ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΖΩΝΗ ΘΡΑΚΗΣ - Η ΑΚΜΑΙΟΤΕΡΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΙΚΗΣ ΠΕΡΑΙΑΣ και η ΠΕΡΑΙΑ ΘΑΣΟΥ - Ο ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ - του Απ. Τσακρίδη


ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΖΩΝΗ ΘΡΑΚΗΣ


Η ΑΚΜΑΙΟΤΕΡΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΙΚΗΣ ΠΕΡΑΙΑΣ
και η ΠΕΡΑΙΑ ΘΑΣΟΥ

Ο ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ 


Τα μάτια της θεάς, μεταλλικό έλασμα με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά,
στο ιερό της Δήμητρας.
Φωτογραφία: Από Αρχαιολογικό Μουσείο Κομοτηνής.

Από τα τέλη του 8ου αι. π.Χ. οι Έλληνες του Αιγαίου, αναζήτησαν νέες πηγές πλούτου. Οι ανάγκες σε πρώτες ύλες, όπως η έλλειψη πολύτιμων μετάλλων, ξυλείας, σιτηρών, δερμάτων, δούλων, συγχρόνως με άλλες κοινωνικές και πολιτικές αιτίες, τους έστρεψαν προς τις περιοχές του βορείου Αιγαίου.

Τα δύο βορειότερα νησιά, του Θρακικού αρχιπελάγους, η Θάσος και η Σαμοθράκη, αποτέλεσαν τα πρώτα αγκυροβόλια των θαλασσοπόρων της αιγαιακής Ελλάδος. Απέναντι από τους ενδιάμεσους αυτούς νησιωτικούς σταθμούς, οι Έλληνες του Αιγαίου μπορούσαν πλέον να ατενίζουν τις βόρειες ακρογιαλιές της άγνωστης και ανεξερεύνητης, γης των Θρακών.

Η Θράκη ήταν γνωστή μόνο απ’ τον Όμηρο, με την ονομασία «εριβώλακα» που σημαίνει εύφορη γη και μητέρα μήλων (αιγοπροβάτων). Η «άγνωστη» αυτή γη, καταλάμβανε, κατά τον Όμηρο μία τεράστια έκταση και αναφέρει ως νότια όρια της τον Πηνειό ποταμό της Θεσσαλίας και το Αιγαίο Πέλαγος και ανατολικό όριο τον Ελλήσποντο, χωρίς να την οριοθετεί από τα βόρεια και τα δυτικά.

Σύμφωνα με μεταγενέστερους αρχαίους συγγραφείς, η Χώρα των Θρακών εκτεινόταν από το όρος Δύσωρο της Μακεδονίας μέχρι το Δούναβη προς βόρεια, μέχρι τον Εύξεινο πόντο και το Βόσπορο προς ανατολικά και το Αιγαίο από τα νότια (Θουκυδίδης, Σκύλαξ). Σ’ όλη αυτήν την τεράστια έκταση το Έθνος των Θρακών ζούσε χωρισμένο σε πολλά φύλα, πολυπληθή και φιλοπόλεμα. Το καθένα φύλο κατείχε μία ξεχωριστή περιοχή που τον φυσικό πλούτο της, μόνον αυτό εκμεταλλεύονταν.

Λόγω του θέματος που φέρει ο τίτλος, η αναφορά θα επικεντρωθεί κυρίως στη Περαία της Σαμοθράκης (παράκτια ζώνη του Ν. Έβρου) και την σημαντική πόλη-αποικία της Αρχαίας Ζώνης. Μικρή αναφορά θα γίνει για τις πόλεις-αποικίες που ιδρύθηκαν στη περιοχή δράσης της Θασιακής Περαίας.

Αναλυτικές πληροφορίες, μπορούν να αναζητηθούν στο περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, Τεύχος 13, Νοέμβριος 1984, τίτλος «Ο Ελληνικός Αποικισμός στην Αιγαιακή Θράκη» της Επιμελήτριας Αρχαιοτήτων Εύης Σκαρλατίδου. Συνοπτικά αποσπάσματα της αναφερθείσας έκθεσης παρατίθενται στο παρόν κείμενο.


Από τις εκβολές του Στρυμόνα δυτικά (από τη ρίζα «Στρυμώ», που ήταν το όνομα της μητέρας του Πριάμου και είναι αρχαιοθρακικό όνομα) μέχρι και τις εκβολές του Έβρου στα ανατολικά, Ελληνικές αποικίες (Αιγαιακής προελεύσεως), κατέκλυσαν σχεδόν όλο το μήκος των θρακικών παραλιών, σχηματίζοντας μίαν αδιάκοπη αλυσίδα πόλεων-αποικιών ή εμπορικών σταθμών. Στα σύνολα τους έπαιξαν δύο διαφορετικούς ρόλους: άλλες απ' αυτές παρέμειναν άπλα "εμπόρια" διατηρώντας μέχρι το τέλος της ύπαρξης τους τον αρχικό τους προορισμό, εμπορικοί σταθμοί δηλαδή, από τους οποίους τα Ελληνικά προϊόντα διακινούνταν στην ενδοχώρα της Θράκης. Αντίθετα, αρκετές από τις αποικίες της Θράκης από νωρίς ή και αργότερα εξελίχθηκαν σε ανεξάρτητες πόλεις-κράτη έχοντας στην επικράτεια τους μία ευρύτερη περιοχή την οποία εκμεταλλεύονταν. Ή δύναμη πολλών από τις πόλεις αυτές μαρτυρείται και από το ύψος του φόρου πού κατέβαλλαν σαν μέλη της Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας, άλλα και από την καλλιτεχνική και πολιτιστική ακμή πού φανερώνουν τα ευρήματα πού προέρχονται απ' αυτές.


Όπως αναφέρθηκε, τα δύο βόρεια Νησιά του Αιγαίου, Θάσος και Σαμοθράκη, αποτέλεσαν τις γέφυρες στις οποίες οι Έλληνες του Αιγαίου, πάτησαν το πόδι τους, όταν για πρώτη φορά αναζήτησαν νέα γη στην άγνωστη Χώρα των Θρακών.
Πόλεις-αποικίες που δεν άνηκαν στη Περαία της Θάσου ή της Σαμοθράκης, έχουν εξίσου σημαντική παρουσία στο σύνολο των αποικιών της Αιγαιακής Θράκης.


Συγκεκριμένα, σημαντικές πόλεις που έχουν εντοπιστεί είναι, η Άργιλος (από Ίωνες μετανάστες από την Άνδρο των Κυκλάδων, μέσα του 7ου αι. π. Χ.), τα Άβδηρα (από Μικρασιάτες άποικους από τη χερσόνησο της Ερυθραίας, Κλαζομενοί, μέσα του 7ο αι. π.Χ.), η Δίκαια (πιθανόν Ίωνες από τη Νήσο της Σάμου, μέσα του 6ου αι. π.Χ.), η Μαρώνεια (από Χίους άποικους αρχές του 7ου αι. π.Χ.) και η Αίνος (πιθανόν Αιολείς απ’ την Αλωπεκόννησο που αργότερα ήταν κτίσμα Μυτιληναίων και Κυμαίων, β’ μισό του 6ου αι. π.Χ.)


Η ΠΕΡΑΙΑ ΤΗΣ ΘΑΣΟΥ

Η Θάσος αρχικά ήταν γνωστή ως Νήσος Ηδωνίς ή Οδονίς Το νησί τότε, κατείχε το θρακικό φύλο των Ηδωνών, που είχε διαπεραιωθεί από την απέναντι ακτή της περιοχής του Παγγαίου. Από τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. μία αποστολή από το Κυκλαδίτικο νησί της Πάρου, αποβιβάστηκε στο πυκνόφυτο νησί της Θάσου, με αρχηγό τον Τελεσικλή, πατέρα του Λυρικού Ποιητή Αρχίλοχου. Γύρω στο 684-680 π.Χ., οι Πάριοι άποικοι ιδρύουν την πόλη της Θάσου, επιλέγοντας την ΒΑ πλευρά του νησιού, σε θέση που ήταν προφυλαγμένη από φυσικό λιμάνι. Είκοσι ή τριάντα χρόνια μετά την πρώτη εγκατάσταση των Πάριων στη Θάσο, δηλαδή μεταξύ του 660-650 π.Χ. , τα πλούσια μεταλλεία χρυσού και αργύρου που υπήρχαν στη περιοχή του Παγγαίου όρους, αποτέλεσαν νέο πόλο έλξης για εκμετάλλευση. Οι νέοι κάτοικοι της Θάσου, μετακινήθηκαν προς τα θρακικά παράλια του Παγγαίου για την ίδρυση των νέων αποικιών τους αλλά και την απώθηση των εχθρικών θρακικών φυλών.


Η Θασιακή Περαία ή «Θασιών Ήπειρος», όπως είναι γνωστή από τις αρχαίες πηγές, εκτεινόταν μεταξύ των ποταμών Στρυμόνος και Νέστου και λίγο ανατολικότερα, στη χερσόνησο της Μολυβωτής (Ν.Ροδόπης). Το μήκος της ακτογραμμής που καταλάμβανε, απ’ τη δυτικότερη μέχρι την ανατολικότερη αποικία, ήταν 108 χλμ. με βόρεια όρια που οριζόταν από τα όρη Σύμβολον και Όρβιλος. Τη παραλιακή αυτή λωρίδα, κατείχαν μέχρι τότε διάφορα θρακικά φύλα, όπως οι Ηδωνοί, που σχετιζόταν ή ταυτίζονταν με τους Σάιους, οι Πίερες στη περιοχή του Παγγαίου (κατά τον Ηρόδοτο), οι Οδόμαντοι οι Οδόμαντες και οι Σάτρες. Η προσπάθεια των Ελλήνων άποικων για εγκατάσταση στο αφιλόξενο έδαφος της Θράκης, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Τελικά με την απώθηση των θρακικών φυλών προς την ενδοχώρα, ξεκίνησε η ίδρυση νέων αποικιών-πόλεων ή εμπορικών σταθμών (τα «εμπόρια»).

Από τις αρχαιότερες πόλεις της Θασιακής Περαίας ήταν η Γαληψός, η Οισύμη, η Στρύμη , η Νεάπολη (Σημερινή Καβάλα) που ιδρύθηκαν τον 7ο αι. π.Χ.. Επίσης η Δάτος και η Σκαπτή Ύλη στο τέλος του 6ου αι. π.Χ. , ενώ τέσσερις άλλες πόλεις μεταγενέστερες η Απολλωνία, η Πίστυρος, η Αντισάρα και το Ακόντισμα πιστεύεται ότι ήταν μεταγενέστερες αποικίες των Θασίων. Πολύ αργότερα, μεταξύ του 360/59 π.Χ. οι Θάσιοι διείσδυσαν στην ενδοχώρα της περιοχής και ίδρυσαν μία νέα ακόμη αποικία, τις Κρηνίδες, στην εύφορη πεδιάδα των Φιλίππων, όπου νέα κοιτάσματα χρυσού είχαν έρθει στο φως.


Η ΠΕΡΑΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ

Όπως και στη Θάσο έτσι και στη Σαμοθράκη οι πρώτοι Έλληνες του Αιγαίου καταφθάνουν γύρω στον 7ο αι. π.Χ.. Σύμφωνα τόσο με τις φιλολογικές και ιστορικές πηγές, όσο και με τα επιγραφικά κείμενα, φαίνεται πώς είχαν διπλή προέλευση: Ιωνική από τη Σάμο και Αιολική από τη Λέσβο ή την βορειοδυτική Μ.Ασία (περιοχή Τρωάδας).

Στο νησί την εποχή αυτή κατοικούσαν πρωτο-ελλαδικά φύλα, το πιθανότερο Καρικά (Καρική είναι ή προέλευση τού πρώτου συνθετικού Σάμος τού ονόματος του νησιού) και οπωσδήποτε Θράκες πού διαπεραιώθηκαν από τα απέναντι Θρακικά παράλια και πού άνηκαν στο Θρακικό φύλο των Σάιων, συγγενείς με τους Σίντους και τους Σαππαίους.

Οι πρώτοι άποικοι, εγκαταστάθηκαν σ’ ένα όρμο της βορειοδυτικής ακτής τού απομονωμένου νησιού.

Γεωγραφικοί και οικονομικοί λόγοι επέβαλαν από πολύ νωρίς τη δημιουργία μιας Σαμοθρακικής Περαίας στη στενή παραλιακή ζώνη της Θράκης πού ορίζεται από τις ανατολικές πλαγιές του όρους Ίσμαρος ως δυτικό όριο και από τις εκβολές τού Έβρου ποταμού ως ανατολικό όριο.

Όπως αναφέρουν οι αρχαίες πηγές, οι πόλεις της Περαίας κτίστηκαν σε περιοχές πού κατοικούσαν διάφορα θρακικά φύλα και κυρίως Κίκονες και Σάιοι. Είναι πολύ πιθανόν ότι, όπως και στη μητρόπολη Σαμοθράκη, ή ανάμειξη των νέων άποικων με το παλιό πληθυσμιακό στοιχείο να έγινε ειρηνικά, δεν αποκλείεται, όμως, ό παλιότερος θρακικός πληθυσμός να αποσύρθηκε ύστερα από σκληρούς αγώνες προς την ενδοχώρα της περιοχής.

Φαίνεται πάντως πως οι άποικοι της Σαμοθράκης αμέσως σχεδόν μετά την εγκατάσταση τους στο νησί (μέσα του 7ο αι. π.Χ.), μετακινήθηκαν στα απέναντι παράλια ιδρύοντας μία σειρά από φρούρια-πόλεις που ο Ηρόδοτος ονομάζει «Σαμοθρηΐκεα τείχεα».

Οι αποικίες αυτές, που αποτελούσαν την Περαία της Σαμοθράκης, εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο τη δυνατότητα που προσέφερε η περιοχή αυτή για έλεγχο των περασμάτων από ανατολή προς δύση και πρόσβαση στην ενδοχώρα και προσέφεραν αστικές υπηρεσίες και εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά, στην γρήγορα αναπτυσσόμενη ελίτ του Θρακικού βασιλείου των Οδρυσών. Ήταν μια καίρια επιλογή, η οποία για αρκετούς αιώνες απέφερε πλούτο και δύναμη ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσε τη πολιτισμική επίδραση της Αιγαιακής Ελλάδος στους θρακικούς πληθυσμούς της περιοχής, όπως επιβεβαιώνουν τα ευρήματα από την ανασκαφική έρευνα στη Ζώνη.



Σήμερα γνωρίζουμε πλέον ότι η μόνη από αυτές τις αρχαίες πόλεις που έχει αποκαλυφθεί και ανασκάπτεται συστηματικά είναι η Ζώνη, η σημαντικότερη και ακμαιότερη από τις αποικίες της Σαμοθράκης και όχι η Μεσημβρία όπως εκτιμήθηκε παλαιότερα. Στα δυτικά και στα βόρεια της Ζώνης εικάζεται ότι βρίσκονται η Δρυς και η Μεσημβρία αντίστοιχα. Η Τέμπυρα και το Χαράκωμα θεωρούνται μεταγενέστερες πόλεις και χρονολογούνται στα Ρωμαϊκά χρόνια (Εικόνα-2).

Η Περαία της Σαμοθράκης, από τα Νοτιοανατολικά παράλια
(ακρωτήρι Σέρρειον, Ζώνη, Σάλη, Τέμπυρα, Χαράκωμα, Αίνος)
και η νήσος Σαμοθράκη.
Προσανατολισμός φωτογραφίας ΝΔ προς ΝΑ.

Η έλλειψη ανασκαφικής έρευνας και τοπογραφικών στοιχείων δεν επιτρέπουν μέχρι στιγμής την ακριβή ταύτιση των υπόλοιπων αποικιών της Περαίας με τις διάφορες θέσεις που έχουν επισημανθεί μεταξύ Ίσμαρου και Αλεξανδρουπόλεως.


Το ακρωτήριο Σέρρειο είναι η απόληξη του όρους Ίσμαρος και σηματοδοτεί παράλληλα το δυτικό όριο της Περαίας. Ο σύγχρονος οικισμός της Μάκρης ταυτίζεται σήμερα με την αρχαία Σάλη, ενώ η Αλεξανδρούπολη με την αρχαία Τέμπυρα. Το Χαράκωμα πιθανόν τοποθετείται κοντά στα Λουτρά της Τραϊανουπόλεως. Νοτιοδυτικά του σημερινού οικισμού Δίκελλα, αρχαιολογικός χώρος γνωστός επίσης εδώ και πολλά χρόνια, μπορεί να αποδοθεί στην ανεξάρτητη πόλη Ορθαγόρεια. Η ίδρυσή της σχετίζεται με την επικράτηση των Μακεδόνων στην περιοχή αυτή και τη σημασία που έδωσαν στον έλεγχο των περασμάτων από την Ανατολή προς τη Δύση.

Η ΠΟΛΙΣ ΖΩΝΗ

Η Ζώνη, αναπτύχθηκε στις νότιες πλαγιές, χαμηλού λόφου, στις παρυφές των Ζωναίων (Ζωναίων όρος) και έφθανε μέχρι τη θάλασσα. Τη περιοχή αυτή διέσχιζε ένα αρχαίο πέρασμα που είχε κατεύθυνση Α-Δ και προ του 7ου αι. π.Χ. Ένας αρχαιότερος Θρακικός οικισμός, βρισκόταν σ’ αυτή τη περιοχή.

Τοπογραφικό διάγραμμα της αρχαίας πόλης Ζώνης:
α. Ακρόπολη, β. Κύρια πόλη, γ. Περιτειχισμένος οικισμός, δ. Ιερό Δήμητρας,
ε. Ναός Απόλλωνα, ζ. Δυτική πύλη.
ΠΗΓΗ: Υπουργείο Πολιτισμού.

Οι άποικοι της Σαμοθράκης επέλεξαν τη περιοχή, ως καταλληλότερη θέση, που θα βοηθούσε στην ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυσιπλοΐας και της γεωργίας κατά την εποχή εκείνη. Η ευρύτερη περιοχή, φημίζονταν για το λάδι και το κρασί της και γι ‘ αυτό υπήρχαν ναοί αφιερωμένοι στον Διόνυσο. (Η περιοχή είναι φημισμένη για το λάδι και το κρασί της ακόμα και σήμερα).

Στο χώρο της πόλης υπάρχουν δύο συνεχόμενοι περίβολοι. Ο παλιός οικισμός (5ου αι. π.Χ.), περιέκλειε 73,3 στρέμματα. Πιθανόν μετά από κάποια βίαιη καταστροφή η πόλη ξαναχτίζεται τον 3ο και 2ο αι. π.Χ., σε έκταση 2,43 μόλις στρέμματα.

Η πόλη της Ζώνης περιβάλλεται από οχυρωματικό περίβολο που είναι ενισχυμένος κατά διαστήματα με τετράπλευρους πύργους (περιτειχισμένος οικισμός). Ένα ακόμα εσωτερικό τείχος «διατείχισμα» με κατεύθυνση περίπου από Β-Ν χωρίζει την πόλη σε δύο τμήματα και εξυπηρετούσε την ενίσχυση της οχύρωσης. Το νότιο τείχος είναι μέσα στη θάλασσα. Το δυτικό τείχος ξεκινά από τη θάλασσα και έχει μήκος 1.370 μ. , πάχος 2,35-3 μ., ύψος 2 μ. και φτάνει μέχρι τη κορυφή του υψώματος (υψ. 108,50 μ.), όπου βρισκόταν η Ακρόπολη (δεν έχει γίνει ακόμα ανασκαφή).


Στο δυτικό τμήμα του τείχους βρίσκεται η μοναδική σωζόμενη πύλη. Στο δάπεδο της σώζονται ίχνη που δηλώνουν την ύπαρξη μονόφυλλης θύρας. Στη πύλη αυτή διερχόταν ένας από τους βασικότερους δρόμους της πόλης και στην έξοδο της έβγαζε δυτικά προς τα κτήματα και το νεκροταφείο της πόλης. Τα σκαλιά είναι μαρμάρινα για να της δίνουν μεγαλοπρεπή εμφάνιση. Ο στενός διάδρομος, δίπλα της πιθανόν εξυπηρετούσε την απορροή των όμβριων υδάτων ή να οδηγούσε σε θύρα που χρησιμοποιούταν επί καθημερινής βάσεως.

Η δυτική Πύλη.

Σε ερείπια πύργου που βρίσκονται στη δυτική πλευρά τους τείχους, πάνω σε γωνιόλιθους είναι χαραγμένες οι επιγραφές

ΜΥΡΣΙΝΗ ΑΛΚΕΒΙΑΔΟ
και
ΑΔΑΜΑΣ ΒΟΣΤΑΔΟΣ

(στο δίπλα γωνιόλιθο).
Ίσως αυτός να ήταν ο πύργος της Μυρσίνης (θρακικά ονόματα που και σήμερα διασώζονται). Πιθανόν η Μυρσίνη να ήταν αυτή που διέθεσε τα οικονομικά της για την ανέγερση αυτού εδώ του πύργου.

Ο ανατολικός περίβολος βρίσκεται πιο χαμηλά και έχεις μήκος 960 μ. Ανήκει πιθανόν σε αρχαιότερη φάση του οικισμού (5ος αι. π.Χ.).

Αναπαράσταση του ναού του Απόλλωνος.

Εντός των οικοδομικών τετραγώνων, αναγνωρίζονται αρκετά στοιχεία της τυπικής Ελληνικής κατοικίας του 5ου και 4ου αι. π.Χ. Κύριοι και δευτερεύοντες χώροι, ισόγειοι ή και σε όροφο, διαταγμένοι γύρω από μία μικρή αυλή με νότιο προσανατολισμό, διασώζουν το βασικό τους εξοπλισμό (αποθηκευτικά πιθάρια, εστίες, βάση χειρόμυλου, πήλινοι λουτήρες, τμήματα αποχετευτικού δικτύου, δάπεδα, πηγάδια, κονίαμα). Τα κτίσματα χαρακτηρίζονται σαν κατ’ εξοχήν κατοικίες, υπάρχουν όμως και χώροι που τα ευρήματα τους δηλώνουν επαγγελματική χρήση (κλίβανοι, μήτρες, υπολείμματα επεξεργασίας μετάλλων, ειδωλίων, εργαστηριακά σκεύη) και μπορούν να αποκαλεστούν και ως «εργαστήρια».


Στη βόρεια πλευρά του οικισμού ξεχωρίζει το «κτίριο των Αμφορέων». Η τεχνική απομόνωσης της υγρασίας επί του δαπέδου, πριν από περίπου 2,500 χρόνια, μόνο θαυμασμό μπορεί να προκαλέσει!


Πρόκειται για τμήμα κτιρίου, πιθανόν κατοικίας. Σώζονται τα θεμέλια τριών χώρων τοποθετημένων παραστατικά και ενός ακόμη στα νότια. Στο εσωτερικό των τριών χώρων, ακριβώς κάτω από το δάπεδο τους, υπάρχουν 188 αμφορείς τοποθετημένοι ανάποδα, με το στόμιο προς τα κάτω. Οι αμφορείς τοποθετήθηκαν ώστε να απομονώσουν τη θεμελίωση από το δάπεδο και να εμποδίσουν την άνοδο υγρασίας σ’ αυτό. Αυτή είναι μία σπάνια μέθοδος προστασίας των δαπέδων από την υγρασία του υπεδάφους.


Δίπλα από τα κτίριο υπάρχει ένας Πήλινος ηθμός (Σουρωτήρι).


Ο διάτρητος πήλινος δίσκος, είναι ένας ηθμός που χρησίμευε για το στράγγισμα του μούστου όταν απαιτούνταν να παραχθεί κρασί ανοιχτού χρώματος. Στη ΒΔ πλευρά του οικισμού, ξεχωρίζει ακόμα ένας μαρμάρινος ληνός (πατητήρι σταφυλιού).


Με φόντο τα βουνά του Ίσμαρου, οι κάτοικοι της Ζώνης, έφτιαχναν τον δικό τους οίνο, βεβαιώνοντας μας πως η παράδοση αυτή που έχει τη φήμη της απ’ τους Κίκονες, υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης.

Η καθοριστική πληροφορία για τη ταυτότητα της πόλης προέκυψε μέσα από το μεγάλο αριθμό νομισμάτων που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα. Περίπου 6.000 νομίσματα καλύπτουν ένα χρονολογικό φάσμα από τον 5ο αι. π.Χ. μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ. Το νόμισμα ωστόσο που κυριαρχεί είναι το νόμισμα της Ζώνης. Τέσσερα στα δέκα νομίσματα που βρέθηκαν στο χώρο, φέρουν την επιγραφή «ΖΩΝΑΙΩΝ». Καθώς τα νομίσματα της Ζώνης ήταν εξαιρετικά σπάνια, αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό από νομισματική άποψη. Η ύπαρξη τους στον αρχαιολογικό χώρο και μάλιστα σε τόσο μεγάλες ποσότητες δεν αφήνει πλέον καμία αμφιβολία για την ταυτότητα της πόλης.

Τα ευρήματα από τον ευρύτερο χώρο του οικισμού και από το νεκροταφείο είναι αποκαλυπτικά. Περίτεχνα αττικά και ιωνικά αγγεία, κομψοτεχνήματα κοροπλαστικής και μεταλλοτεχνίας, πολυάριθμοι αμφορείς αποτελούν τεκμήρια της γενικότερης ευημερίας του οικισμού. Παράλληλα ένας μεγάλος αριθμός θρακικών αγγείων τοπικής παραγωγής υποδηλώνει αρμονική συνύπαρξη και συγκατοίκηση των άποικων με τον ντόπιο πληθυσμό των Θρακών.

Αρχαιολογικός χώρος Ζώνης, αεροφωτογραφία : Ενημερωτικό έντυπο Αρχαιολογικού χώρου Ζώνης, «Η Περαία της Σαμοθράκης», Φωτογραφίες, ΙΘ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων.

ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΖΩΝΗΣ

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποκάλυψη δύο Ιερών, ενώ άγνωστη παραμένει η θέση ενός τρίτου Ιερού, της Αφροδίτης, η λατρεία της οποία τεκμηριώνεται επιγραφικά. Η λατρεία επίσης του θεού Διονύσου υποδηλώνεται από μία πήλινη μάσκα εξαιρετικής τέχνης του 4ου αι. π.Χ. που παριστάνει γενειοφόρο τον θεό.



ΙΕΡΟ ΔΗΜΗΤΡΑΣ

Στην εσωτερική παρειά του ανατολικού τείχους βρίσκεται μία ορθογώνια κατασκευή (διαστάσεων 1,50x7,50 μ. περίπου) η οποία ταυτίστηκε επιγραφικά με το Ιερό της Δήμητρας. Ένα μικρό ανεπίγραφο βάθρο του 4ου αι. π.Χ., φέρει την επιγραφή,

ΑΡΧΗΝΑΣΣΑ ΚΕΦΑΛΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΙ


Στον χώρο αυτό, βρέθηκε θησαυρός από 100 και πλέον σφυρήλατα επάργυρα, χρυσά, χάλκινα και επίχρυσα αναθηματικά πλακίδια με λατρευτικές παραστάσεις.

Στα πιο σημαντικά λατρευτικά αντικείμενα εικονίζεται, η Κυβέλη, και σε θρόνο η Δήμητρα και η κόρη, η Μεγάλη θεά της Σαμοθράκης μέσα σε ναΐσκο, όλα πλαισιωμένα με παραστάσεις λατρευτικών ζώων και αρχιτεκτονικών στοιχείων.

Σε άλλα, εικονίζονται ομάδες ανθρώπων ή και με μεμονωμένα άτομα, άνδρες και γυναίκες που κρατούν άνθη, κλαδιά ή καρπούς στο χέρι και υψώνουν το άλλο σε δέηση. Τέλος πολλά φέρουν παράσταση οφθαλμών (Μεγάλη Θεά των Θρακών) και το ένα απεικονίζει χέρι από τον ώμο. Όλα είναι αφιερωμένα στη θεά. Όλα είναι αφιερωμένα στη Μεγάλη Θεά και βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο Κομοτηνής.

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Το δεύτερο Ιερό, το σημαντικότερο γνωστό δημόσιο οικοδόμημα της Ζώνης, ήταν αφιερωμένο στον πολιούχο θεό Απόλλωνα, του οποίου η μορφή απεικονίζεται και στους τρεις τύπους χάλκινων νομισμάτων που έκοψε η πόλη τον 4ο π.Χ. αι. Πρόκειται για ορθογώνιο κτίσμα με διαστάσεις 9x15 μ. και προσανατολισμό από Β-Ν. Έχει τη μορφή ναού πρόστυλου και ανήκει σε οικοδομικό συγκρότημα με συνολικές διαστάσεις 35x45 μ. , με κεντρική πλακοστρωμένη αυλή που περικλείεται από στοά σε σχήμα Γ.
Αποτελεί το μοναδικό ταυτισμένο αρχαϊκό Ιερό του Απόλλωνα σ’ όλο το χώρο της Θράκης. Παράλληλα δηλώνει ότι ήδη από τον 6ο π.Χ. αι. η πόλη λειτουργούσε σαν οργανωμένο αστικό κέντρο. Ανάμεσα στα ποικίλα εξαιρετικής τέχνης ευρήματα ιδιαίτερη θέση κατέχουν θραύσματα κούρων και κυρίως ένας μαρμάρινος κορμός κούρου, που χρονολογείται στον 6ο αι. π.Χ. και είναι ένας από τους ελάχιστους που υπάρχουν σ’ ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα.


Η ταύτιση του Ιερού τεκμηριώνεται από την αναγραφή του ονόματος του θεού σε έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό, περίπου 300 θραυσμάτων ανεπίγραφης κεραμικής από το εσωτερικό του, αλλά και τον περίβολο χώρο του.

Τα ανεπίγραφα αυτά όστρακα έχουν όμως ιδιαίτερη σημασία, γιατί μαζί με δύο λίθινες επιγραφές (η μία εκ των οποίων είναι δίγλωσση), έδωσαν τα πρώτα ερμηνεύσιμα στοιχεία για τη γλώσσα των Θρακών στην περιοχή αυτή. Χαραγμένες με ελληνικούς χαρακτήρες, αποδείχθηκε ότι αποτελούν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση θρακικών επιγραφών που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα που οδήγησε για πρώτη τους αρχαιολόγους στη προσέγγιση μιας διαπιστωμένης πλέον τοπικής θρακικής διαλέκτου η οποία μάλιστα εμφανίζει εξαιρετική συγγένεια με την ελληνική γλώσσα!


Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, η παρακμή στην πόλη, έρχεται στα τέλη του 4ου , αρχές του 3ου π.Χ. αι. Δεν υπάρχουν στοιχεία για βίαια καταστροφή, αλλά ο χώρος και η σημασία της πόλης φαίνεται να μειώνονται δραστικά. Ο χώρος της ευρύτερης πόλης εγκαταλείπεται και δημιουργείται ο «Περιτοιχισμένος Οικισμός» του οποίου η κατοίκηση συνεχίζεται μέχρι και τον 2ο π.Χ. αι. Αυτή η εξέλιξη συμπίπτει χρονικά με την οριστική επικράτηση των Μακεδόνων βασιλέων που καταλύουν το Οδρυσικό Κράτος και μεταβάλλουν τους πολιτικοοικονομικούς συσχετισμούς σ’ όλη τη περιοχή της Θράκης.

Ιστορικά είναι γνωστό, ότι στα μέσα του 4ου π.Χ. αι. ο Φίλιππος κατέλυσε την αρχή των Οδρυσών Θρακών και κατάφερε ισχυρό πλήγμα στα Αθηναϊκά συμφέροντα στην Ν.Α. Θράκη.


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΘΡΑΚΗ, ΕΔΩ.

Με την εγκαθίδρυση στη περιοχή της Μακεδονικής και αργότερα της Πτολεμαϊκής κυριαρχίας σχετίζεται και η παρουσία της ανεξάρτητης, αλλά φιλομακεδονικής πόλης Ορθαγορίας στην περιοχή. Η ύπαρξη της Ορθαγορίας στα εδάφη της άλλοτε Περαίας ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει σε παρακμή τις υπόλοιπες πόλεις. Η ανασκαφή στη Ζώνη τεκμηρίωσε ανάγλυφα αυτό το γεγονός. Για τα επόμενα χρόνια, μέχρι και τον 5ο μ.Χ. αι. υπάρχουν ελάχιστα μόνο ίχνη που δηλώνουν περιστασιακή κατοίκηση, αγροτικού μάλλον χαρακτήρα.

Άξιο αναφοράς είναι ότι στις 4 Σεπτεμβρίου του 2014 πραγματοποιήθηκε Τελετή Αφής της Φλόγας της Ελπίδας εντός του χώρου της Αρχαίας Ζώνης, που σηματοδοτησε και τη συμβολική έναρξη για τους Ευρωπαϊκούς Αγώνες Special Olympics της Αμβέρσας (13-20 Σεπτεμβρίου, 2014). 

(*) Ο αρχαιολογικός χώρος της Ζώνης βρίσκεται στο Νομό Έβρου, 20 χλμ. δυτικά της Αλεξανδρούπολης. Είναι προσβάσιμος από την Εγνατία οδό μέσω του κόμβου της Μάκρης, οργανωμένος και επισκέψιμος (καθημερινά 08:30 – 15:00).

ΠΗΓΕΣ:
Καρακούσης Δ. «Τουριστικός Ιστορικός Αρχαιολογικός οδηγός Θράκης», 1998.
Σκαρλατίδου Ε. Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων «Ο Ελληνικός Αποικισμός στην Αιγαιακή Θράκη» της, περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, τ. 13, Νοέμβριος 1984.
Τσατσοπούλου Πολ., αρχαιολόγος, ΙΘ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, ενημερωτικά έντυπα Αρχαιολογικού χώρου Ζώνης, «Αρχαία Ζώνη» , «Η Περαία της Σαμοθράκης», έκδ.  Υπουργείο Πολιτισμού και Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Μουσειακές επιγραφές Αρχαιολογικού χώρου Ζώνης.
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 27.6.2020.
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ