ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1204: Η ΑΛΩΣΗ της ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ από τους ΦΡΑΓΚΟΥΣ - του Ιω. Α. Σαρσάκη

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1204:
Η ΑΛΩΣΗ της ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ
από τους ΦΡΑΓΚΟΥΣ

Του (Καστροπολίτη) Ιωάννη Α. Σαρσάκη

Τον Απρίλιο του 1195, η έριδες για τον θρόνο του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη είχαν ενταθεί σε ακραία σημεία. Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος τυφλώθηκε και φυλακίστηκε μαζί με το γιό του Αλέξιο, από τον αδελφό του Αλέξιο Γ΄. Συνέπεια αυτών των εξελίξεων που προκάλεσαν διοικητικό χάος, ήταν να ξεσπάσουν επαναστάσεις στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας από Βουλγάρους και Σέρβους, αλλά και οι Βενετοί όπως και ο Γερμανός αυτοκράτορας Ερρίκος Στ΄ βρήκαν ευκαιρία να εκμεταλλευθούν την όλη αρνητική κατάσταση.

Οι Βενετοί πάνω από ένα αιώνα απήλαυναν ειδικά εμπορικά προνόμια σε όλα τα λιμάνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, γεγονός το οποίο δυσαρεστούσε τους κατοίκους των λιμανιών, αλλά και της πρωτεύουσας με αποτέλεσμα να δημιουργούνται θερμά επεισόδια με αποκορύφωμα την σφαγή πολλών Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορα Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού. Η τακτική ορισμένων αυτοκρατόρων, να δώσουν παρόμοια πλεονεκτήματα στους εμπόρους της Γένουας και της Πίζας για να εκτοπίσουν τους Βενετούς, μοναδικό αποτέλεσμα είχε να κλονίζονται περισσότερο οι είδη τεταμένες σχέσεις Βυζαντινών και Βενετών. Στο γύρισμα του δωδεκάτου αιώνα Δόγης της Βενετίας ήταν ο τυφλός υπερήλικας Ερρίκος Δάνδολος, κύριο δόγμα της πολιτικής του οποίου ήταν ότι η Ρωμανία / Βυζαντινή αυτοκρατορία έπρεπε να υπαχθεί στο Βενετικό έλεγχο.

Την ίδια περίπου εποχή ανέβηκε στον παπικό θρόνο ο Ιννοκέντιος Γ΄ και η ιδέα για μια νέα σταυροφορία ήταν πολύ προσφιλής στον νέο ποντίφικα. Μια από τις πρώτες ενέργειες του, ήταν να αναθέσει στον κλήρο την κήρυξη μιας νέας σταυροφορίας για την ανάκτηση των αγίων τόπων. Πρωτοστάτης της προσπάθειας ήταν ο Γάλλος περιπλανώμενος ιεροκήρυκας Φουλκ από το Νεϊγύ, ο οποίος με το λόγο του προκαλούσε έξαψη στα πλήθη. Αρωγός στην προσπάθεια αυτή ήταν και ένας καρδινάλιος από την Κουρία, ο οποίος έταζε άφεση αμαρτιών για τους συμμετέχοντες στην επικείμενη σταυροφορία.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΕΔΩ.

Το 1199 ο κόμης Τιβάλδος της Καμπανίας οργάνωσε μια κονταρομαχία στο κάστρο του και μεταξύ των υψηλών καλεσμένων ήταν και ο κόμης Λουδοβίκος των Βλεσών, ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, ο Μαρσάλ της Καμπανίας και ο ανεψιός του. Σε μια έκρηξη ενθουσιασμού όλη η συντροφιά συμφώνησε για την έναρξη της τέταρτης σταυροφορίας. Το 1200 προσχώρησαν στο κίνημα ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος Θ΄, ο αδελφός του Ερρίκος καθώς και άλλοι ευγενείς, ενώ αρχηγός της σταυροφορίας και με την συναίνεση του πάπα ανακηρύχθηκε ο Τιβάλδος της Καμπανίας.

Παρ’ όλο τον ενθουσιασμό τους οι σταυροφόροι συνάντησαν στο ξεκίνημα τους πολλά προβλήματα. Ένα από αυτά ήταν η δυσκολία στο να ορίσουν τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν, το σημαντικότερο όμως πρόβλημά τους ήταν το πώς θα μισθώσουν ένα μεγάλο αριθμό πλοίων για να μεταφέρουν τα στρατεύματά τους. Και ενώ προσπαθούσαν να επιλύσουν αυτά τα προβλήματα, το Μάρτιο του 1201 πεθαίνει ο Τιβάλδος. Έτσι έμειναν χωρίς αρχηγό και ο Βιλλαρδουίνος πρότεινε για αντικαταστάτη του Τιβάλδου τον Βονιφάτιο Μομφερατικό, ο οποίος έγινε δεκτός παρά του αρχικούς δισταγμούς των βαρόνων. Μαζί με τον Βονιφάτιο στο παιχνίδι μπήκε και ένας φίλος του, ο Φίλιππος της Σουηβίας. Ο Φίλιππος όπως και ο αδελφός του Ερρίκος δεν έκρυβαν το μίσος τους για τη Ρωμανία/Βυζάντιο, την αρχαία αυτοκρατορία, της οποίας οι παραδόσεις σαφώς και βρισκόταν σε υψηλότερο επίπεδο από τις δικές τους. Το ενδιαφέρον του Φιλίππου στρεφόταν περισσότερο προς το Βυζάντιο παρά προς την Συρία.

Εκείνη την περίοδο των ετοιμασιών των σταυροφόρων κατέφτασε στη Δύση, αφού είχε αποδράσει από τη φυλακή, ο γιος του έκπτωτου αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄, ο Αλέξιος Άγγελος, ελπίζοντας να βρει υποστηρικτές για να αποκαταστήσει στο θρόνο τον πατέρα του. Επισκέφτηκε τον πάπα χωρίς να τον πείσει, έτσι αποφάσισε να συναντήσει την αδελφή του Ειρήνη που είχε παντρευτεί τον Φίλιππο της Σουηβίας. Ο Φίλιππος τον δέχθηκε και τον γνώρισε με το Βονιφάτιο Μομφερατικό. Οι τρεις τους συζήτησαν σχετικά με το αίτημα του Αλέξιου να τον αποκαταστήσουν στο θρόνο. Ο Φίλιππος ήταν πρόθυμος να τον βοηθήσει με σκοπό να εισχωρήσει με κυριαρχικά δικαιώματα στη Ρωμανία/Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στη συνέχεια ο Αλέξιος Άγγελος κατευθύνθηκε προς την Ιταλία, εκεί συνάντησε στη Βερόνα ένα σώμα σταυροφόρων που κατευθυνόταν στη Βενετία, έτσι σκέφτηκε ότι με την βοήθεια τους θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τα σχέδια του.

Εντωμεταξύ οι σταυροφόροι, προσπερνώντας τις οικονομικές δυσκολίες που συνάντησαν στη Βενετία, κατάφεραν να ξεκινήσουν την αποστολή τους με πρώτη αναγκαστική στάση τη Ζάρα, την οποία λεηλάτησαν δείχνοντας το πραγματικό πρόσωπο τους. Εκεί στη Ζάρα κατέφθασαν απεσταλμένοι του Αλεξίου Αγγέλου, οι οποίοι μετέφεραν μήνυμα που προσυπέγραφε και ο κουνιάδος του Φίλιππος της Σουηβίας, και αφορούσε πρόταση του Αλεξίου για βοήθεια των σταυροφόρων προς ανάκτηση του θρόνου του.

Ο Αλέξιος υποσχόταν πως αφού αποκαταστήσει τον πατέρα του στο θρόνο, θα χρηματοδοτούσε την προσπάθεια των σταυροφόρων καθώς και θα την ενίσχυε με 10.000 στρατό. Ακόμα υποσχόταν πως θα αναγνώριζε το πρωτείο του πάπα. Η πλειοψηφία των σταυροφόρων υποστήριξε με ενθουσιασμό την πρόταση αυτή, ενώ ένα μικρό μέρος αποχώρησε καθώς διέκρινε ότι άλλαζε ο σκοπός της αποστολής τους. Η ιδέα μιας προσωρινής παρέκκλισης της σταυροφορίας προς την Κωνσταντινούπολη δεν εξέπληξε τον πάπα, καθώς το να αναγνωριστεί κεφαλή των εκκλησιών ήταν κάτι που το επιθυμούσε πάρα πολύ.

Αφού όλα είχαν συμφωνηθεί, τον Απρίλιο του 1203 η αποστολή ξεκίνησε, και στις 23 Ιουνίου του ιδίου έτους αντίκρισε την βασιλεύουσα. Άπαντες έμειναν έκθαμβοι από το θέαμα που έβλεπαν τα μάτια τους, καθώς για πρώτη φορά θωρούσαν τη Βασιλίδα των πόλεων, έκαναν το γύρω της ακτής και στρατοπέδευσαν στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου.

Ο Αλέξιος Γ΄ που είχε ενημερωθεί για την παρέκκλιση της σταυροφορίας δεν προέβη σε καμία αμυντική προετοιμασία, καθώς στήριξε τις ελπίδες του στα τεράστια τείχη της βασιλεύουσας. Εξάλλου μόνο σε αυτά μπορούσε να ελπίζει, διότι ο στρατός του ήταν σε κακή κατάσταση λόγω της γενικής παρακμής της αυτοκρατορίας. Παρόλα αυτά οι κάτοικοι της πόλεως δεν δέχθηκαν τον Αλέξιο Άγγελο όπως αυτός περίμενε, καθώς κανείς δεν βγήκε να τον υποδεχθεί, έτσι η ελπίδες για δημιουργία μια λαϊκής εξεγέρσεως μέσα από τα τείχη αποδείχθηκαν αβάσιμες. Ο μόνος τρόπος για να πετύχουν το σκοπό τους η σταυροφόροι ήταν ο πόλεμος.

Στις 5 Ιουλίου άρχισε η πολιορκία με αποτέλεσμα να ενταθούν οι μάχες σε στεριά και θάλασσα. Στο κρίσιμο σημείο ο Αλέξιος Γ΄ λιποψύχησε και εγκατέλειψε την πόλη μαζί με την κόρη του Ειρήνη. Μετά τη φυγή του Αλεξίου Γ΄ η Έλληνες της πόλης αναγκάστηκαν να βγάλουν από την φυλακή τον τυφλό και γέρο Ισαάκιο Β΄ και να τον αποκαταστήσουν στο θρόνο, φέρνοντας έτσι τους πολιορκητές σε ένα τετελεσμένο γεγονός. Δεχόμενη αυτή την κατάσταση, και μη γνωρίζοντας ότι για την παράδοση της Ρωμανίας / Βυζαντίου ήταν αδιανόητο ο αυτοκράτορας να είναι τυφλός, οι σταυροφόροι απαίτησαν να στεφθεί ο Αλέξιος συναυτοκράτορας. Έτσι ο Αλέξιος Δ΄ μπήκε στην πόλη συνοδευόμενος από τους ευεργέτες του την 1η Αυγούστου του 1203 και στέφθηκε συναυτοκράτορας.

Μετά την επίτευξη της συμφωνίας από την μεριά τους, οι σταυροφόροι περίμεναν να κρατήσει το λόγο του και ο Αλέξιος Δ΄, αυτός όμως αντιμετώπισε μια αρνητική σε όλα τα επίπεδα κατάσταση. Στους κατοίκους της Βασιλεύουσας δεν άρεσε καθόλου να βλέπουν τους υπερόπτες Φράγκους να περιφέρονται μέσα και έξω από την Πόλη τους. Οι οικονομικές υποσχέσεις που είχε δώσει ο Αλέξιος ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν, καθώς το αυτοκρατορικό ταμείο ήταν σε κακά χάλια. Επόμενη κίνηση του, ήταν να ζητήσει πίστωση χρόνου από τους Φράγκους, και να επιβάλει νέους φόρους. Δεν δίστασε να αρπάξει ακόμα και την εκκλησιαστική περιουσία, λιώνοντας χρυσά σκεύη, ενέργειες που δυσαρέστησαν τον λαό. Επίσης η προσπάθεια του να υποτάξει τον ορθόδοξο κλήρο στον έλεγχο του πάπα τον στιγμάτισε ως προδότη της πίστεως του. Παρόλα τα οικονομικά μέτρα που πήρε ο Αλέξιος συνειδητοποιούσε με το πέρασμα του χρόνου ότι δεν μπορούσε να εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας. Προς το τέλος του 1203 οι σταυροφόροι έστειλαν μια αντιπροσωπεία στους δύο αυτοκράτορες, η ενέργεια αυτή εξόργισε τον λαό της βασιλεύουσας και οι απεσταλμένοι με δυσκολία κατάφεραν να σώσουν τη ζωή τους. Όλα έδειχναν πως η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, αλλά και η θέση του Αλεξίου δεν ήταν η καλύτερη δυνατή, καθώς όλοι θεωρούσαν αυτόν υπαίτιο για την αρνητική κατάσταση. Ο Αλέξιος Δούκας Μούρτζουφλος ένας από τους γαμβρούς του Αλεξίου Γ΄ συγκρότησε μια συνωμοσία για να εκλέξουν νέο αυτοκράτορα, την ίδια ώρα κάποιοι Έλληνες αρχίζοντας τις εχθροπραξίες προσπάθησαν να πυρπολήσουν ένα Βενετικό πλοίο. Τον Ιανουάριο του 1204 ένα εξαγριωμένο πλήθος συγκεντρώθηκε στην Αγία Σοφία και ανακήρυξε αυτοκράτορα τον νεαρό και απρόθυμο ευγενή Νικόλαο Καναβό. Βλέποντας όλα αυτά ο Αλέξιος ζήτησε βοήθεια από τους σταυροφόρους, εμπιστεύθηκε για κομιστή του μηνύματος τον Μούρτζουφλο ο οποίος μαθαίνοντας τους σκοπούς του Αλεξίου έδρασε αστραπιαία. Πρώτα κατέλαβε το παλάτι και συνέλαβε τον άτυχο Καναβό, έπειτα φυλάκισε τον Αλέξιο και διέταξε να τον στραγγαλίσουν, ο πατέρας του Αλεξίου πέθανε λίγες μέρες μετά, από φόβο ή γηρατειά, και έτσι ο Αλέξιος Μούρτζουφλος ανέβηκε στο θρόνο σαν Αλέξιος Ε΄.

Ο νέος αυτοκράτορας ανακοίνωσε πως δεν πρόκειται να λάβει υπόψη και να τηρήσει την συμφωνία του Αλέξιου Δ΄ με τους σταυροφόρους, και ότι σκόπευε να τους διώξει από την Κωνσταντινούπολη. Από την μεριά τους οι σταυροφόροι απόντων των συναυτοκρατόρων που είχαν κάνει τις συμφωνίες, δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να επιτεθούν στη πόλη ώστε να αρπάξουν δια της βίας τα συμφωνηθέντα, καθώς με τον τρόπο αυτό θα ενίσχυαν τις προμήθειες τους για την συνέχιση του στόχου τους. Αφού συμφώνησαν για το μοίρασμα της λείας, προετοιμάστηκαν για την επίθεση, αποφασίζοντας να ρίξουν όλο το βάρος του πολέμου προς τα θαλάσσια τείχη. Η πρώτη προσπάθεια έγινε την αυγή της 9ης Απριλίου, αλλά ο Μούρτζουφλος με τους στρατιώτες του πολέμησε γενναία, και κατόρθωσε να απωθήσει τους εχθρούς.

Μετά από τρεις μέρες οι σταυροφόροι επιτέθηκαν πιο συγκροτημένα και κατόρθωσαν να εισβάλουν στην πόλη, τη νύχτα 12 προς 13 Απριλίου 1204. Λόγω του σκότους μερικοί στρατιώτες άναψαν φωτιά για να βλέπουν, αλλά μέσα στην γενική σύγχυση ξέφυγε από τον έλεγχο τους και εξαπλώθηκε επικίνδυνα, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Ο Αλέξιος Ε΄ Μούρτζουφλος εγκατέλειψε την πόλη και τον λαό και κατέφυγε μαζί με την οικογένεια του στην Θράκη. Μέσα σε αυτή την καταστροφή, άρχοντες αλλά και πολύς λαός συγκεντρώθηκαν στην Αγία Σοφία, για να αποφασίσουν τι πρέπει να κάνουν στις επόμενες κρίσιμες ώρες, αλλά και για να εκλέξουν νέο αυτοκράτορα. Η προσοχή όλων στράφηκε στους δύο Θεοδώρους, τον Λάσκαρη και τον Δούκα, οι οποίοι εκείνη την στιγμή απαίτησαν να ανέλθουν στον θρόνο. Η εκλογή έγινε δια κλήρου, κερδισμένος βγήκε ο Θεόδωρος Λάσκαρης γαμβρός του φυγάδα αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄. Τον τρόπο αυτό της εκλογής του Λάσκαρη αναφέρει μόνο ο Χωνιάτης.

Ο Νικήτας Χωνιάτης, ήταν αυτόπτης μάρτυρας των φρικτών γεγονότων που συνέβησαν κατά την άλωση. Τα γραφόμενα του έχουν ιδιαίτερη σημασία, ένα απόσπασμα του περί της άλωσης είναι χαρακτηριστικό: ¨Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους¨.

Ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που ανήκε στο αντίπαλο στρατόπεδο ήταν ο Ροβέρτο του Κλαρί, ο οποίος ανήκε στα κατώτερα ιπποτικά στρώματα. Από τα γραφόμενα του εντύπωση προκαλεί ο θαυμασμός του για τα πλούτη της Κωνσταντινούπολης: «Και από τη μεριά μου, δεν πιστεύω πως και στις σαράντα πιο πλούσιες πόλεις του κόσμου μπορεί να υπάρχει τόσος πλούτος όσος βρίσκεται μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Και οι Έλληνες μαρτυρούσαν πως τα δύο τρίτα του πλούτου όλου του κόσμου ήταν στην Κωνσταντινούπολη και το άλλο ένα τρίτο είναι διασκορπισμένο στον υπόλοιπο κόσμο».

Η έκπληξη και ο θαυμασμός των σταυροφόρων για την βασιλεύουσα, δεν περιορίστηκε μόνο στις κατώτερες τάξεις αλλά και στους ηγέτες των σταυροφόρων. Ένας εκ των εμπνευστών της Δ΄ σταυροφορίας, όπως αναφέραμε ήταν ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, στο «Χρονικό της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης» που συνέγραψε ο ίδιος, περιγράφει περιδεής τα όσα αντίκρισε: «Τώρα μπορείτε να μάθετε πως κοίταζαν επίμονα την Κωνσταντινούπολη εκείνοι που δεν την είχαν δει ποτέ. Γιατί δεν μπορούσαν καθόλου να σκεφτούν πως μπορεί να υπάρχει σε όλο τον κόσμο μια τόσο πλούσια πόλη, όταν είδαν αυτά τα ψηλά τείχη και τους πλούσιους πύργους κι αυτά τα πλούσια παλάτια με τις ψηλές εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα το πίστευε αν δε το έβλεπε με τα μάτια του, και ακόμα το μήκος της πόλης που κυβερνούσε τις υπόλοιπες. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου περίεργο, γιατί ποτέ δεν ανέλαβαν άνθρωποι μια τόσο μεγάλη επιχείρηση από τότε που χτίστηκε ο κόσμος». Σε άλλο σημείο του χρονικού συνεχίζει παραθέτοντας τα εξής: «Και τα λάφυρα ήταν τόσα πολλά που κανείς δεν ήξερε να πει πόσα, χρυσάφι, και ασήμι και σκεύη και πολύτιμα πετράδια και μετάξια και γούνινα φορέματα από γκρίζο σκίουρο και από ερμίνα, και όλα τα ακριβά πράγματα που βρέθηκαν ποτέ στη γη. Και δίνει βέβαιη μαρτυρία ο Γοδεφρείδος ο Μαρεσάλης της Καμπανίας, αληθινά και έχοντας σωστά τα λογικά του, πως από τότε που χτίστηκε ο κόσμος δεν πάρθηκαν τόσα λάφυρα από μια μόνο πόλη».

Η άλωση του 1204 πέραν των οικονομικών συμφερόντων και της εχθρότητας των δυτικών, ήταν επακόλουθο των εσωτερικών προστριβών, οι εναλλαγές και οι βίαιες ανατροπές αυτοκρατόρων, οδήγησαν στην εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας. Συνέπεια όλων αυτών ήταν να υπάρξουν στάσεις των τοπικών αρχόντων και η δημιουργία ανεξάρτητων κρατιδίων. Σε αυτό συνετέλεσε και η ανυπαρξία υποστήριξης των επαρχιών από όσους τις επιβουλεύονταν, όπως λ.χ. οι πειρατές, καθώς η κεντρική εξουσία εμφανιζόταν μόνο για την είσπραξη φόρων. Έτσι δικαιολογείται η στάση των κατοίκων των περιοχών της Μικράς Ασία, Μακεδονίας, Θράκης αλλά και άλλων Ελληνικών επαρχιών, όταν δεχόταν με δυσφορία τους πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, όπως έγινε και με τον Θεόδωρο Λάσκαρη. Ο Λάσκαρης μαζί με την οικογένεια του και μερικούς πιστούς φίλους του, έφυγε από τον Βόσπορο και πέρασε στην Μικρά Ασία. Στόχος του ήταν να πάει στην Νίκαια και να οργανώσει στρατό για να πολεμήσει τους Λατίνους. Καταφθάνοντας στην Νίκαια με την οικογένεια του συνάντησε εχθρική υποδοχή, ο λόγος ήταν ότι δεν γνώριζαν οι τοπικοί άρχοντες την ανακήρυξη του σε αυτοκράτορα το βράδυ της άλωσης, αλλά και όπως προαναφέραμε στους κατοίκους των επαρχιών δεν ήταν συμπαθής η αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης. Τότε ο Λάσκαρης παρακάλεσε να δεχθούν μόνο την οικογένεια του, και αυτός τράβηξε για την Βιθυνία με σκοπό να βρει και να οργανώσει στρατό. Και εκεί συνάντησε πολλές δυσκολίες, κατάφερε όμως να οργανώσει στρατό καθώς και να πείσει τους τοπικούς άρχοντες να τον αναγνωρίσουν ως Δεσπότη. Οι ενέργειες και οι διπλωματικές επιτυχίες του ανάγκασαν και τους κατοίκους της Νίκαιας να προβούν στην ίδια αναγνώριση. Στην Νίκαια κατέφυγαν πολλοί από τους ευγενείς και άρχοντες της Πόλης αλλά και από άλλα μέρη της Ελλάδος. Όλοι αυτοί αποφάσισαν να τον ανακηρύξουν αυτοκράτορα των Ρωμαίων, με κύριο σκοπό να διώξει τους Φράγκους και να απελευθερώσει την βασιλεύουσα. Το μόνο που απέμεινε για να επικυρωθεί ο τίτλος του αυτοκράτορα ήταν η επίσημη στέψη από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ιωάννης Καματηρός μετά την άλωση εγκαταστάθηκε στο Διδυμότειχο. Ο Λάσκαρης τον κάλεσε στην Νίκαια αλλά αυτός αρνήθηκε την πρόσκληση, έτσι υπήρχε πρόβλημα καθώς μόνο αυτός μπορούσε να τελέσει την στέψη. Ο Ιωάννης Καματηρός εκοιμήθη το 1206 στο Διδυμότειχο. Όταν μαθεύτηκε το γεγονός αυτό, οι ανώτεροι κληρικοί της Νίκαιας εξέλεξαν πατριάρχη τον Μιχαήλ Αυτωριανό (1207-1213), ο οποίος και έστεψε αυτοκράτορα τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη.

Ύστερα από συγκρούσεις και διπλωματικές διαμάχες με Λατίνους και Τούρκους ο Θεόδωρος, κατόρθωσε να οργανώσει το κράτος της Νίκαιας παρόλο που ήταν κυκλωμένο από εχθρούς, και να προετοιμάσει το έδαφος για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Χαρακτηριστικά ο πατριάρχης της Ελληνικής Ιστορίας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφέρει ότι: «η Ελληνική αυτοκρατορία της Νίκαιας, κατά την διάρκεια της Φράγκικης κατοχής στην Κωνσταντινούπολη, θα εγκαινιάσει αυτήν την τελευταία αναλαμπή του Βυζαντίου που ταυτόχρονα συγκροτεί ήδη, εν μέρει, και το πρώτο νέο-ελληνικό κράτος ή κράτη».

Οι σταυροφόροι δημιούργησαν κυρίως πέντε βασίλεια, αυτά ήταν τα βασίλεια της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης, η ηγεμονία των Ενετών επί των νήσων του Αιγαίου πελάγους, το Δουκάτο Αθηνών και η ηγεμονία του Μοριά. Πρέπει να αναφέρουμε ότι μετά την άλωση δημιουργήθηκαν εννέα έως δέκα εστίες αντίστασης αλλά ουσιαστική και σθεναρή αντίσταση εκτός από την Νίκαια η οποία έγινε και η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αντέταξαν το δεσποτάτο της Ηπείρου με τον Μιχαήλ Άγγελο και σε μικρότερο βαθμό το δεσποτάτο της Τραπεζούντας με τον Αλέξιο Κομνηνό. Επίσης τη Βασιλεύουσα εποφθαλμιούσαν και οι Βούλγαροι οι οποίοι κατά περιόδους δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στα Ελληνικά βασίλεια, ιδιαίτερα με τον Ιωάννη Β΄ Ασάν. Τα τρία Ελληνικά κράτη αλληλομάχονταν το ένα το άλλο, όμως ήρθε η στιγμή που η αυτοκρατορία της Νίκαιας με τον Ιωάννη Βατάτζη αυτοκράτορα επιβλήθηκε και παραμέρισε το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Το Δεσποτάτο τις Τραπεζούντας ύστερα από δύο απόπειρες των δύο πρώτων βασιλέων του να καταλύσουν το κράτος τις Νίκαιας, απομονώθηκε στην ανατολική άκρη τις Μικρασίας και έπαψε να ενδιαφέρεται για την ανάκτηση της Πόλης.

Ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1293-1361) στο έργο του «Ρωμαϊκή Ιστορία» αναφέρει τα γεγονότα που συνέβησαν μετά την άλωση ως εξής: «Μόλις αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Λατίνους, διαιρέθηκε το κράτος των Ρωμαίων σε πολλά τμήματα, όπως ένα πλοίο που βρίσκεται στη δίνη των αγρίων ανέμων και της θαλασσοταραχής, μοιράζοντας το με κλήρο όπως τύχαινε στον καθένα. Τελικά, μετά βίας κατάφερε να αναγορευτεί βασιλιάς ο Θεόδωρος Λάσκαρης με έδρα τη Νίκαια, σε ηλικία 35 ετών. Τότε όλοι όσοι ηττήθηκαν δηλώνοντας υποτέλεια συγκεντρώθηκαν κοντά στον Θεόδωρο Λάσκαρη με μεγάλη προθυμία, εξαίρεση αποτέλεσαν ο Αλέξιος Κομνηνός ο οποίος επικράτησε στην περιοχή του Πόντου, και αυτός που έγινε ηγεμόνας στην περιοχή της Ευρώπης σε ένα τμήμα της Θεσσαλίας που ονομαζόταν παλαιά Ήπειρος, το όνομα του ήταν Μιχαήλ Κομνηνός, από τους Αγγέλους. Αυτοί οι δύο εγκαταστάθηκαν μακριά από τη βασιλεύουσα πιάνοντας τα δύο άκρα της Ρωμαϊκής επικράτειας. Σφετερίστηκαν με τρόπο τυραννικό την εξουσία, έχοντα ως εχέγγυο τις οχυρώσεις των εδαφών τους, επικρατώντας μέχρι και σήμερα (εννοεί την εποχή που έγραψε την Ιστορία του) δια μέσου των παιδιών και των απογόνων τους, κληροδοτώντας την εξουσία σαν να ήταν πατρική περιουσία».

Ο Στήβεν Ράνσιμαν για την Δ΄ Σταυροφορία

Ένας από τους κορυφαίους Βυζαντινολόγους παγκοσμίως είναι ο Στήβεν Ράνσιμαν. Στο έργο του ¨Ιστορία των Σταυροφοριών¨ (Εκδόσεις Γ.Ε.Σ. 1979) στον τρίτο τόμο αναφέρεται στην Δ΄ σταυροφορία βάζοντας τίτλο του κεφαλαίου ¨Η σταυροφορία εναντίον χριστιανών¨, ενώ η ονομασία του πρωτότυπου δευτέρου βιβλίου είναι ¨Παραστρατημένες σταυροφορίες¨. Τις απόψεις του Ράνσιμαν για τους σταυροφόρους αλλά και για τον πάπα θα παραθέσουμε παρακάτω, βοηθώντας τον αναγνώστη να κατανοήσει την νοοτροπία των δυτικών για τους οποίους θα αναφερθούμε στο κυρίως έργο μας.

Όσον αφορά για την αλλαγή πορείας των σταυροφόρων και την κατεύθυνση τους προς την Κωνσταντινούπολη, ο Ράνσιμαν αναφέρει τα εξής: «Όταν η πρόταση ετέθη υπ΄ όψη των σταυροφόρων, υπήρξαν μερικοί που αντέδρασαν, όπως ο Ρεϋνάλδος του Μονμιραϊγ, ο οποίος θεωρούσε ότι είχαν πάρει το σταυρό για να πολεμήσουν εναντίον των μωαμεθανών και δεν έβλεπε καμία δικαιολογία για άλλη αργοπορία. Εγκατέλειψαν το στρατό και έπλευσαν στη Συρία. Άλλοι παρέμειναν με το στρατό διαμαρτυρόμενοι, άλλοι πάλι σώπασαν με επίκαιρες ενετικές δωροδοκίες. Αλλά ο μέσος σταυροφόρος είχε διδαχθεί να πιστεύει ότι το Βυζάντιο υπήρξε συνεχώς προδοτικό έναντι της χριστιανοσύνης σε όλους του ιερούς πολέμους. Θα ήταν φρόνιμη και αξιέπαινη πράξη να του επιβάλουν τώρα τη συνεργασία του με τη βία. Οι ευλαβείς άνθρωποι μέσα στο στρατό ήταν ευτυχείς να βοηθήσουν σε μια πολιτική που θα έφερνε τους σχισματικούς Έλληνες στους κόλπους της εκκλησίας. Οι πιο κοσμικοί σκεφτόταν τα πλούτη της Κωνσταντινουπόλεως και τις ευημερούσες επαρχίες της και πρόσμεναν τη δυνατότητα λαφυραγωγίας. Μερικοί από τους βαρόνους, ένας από τους οποίους ήταν και ο Βονιφάτιος, μπορεί να περίμεναν ακόμα περισσότερα και είχαν υπολογίσει ότι τα κτήματα που υπήρχαν στις ακτές του Αιγαίου, ήσαν πιο ελκυστικά από εκείνα που θα μπορούσαν να βρεθούν στην ταλαιπωρημένη γη της Συρίας. Όλη η μνησικακία την οποία έτρεφε η δύση από μακρού εναντίον της ανατολικής χριστιανοσύνης διευκόλυνε τον Δάνδολο και τον Βονιφάτιο να παρασύρουν την κοινή γνώμη να τους υποστηρίξει».

Για την στάση του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, όσον αφορά στην αλλαγή πορείας των σταυροφόρων ο Ράνσιμαν αναφέρει τα παρακάτω: «Η ανησυχία του πάπα για τη σταυροφορία δεν λιγόστεψε όταν έμαθε την απόφαση που είχε παρθεί. Ένα σχέδιο που εκπονήθηκε μεταξύ των Ενετών και των φίλων του Φιλίππου της Σουηβίας ήταν απίθανο ότι θα περιποιούσε τιμή στην εκκλησία. Επιπλέον είχε γνωρίσει το νέο Αλέξιο και τον είχε ζυγίσει ως ένα ανάξιο νεαρό. Αλλά ήταν πολύ αργά γι΄ αυτόν να προβεί σε αποτελεσματική διαμαρτυρία και αν η εκτροπή επρόκειτο πραγματικά να εξασφαλίσει ενεργό βυζαντινή βοήθεια εναντίον των απίστων και συγχρόνως να πετύχει την ένωση των εκκλησιών, θα ήταν δικαιολογημένη. Αρκέσθηκε στην έκδοση μιας διαταγής να μη γίνει άλλη επίθεση εναντίον χριστιανών, εκτός μόνον στην περίπτωση που θα εμπόδιζαν ενεργός τον ιερό πόλεμο. Όπως φάνηκε από τα πράγματα, θα ήταν φρονιμότερο γι΄ αυτόν να είχε εκφράσει, οσοδήποτε εις μάτην, φανερή και χωρίς συμβιβασμούς αποδοκιμασία. Στους Έλληνες, πάντοτε υποψιαζόμενους τις παπικές προθέσεις και αγνοούντες τις περιπλοκές της δυτικής πολιτικής, η χαλαρότητα της εκ μέρους του καταδίκης φάνηκε ως απόδειξη ότι αυτός ήταν η δύναμη πίσω από την όλη μηχανορραφία».

Σε άλλο σημείο του έργου του παραθέτει για τον πάπα τα εξής: «Ο πάπας Ιννοκέντιος παρ΄ όλη τη δυσπιστία που ένοιωσε για την εκτροπή της σταυροφορίας προς την Κωνσταντινούπολη, στην αρχή ήταν κατευχαριστημένος. Απαντώντας σε μία εκστατική επιστολή από το νέο αυτοκράτορα Βαλδουίνο που καυχιόταν για τα μεγάλα και πολύτιμα αποτελέσματα του θαύματος που είχε κάνει ο Θεός, ο Ιννοκέντιος έγραψε ότι ¨έχαιρε εν Κυρίω¨ και έδωσε την έγκρισή του χωρίς επιφύλαξη».

Όσον αφορά την άλωση και την λεηλασία της Βασιλεύουσας, ο Ράνσιμαν ιστορεί τα παρακάτω: «Η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει το αντίστοιχό της στην ιστορία. Επί εννέα αιώνες, η μεγάλη πόλη υπήρξε η πρωτεύουσα του χριστιανικού πολιτισμού. Είχε γεμίσει με έργα τέχνης που είχαν επιζήσει από την αρχαία Ελλάδα και με τα αριστουργήματα των δικών της έξοχων καλλιτεχνών. Οι Ενετοί ήξεραν την αξία αυτών των πραγμάτων. Όπου μπόρεσαν άρπαξαν θησαυρούς και τους μετέφεραν για να στολίσουν τις πλατείες και τις εκκλησίες και τα παλάτια της πόλεως των. Αλλά οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί είχαν κυριευθεί από μια μανία καταστροφής. Ξεχύθηκαν, ένας ωρυόμενος όχλος στους δρόμους και στα σπίτια, αρπάζοντας οτιδήποτε γυάλιζε και καταστρέφοντας ότι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, σταματώντας μόνο για να σκοτώσουν ή για να βιάσουν, ή για να ανοίξουν κελάρια για να πιούν. Δεν γλύτωσαν ούτε τα μοναστήρια ούτε οι εκκλησίες ούτε οι βιβλιοθήκες. Στην ίδια της Αγία Σοφία έβλεπε κανείς μεθυσμένους στρατιώτες να σχίζουν τις μεταξωτές κουρτίνες και να γκρεμίζουν και να κομματιάζουν το μεγάλο ασημένιο εικονοστάσιο, ενώ ποδοπατούσαν ασεβέστατα άγιες εικόνες και ιερά βιβλία. Ενώ έπιναν από τα ιερά σκεύη του θυσιαστηρίου μια πόρνη πήγε και κάθισε στον πατριαρχικό θρόνο και άρχισε να τραγουδάει ένα άσεμνο γαλλικό τραγούδι. Καλόγριες βιάστηκαν μέσα στα μοναστήρια των. Παλάτια και καλύβες χωρίς καμιά διάκριση παραβιάστηκαν και καταστράφηκαν. Πληγωμένες γυναίκες και παιδιά κείτονταν ετοιμοθάνατοι μέσα στους δρόμους. Επί τρείς μέρες εξακολούθησαν οι φρικιαστικές σκηνές της λεηλασίας και της αιματοχυσίας ως που η τεράστια και ωραία πόλη έγινε ένα ερείπιο. Ακόμα και οι Σαρακηνοί θα είχαν δείξει περισσότερο οίκτο, αναφωνεί ο ιστορικός Νικήτας, και λέει την αλήθεια».

Και σε ένα άλλο σημείο του έργου αναφέρει ότι: «Δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από την τέταρτη σταυροφορία. Όχι μόνο προκάλεσε την καταστροφή ή τον διασκορπισμό των θησαυρών του παρελθόντος, που το Βυζάντιο είχε με ευλάβεια αποθηκεύσει και τον θανάσιμο τραυματισμό ενός πολιτισμού που ήταν ακόμα ενεργός και μεγάλος, αλλά υπήρξε επίσης μια πράξη γιγαντιαίας πολιτικής ανοησίας».

ΠΗΓΗ: Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισαγωγή του βιβλίου του συγγραφέα, με τίτλο: «Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης ο εκ Διδυμοτείχου Άγιος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 9.4.2022.

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1204 ΑΛΩΣΗ της ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ ΦΡΑΓΚΟΙ, Σαρσακης, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΦΡΑΓΚΙΑ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ βυζαντιο

Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ