινούπολη, ιστορία, τοπογραφία, θρησκεία ό.π., σ. 20.

[22] Παπαρηγόπουλος, Κ., «Τέλος της ρωμαϊκής κυριαρχίας», στο Παπαρηγόπουλος, Κ., κ.ά., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ΄, Εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα 1993, σσ. 289-311, σ. 310.

[23] Morrisson, C., «Η πρωτεύουσα», ό.π., σ. 273.

[24] Koder, J., Το Βυζάντιο ως χώρος, ό.π., σ. 162.

[25] Στο ίδιο.

[26] Morrisson, C., «Η πρωτεύουσα», ό.π., σ. 274.

[27] Στο ίδιο.

[28] Στο ίδιο.

[29] Berger, A., Κωνσταντινούπολη, ιστορία, τοπογραφία, θρησκεία ό.π., σ. 43-45.

[30] Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονταν κυρίως οι Έλληνες και άλλοι που δεν είχαν ασπαστεί τον χριστιανισμό αλλά θεωρούνταν ειδωλολάτρες, πολυθεϊστές ή παγανιστές.

[31] Morrisson, C., «Η πρωτεύουσα», ό.π., σ. 276.

[32] Berger, A., Κωνσταντινούπολη, ιστορία, τοπογραφία, θρησκεία ό.π., σ. 46.

[33] Στο ίδιο, σ. 49.

[34] Στο ίδιο.

[35] Πέννα, Β., «Βυζαντινοί Θεσμοί», ό.π., σ. 41.

[36] Γιαννόπουλος, Ι., «Γλώσσα και παιδεία στο Βυζάντιο», στο Ι. Γιαννόπουλος, κ.ά., Εισαγωγή στον ελληνικό πολιτισμό, τ.Β΄, Σημαντικοί σταθμοί του ελληνικού πολιτισμού. Ε.Α.Π, Πάτρα, 2000, σσ. 337-359, σ. 338-339.

[37] Παπαρηγόπουλος, Κ., «Τέλος της ρωμαϊκής κυριαρχίας», ό.π., σ. 292.

[38] Γιαννόπουλος, Ι., «Γλώσσα και παιδεία στο Βυζάντιο», ό.π., σ. 340.

Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ