Η αρχαία Άκανθος υπήρξε κορυφαία πόλις - λιμάνι της ανατολικής Χαλκιδικής και μια από τις πιο σημαντικές ολόκληρης της Μακεδονίας. Κατέχει μία προνομιακή θέση ανάμεσα σε δύο θαλάσσιες ακτές, δίπλα στην Ιερισσό και στον οδικό άξονα προς Ουρανούπολη - Άγιον Όρος.
Η Άκανθος, αποικία των Ανδρίων κατά τον Θουκιδίδη (IV 84.1) ή
Ανδρίων και Χαλκιδαίων κατά τον Πλούταρχο («Αιτίαι Ελλήνων», 30), αναπτύσσεται
γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. σε θέση προϊστορικής εγκατάστασης. Η πόλη είναι
γνωστή από την ευρεία κυκλοφορία των νομισμάτων της κατά την αρχαιότητα. Ως
κύρια πηγή πλούτου της πόλης πρέπει να θεωρηθεί η γεωργία.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΑΚΑΝΘΟΥ, ΕΔΩ.
Ιστορικά, ή Άκανθος κάνει την
εμφάνισή της κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων, όταν βρίσκεται στην πλευρά
των Περσών, πρώτα το 490 στην πλευρά του Μαρδόνιου και ύστερα το 480 π.Χ. στην
πλευρά του Ξέρξη, τον οποίο και βοηθά στην κατασκευή της διώρυγας στην
χερσόνησο της Ακτής. Αργότερα συμμετείχε στην Δηλιακή Συμμαχία και βοήθησε τους
Αθηναίους στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Μετά την ειρήνη του Νικία το 421 π.Χ., η
Άκανθος απόλαυσε μια μικρή περίοδο ανεξαρτησίας μέχρι την εξάπλωση των
Μακεδόνων και τέθηκε τελικώς τον 4ο αι. π.Χ. υπό τον έλεγχό τους. Η πόλη
λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους περίπου το 200 π.Χ. (Λίβιος, 31.45.15 κ.ε.),
ωστόσο το λιμάνι της συνέχισε να λειτουργεί. Στην αυτοκρατορική περίοδο η πόλη
έγινε ρωμαϊκή περιφέρεια (conventus των ρωμαίων πολιτών).
Γράφει ΑΚΑΝΘΙΩΝ με την ορθογραφία: ΑΚΑΝΘΟΙΟΝ, |
Ασημένια νομίσματα κόπηκαν
για πρώτη φορά στην Άκανθο γύρω στο 530 π.Χ. σε μεγάλες ποσότητες κατά τα
ευβοϊκά πρότυπα. Γύρω στο 424 π.Χ. παρατηρείται μια αλλαγή στην κοπή νομισμάτων
στην Άκανθο, όπου πλέον χρησιμοποιούντα τα φοινικικά πρότυπα. Οι τελευταίες
κοπές του νομισματοκοποείου της Ακάνθου μπορούν να χρονολογηθούν στα μέσα του
4ου π.Χ.
Από τον αρχαίο ναό της σώζεται
μόνον η θεμελίωση. Ο τοίχος της θεμελίωσης έχει κατασκευαστεί από ορθογώνιες
γρανιτόπλινθους. Το πλάτος του κυμαίνεται από 2,05 - 2,10 μ. και το σωζόμενο
ύψος του είναι περίπου 1 μ. Ο ναός αποτελείται από πρόναο, σηκό και οπισθόδομο
και χρονολογείται πιθανότατα στην πρώιμη κλασική εποχή.
Του Γιάννη Νιαούρη, αρχιτέκτονα, ΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ
Η πόλη της Ακάνθου απλώνεται
στα υψίπεδα και τις πλαγιές των λόφων με τα τοπωνύμια Κάστρο, Λαδιάβα, Άη Γιώργης
και Αλώνια, στην συνέχεια του οικισμού (νοτιοανατολικά) της Ιερισσού, και η
έκτασή της υπολογίζεται σε 560 στρέμματα. Διατηρούνται διάσπαρτα διάφορα
οικοδομικά λείψανα και μνημεία, όπως τα τείχη και δημόσια κτήρια κλασσικής και
ελληνιστικής εποχής, ο βυζαντινός ναός Γεννήσεως της Θεοτόκου, στοιχεία της
ποικιλόμορφης ιστορικής φυσιογνωμίας της μέχρι και το 1932, οπότε ο οικισμός
αφανίζεται από σεισμό. Η ζωή και ο πολιτισμός της εξελίσσεται μέχρι τις μέρες
μας.
Ο πυρήνας της αρχικής
προϊστορικής εγκατάστασης έχει εντοπιστεί στο Κάστρο, κάτω από το θεμέλιο του
βυζαντινού ναού της Παναγίας. Δεν έχει εξακριβωθεί πότε ξεκινά η ζωή του
οικισμού στο μακρινό αυτό παρελθόν, από το οποίο έχουμε ένα εντυπωσιακό εύρημα:
τμήμα μιας ανθρωπόμορφης στήλης menhir,
απομεινάρι της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (γύρω στο 2500 π.Χ.), συνδέει άμεσα
την Άκανθο με τον πολιτισμικό χώρο του βορειο-ανατολικού Αιγαίου και του
Εύξεινου Πόντου. Περισσότερα είναι τα λείψανα της κλασσικής και ελληνιστικής
εποχής: τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου, ένας τομέας δημοσίων κτισμάτων με
κέντρο έναν κλασσικό ναό και ένα ενδιαφέρον κλασσικο-ελληνιστικό οικοδόμημα στην
θέση Λαδιάβα. Το εκτεταμένο νεκροταφείο της κατέχει την παράλια ζώνη της
Ιερισσού και χρησιμοποιείται από τα αρχαϊκά (7ος, 6ος αι. π.Χ.) ως και τον 17ο
αιώνα και αριθμεί γύρω στους 13.000 τάφους.
Στο Επιχειρησιακό πρόγραμμα
Μακεδονίας - Θράκης (2007-2013) εντάχθηκε και υλοποιήθηκε με τη συγχρηματοδότηση
της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης το έργο «Κέλυφος προστασίας και ανάδειξης
τμήματος του αρχαίου νεκροταφείου της Ακάνθου Χαλκιδικής». Σκοπός του έργου
ήταν να αποκαλυφθεί και να παρουσιασθεί στο κοινό ένα μικρό, έστω, τμήμα του
νεκροταφείου της αρχαίας Ακάνθου, το οποίο να παραμείνει όπως ανασκάφηκε στην
θέση του (in situ) και να προστατεύεται με ένα κέλυφος που θα πρέπει να
λειτουργεί και να σημαίνει, με διακριτικό τρόπο, το δημόσιο πολιτιστικό του
χαρακτήρα, ανταποκρινόμενο στις ανάγκες της σύγχρονης αισθητικής. Το στέγαστρο
κατασκευάσθηκε προτού αποκαλυφθούν οι αρχαιότητες για να κρατηθεί η εικόνα της
ανασκαφής όσο το δυνατόν πιο αυθεντική και να αποφευχθούν τυχόν φθορές των
ευρημάτων από τις εργασίες κατασκευής. Ο σχεδιασμός του στεγάστρου είχε στόχους
την ασφάλεια και την προστασία των ευρημάτων από καιρικές συνθήκες, τον φυσικό
φωτισμό και αερισμό του χώρου και την εξασφάλιση της απρόσκοπτης θέασης από
τους επισκέπτες.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγ. Όρους, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.11.2022.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook