Του Γιώργου Λεκάκη
Η τήβεννος (> tebennos
> toga / τόγκα / touɡe)[1] ήταν διακριτικό
υφασμάτινο (μάλλινο) ένδυμα στην αρχαία Ρώμη, μήκους 3 - 6 μ.
Η τήβεννος ήταν ένα αρκαδικό ένδυμα, που εφευρέθηκε και επήρε το όνομά του από τον Ηρακλείδη Τήμενο, γενάρχη των Τημενιδών, υιό του Αριστομάχου. Αυτός ήταν αρχηγός της γ΄ καθόδου των Ηρακλειδών, που οχυρώνοντας στρατηγική θέση παρά την Λέρνη Αργολίδος, ενίκησε τον βασιλιά των Αχαιών, Τισαμενό, και ανάγκασε τους Αχαιούς να φύγουν από την Αργολίδα. Κατόπιν οι τρεις αδελφοί (Τήμενος, Κρεσφόντης και Αριστόδημος) εμοίρασαν την νότιο Πελοπόννησο:
- Ο Τήμενος επήρε το Άργος (έγινε ο πρώτος νομοθέτης του),
- ο Κρεσφόντης (με δόλο) την Μεσσηνία
και
- τα παιδιά του νεκρού Αριστοδήμου (Ευρυσθένης και Προκλης), την Λακωνική.
Έτσι συνδέονται συγγενικά
Αργείοι, Μεσσήνιοι, Λάκωνες…
ΔΕΙΤΕ την ομιλία του Γ. Λεκάκη για τους ΤΗΜΕΝΙΔΕΣ, ΕΔΩ.
Η τήβεννος μεταφέρθηκε
στην Ιταλία με τον αποικισμό των Αρκάδων στην χώρα του Αρκά Ίταλου, τουλάχιστον
από την εποχή της μυκηναϊκής Ελλάδος.
Το όνομά της ευρίσκεται
και ετυμολογείται και στα μυκηναϊκά ελληνικά, ως te-pa (= βαρύ μάλλινο ένδυμα ή
ύφασμα > «τόπι» υφάσματος) – βλ. Emilio Peruzzi.
Σκηνή αρχαίας θυσίας - εκατόμβης (αγελάδος, προβάτου, χοίρου). Αρχικώς ήταν εορτή των Πελοποννησίων, κυρίως των Λακώνων. Στα δεξιά, ο "εορτάζων" ενδεδυμένος με τήβεννο και καλυμμένο το κεφάλι του, σύμφωνα με την θρησκευτική επιταγή. Ο άνδρας που τον ακολουθεί φορά κανονικά την τήβεννο, αλλά αφήνει ακάλυπτο τον δεξιό ώμο. |
Κατά την ρωμαϊκή
παράδοση, ήταν το αγαπημένο φόρεμα του Ρωμύλου, του ιδρυτού της Ρώμης.
Αλλά κατάγεται από το
ελληνικό «έγκυκλον» («κυκλικό ένδυμα») που ήταν παρόμοιο σε σχήμα. Αλλά ποτέ
δεν απέκτησε την ίδια σημασία, ως διακριτικό σήμα ιθαγενείας.
Στην ενετοκρατούμενη Ελλάδα οι Έλληνες ράφτες των Ενετών στρατιωτών ονομάζονταν τόγγες. Αυτοί έραβαν τις στολές τους. Εξ αυτών το επαγγελματώνυμο Τόγκας, Τόγιας / Τόγιος, Τογκίτσας, Τόγας, κλπ.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Σύγχρονης Ελλάδος Περιήγησις». Γ. Λεκάκης «Παραδοσιακές Φορεσιές». Γ. Λεκάκης «Λεξικό των Παραδόσεων». Γ. Λεκάκης «Λακώνων Γη». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 4.4.2018.
- Artemidorus «The Interpretation of Dreams», μτφρ. M. Hammond εκδ. Oxford University
Press, 2020.
- Cleland L. «Clothing, Greece and Rome» στο Bagnall, Roger S., Brodersen Kai, Champion Craige B. Erskine Andrew,
Huebner Sabine R. (επιμ.) «The Encyclopedia
of Ancient History», εκδ. Blackwell
Publishing Limited, Malden, MA, 2013.
- Edwards C. «Unspeakable Professions: Public Performance and Prostitution
in Ancient Rome», στο Hallett, P. J.,
Skinner, B. M. (επιμ.) «Roman
Sexualities», εκδ. Princeton University Press,
Princeton, NJ, 1997.
- Peruzzi Em. «Mycenaeans in Early Latium», εκδ. dell'Ateneo & Bizzarri, Ρώμη, 1980.
- Vout C. «The Myth of the Toga:
Understanding the History of Roman Dress, Greece & Rome», 43 (2): 204–220.
doi:10.1093/gr/43.2.204, JSTOR 643096, 1996.
[1] βλ. «Ονειροκριτικά» του μάντη – ονειροκρίτη του 2ου
αιώνα μ.Χ. Αρτεμίδωρου Δαλδιανού ή Ονειροκριτικού, υιού του Φωκά. Ο Αρτεμίδωρος
εταξείδευσε στην Ιταλία για να συγκεντρώσει την λαϊκή σοφία. Εκεί συνάντησε πολλούς
«πυθαγοριστές, φυσιογνωμικούς, αστραγαλομάντεις, τυρομάντεις, κοσκινομάντεις,
μορφοσκόπους, χειροσκόπους, λεκανομάντεις, νεκρομάντεις»…
Ήταν γνωστός ερμηνευτής
ονείρων, που έζησε στην Έφεσο. Η προσωνυμία Δαλδιανός προκύπτει από την Δάλδη,
μια πόλη στα σύνορα Μυσίας - Φρυγίας - Λυδίας, από την οποία καταγόταν η μητέρα
του. Η Δάλδις εξέδωσε νόμισμα (επί αυτοκράτορος Σεπτίμιου Σεβήρου, 193 - 211
μ.Χ.), με αναφορά στον Αρτεμίδωρο, με παράσταση του Απόλλωνα και Κυβέλης στην
άλλη όψη.
Έγραψε «Ονειροκριτικά»
(5 τόμοι, αφιερωμένοι στον ρήτορα Κάσσιο Μάξιμο), «Φιλάληθες» ή «Ενόδιον», «Οιωνοσκοπικά»
και «Χειροσκοπικά».
Και ο υιός του, επίσης Αρτεμίδωρος,
άσκησε την τέχνη του πατέρα του.
Το έργο του Αρτεμιδώρου
ήταν πολύ δημοφιλές έως και κατά τον Μεσαίωνα, αλλά και αργότερα, ενώ σώθηκε σε
αρκετά χειρόγραφα, από τον 11ο - 16ο αι.
Επηρέασε σημαντικά τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ
και τον Φρόυντ.
ΠΗΓΗ: Λεξ, ΣΟΥΔΑ, άρθρο του Γ. Σεφέρη «Γλώσσες στον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό», 1970. Γ. Λεκάκης «Η άγνωστη Μικρά Ασία».
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook