Ανάποδα τα ακροκέραμα του Παρθενώνος κρύβουν την γλαύκα της Αθηνάς! - του Γ. Λεκάκη

Ανάποδα
τα ακροκέραμα του Παρθενώνος
κρύβουν την γλαύκα
της θεάς Αθηνάς!

Του Γιώργου Λεκάκη

Σε μια από τις πολλές επισκέψεις μου στον ναό της Παρθένου (> Παρθενών) των Αθηνών, θεάς Αθηνάς, είδα και τα μεγάλα (ύψους σχεδόν 1 μ.) ακροκέραμά του. Θαύμασα την «φυτική διακόσμησή» τους, όπως μου έλεγαν, μου δίδασκαν και μου μάθαιναν ως τώρα…

Ώσπου, εμπρός μου, ένας μπόμπιρας διπλωνόταν, έσκυβε το κεφάλι του και τα κοιτούσε ανάποδα, πολύ ώρα, και γελούσε… Και τους μιλούσε… Κι αυτό επαναλαμβανόταν πολλάκις… Και κάθε τόσο κοίταζε εάν τον βλέπει κανείς…

Παραξενεύτηκα… Και όταν έφυγε χαρούμενος, είπα να κοιτάξω κι εγώ ανορθόδοξα κι ανάποδα, σαν το παιδί αυτό - σαν παιδί γενικώς - να δω τι έβλεπε και γελούσε… Και τι είδα; Μια γλαύκα(*), ως γέρο-σοφό!!!

Την γλαύκα, την κουκουβάγια, πουλί της σοφίας, ιεροπούλι της θεάς της σοφίας Αθηνάς…

Κι είπα, υπάρχει και ο ανάποδος κόσμος… ή καλύτερα αυτός που κρύβεται ανάποδα…

Τελικά, πότε θα μάθουμε να βλέπουμε σαν παιδιά, και όχι να βλέπουμε τα πράγματα όπως κάποιοι μας καθοδήγησαν να τα βλέπουμε; Όπως τα ερμηνεύουμε μέσα από μάτια και γραπτά, άλλων;

Ένας νέος (ανάποδος) κόσμος ανοίγεται πλέον και εν τέλει κομίζει «γλαύκαν εις Αθήνας»[1]

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΣΕΧΩΣ… 

(*) Η γλαυξ (της γλαυκός) (> λατ. noctua < νύκτα) < ρ. γλαύσσω, γλαύξω = οξυωπέστατο ζώο, όρνεο, που ονομάσθηκε έτσι για τους αστραπηβόλους[2] οφθαλμούς της! «Πολύ πυρώδες(4*) και θερμόν περί τους οφθαλμούς έχειν». Βλέπει στα σκοτάδια («εν νυκτί οράν δυνάμενον») εξ ου και σύμβολο σοφίας. Ο λαός μας την λέει και γκιόνη, κλαψοπούλι, μπούφο, ή χαροπούλι.

Το ιερόν της Ακροπόλεως των Αθηνών, εκαλείτο Γλαυκόπιον, από κάποιον Γλαυκόπιο, ο οποίος κατοικούσε το πρώτον σε αυτό. Γλαυκόπιον εκαλείτο και το όρος Λυκαβηττός, τεχνητό βουνό, επίσης δώρο της θεάς Αθηνάς, πριν γίνει αστρονομικό ορόσημο για τους Αθηναίους. Έπειτα αυτό έγινε επίθετο της θεάς Αθηνάς…

Τα αθηναϊκά νομίσματα εκαλούντο «γλαύκαι λαυρεωτικαί» εκ της εικόνος της γλαυκός, που έφεραν. Γι’ αυτό και ήταν συχνότατο όνομα ή συνθετικό ονομάτων εν Αθήναις.[3]

Εκτός από την θεά Αθηνά, πολλές γυναίκες ονοματίζονται γλαύκες: η Γλαύκη[4], οι Νηρηίδες Γλαυκοθόη και Γλαυκονόμη, η Γλαυκία[5], η Γλαυκίππη[6]. Και Γλαύκη, αρχαία πόλις της Ιωνίας!

Γλαύω, γλαύαω, γλαυκjω, γλαυκιώ, γλαυκώ[7], γλαυκίζω[8], γλαυσό, γλαύκjον, γλαυσό (= λαμπρό, Ησυχ.):

Ø Γλαυκός (αιολ.(5*) γλαύκος > λατ. glaucus)[9], είναι ο ακτινοβολών, ο απαστράπτων, ο λάμπων! Ο έχων πυρώδη(4*) όμματα. Επί χρώματος, γλαυκόχροος > ωχροπράσινος, ανοικτοπράσινος (όπως η ελιά, η ιτιά και το σταφύλι[10]), κυανοπράσινος, κυανόφαιος[11] (γλαυκίνος), φαιός, στακτύς > υπογλαυκός, ο ολίγον τι γλαυκός, υπόφαιος, σταχτερός. Και επί χρωμάτων οφθαλμών, ο γαλανομάτης, κλπ. Χρώματα-πρότυπα ωραιότητος για τον Έλληνα.  Και γλαυκός > γλευκός > λευκός, ο αστραφτερός.

            > γλαυκός, γλαυκιόων (ομηρ. μτχ.) ο εξακοντίζων άγρια βλέμματα, με απαστράπτοντας οφθαλμούς (κυρίως χρήση επί λέοντος).

> γλαύκος,

                > ιχθύς φαιόχρους,

                > ιχθύς, φυτό (γλαυκίσκος),

                > είδος παπαρούνας (γλαύκιον),

                > αγριόπαπια με κυανοπράσινα μάτια

                > αιγωλιός (αιγώλιος, αιγοδήλας), είδος μικράς γλαυκός.

                > ελεάς, ελέα = είδος γλαυκός, πτηνό που ζει γύρω από έλη, επί καλάμων, ο καλαμοδύτης…

                > σκωψ (< ρ. σκώπτω > skaup = σαρκασμός), είδος γλαυκός, νυκτοκόρακος[12], είδος εμπαικτικού πτηνού, ως μιμούμενο το κελάδημα άλλων πουλιών και χορός εμπαικτικός, καθώς οι ορχούμενοι εμιμούντο γλαύκα…

    > γλαύκιος, ο έχω το γλυκύ του οφθαλμού…

    > γλαυκώψ (ο, η), γλαυκώπις (-ιδος < γλαυξ + ωψ), γλυκόφθαλμη, επίθετο της θεάς Αθηνάς, ως έχουσας απαστράπτοντας (ακτινοβολούντας) και καταπληκτικούς ώπας, δηλ. οφθαλμούς. Κατ’ άλλους, η έχουσα οφθαλμούς (ή και μορφήν, όψη) γλαυκός. Από του «δεινόν γλαύσσειν του οφθαλμούς». Από του «γλαυκά οπίζεσθαι» (εντρέπεσθαι)(4*).

    > διαγλαύσσω[13], λάμπω με ζωηρά λάμψη

    > υπογλαύσσω {υπό + γλαυξ), βλέπω κάτωθεν, ρίπτω λαθραία βλέμματα, υποβλέπω, λοξοκυττάζω, στραβοκυττάζω, κλπ.

Και:

    > κίκυβος (> λατ. cicuma) η γλαυξ > κικκαβαύ, η ονοματοποιημένη κραυγή μιμουμένη κρωγμό γλαυκός > κοινώς κουκουβάου.

    > κριγή, η γλαυξ (βλ. Ησυχ.) > ρ. κρίζω[14] > κριγή = τριγμός τών οδόντων, οξύς ήχος, κριγίζω > τσιρίζω, κλπ. ηχοποίητος λέξη > κράζω, κρώζω, τρίζω, κραυγή, κλπ.

    > ολολύζω = εκπέμπω δυνατή κραυγή (λιγυρά φωνή), κράζω μεγαλοφώνως, εκδήλωση χαράς. Επί γυναικών επικαλουμένων την βοήθεια των θεών ή εκφραζουσών την ευγνωμοσύνη των > ολολυγή > ολολυγαία (= νυκτερίδα) >  ολολύς = ο εκπέμπων γυναικεία κραυγή > λατ. ululare, ululabills, ululatus, uIukas, ulula (= γλαυξ) > αγγλ. howl, hallo, halloh, κλπ.

Συγγενή, σχεδόν συνώνυμα[15]: γλαινοί, γλήνος, γλήνη[16], γαλήνη, γελείν > ρ. γελώ[17], αλλά και η φαιοπράσινη χλαίνη, κλπ.

ΠΗΓΗ: Μ. Ετυμ. Γ. Λεκάκης "Λεξικόν Μυθολογίας". ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 28.2.2013.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1] Διότι η παροιμία: «γλαυξ Αθήναζε» ή «γλαυξ εις Αθήνας» , ελέγετο - και λέγεται ακόμη από τον ελληνικό λαό – γι’ αυτούς που ισχυρίζονται πως λένε ή φέρνουν κάτι νέο και σπάνιο, γι’ αυτούς που μάταια πράττουν κάτι, ή λένε κάτι, ή επί των μάταια επισωρευόντων τινα τοις προϋπάρχουσιν, ώσπερ ει τις γλαύκας Αθήναζε άγοι, πληθύνουσι γαρ εν ταύτα αι γλαύκες» (σχόλια Ησυχ. στον Αριστ. Όρν., 301).

[2] Αστραπηβόλος = αστραποβόλος

[3] Γλαυκέτης (Αθηναίοι, Χαλκιδαίοι, κλπ.), Γλαυκίας(**) (γλύπτης), Γλαυκίδης και Γλαύκιππος (επώνυμοι άρχοντες εν Αθήναις), Γλαυκίς / Γλαυκοθέα (= Λευκοθέα, μήτηρ του Αίσχίνη), Γλαύκων (ναύαρχος), κλπ.

(**) το όνομα απαντάται και σε: Αίγινα, Μακεδονία, Μίλητο, Ιλλυρία, Κρότωνα, Ρήγιο, κλπ.

[4] τροφός του Διός, Μελία(***) νύμφη, θυγατέρες του Νηρέως, του Δαναού, του Κρέοντος (Κορίνθου), του Κυχρέα (Σαλαμίνος), σύζυγος του Θησέως, κλπ.

[5] Θυγατέρα του Σκαμάνδρου, άλλη του Άτλαντος.

[6] μία των Δαναΐδων, άλλη κόρη του Ξάνθου(4*).

[7] = φαύσκω, φαίνω.

[8] = αμβλύω.

[9] Γλαύκος, ήταν θεότης της θαλάσσης, εγγονός του Αιόλου(5*) (υιός του Σισύφου), υιός του Μίνωος, του Πριάμου, βασλιάς Μεσσηνίας, όνομα ποταμών και κόλπων, κλπ. Αλλά και Γλαύκων, αδελφός του Πλούτωνος Άδου < άδω, αείδω, τραγουδώ, κρώζω, κράζω με κάθε φωνή, κάθε τρόπο, κάθε ήχο (αλέκτορος, χελιδόνος, γλαυκός, βατράχου, κλπ.)

[10] > γλεύκος = γλυκύτατο(***), λιπαρώτατο, μούστος > δεύκος > Δευκαλίων.

[11] χελιδόνι το κυάνεον ή γλαυκό.

[12] Αείσκωψ > επειδή δεν αποδημεί. Παροιμία: «όλα τα πουλιά διαβαίνουν, και οι μπούφοι εδώ απομένουν»…

[13] «διαγλαύσσουσιν αντί του φωτίζουσιν ή διαλάμπουσιν, όθεν και η Αθηνά γλαυκώπις, και γλήνη η κόρη του οφθαλμού παρά το γλαύσσειν, ο εστι λάμπειν», σχόλια Απόλλων. Ροδίου, 11280.

Ευριπίδης επί της σελήνης «γλαυκώπις τε στρέφεται μήνη».

[14] έκρικον, κέκριγα, κλπ.

[15] Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχουν συνώνυμα.

[16] γλήνη = κόρη οφθαλμού, κερί μέλισσας(***), πεπλασμένη κόρη, παίγνιο των οφθαλμών.

[17] Γελώντας παίρνει κανείς γλαυκή ώψη / όψη > επιφώνημα χαράς «ώπα!», κυρίως όταν ακούει με τα ώπα (> ώτα) του ευχάριστα νέα ή μουσικά θέματα.


ακροκεραμα Παρθενωνος κρυφη γλαυκα θεα Αθηνα Λεκακης ακροκεραμο Παρθενων γλαυξ κουκουβαγια Αναποδα ναος της Παρθενου Αθηνων, θεας Αθηνας, φυτικη διακοσμηση αναποδο πουλι της σοφιας, ιεροπουλι σοφια αναποδος κοσμος παιδι λατινικα noctua γλαυσσω, γλαυξω = οξυωπεστατο ζωο, ορνεο, αστραπηβολος οφθαλμος πυρωδες πυρ πυρο θερμο οφθαλμοι σκοταδι νυκτι ορω συμβολο ιερον ιερο Ακροπολεως Γλαυκοπιον, Γλαυκοπιο, Γλαυκωπιον ορος Λυκαβηττος, τεχνητο βουνο δωρο αστρονομικο οροσημο παρατηρητηριο αστρονομια αρχαιοαστρονομια Αθηναιοι αθηναικο νομισμα γλαυκαι λαυρεωτικαι λαυριο Αθηναι γυναικες ονομα γλαυκες Γλαυκη Νηρηιδες Γλαυκοθοη Γλαυκονομη, Γλαυκια Γλαυκιππη αρχαια πολις πολη Ιωνια Γλαυω, γλαυαω, γλαυκjω, γλαυκιω, γλαυκω γλαυκιζω γλαυσο, γλαυκjον, γλαυσο λαμπρο, λεξικο Ησυχιος Γλαυκος αιολικα glaucus ακτινοβολων, ακτινοβολια απαστραπτων, λαμπων πυρωδη ομματα χρωμα γλαυκοχροος ωχροπρασινος, ανοικτοπρασινος ελια, ιτια σταφυλι κυανοπρασινος, κυανοφαιος γλαυκινος, φαιος, στακτυς > υπογλαυκος, υποφαιος, σταχτερος στακτης χρωματα οφθαλμος γαλανοματης, προτυπο ωραιοτητος ελληνας γλευκος > λευκος, ο αστραφτερος γλαυκιοων ομηρικη μετοχη εξακοντιζων αρχαια ορχηση αγριο βλεμμα λεοντας λεων λιονταρι ιχθυς φαιοχρους φυτο γλαυκισκος ειδος παπαρουνα γλαυκιον αγριοπαπια παπια κυανοπρασινα ματια αιγωλιος αιγωλιος, αιγοδηλας ελεας, ελεα πτηνο ελος καλαμι καλαμοδυτης σκωψ σκωπτω σαρκασμος κορακας νυκτοκορακας κοραξ κορακι εμπαικτικο μιμος κελαδημα κελαηδημα πουλια χορος εμπαικτικος, ορχουμενος γλαυκιος, γλυκυ γλυκος γλυκο γλαυκωψ γλαυκωπις ωψ γλυκοφθαλμη, απαστραπτοντας ακτινοβολουντας καταπληκτικους ωπας, ωπες μορφη, οψη δεινο γλαυκα οπιζεσθαι εντρεπεσθαι ντροπη διαγλαυσσω λαμπω λαμψη υπογλαυσσω βλεπω κατωθεν, ριπτω λαθραιο βλεμμα υποβλεπω, λοξοκυτταζω, στραβοκυτταζω, λοξοκοιταζω, στραβοκοιταζω κικυβος cicuma κικουμα κικκαβαυ, ονοματοποιημενη κραυγη μιμηση κρωγμος κουκουβαου κριγη, κριζω τριγμος οδοντες δοντια δοντι οξυς ηχος, κριγιζω τσιριζω, ηχοποιητος λεξη > κραζω, κρωζω, τριζω, κραυγη ολολυζω εκπεμπω λιγυρα φωνη μεγαλοφωνως, εκδηλωση χαρα γυναικα βοιθεια θεοι θεος εκφραση ευγνωμοσυνη ολολυγη ολολυγαια νυκτεριδα νυκτερις ολολυς εκπομπη γυναικεια ουλουλα ulula αγγλικα αλο χαλο howl, hallo, halloh, συνωνυμα γλαινος, γληνος, γληνη γαληνη, γελειν γελω φαιοπρασινη χλαινη, παροιμια Αθηναζε ελληνικος λαος σπανιο, ματαια Αριστοφανης ορνιθες αστραπη αστραποβολος γλαυκετης Αθηναιοι, χαλκιδα Χαλκιδαιοι, Γλαυκιας γλυπτης Γλαυκιδης Γλαυκιππος επωνυμος αρχοντας αρχων Αθηναις Γλαυκις / Γλαυκοθεα Λευκοθεα, Αισχινης Γλαυκων ναυαρχος Αιγινα, Μακεδονια, Μιλητος, Ιλλυρια Κροτωνας, κροτων Ρηγιο, μεγαλη ελλαδα κατω ιταλια τροφος του Διος, διας ζευς Μελια νυμφη, Νηρεας, νηρευς Δαναος κρεων Κορινθος βασιλιας βασιλευς Κυχρεας κυχρευς Σαλαμινα, σαλαμις θησευς Θησεας, Σκαμανδρος ατλαντας ατλας Δαναιδες Ξανθος φαυσκω, φαινω αμβλυω θεοτης θεοτητα θαλασσα Αιολος Σισυφος Μινωας, μινως κρητη Πριαμος, Μεσσηνια ποταμος κολπος Πλοωτωνας πλουτων αδης αδω, αειδω, τραγουδω, κρωζω, κραζω φωνη τροπος, ηχος αλεκτωρ αλεκτορας κοκορας κοκκορας χελιδονι βατραχος γλευκος = γλυκυτατο, λιπαρωτατο, μουστος > δευκος > Δευκαλιων δευκαλιωνας χελιδων κυανεον κυανεο Αεισκωψ αποδημω μπουφος αποδημια φωτιζω διαλαμπω γλαωσω σχολια Απολλωνιος Ροδιος Ευριπιδης σεληνη στροφη μηνη εκρικον, κεκριγα, ελληνικη γλωσσα συνωνυμο κορη κερι μελισσα μελι πεπλασμενη πλασμενη παιγνιο παιγνιδι παιχνιδι Γελω ωψη επιφωνημα χαρας ωπα ακουω ακοη ωτα ους μουσικη γκιονης, κλαψοπουλι, μπουφοι, χαροπουλι χαρος θανατος γκιωνης

Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ