O Μυκηναϊκός
κόσμος (1600 - 1100 π.X.) αναπτύχθηκε στον ελληνικό χώρο, που τότε όπως και
τώρα, αποτελούσε την γέφυρα μεταξύ Ανατολής - Δύσης. H ακτινοβολία του έφθασε
από την M. Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο έως την Δυτική Μεσόγειο και
την BΔ Ευρώπη. Παραδοσιακά θεωρείται ότι οι φορείς του, οι ελληνόφωνοι Αχαιοί εγκαθίστανται στον ελληνικό χώρο περί το 2000 π.Χ.[1]
H αρχή του Μυκηναϊκού πολιτισμού, όπως ονομάσθηκε από το μεγαλύτερο κέντρο του,
τις Μυκήνες στην Πελοπόννησο, σημαδεύεται από την άνοδο ηγετικών ομάδων
πολεμιστών, που αναπτύσσουν σχέσεις με τον ήδη προηγμένο μινωικό [σ.σ.: επίσης ελληνικό]
πολιτισμό της Κρήτης.
Μία
εντυπωσιακή εικόνα του πλούτου της πρώιμης μυκηναϊκής εποχής δίνουν οι
βασιλικοί λακκοειδείς τάφοι των Μυκηνών του 16ου αι. π.Χ. (ταφικοί κύκλοι A και
B των Μυκηνών) με τα πολύτιμα κτερίσματα, σύμβολα κοινωνικής θέσης και
αξιώματος και δημιουργούν την βάση για τον μύθο των πολυχρύσων Μυκηνών του Ομήρου.
Η προσωπίδα είναι κατασκευασμένη από έλασμα,
με τα χαρακτηριστικά του προσώπου έκτυπα.
Οι οπές στην περιοχή των αυτιών υποδεικνύουν ότι
η προσωπίδα στερεωνόταν στο πρόσωπο
με την βοήθεια νήματος.
Τα μεγάλα
ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Πύλου στην Πελοπόννησο καθώς και των
Θηβών στην Βοιωτία, τα οποία περιβάλλονται από ισχυρά κυκλώπεια τείχη,
αποτελούν τα διοικητικά, οικονομικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά κέντρα μιας
ευρύτερης περιοχής. H κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, με επί κεφαλής
τον «άνακτα» [σ.σ.: wanaka], τηρούσε αρχεία πήλινων πινακίδων στην Γραμμική B γραφή,
την πρώτη ελληνική γραφή, προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα της μινωικής γραμμικής A γραφής[2]. Γύρω
από τις ακροπόλεις αναπτύσσονται οργανωμένοι οικισμοί και τοποθετούνται τα
νεκροταφεία των θαλαμωτών τάφων, τα πλούσια ευρήματα των οποίων αποκαλύπτουν
μια κοινωνικά ιεραρχημένη και ευημερούσα κοινωνία. Οι μεγαλοπρεπείς θολωτοί
τάφοι, όπως ο θολωτός τάφος του Ατρέως στις Μυκήνες, ο θολωτός τάφος του Βαφειού
Λακωνίας ή οι θολωτοί τάφοι της μυθικής Ιωλκού στην Θεσσαλία, προορίζονται για
την τάξη των ηγεμόνων.
H κατάρρευση
του συγκεντρωτικού ανακτορικού συστήματος διοίκησης σημειώνεται στο τέλος του
13ου αι. π.X., κατά την παράδοση μετά τον Τρωικό πόλεμο, που αποτελεί μια κοινή
επιχείρηση των Αχαιών ηγεμόνων. Ως αίτια προβάλλονται η κοινωνική αναταραχή, η
οικονομική εξασθένηση, οι μετακινήσεις των λαών «της ξηράς και της θάλασσας»
στην Μεσόγειο, που καταστρέφουν τα κέντρα της M. Ασίας και της Ανατολής καθώς
και οι, ανασκαφικά τεκμηριωμένοι, ισχυροί σεισμοί. Οι αλλαγές αυτές σημαδεύουν
την αρχή μιας νέας περιόδου στην Ελλάδα κατά τον 12ο αι. π.Χ., που είναι και ο
τελευταίος του μυκηναϊκού πολιτισμού. Δημιουργούνται συνθήκες ελεύθερης
ανάπτυξης των τοπικών κέντρων στην Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, την Κρήτη, ενώ η
ζωή συνεχίζεται και στις γνωστές ακροπόλεις, στις Μυκήνες και κυρίως στην Τίρυνθα.
Το τέλος του
μυκηναϊκού πολιτισμού, κατά τον 11ο αι. π.Χ., επιφέρει αναπόφευκτα μια
πολιτιστική υποχώρηση, κατά την διάρκεια ωστόσο της γεωμετρικής εποχής και
μέχρι τον 8ο αι. π.Χ. δημιουργούνται οι βάσεις της ανάπτυξης της ελληνικής
πόλης[3].
Ο μυκηναϊκός πολιτισμός ανήκει εφ’ εξής στον χώρο των μύθων…
ΠΗΓΗ: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο / ΕΑΜ. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 7.7.2020.
[1] Οι Αχαιοί ήταν πάντα εγκατεστημένοι στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Ήταν μία από τις τέσσερις φυλές (μαζί με τους Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς) του αρχαίου ελλαδικού χώρου, που συναποτέλεσαν το πρώιμο ελληνικό έθνος. Ιδρυτής τους ο Αχαιός, υιός του Ξούθου, και αδελφός του Ίωνα, του ιδρυτή της ιωνικής φυλής. [Ο Ξούθος ήταν υιός του Έλληνα, του πατριάρχη του ελληνικού έθνους] – βλ. Ησίοδος, Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Ι,7.3.
Ήταν αιολικός κλάδος, που με την
δύναμη των όπλων επικράτησε. Εξεκίνησαν, πιθανότατα, όπως και τα υπόλοιπα αιολικά
φύλα, από την περιοχή της νυν Βορειοδυτικής Μακεδονίας, και συγκεκριμένα από
την Πελαγονία. Κατέβηκαν αρχικώς στην νοτιοανατολική Θεσσαλία (βλ. και ΕΔΩ), και ακόμη
νοτιότερα, διεσπάρησαν στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και την ανατολική Πελοπόννησο
(Αργολίδα) και εν τέλει Βορειοδυτική Πελοπόννησο (απ΄ όπου εκδίωξαν τους Ίωνες,
οι οποίοι κατέφυγαν στην Αττική). Εκεί ιδρύουν την 12πολή τους / Κοινό, ως ενιαίο έθνος:
Πελλήνη, Αιγείρα, Αιγές, Αχαΐα ή Βούρα, Ελίκη, Αίγιον, Ρύπαι, Πάτραι, Φερές, Ώλενος, Δύμη / Δύμες και Τριταία – βλ. Ηρόδοτος. Στα ομηρικά έπη με το όνομα των Αχαιών, εννοούνται
όλοι οι Έλληνες, που συμμάχησαν μαζί τους στην Τρωικό Εμφύλιο Πόλεμο. Οι Αχαιοί
μιλούσαν την αιολική διάλεκτο. Αργότερα προστέθηκαν σε αυτήν και αρκαδικά στοιχεία.
Ο R.
S. P. Beekes θεωρεί ότι ετυμολογούνται από την λέξη Akaywa-, η M. Finkelberg από
την ελληνική Αχαϝyοί (> Akhaioí) – από την πρωτοελληνική ρίζα ακ-, αχ-, αγ-,
που δίνει λέξεις σχετικές με το πολύ νερό (λ.χ. Αχέρων, Αχελώος, Αιγαίο >
λατ. aqua, κλπ.). Οι Ετεοκρήτες Χετταίοι τους έλεγαν Akhhiyawa, οι
αιγυπτιακές πηγές τους αναφέρουν ως Akaiwasha («λαοί της θάλασσας»), στην
Κιλικία λέγονται Hiyawa, στα ασσυριακά κείμενα Kue, κλπ.
Οι
Αχαιοί τιμούσαν κυρίως τον Δία και τον Ποσειδώνα.
[2] Όπως έχει αποδειχθεί και η «μινωική γραμμική A γραφή»,
είναι ελληνική – ΔΙΑΒΑΣΤΕ το ΕΔΩ.
[3] Πιο συγκεκριμένα της ελληνικής πόλης-κράτος με την σύγχρονη
έννοια, όπως την ξέρουμε κυρίως από την κλασσική αρχαιότητα.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook