Κι όμως… τον πιο ωραίο ορισμό της ποίησης τον έδωσε ο Πλάτων - Η ποιητική ματιά. «Θεωρίης ένεκεν» - της Αγγ. Κομποχόλη

Κι όμως… τον πιο ωραίο
ορισμό της ποίησης
τον έδωσε ο Πλάτων
Η ποιητική ματιά
«Θεωρίης ένεκεν»

Της Αγγελικής Κομποχόλη,

φιλολόγου, δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Κι όμως… τον πιο ωραίο ορισμό της ποίησης τον έδωσε ο Πλάτων, ο άνθρωπος που «κατέφλεξε», τα ποιήματά του, όταν συνάντησε τον Σωκράτη, για να ασχοληθεί αποκλειστικά με την φιλοσοφία [1]. Σκιαγραφώντας την ουσία της ποιήσεως, είπε μοναδικά: «Κάθε αιτία που μεταβαίνει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη είναι ποίησις και οι δημιουργοί αυτών ποιητές»[2]. Ποιητής ο θεός, ποιητής και ο άνθρωπος («καθ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν»), και εάν στον σωκρατικό ορισμό ο άνθρωπος «ἀναθρεῖ», ανασυλλογίζεται δηλαδή, «ἅ ὄπωπε»[3], αυτά που εμπειρικά είδε, τότε ο αναστοχασμός αυτός στην ορθολογική ματιά γίνεται επιστημονικός συλλογισμός ή φιλοσοφική σκέψη, στην ποιητική εκδοχή λογοτεχνικό αριστούργημα και στην εικαστική βραχογραφία κι έργο τέχνης[4].

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον ΠΛΑΤΩΝΑ, ΕΔΩ.

Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η ποίηση κινήθηκε σε μοναδικές τροχιές. Ξεκίνησε επικά με τον άνθρωπο να αντιλαμβάνεται την παντοδυναμία των θεών-αλληγορικά τις θείες, ανώτερες ποιότητες που έπρεπε να αναπτύξει μέσα του, υπερβαίνοντας τις επίγειες, σε μία προσπάθεια εξόχως δύσκολη. Ο Οδυσσέας έγινε το διαχρονικό σύμβολο αυτής της ανέλιξης και η αποστροφή στον εαυτό του «τέτλαθι κραδίη»[5] (άντεξε καρδιά μου) η επική, αγωνιστική, ιαχή σε μία ανοδικά κλιμακούμενη πορεία ζωής[6]. Στην λυρική ποίηση ακολούθησε η αφύπνιση, η αφύπνιση του ατομικού στοιχείου βοηθώντας τον άνθρωπο να επικεντρωθεί εποικοδομητικά στον εαυτόν του, λίγο πριν από το μεγάλο στοίχημα, αυτό που αναδύθηκε στην δραματική τέχνη για να γίνει το ζύγι, το ζύγι της ποιητικής δικαιοκρισίας:

- ποιος πραγματικά είσαι (Ευριπίδης)[7],

- ποιος πρέπει να γίνεις (Σοφοκλής)[8],

- πού μπορείς να φθάσεις (Αισχύλος)[9].

Εδώ το «μέτρον» αποθεώθηκε, έγινε ο χρυσός κανόνας ισορροπίας με την «ὕβριν», μίας συνθήκης που δεν έπαυσε –και δεν θα παύσει ποτέ- να υφέρπει απειλητικά κάτω από την αδιοράτη «πέτσα» του άριστου εαυτού, του λεπτοφυούς εγωισμού. Κι είναι η ποίηση, μόνον, η ποίηση, με την συγκίνηση που προκαλεί, με το συναίσθημα που ξεσηκώνει, είναι μόνον η ποίηση που μπορεί να σταθμίσει την αρμονία διατηρώντας τον ανθρωπισμό σε αποδεκτά όρια.


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΠΟΙΗΣΗ, ΕΔΩ.


Το 472 π.Χ., όταν ανεβαίνουν στην Αθήνα οι «Πέρσαι» του Αισχύλου, η πόλη μετρά ακόμη πληγές, κυρίως απώλειες σε έμψυχο δυναμικό. Ό ίδιος ο Αισχύλος που έχει λάβει μέρος στην μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), έχει δει τον έναν αδελφό, τον Κυνέγειρο, να σκοτώνεται, και τον άλλον, τον Αμεινία, λίγα χρόνια αργότερα, πρώτον να ξεκινά την εμβολή σε περσικό πλοίο στην ναυμαχία της Σαλαμίνας, την ενάλια μάχη στην οποία κι ο ίδιος συμμετέχει. Ξέρουμε ότι στο επίγραμμα του τάφου του ζητά να μην επαινεθεί για την ποιητική αλκή του, ούτε για κάποια άλλη πράξη του να μνημονευθεί, παρά μονάχα για την δράση του σε αυτούς τους δύο μεγαλειώδεις αγώνες[10]. Είναι το τελευταίο πράγμα που θα περίμενε κανείς από τον συγκεκριμένο ποιητή, στη συγκεκριμένη τραγωδία, αυτή δηλαδή η ποιητική «ενσυναίσθηση», η εσωτερικευμένη αντίληψη της κατάστασης του εχθρού, το μέγεθος του πόνου και της συντριβής του. Τα λόγια που ακολουθούν, για τους Πέρσες, είναι σπαρακτικά:


«….και δεν μπορούσες
να βλέπεις πια τη θάλασσα που ήταν γιομάτη
420από ναυάγια καραβιών κι ανθρώπων φόνο·
και βρύαζαν οι γιαλοί νεκρούς κι οι ξέρες γύρου,
ενώ όσα μας εμένανε καράβια ακόμα
τό ᾽βαζαν στο κουπί φευγάλα δίχως τάξη.
Μα εκείνοι, σαν και να ᾽τανε για θύννους ή άλλο
βόλασμα ψάρια, με κουπιά σπασμένα, ή μ᾽ ό,τι
συντρίμμι απ᾽ τα ναυάγια, χτυπούν, σκοτώνουν
κι ένας βόγγος απλώνονταν μαζί και θρήνος
ως τ᾽ ανοιχτά της θάλασσας, όσο που η μαύρη
της νύχτας ήρθε σκοτεινιά κι έβαλε τέλος….».

(Αισχ., Πέρσαι, στιχ. 417-430)


Στο ίδιο θρηνητικό μοτίβο ο Τιμόθεος, σύγχρονος του Αισχύλου τραγικός ποιητής, σε ομότιτλη τραγωδία, δίνει το μέγεθος της εχθρικής συντριβής, με τρόπο που υπενθυμίζει πόσο εύκολα μπορούσε να είναι οικεία αυτή η καταστροφή.


«ἐβρίθοντο δέ ἀιόνες

οἵ δ’ ἐπ’ ἀκταῖς ἐνάλοις

ἥμενοι γυμνοπαγεῖς

ἀυτᾷ τε καί δάκρυσταγεῖ γόῳ στερνοκτύποι θρηνώδει κατείχοντο ὀδυρμῷ…

(Τιμοθέου Πέρσαι)


Αποδίδω νοηματικά την μετάφραση:


Ήταν γεμάτες ανθρώπους οι ακτές…

Αυτοί στις ακροθαλασσιές καθισμένοι, ξυλιασμένοι από το κρύο και περίμεναν τα πλοία τους να έλθουν να τους πάρουν….

Με κραυγές βοηθείας και θρήνο, με δάκρυ γοερό…

Χτυπώντας το στέρνο τους….

Διακατέχονταν από θρηνώδη οδυρμό…


Έναν οδυρμό που κάνει σαφή την κοινή φιλοσοφική συνισταμένη και στις δύο προηγηθείσες ποιητικές αφηγήσεις : Μην θριαμβολογήσεις ποτέ στην ανθρώπινη οδύνη, γιατί θα διαπράξεις ύβρη. Η χώρα του πόνου είναι ιερή. Και είναι η ποίηση - με την δύναμη της υποβολής που διαθέτει - που μπορεί να εκκινήσει αίσθημα σεβασμού στον πόνο του εχθρού-και στο βαθύ μεγαλείο αυτού του πόνου. Αυτό είναι και το «πρώτο σκαλί» της εσωτερικής ανύψωσης. Το επιβεβαιώνει, αιώνες μετά ένας άλλος μεγάλος Έλληνας ποιητής, Αλεξανδρινός:


Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιον μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι,
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νά’σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμα σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»

(Κωνσταντίνος Καβάφης, Το Πρώτο Σκαλί)


Η πόλη των ιδεών που υπαινικτικά θίγει ο ποιητής είναι ο ίδιος ο φιλοσοφικός στοχασμός στην υψηλή του ενατένιση, που δεν στέκεται ποτέ μονοσήμαντα και δογματικά αλλά κινείται με ένα διαρκές «τί ἐστί;» σε δρόμους ελεύθερης αναζήτησης. Ο ίδιος αυτός φιλοσοφικός στοχασμός που στην πρώτη του κιόλας εκκίνησή διατυπώνεται ποιητικά από τον Μιλήσιο Θαλή:


 Πρεσβύτατον τῶν ὄντων θεός· ἀγένητον γάρ.

Κάλλιστον κόσμος· ποίημα γὰρ θεοῦ.

Μέγιστον τόπος· ἅπαντα γὰρ χωρεῖ.

Τάχιστον νοῦς· διὰ παντὸς γὰρ τρέχει.

Ἰσχυρότατον ἀνάγκη· κρατεῖ γὰρ πάντων.

Σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα.

 

«Πόα» στην αρχαία γλώσσα (και «ποία») είναι το τρυφερό λουλούδι, ο σπόρος που ριζώνει στον δύσβατο βράχο κι υψώνεται από το σκοτάδι στο φως. Ας αναλογιστούμε την πορεία του: τον αγώνα με το χώμα και τις πέτρες, το αναβλάστημα στην αντιξοότητα κάθε κακοκαιρίας και παρ’ όλα αυτά να διατηρεί ακμαίους τους φυτικούς χυμούς. Από εδώ η αιολική «πόησις», κάθε έννοια «ποιήσεως», η ίδια η ποιητικότητα συνώνυμη μιας δημιουργικότητας που ποτέ δεν αποχυμώνεται και πάντα ανθίζει θαλερή. «Να φυλάμε τον Θεό μέσα μας», προέτρεπε στωικά ο Μάρκος Αυρήλιος, πρωτίστως την τρυφερή αισθαντική ματιά που ποτέ δεν σκληραίνει...Κι έτσι να προχωρούμε….

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 29.5.2021.


ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:

[1] Πρβλ. Διογένους Λαερτίου, Βίοι Φιλοσόφων, Γ, 5: «Σωκράτους ἀκούσας εἰπών: Ἥφαιστε, πρόμολε ὦδε! Πλάτων νύ τι σεῖο χατίζει». Παράφρασις του γνωστού ομηρικού στίχου, όταν η Θέτις ανέβηκε στον Όλυμπο, για να συναντήσει τον Ήφαιστο και να τον παρακαλέσει να κατασκευάσει καινούργια πανοπλία για τον Αχιλλέα: «Ἥφαιστε, πρόμολε ὦδε! Θέτις νύ τι σεῖο χατίζει» (ραψ. Σ, στιχ. 392).

[2] «Οἶσθ᾽ ὅτι ποίησίς ἐστί τι πολύ· ἡ γάρ τοι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ ὂν ἰόντι ὁτῳοῦν αἰτία πᾶσά ἐστι [205c] ποίησις, ὥστε καὶ αἱ ὑπὸ πάσαις ταῖς τέχναις ἐργασίαι ποιήσεις εἰσὶ καὶ οἱ τούτων δημιουργοὶ πάντες ποιηταί». (Πλάτ., Συμπόσιον, 24)

[3] Πρβλ. ραψ. υ, στίχ. 18)

[4] Χαρακτηριστική εδώ η ρήση του Σιμωνίδη του Κείου (αρχαίου ποιητή & συγγραφέα επιγραμμάτων, 556-468 π.Χ. ): «Τήν μέν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν, τήν δέ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν» (η ζωγραφική είναι ποίηση που σωπαίνει και η ποίηση ζωγραφική που μιλά).

[5] Πρβλ. Πλάτ., Κρατύλος, 399G

[6] Πρβλ.τον λογοτεχνικό όρο αποστροφή: ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ομιλητής διακόπτει το λόγο του και απευθύνεται σε κάποιο πρόσωπο, παρόν ή απόν, ζωντανό ή νεκρό, εδώ στον εαυτόν του.

[7] Οι ήρωες του Ευριπίδη παρουσιάζονται όπως είναι στην πραγματικότητα («οἷοι εἰσίν»). Πρβλ Αριστ., Ποιητική, 1460b-1461b.

[8] Οι ήρωες του Σοφοκλή παρουσιάζονται όπως έπρεπε να είναι («οἷοι ἔδει εἶναι»). Πρβλ. Αριστοτέλους, Ποιητική, ό.π.

[9] Οι ήρωες του Αισχύλου παρουσιάζονται όπως μπορούν να είναι («οἷοι ἠδύναντο εἶναι»).

[10] Πρβλ. το σχετικό επίγραμμα: «Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεῦθει, μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον Mαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποικαὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος» . (Τον γιο του Ευφορίωνα τον Αθηναίο Αισχύλο κρύβει νεκρόν το μνήμα αυτό της Γέλας με τα στάρια·την άξια νιότη του θα ειπεί του Μαραθώνα το άλσος κι ο μακρυμάλλης Μήδος οπού καλά την ξέρει).


ορισμος ποιησης, Πλατων, ποιητικη ματια, Θεωριης ενεκεν, Κομποχολη, ποιηση, Πλατωνας, ποιηματα, Σωκρατης, φιλοσοφια, ποιησις, αιτια, ανυπαρξια, υπαρξη, δημιουργοι, ποιητες, Ποιητης, θεος, ανθρωπος καθ’ εικονα και ομοιωσιν, σωκρατικος ορισμος, αναθρω, ανασυλλογιζομαι, α οπωπε, αναστοχασμος, ορθολογισμος, επιστημη, συλλογισμος, λογοτεχνια, εικαστικα, βραχογραφια, εργο τεχνης, παντοδυναμια, θεοι αλληγορια, ποιοτητα, Οδυσσεας, συμβολο, αποστροφη, εαυτος, τετλαθι κραδιη, αντεξε καρδια μου, επος, αγωνι, ιαχη, ζωη, λυρικη ποιηση, αφυπνιση, ατομο, δραματικη τεχνη, δικαιοκρισια, Ευριπιδης, Σοφοκλης, Αισχυλος, μετρον, μετρο, αποθεωση, χρυσος κανονας, ισορροπια, υβρις, συνθηκη, αριστος, εγωισμος, συγκινηση, συναισθημα, αρμονια, ανθρωπισμος, 472 πΧ, Αθηνα Περσαι Αισχυλου, Περσες, μαχη Μαραθωνα 490 πΧ, Μαραθων, Κυνεγειρος, Κυναιγειρος, Αμεινιας, περσικο πλοιο, ναυμαχια Σαλαμινας, Σαλαμινα, επιγραμμα ταφος επαινος, τραγωδια, ενσυναισθηση, εσωτερικευση, εχθρος, πονος, συντριβη, θαλασσα, ναυαγια καραβιων, φονος, βρυαζω, γιαλος νεκρος ξερα, καραβι, κουπι φευγαλα ταξη, θυννος, βολασμα ψαρια, κουπια, συντριμμι, ναυαγιο, βογγος, θρηνος, νυχτα, σκοτεινια, Τιμοθεος, τραγικος ποιητης, ακτη, ακροθαλασσια, ξυλιασμενος, στερνο, οδυρμος, υβρη, Αλεξανδρινος, Θεοκριτος, Ευμενης, ειδυλλιο, βλασφημια, πολιτης, ιδεα, πολιτογραφηση, αγορα, Νομοθετης, τυχοδιωκτης, Καβαφης, Μιλησιος Θαλης, Πρεσβυτατος, ον, οντα, αγενητος, Καλλιστον κοσμος, Μεγιστον τοπος, απαντα, ταχιστον νους, ισχυροτατον αναγκη, σοφωτατον χρονος, Ποα, ποια, λουλουδι, σπορος, αιολικη ποησις, αιολια, στωικα Μαρκος Αυρηλιος, αισθαντικη, Διογενης Λαερτιος, Βιοι Φιλοσοφων, Ηφαιστος, ομηρικος στιχος, Θετις, Ολυμπος, πανοπλια, Αχιλλεας, τεχνες, ποιηται, Πλατωνος Συμποσιον, Σιμωνιδης Κειος, Κεα, 556 πΧ, 468 πΧ, ζωγραφια, σιωπηλη ποιηση σιωπωσα, ζωγραφια λαλουσαν, Πλατωνος Κραττλος, ρητορικο σχημα, ομιλητης, πραγματικοτητα, Αριστελους Ποιητικη, Αισχυλος Ευφοριωνος Αθηναιος, κευθω, μνημα, πυροφοροιο Γελα, αλκη, ευδοκιμος Mαραθωνιον αλσος, βαθυχαιτηεις Μηδος μηδες, μηδοι, σταρια, μακρυμαλλης



Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ