ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΑ των ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ - του Γ. Λεκάκη

ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΑ
των ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ


Η ελληνική γλώσσα έχει 7 φωνήεντα.
"Τα φωνήεντα είναι επτά
και φωνάζουν δυνατά"
έλεγε ένα τραγουδάκι που μάθαιναν παλιά τα παιδιά στο Δημοτικό Σχολείο.
Και είναι τόσο δυνατά, που στα ελληνικά, μπορούν να σχηματισθούν προτάσεις μόνον με φωνήεντα! Όπως λ.χ. η ευχή:
ΗΑ Η ΗΩ, Ω ΥΙΕ, ΑΕΙ ΕΙ
Δηλαδή
ΟΠΩΣ Η ΗΩΣ / ΑΥΓΗ, ΓΙΕ ΜΟΥ, ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΑ 

Α = ΑΛΦΑ > ΑΠΕΙΡΟ, ΑΝΑΣΑ, ΑΕΛΙΟΣ (= το φως του Ηλίου, το αρχικό φως, το πνευματικό φως, το λαμπρό, το λευκό, η Αρχή. Τρίχρονο (3/4).

Το 1ο γράμμα: ΑΛΦΑ = 532 > 5+3+2=10 > 1+0 = 1

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΙΣΟΣΚΕΛΕΣ ΤΡΙΓΩΝΟ - ΟΞΥΚΟΡΥΦΟΣ ΑΨΙΔΑ.

- ἄω < p. ἄϜω (Α) = ἄημι, φυσώ.

        - ἰαύω, κοιμάμαι, χρησιμ. μόνο στον αόρ. αʹ ἄεσα, Επικ. ἄεσσα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης αʹ πληθ. συνηρ. ἄσαμεν, στο ίδ.

        - βλάπτω, πληγώνω, συνηρ. από ἀάω.

        - χορταίνω, αἵματος ἆσαι Ἀρῆα, χορταίνω τον Άρη με το αίμα αυτού[1]

        - χορταίνω κάποιον με ένα πράγμα[2],

Βλ. αώς < ηώς < ηώ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Οι Κρόνιες πόλεις αρχίζουν από Α.

.................................................................................

Β = ΒΕΤΑ > ΒΗΤΑ > ΒΟΥΝΟ, ΒΟΥΣ, ΒΑΡΥΤΗΣ, ΒΑΡΟΣ, κλπ. Η ενέργεια που προέρχεται από την γη και έλκει προς την γη (κραταιά).

Το 2ο γράμμα: ΒΕΤΑ = 308 > 3+0+8= 11 > 1+1= 2

Πεντάχρονο (5/4).

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: Ομοιάζει με τα στήθη γυναικός (β > βυζί).

Επίσης Β = Μ = W.


Γυναίκα προσεύχεται. Τα χέρια και το κεφάλι της σχηματίζουν το γράμμα W, όπως και τα λουλούδια στο κεφάλι της, 
ενώ το πρόσωπο έχει το γράμμα / σχήμα υ.
Πρόκειται για το γνωστό "μινωικό ειδώλιο από το Γάζι Ηρακλείου Κρήτης. Ευρέθη στις 27.4.1936 τυχαίως, 6 χλμ. στην περιοχή Μπαΐρια, δυτικά του Ηρακλείου, από κάτοικο σε αμπέλι του, σε ύψωμα, που οδηγεί στο χωριό Κρουσώνας.
Ανήκει στην τελική φάση της μινωικής εποχής και εν μέρει στην υπομινωική.
ΠΗΓΗ: Σπ. Μαρινάτος «Αι Μινωικαί θεαί του Γάζι», Αρχαιολογική εφημερίς: περιοδικόν της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας τ. 76 (1937), μέρ. 1ο, σελ. 281 και σελ. 289

βῶ, υποτ. αόρ. βʹ του βαίνω.

β > μπ > βα, μπα > Βάκχος, αφρικ. ba, κλπ. - ΔΙΑΒΑΣΤΕ το και ΕΔΩ.

.................................................................................

Γ, Λ = ΓΑΜΜΑ > ΓΑΙΑ - ΓΗ, ΓΑΜΟΣ (> γονή > γυνή < γέννα), γήινο, ΓΩΝΙΑ.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΜΙΑ ΚΑΘΕΤΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΓΡΑΜΜΗ / ΓΩΝΙΑ / ΜΙΣΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΓΡΑΜΜΟ. ΓΩΝΙΑ. ΓΟΝΑΤΟ.

Το 3ο γράμμα

Δίχρονο (2/4).

γῶ = λαμβάνω, δέχομαι χωρῶ [> γαστήρ > γάστρα, γωρυτός (= φαρέτρα), γυνή][3].

.................................................................................

Το γράμμα Δ (ανάστροφο) σε επιγραφή χαλκιδικού αμφορέα του 550 π.Χ.

Δ = ΔΕΛΤΑ > ΔΕΛΦΟΙ – ΔΩΔΩΝΗ – ΔΗΛΟΣ - ΔΟΜΗ, δόμηση, δένω > DOMUS.

Το 4ο γράμμα.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΙΣΟΠΛΕΥΡΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ή ανάστροφο (υποδηλώνοντας το ηβαίο τρίγωνο - βλ. παρακάτω φωτογραφία).

Το γράμμα D / d του λατινικού αλφαβήτου προήλθε από το παρόμοιο γράμμα / γράφημα του χαλκιδικού αλφαβήτου.

Το Δ συμβόλιζε το 10 σε ένα αρχαιότερο ελληνικό σύστημα αρίθμησης το ακροφωνικό σύστημα αρίθμησης.

Τρίχρονο (3/4).

- δῶ (> δομώ) τό, συντετμ. τύπος, Επικ. ονομ. και αιτ. αντί δῶμα, οικία, κατοικία[4]

        - δῶ, αʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του δίδωμι· δῷ, γʹ ενικ.

        - δώω (βλ. ζω).

.................................................................................

Ε = ΕΨΙΛΟΝ > ΕΓΩ, ΕΚΤΑΣΗ, ΕΝΩΣΗ, οριζόντια έκταση "όσο βλέπει το μάτι".

Το 5ο γράμμα ΕΨΙΛΟΝ = 3182 > 3+1+8+2 = 14 > 1+4 =

Ε = Μ = W

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΜΙΣΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΓΡΑΜΜΟ, ΔΥΟ ΜΙΣΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ.

ΣΥΜΒΟΛΟ: ΤΟ ΔΕΛΦΙΚΟ ΕΨΙΛΟΝ είναι η συνένωση δύο αντιθέτων ΕΓΩ. Αρχαιοελληνικό σύμβολο / κλείδα, σχετικό με την μύηση του ανθρώπου στο φως. Βρισκόταν στον Ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς, υπέρ της λατρείας του Ηλίου - Απόλλωνα. Ήταν αποτυπωμένο τρις (ξύλο, χαλκός, χρυσός) στην κορυφή του αετώματος της κεντρικής ανατολικής πύλης του ναού (μαζί με το "ΓΝΩΘΙ ΣΕΑΥΤΟΝ" στην κάτω αριστερή γωνία και το "ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ" στην κάτω δεξιά του ιδίου αετώματος). Κλείδα και των φράσεις αποδιδόταν στους 7 σοφούς.

Συμβόλιζε:

        - την ένωση και την τριαδικότητα (τρεις παράλληλες γραμμές ενωμένες).

        - τα 5 κοσμογονικά στοιχεία: Γη, Αήρ, Ύδωρ, Πυρ και Αιθήρ (πεμπτουσία). Μοναδική πληροφορία στον Πλούταρχο ("Περί του Ει εν Δελφοίς"), και στον δάσκαλό του Αμμώνιο: Προσφώνηση έκπληξης και σεβασμού στον Θεό! > ΕΙ (= είσαι) = μόνο εσύ υπάρχεις, το μόνο σίγουρο, το μόνο που υπάρχει αιώνια. Την έκπληξη ΕΙ εξακολουθούν ακόμη και σήμερα οι Μακεδόνες!

Τετράχρονο (4/4).

Ελληνικά αλφαβητικά γράμματα του 8ου αι. (775 π.Χ.).
Διαβάζεται ΕΥΛΙΝ, ΕΥΝΙΝ, ΕΥΟΙΝ.
Ευρέθη στην Osteria del'Osa, 10 χλμ. από την Ρώμη. σε αγγείο από νεκροταφείο.

- ἔω, Ιων. αντί ὦ, ενεστ. υποτ. του εἰμί (sum).

        - ἐῶ / ἐάω = αφήνω, ανέχομαι, επιτρέπω, δίνω άδεια.

        - ἕω[5], αυγή.

.................................................................................

C, Στ, ς = ΣΤΙΓΜΑ > στίγμα, στιγμή, σημάδι.

ή F - ΔΙΓΑΜΜΑ.

Το 6ο γράμμα

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΜΙΣΟΣ ΚΥΚΛΟΣ, ΗΜΙΣΕΛΗΝΟΣ. ΔΥΟ ΓΑΜΜΑ.

Ενός χρόνου (1/4).

ρ. στίζω > στίγμα = σημάδι, που δημιουργείται από πυρακτωμένη βελόνα ή εργαλείο με οξεία απόληξη, σημάδεμα - Ηρόδ., Κ.Δ. > στιγματισμός.

        - στιγματηφορέω = φέρω σημάδια - Λουκ.

        - στιγματηφόρος = αυτός που φέρει στίγματα, διάστικτος.

        - στιγματίας, ιων. στιγματίης = αυτός που φέρει στίγματα, στιγματισμένος (σημαδεμένος), ώστε να αναγνωρίζεται, κακοποιός, φυγάς σκλάβος, που έχει σημαδευτεί, ώστε να αναγνωρίζεται και να τιμωρείται - Ξεν. κλπ. > δερματοστιξία (τατουάζ), κλπ.

στίγμα: τό, (στίζω) τὸ κέντημα τῆς αἰχμῆς ὀξέως ἐργαλείου, σημεῖον ὅπερ ἀφίνει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· στ. ἐγγράφειν κεφαλῇ Πολύαιν. 1. 24· μάλιστα δὲ σημεῖον ἀνεξίτηλον διὰ καυτηριασμοῦ, στ. ἱρά (ιερά), δεικνύοντα ὅτι οἱ φέροντες αὐτὰ ἀνῆκον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ναοῦ, Ἡρόδ. 2. 113, πρβλ. 5. 35 καὶ ἴδε στίζω· μάλιστα ἐπὶ δρεπάνου δούλου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 2 (πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Γαλ. Ϛ΄, 17). 2) καθόλου, σημεῖον, οἷον ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δράκοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 166 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. προκρίνει τὴν γραφὴν στιγμαὶ δ᾿ ὡς ἐπέφαντο .. κυάνεαι κατὰ νῶτα) Liddell-Scott.

.................................................................................

Ζ, Ι = ΖΗΤΑ > ΖΩΗ, ζω, ζέω, ΖΕΥΣ = ενώνω, ζεύγω.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΔΥΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ, ΠΟΥ ΕΝΩΝΟΝΤΑΙ / ΤΕΜΝΟΝΤΑΙ.

Το 7ο γράμμα ΖΕΤΑ = 313 > 3+1+3 = 7

Ζ = Ν

Τρίχρονο (3/4).

ζῶ, ζάω και ζήω, ζώω και κρητ. τ. δώω. Απαντά στον Όμηρο ασυναίρετο ζώω, ζώεις κλπ. εν αντιθέσει προς την αττική διάλεκτο, όπου εμφανίζεται συνηρημένο: ζω (< ζήω), ζῄς κλπ.

1. δίνω ζωή, διατηρώ στη ζωή

2. είμαι σε πλήρη ακμή, εξακολουθώ να υπάρχω, διαρκώ

3. (με θρησκευτική ή ηθική έννοια) υπάρχω πραγματικά, ισχύω

4. εκκλ. μετέχω στην ουράνια βασιλεία

5. διάγω πραγματική, ανώτερη ζωή, γεμάτη δράση ή ευτυχία, καλοζώ.

1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός

2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι

3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα»)

4. διάγω ορισμένο βίο, έχω ορισμένο τρόπο ζωής («ζω φτωχικά»).

................................................................................

Η = ΗΤΑ > ΗΛΙΟΣ, πολύ φως, πολλή ακτινοβολία.

Το Η αποδίδεται ως Ε (8ος αι. πΧ.) - επιγραφή οινοχόης Διπύλου.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΔΥΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ, ΠΟΥ ΕΝΩΝΟΝΤΑΙ.

(Το δασυνόμενο Η, ήταν μόνο η μία κάθετος η αριστερή και η οριζόντια γραμμή στην μέση).

Το 8ο γράμμα ΗΕΤΑ = 314 > 8.

Τρίχρονο (3/4).

Ηώ > ἠώς: ἡ, γεν. (ἠόος) ἠοῦς,[6] Ἀττικ. ἕως,[7] Δωρ. ἀώς· - Αἰολ. ἄυος (ἀλλ. ἄϝως), οὐχὶ αὔως.

            Ἐκ τῆς ρίζας ΑϜ παράγονται ὡσαύτως ἀώς, αὐώς, Λακων. ἀβώρ, αὔριον, ἦρι, ἠέριος, ἄγχαυρος (πρβλ. Ε.Μ. 14. 38, αὔρα δὲ ἡ ἡμέρα)[8] Τὸ γλυκοχάραμα, ἡ αὐγή, τα χαράματα.[9] Επειδὴ δὲ οἱ Ἕλληνες ὑπελόγιζον τὰς ἡμέρας κατὰ πρωίας, ὡς τἀνάπαλιν οἱ ἀρχαῖοι Γερμανοὶ καὶ Σκανδιναυοὶ κατὰ νύκτας, ἡ λέξις ἠὼς συχνάκις ἐσήμαινεν ἡμέραν.[10]

            - κύρ. ὄνομα Ἠώς > Aurora, ἡ θεὰ τῆς πρωίας ἢ αὐγῆς, ἥτις ἐξεγείρεται ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἐκ τῆς κλίνης τοῦ συζύγου αὐτῆς Τιθωνοῦ, εἶνε θυγάτηρ τοῦ Ὑπερίονος καὶ τῆς Θείας, μήτηρ δὲ τοῦ Ζεφύρου, Νότου καὶ Βορέου.[11]

Το Η σε ένα αρχαιότερο ελληνικό σύστημα αρίθμησης, το ακροφωνικό σύστημα αρίθμησης, συμβόλιζε τον αριθμό 100 (από το πρώτο γράμμα της λέξεως ἑκατό - ΗΕΚΑΤΟΝ > ἑκατόν (το αρχικό Η έγινε δασεία).

................................................................................

ΔΕΙΤΕ τα γράμματα Θ, Ν, Λ σε επιγραφή χαλκιδικού αμφορέα του 550 π.Χ.

Θ = ΘΗΤΑ > ΘΕΩ (= τρέχω γρήγορα, κυκλικά και υψηλά) > ΘΕΑΤΡΟ, ΘΕΙΟ - ΘΕΟΣ. Θέαση.

"Ο Θεός είναι ένας κύκλος που το κέντρο του είναι παντού και η περιφέρειά του πουθενά"

Εμπεδοκλής

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΚΥΚΛΟΣ, ΠΟΥ ΤΕΜΝΕΤΑΙ ΣΕ ΔΥΟ ΗΜΙΚΥΚΛΙΑ, ΚΥΚΛΟΣ ΜΕ ΣΤΑΥΡΟ.

Το πεζό θ χρησιμοποιείται συνήθως ως σύμβολο γωνιών στα Μαθηματικά. Το κεφαλαίο Θ συμβολίζει την συνάρτηση βήματος στα Μαθηματικά.

Το 9ο γράμμα ΘΕΤΑ = 315 > 3+1+5 = 9

Δίχρονο (2/4).

Αυτό που θέαται / βλέπεται, το ορατό θεϊκό > θωριά, θώραξ, κλπ.

            - Ἐκ τῆς ρίζας ΘΑ, ΘΗ, παράγονται: θηλή (απ’ όπου τρέχει γάλα), θῆλυς, θηλέω (ἴσως θάλλω), τίτθη, τιθήνη.[12]

            - Ἐκ της ρίζας ΘΕF (ὡς φαίνεται ἐν τῷ θεύσομαι), ἐξ ἧς ὡσαύτως τὰ θοός, θοάζω, βοηθόος, κτλ.[13] > βοηθέω < βoFa-θoF-ıa.

- θώ, ὁ, αποκοπτ. αντί θώραξ.[14]

- θάω, Επικ. αντί του πεζ. Θηλάζω.

        - μόνον στη Μέσ., παρέχουσιν γάλα θῆσθαι, δίνουν γάλα για θηλασμό, σε Ομήρ. Οδ.· αόρ. αʹ θήσαντο μαζόν, θήλασε, βύζαξε, σε Ομήρ. Ιλ. μτχ. θησάμενος, βυζαίνοντας, σε Ομηρ. Ύμν.[15]

        - μτβ., βυζαίνω παιδί, στον ίδ.

        - θέω: Ἐπ. ὡσαύτως θείω, Ἰλ. Ζ. 507, Κ. 437.[16]

        - ταχύς < θoF-ός, ως θεός,

        - ἐπὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα, καίπερ καθ’ ἑαυτὰ ἀκίνητα, εἶναι ἐκτεταμένα εἰς μεγάλας διαστάσεις ἐν συνεχεῖ γραμμῇ, φλέψ ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς Ἰλ. Ν. 547· ἰδίως ἐπὶ παντὸς κυκλοτεροῦς πράγματος, ὅπερ φαίνεται ὡς περιτρέχον καὶ εἰς ἑαυτὸ ἐπανερχόμενον, ἄντυξ ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Ἰλ. Ζ. 118· ὀδόντες λευκὰ θέοντες, ἀποτελοῦντες λευκὴν γραμμήν, Heinr. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 146· ἀμφὶ δὲ μιν κίβισις θέε αὐτόθι 224. IV. Μετ’ αἰτ. τόπου, τρέχω ἀνὰ..., τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 6., 5, 17· θάλασσαν, πέλαγος, κῦμα Jac. Ἀνθ. Π. σελ. 282, 642. - Τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα εὕρηται παρὰ Τραγ. μόνον ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1217 (πρβλ. ὑπερθέω), ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρ’ Ἀριστοφ. καὶ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., ἰδίως ἐν συνθέσει μετὰ προθέσ.

................................................................................

Ι = ΙΩΤΑ > ΙΣΧΝΟΤΗΣ, λίγη ακτινοβολία, λίγο, αδύναμο.

Το 10ο γράμμα.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΚΑΘΕΤΟΣ.

Ενός χρόνου (1/4).

- ἴω, υποτ. του εἶμι (ibo).

        - ἰῶ, συνηρ. αντί ἰάου, προστ. του ἰάομαι = θεραπεύω, γιατρεύω > ίασις, ιατρική.

        - ἰώ, επιφών. χαράς > Λατ. io triumphe!, σε Τραγ. Αλλά και επιφών. θλίψης ή πόνου, ἰὼ δύστανος, σε Σοφ.

        - Ἰώ[ῑ], Ἰοῦς, ἡ, αιτ. Ἰοῦν, κλητ. Ἰοῖ, σε Αισχύλ.· Ιώ, κόρη του Ινάχου, σε Ηρόδ. κλπ.

................................................................................

Κ = ΚΑΠΠΑ (ΚΑΠΑ) > ΚΑΤΩ (> χαμηλά, χαμηλή ενέργεια, γήινη), ΚΑΥΣΗ.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΚΑΘΕΤΟΣ, ΠΟΥ ΕΝΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΓΩΝΙΑ.

Το 11ο γράμμα ΚΑΠΠΑ = 182 > 11. 

Τρίχρονο (3/4).

κάω = καίω, Ἀρχ. Ἀττ. κάω ᾱ.[17] = ανάβω, βάζω φωτιά, πυρὰ πολλά, [18] καίω ολοσχερώς, πυρπολώ, καίω, καψαλίζω, κοκκινίζω, ξηραίνω, λέγεται για τον ήλιο, επίσης λέγεται για υπερβολικό ψύχος.

        - Παθ. λέγεται για την θέρμη του πυρετού, φλέγομαι, μεταφ., χρησιμοποιείται για το ερωτικό πάθος,

        - πυρπολώ και καταστρέφω (στον πόλεμο), καταστρέφω, πορθώ και ερημώνω μέσω φωτιάς και ξίφους - λέγεται για χειρουργούς: καυτηριάζω, "τέμνειν καὶ κάειν", χρησιμοποιώ νυστέρι και καυτηριασμό.[19]

        - θέτω εἰς τὸ πῦρ, καίω, μηρία, ὀστέα Ὀδ. Ι. 553, Ἡσ. Θ. 457.[20]

        - καίω και καταστρέφω (ἐν πολέμῳ), καταστρέφειν καὶ ἐρημοῦν "διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου".[21]

................................................................................

Λ = ΛΑΜΔΑ, ΛΑΒΔΑ ΛΑΜΒΔΑ > ΛΥΚΕΙΟ > lux, look, υγρό φως[22] > liquid, κλπ.

Το 12ο γράμμα.

ΣΥΜΒΟΛΟ των Λακεδαιμονίων, δαιμόνων φωτός.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΙΣΟΣΚΕΛΕΣ ΤΡΙΓΩΝΟ, ΑΝΕΥ ΓΡΑΜΜΗΣ ΒΑΣΕΩΣ.

Δίχρονο (2/4).

λῶ < ρίζα Fλάω = θέλω, επιθυμώ, βούλομαι.

        - λάω = βλέπω > αλαός = τυφλός > παρατηρώ.[23]

        - λάω = τρώγω με απόλαυση > βουλιμία > ρίζα λάF > love > λαιμαργία, κλπ.

        - λάω = φωνάζω, κραυγάζω > λαλώ, λαλιά.

...............................................................................

Στην επιγραφή του Δισπηλιού Καστοριάς, 7.500 χρόνων,
διακρίνονται τα αλφαβητικά ελληνικά γράμματα:
Β, Γ, C, Δ, Ε, F, Η, Θ, μ, ν, Λ, L, Ξ, Ο, Φ, Ψ, !

Μ = ΜΙ > ΜΟΝΑΣ, η μία, η ορατή φύση > ΜΑΤΕΡ > ΜΗΤΕΡΑ, ΜΥΗΣΗ, ΜΟΥΣΑ > ΜΟΥΣΙΚΗ.

Το 13ο γράμμα.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΔΥΟ ΚΑΘΕΤΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ, ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΓΩΝΙΑ. Ομοιάζει με τις δυο κάθετες γραμμές να είναι τα πόδια γυναικός, έτοιμης προς γέννα.

Τετράχρονο (4/4).

Εκ τῶν ἐκτεταμένων ριζών:

> ΜΑ (Η μεγάλη Μητέρα Θεά), ΜΑΤ, ΜΑΣΤ > μαστός, μαστήρ, μαστεύω, μαστροπός, ματεύω, μῆτις, κλπ.

> ΜΑΝ, ΜΕΝ > μένος, μέμονα, μενεαίνω, μενοινάω, > μανθάνω

> ΜΑΘ > μάθηση, μάθημα, κλπ.

μάω, μω[24]:

        - σφοδρὰ ἐπιθυμία, πόθος, σύντονος σκοπός, > μέμαα, μῶμαι, μαιμάω, μαίομαι· καὶ

        - ἔξαψις τοῦ νοῦ, διατάραξις > μαίνομαι, μάντης / μάντις, μανία > ἴσως καὶ μῆνις. Η έξαψις του νου, κινεί. Εκ της ιδίας ρίζας:

> μω- > Μώσα (η Μούσα) < Μοῦσα (λακων. Μῶα, δωρΜῶσα> αγγλ. motion, κλπ.

> μου- > μουσική > αγγλ. move (> moovie = κινηματογράφος), κλπ. 

> μυ- μυΐγα, μυς, μύωψ, κ.ά. κινούμενα και αεικίνητα.

        σκέψις, διάσκεψις, ἐμμονή, > μένω, μνάομαι, μέμνημαι, μνήμη > μεταβατικῆς ἐνεργείας, μιμνήσκω, Μέντης, Μέντωρ, μηνύω, μήνυμα monitor.[25], κλπ.

Και επειδή Μ = W = Σ (σαν)
Υπήρχε κι άλλο γράμμα, όμοιο με το σημερινό Μ, που ήταν το αρχαίο "σαν" (αξία "σ"), το οποίο επίσης καταργήθηκε. Λ.χ. στο αλφάβητο της Θήρας έχουμε σε αρχαϊκή γραφή σε επιτύμβια πλάκα: το "ΚΗ" στην θέση του "Χ", και το "Ϻ" στην θέση του "Σ". Διαβάζουμε τα ονόματα:
ΡΕΚϺΑΝΟΡ" (Ρηξάνωρ), ΑΡΚΗΑΓΕΤΑϺ (Ἀρχαγέτας), ΠΡΟΚΛΗϺ (Πρόκλης), ΚΛΕΑΓΟΡΑϺ (Κλεαγόρας), ΠΕΡΑΙΕΥϺ (Περαιεύς).
ΔΕΙΤΕ και το ΑΧΑΪΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ, ΕΔΩ.
...............................................................................

Ν = ΝΙ, ΝΥ > ΝΟΥΣ, νέος, νόμος, ναός, ναυς, νερό.

Το 14ο γράμμα.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΔΥΟ ΚΑΘΕΤΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ, ΠΟΥ ΕΝΩΝΟΝΤΑΙ.

Ν = Ζ

Το Ν που δονεί.

Τρίχρονο (3/4).

Εκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τά: ἀέναος, νᾶμα, Ναϊάς, Νηϊάς, ναρός, νηρός, Νηρεύς· αἰολ. ναύω (Ἡσύχ.),[26]

νώ = εγώ.

        - νῷ, δοτ. νοῦς.

ρίζα ναF-yω / ναF-ω > νάω = ρέω - (παθ.) νάομαι = ποτίζομαι. πιθαν. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ῥέω, ἐν δὲ κρήνη νάει Ὀδ. Ζ. 292· καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197.[27] > ναυς, ναυτικό, ναύτης, κλπ.

................................................................................

Ξ = ΞΙ, ΞΕΙ > ΞΥΛΟ, ξύλινη δόμηση, «ξύλινος λόγος», ΞΥΡΟΣ > ΞΥΣΜΑ (ξύσιμο) - αποκρουστικός, αποδιωκτικός (> ξου!).

Το 15ο γράμμα.

Τρίχρονο (3/4).

ξάω = ξαίνω, ξέω[28], ξύω = λειαίνω ή στιλβώνω με ξύσιμο, πλάνισμα (ροκάνισμα), λιμάρισμα, διώχνω, αποδιώχνω, αποβάλλω· λέγεται για ξυλουργό - Ομήρ. Οδ. κλπ.[29].

Εν Αθήναις, η φράση "Ἔδοξεν τῇ Βουλῇ καὶ τῷ Δήμῳ" που διαβάζεται σε επιγραφή, πριν την υιοθέτηση του κλασσικού Ιωνικού αλφαβήτου το 403 π.Χ. γραφόταν "ΕΔΟΧΣΕΝ ΤΕΙ ΒΟΛΕΙ ΚΑΙ ΤΟΙ ΔΕΜΟΙ".

...............................................................................

Ο = ΟΜΙΚΡΟΝ > ΟΡΙΖΩ, ορισμένος χώρος, ενέργεια σε περιορισμένο χώρο, ΟΡΟΣ, ΟΡΙΟ.

Το 16ο γράμμα ΟΜΙΚΡΟΝ = 2293 > 16.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΚΥΚΛΟΣ.

Ενός χρόνου (1/4).

οἴγω / ὀείγω / οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) = ωθώ, σπρώχνω > αν-οίγω την πόρτα («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) < λεσβ. ὀείγω (< ὀFείγω), ομηρικό ὠίγννυτο (< ὀFιγνυται, ὠFίγνυτο).

...............................................................................

Το ελληνικό γράμμα π = περιφέρεια (κύκλου) δια την διάμετρο αυτού.

Στο ελληνικό αλφάβητο, το π είναι το 16ο γράμμα. Και στο αγγλικό.

Η εύρεση της ακριβούς τιμής του είναι αδύνατος,

διότι τα δεκαδικά ψηφία του συνεχίζονται επ' άπειρον.

Ο πρώτος που προσέγγισε τον υπολογισμό τού π σε θεωρητική βάση ήταν ο Έλλην μαθηματικός Αρχιμήδης, στις Συρακούσες. Το όνομα "σταθερά τού Αρχιμήδους", δόθηκε το 1706, μετά από πρόταση του Ουαλού μαθηματικού Ου. Τζόουνς (π > από την ελληνική λέξη «περιφέρεια»).

39 δεκαδικά ψηφία του π είναι αρκετά για να υπολογίσουμε την περιφέρεια του κύκλου το μέγεθος του γνωστού σύμπαντος, με ένα λάθος, όχι μεγαλύτερο από την ακτίνα ενός ατόμου υδρογόνου.

«Όλοι οι αριθμοί είναι ενδιαφέροντες, μερικοί όμως είναι πιο ενδιαφέροντες από τους άλλους, το δε π, είναι ο πιο ενδιαφέρων από όλους»
[Ί. Στιούαρτ, καθηγητής των Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο τού Warwick]

Το π είναι ταυτοχρόνως άρρητος και υπερβατικός αριθμός.

Άρρητος επειδή δεν μπορεί να εκφραστεί ως ο λόγος δύο ακεραίων αριθμών

(Γ. Λάμπερτ, 1761).

Υπερβατικός επειδή είναι μεν πραγματικός, αλλά όχι αλγεβρικός

(Φ. φον Λίντεμαν, 1882)

Αποτελεί απόδειξη ότι δεν μπορούμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο. 

Αεί (3 γράμματα) ο (1) Θεός (4) ο (1) Μέγας (5) γεωμετρεί (9), το (2) κύκλου (6) μήκος (5) ίνα (3) ορίση (5) διαμέτρω (8), παρήγαγεν (9) αριθμόν (7) απέραντον (9), και (3) όν (2), φεύ (3), ουδέποτε (8) όλον (4) θνητοί (6) θα (2) εύρωσι (6)

προκύπτει ο εξής αριθμός: 3,1415926535897932384626.

Πρόκειται για την φράση του Πλάτωνα ("Αεί ο Θεός ο Μέγας γεωμετρεί"), συμπληρωμένη στους νεώτερους χρόνους από τον καθηγητή Μαθηματικών Ν. Χατζηδάκι (1872-1942).

Συμβολίζει επίσης την πύλη,
στο λιμάνι των Συρακουσών, το οποίο ήταν η πύλη
για την Σικελία.

Π = ΠΙ > ΠΥΡ, ΠΥΛΗ (> πόρτα), ΠΕΡΑΣΜΑ.

Το 17ο γράμμα.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΓΡΑΜΜΟ, ΑΝΕΥ ΓΡΑΜΜΗΣ ΒΑΣΕΩΣ.

Τρίχρονο (3/4).

πω < ειπώ, λέγω.

πώ = (δωρ. τ.) επίρρ. = από πού; («πῶ τις ὄνον ὠνασεῖται;» — από πού θα αγοράσει κανείς όνο;, Σωφρ.)

        - πού;

        - «πῶ μάλα;» ή «πώμαλα»

        - πού επί τέλους; πού τέλος πάντων;

        - (χωρίς ερώτηση) καθόλου, με κανέναν τρόπο.

        - πω, Ιων. κω, εγκλιτ. μόριο = μέχρι αυτήν την στιγμή, ακόμη, σχεδόν πάντα με άρνηση με την οποία αποτελεί μια λέξη: οὔπω, μήπω·

        - μετά τον Όμηρο με ερωτήσεις που υπονοούν άρνηση, σε Σοφ., Θουκ.

...............................................................................

Ϙ ϙ (μεταγενέστερα Ϟ ϟ μόνον ως αριθμός) = κόππα ή ϙόππα = 90. Γράμμα των προγενέστερων ελληνικών αλφαβήτων (έως τον 6ο αι. π.Χ.).

Το 18ο γράμμα.
Δίχρονο (2/4).
[Το ευρίσκαμε στις λέξεις ΔΙQΕ (= δίκη > δίκιο), QΑΛΟΣ (καλός > αγγλ. quality, γαλλ. qualite, qualification, κλπ.), ΑΛQΙΒΙΑΔΕΣ (Αλκιβιάδης), ϘΑϘΟΣ (κακός > κακία), QΟΡΕ (κορFα > κόρη), ΛΕQΥΘΟΣ (λήκυθος), QΟΡΙΝΘΟΣ (Κόρινθος), κ.ά.]. Γνωστή η παροιμία "Οὐδὲ ϙόππα γιγνώσκων" λέγονταν "αυτός δεν ξέρει ούτε το κόπππα " = είναι εντελώς αδαής, αγράμματος.
...............................................................................

Ρ, R = ΡΟ, ΡΩ > ΡΟΗ, ρους, υπέρτατος φωτισμός, κίνηση.

Το 19ο γράμμα.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΚΑΘΕΤΟΣ, ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΤΡΙΓΩΝΟ

Τετράχρονο (4/4).

ρω, ρώννυμι, ρώσις = ἐνίσχυσις, ἐνδυνάμωσις, δυνάμωμα, θρέψις σώματος, παραθάρρυνσις, ἐμψύχωσις ἤθους - βλ. Θεοφρ. π. Ἀνέμων 23 Schneid. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11.97. Συλλ. Ἐπιγρ. 5100. Πλωτῖνος 284F > "ῥῶσιν εὔχεσθαί" να εύχεστε να έχετε ρώση > εύρωστος, άρρωστος, κλπ.

Fράω, Fρέω, ρείω > ροή, ρους, (θεά) Ρέα (με αναγραμματισμό ΗΡΑ, ΑΗΡ), ρύαξ, ρύσις, ρυτό, ρυθμός, κλπ. 

Fρ > βρ > βρύση, βρύα, αναβλύζω, κλπ.

Fρ > φρ > φρέαρ, φρύνος, κλπ.

ρ / λ = ρέω = λέω > ο λόγος ρέει. Λόγος = ροή λέξεων.

ῥᾴ = ραδίως, ευκόλως (εάν υπάρχει ροή), αιολ. βρᾷ ποταμός > Ρα / Rha (ο ποταμός Βόλγας) < ῥᾴδιος, ῥέᾰ, ῥεῖα = εὐκόλως, εὐχερῶς - Ἰλ. Ε. 304, Θ. 179, Ἰλ. Μ. 381, Ν. 144, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 5. > ρω < ρέω.

Τα 4 από τα 5 κοσμογονικά στοιχεία καταλήγουν σε ρ: Αήρ, Ύδωρ, Πυρ και Αιθήρ.

Ο Σωκράτης χαρακτηρίζει το ρω «το γράμμα που έλκει την ψυχή περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο». Θεωρεί, όπως και ο Ηράκλειτος, ότι το ρω είναι το γράμμα που προάγει την ροή. Έτσι οι λέξεις που το περιέχουν αποκτούν θετική σημασία - βλ. Πλάτωνος "Κρατύλος".

...............................................................................

Σ = ΣΙΓΜΑ > ΕΣΩ, εσωτερική θέαση, εσωσκόπηση / ενδοσκόπηση.

Το 20ό γράμμα.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΔΥΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ, ΠΟΥ ΕΝΩΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΓΩΝΙΑ.

Σ = Μ = W > C (= μηνοειδές σίγμα < Σελήνης)

Τετράχρονο (4/4).

σάω = κοσκινίζω, περνάω από κρησάρα > ῥίζα σήθω (δωρ. τ. σᾱθω = διαττάω).[30].

...............................................................................

Τ = ΤΑΥ > ΤΑΥΡΟΣ, ΤΑΞΗ, τακτοποίηση με κάτι στέρεο / στερεό, στερέωση.

Το 21ο γράμμα.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΜΙΑ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΓΡΑΜΜΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΘΕΤΟΣ.

Δίχρονο (2/4).

- ΤΑΥ- > ΤΑΥΡΟΣ, σύμβολο δύναμης, συγκεκριμένο σημείο στο πρόσωπο ανθρώπων και ζώων.        

        - ταγώ = είμαι ταγός - ρίζα ταγ- τάσσω (ταγή, τάγμα) ηγεμόνας, αρχηγός, ὁ διατάττων κυβερνῶν, κυβερνήτης, ἀρχηγός, ἡγεμών, ταγὸς μακάρων, ὁ Ζεύς[31]

        - (στην αρχ. Θεσσαλία)[32] ανώτατος πολιτικός ή στρατιωτικός ηγεμόνας, βασιλιάς, αρχηγός φρατρίας (> fraternity, κλπ.).

        - στον πληθ. οι ταγοί = το συμβούλιο των ηγετών.

Τ = 300 = ΣΠΑΘΙ = ΟΠΛΟΝ = όσοι οι Σπαρτιάτες στην μάχη των Θερμοπυλών, με Λεωνίδα!

...............................................................................

Τα τρία αλφαβητικά γράμματα ΙΥΙ,
θεωρούνται το πρώτο σύμβολο της Τριάδος.
Πρώτη εμφάνισή τους, με αυτήν την διάταξη,
πριν 40.000 χρόνια...

Υ = ΥΨΙΛΟΝ > ΥΨΟΣ, ΥΨΗΛΑ, πάρα πολλή ενέργεια, συσσωρευμένη δύναμη, (προ)ερχόμενη από υψηλά, εξ ουρανού.

Το 22ο γράμμα ΥΨΙΛΟΝ = 3577 > 22.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΜΙΑ ΚΑΘΕΤΟΣ ΥΠΟΔΕΧΕΤΑΙ / ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ.

Τρίχρονο (3/4).

ύω[33] = στέλνω βροχή, βρέχω, Ζεὺς ὗε, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ θεὸς ὕει, σε Ηρόδ.[34] -με αιτ. τόπου, ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην, για εφτά χρόνια δεν έβρεξε στην Θήρα, σε Ηρόδ.[35]

        - με σύστ. αντ., ὗσε χρυσόν, έβρεξε χρυσάφι.[36]

...............................................................................

Φ, + = ΦΙ > ΦΑΟΣ > ΦΩΣ, φανός, φάρος.

Ο σταυρός (και ηλιακό σύμβολο) είναι η προγονική μορφή του γράμματος Φ. ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΕΙΔΩΛΙΟ σταυρόσχημο από ΠΙΚΡΟΛΙΘΟ της 4ης χιλιετίας π.Χ.

Το 23ο γράμμα πρωτοεμφανίζεται στο ελληνικό αλφάβητο, τον 8ο αι. π.Χ. (740 π.Χ.) μαζί με το Χ και το Ψ - βλ. επιγραφή οινοχόη Διπύλου Κεραμεικού Αθηνών.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΚΥΚΛΟΣ ΠΟΥ ΤΕΜΝΕΤΑΙ απο ΚΑΘΕΤΟ, ΣΕ ΔΥΟ ΚΑΘΕΤΑ ΗΜΙΚΥΚΛΙΑ.

Πεντάχρονο (5/4).

Χρυσός αριθμός, χρυσή τομή, χρυσός λόγος
χρυσή μετριότητα, θεϊκή αναλογία, αριθμός φ

Στα μαθηματικά και την τέχνη, δύο ποσότητες έχουν την χρυσή τομή.
Κατά τον Ευκλείδη, άκρος και μέσος λόγος. Οι αρχαίοι Έλληνες μαθηματικοί πρώτοι τον μελέτησαν, γιατί εμφανιζόταν συχνά στην γεωμετρία. Η διαίρεση ενός τμήματος σε άκρο και μέσο λόγο / χρυσή τομή είναι σημαντική στην γεωμετρία των πενταγράμμων και πενταγώνων. Η αντίληψη αυτή αποδίδεται στον Πυθαγόρα και τους ακολούθους του. Λέγεται ότι διατυπώθηκε για πρώτη φορά από την πυθαγόρεια φιλόσοφο Θεανώ. [βλ. Osen L. M. "Women in Mathematics", MIT Press, 1975].
Στο πυθαγόρειο σύμβολο πεντάλφα, εμφανίζεται στις πλευρές τους αστεριού, καθώς και στο πηλίκον του εμβαδού του κανονικού πενταγώνου, με κορυφές τις άκρες της πεντάλφα, προς το εμβαδόν του κανονικού πενταγώνου, που σχηματίζεται εντός του αστεριού
Τα "Στοιχεία" του Ευκλείδη παρέχουν τον πρώτο γραπτό ορισμό της χρυσής τομής: "Μια ευθεία γραμμή λέγεται ότι έχει κοπεί σε άκρο και μέσο λόγο, όταν όλη η ευθεία είναι για το μεγαλύτερο κομμάτι ό,τι είναι το μεγαλύτερο κομμάτι για το μικρότερο". Σε όλα τα "Στοιχεία" αρκετές προτάσεις και οι αποδείξεις τους εμπεριέχουν τον χρυσό λόγο. 

Πλάτων: Ο θεός είναι ο κοινός μέσος ("Τίμαιος").

Η πρώτη γνωστή προσέγγιση του (αντίστροφου) χρυσού λόγου από δεκαδικό κλάσμα, ως περίπου 1,6180340, γράφτηκε το 1597 από τον Μ. Μάεστλιν (Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν) σε ένα γράμμα του προς τον πρώην φοιτητή του Γ. Κέπλερ, ο οποίος είπε ότι ο αριθμός φ "είναι η υπογραφή του Θεού σε κάθε δημιούργημά του".

Από τον 20ό αιώνα, η χρυσή τομή παριστάνεται με το ελληνικό γράμμα Φ / φ (< Φειδίας, ο οποίος πρώτος τον χρησιμοποίησε στα έργα του - πρόταση μαθηματικού M. Barr) - και πιο σπάνια από το γράμμα "τ" (< τομή).

Ρίζα ΦΑF > φάε (φάFε), φάος (φάFος), αἰολικ. φαῦος.

Ø ΦΑ(*) > φάσις, φάσμα, φαεινός, φαέθων

Ø ΦΑΙ > φαιδρός, φαίδιμος,

Ø ΦΑΚ > φαικάς, φαικός.

Ø ΦΑΛ > φαλός, φάλαρος, φαληριάω, φαλακρός, φάλιος,

Ø ΦΑΝ > φανῆναι (φαίνω) φανερός, φανός, φανή, παμφανόων, παμφαίνω. Οι ρίζες ΦΑ(*) και ΦΑΝ δηλοῦσι καὶ φῶς ἐξικνούμενον μέχρι τῆς διανοίας, > φάναι (φημί), φάσκω, φάσις, φάτις, φήμη, φωνή.

φάω = δίνω φως, λάμπω, φέγγω, φωτίζω (όπως φαίνω)[37].

...............................................................................

Χ = ΧΙ > ΧΟΥΣ, χοϊκά (χωμάτινα) στοιχεία, χθόνια, τα της γης, χώμα.

Το 24ο γράμμα πρωτοεμφανίζεται στο ελληνικό αλφάβητο, τον 8ο αι. π.Χ. (740 π.Χ.) μαζί με το Φ και το Ψ - βλ. επιγραφή οινοχόη Διπύλου Κεραμεικού Αθηνών. Άγνωστο γράμμα στην φοινικική γραφή.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΔΥΟ ΠΛΑΓΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΠΟΥ ΤΕΜΝΟΝΤΑΙ (> χιαστι).

Δίχρονο (2/4).

χώ = χώνω, καταχώνω.

χάω = χωρώ > χάος.

...............................................................................

Ψ = ΨΙ > ΨΥΧΗ, εσωτερικό πυρ, άγγιγμα ψυχής.

Το 25ο γράμμα πρωτοεμφανίζεται στο ελληνικό αλφάβητο, τον 8ο αι. π.Χ. (740 π.Χ.) μαζί με το Φ και το Ψ - βλ. επιγραφή οινοχόη Διπύλου Κεραμεικού Αθηνών. Άγνωστο γράμμα στην φοινικική γραφή.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΜΙΣΟ ΗΜΙΚΥΚΛΙΟ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΘΕΤΟΣ.

ΣΥΜΒΟΛΟ: Τρίαινα.

Τετράχρονο (4/4).

ψάω[38] = αγγίζω ελαφρά, ψαύω απαλά, τρίβω, κάνω κάτι λείο, ομαλό > καταψάω.

            - αμτβ., διαλύομαι σε σκόνη, εξαφανίζομαι, απομακρύνομαι, σε Σοφ.

...............................................................................

Ω = ΩΜΕΓΑ > ΩΚΕΑΝΟΣ, παν μέγα που πατά, εδράζεται επί της γης. Κάθαρσις, Αναγέννησις.

Το 26ο γράμμα

Το Ω αποδίδεται ως Ο (8ος αι. πΧ.) - επιγραφή οινοχόης Διπύλου.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΚΥΚΛΟΣ ΚΑΙ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΓΡΑΜΜΗ.

Δίχρονο (2/4).

ᾠόν, αιολ. ὤιον, δωρ. ὤεον, αργείοι ὤβεον και ὤFεον = το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα του ζώου, αυγό, σπέρμα, σπόρος (φυτών), είδος ποτηριού που χρησίμευε για αφαίμαξη (βεντούζα), με ωοειδές σχήμα, είδος αγγείου («Λύδια ᾠά», επιγρ.)

            - ωόν του Ορφέως (στην αρχ. φιλοσ.) = σύμβολο της γονιμοποιού αρχής της φύσης, της αναγέννησης.

            - ωόν όφεως / αυγό του φιδιού = απολίθωμα ωοειδούς σχήματος στο οποίο οι Δρυΐδες απέδιδαν θαυματουργικές ιδιότητες (στους ελληνικής κατυαγωγής Γαλάτες).

            - ωόν του Οσίριδος = θαυματουργό αυγό μέσα στο οποίο ο Όσιρις και η Σηθ είχαν κλείσει ο πρώτος 12 λευκές πυραμίδες, σύμβολο του καλού, και η δεύτερη 12 μαύρες πυραμίδες, σύμβολο του κακού (αιγυπτιακή μυθ.).

Η παροιμιώδης φράση «σιγά τα ωά» αρχικώς σήμαινε προσοχή στα αυγά, για όλους τους παραπάνω λόγους, αλλά ξέπεσε στα μεταχριστιανικά χρόνια,

ρίζα ōweyo- > ὤεον > ίσως και οἰωνός (< ὀFı-ωνός).[39].

..............................................................................

Ϡ, ϡ = σαμπί / σανπί - ωσάν πι. 

Το 27ο γράμμα

Αρχαϊκό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Χρησιμοποιείται πλέον, μόνον ως αριθμητικό σύμβολο Ϡ'= 900.

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΠΛΑΓΙΟ Πι.

Τρίχρονο (3/4).

Αξία-προφορά: σσ ή τσ.

Σε χρήση μόνο σε μερικές παραλλαγές του αλφαβήτου στην αρχαία Ιωνία (Μιλήτου, Εφέσου, Αλικαρνασσού, Κυζίκου).

Το βρίσκουμε στο αριθμητικό "τέσσαρα" / "τέτταρα", που σε ιωνικές επιγραφές εμφανίζεται ως "τέϡαρα".

...............................................................................

ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Το λεξικό των παραδόσεων των λαών του κόσμου». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.6.2010.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ & ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ:

Απολλόδωρος «Βιβλιοθήκη».

Αρβανιτόπουλος Απ. «Επιγραφική», 1937.

Ghibaudi Br. «Το αλφάβητο» περ. «Ιστορία Εικονογραφημένη», τ.26, Αύγουστος 1970.

Ηρόδοτος «Ιστορίες».

Ιάλυσσος «Το ελληνικό αλφάβητο και η μυστική προσευχή-επίκληση που υπάρχει μέσα του», περ. «Τρίτο Μάτι», τ. 66, Ιανουάριος 1998.

Κάλλιος «Γραμματική θεωρία».

Κατάλογος Εκθεσης Παρισιού «Naissance de l’ ecriture cuneiformes et hieroglyphes», 1982.

Κλέαρχος «Περί γρίφων».

Κουβαλάκης Π. Λ. «Έλληνας καθηγητής Μαθηματικών αποκρυπτογραφεί τη Γραμμική Α», περ. «Δαυλός», τ. 198, Ιούνιος 1998.

Λουκιανός «Δίκη Φωνηέντων».

Μυλωνάς Γ. «Πολύχρυσοι Μυκήναι», 1978.

Πλάτων «Κρατύλος».

ΣΟΥΔΑΣ «Λεξικόν».

Σταγειρίτης Α. «Ωγυγία».

Στάμου Αν. «Από την συλλαβική ελληνική γραφή εις το ελληνικόν αλφαβητικόν σύστημα», περ. «Δαυλός», τ. 198, Ιούνιος 1998.

Hooker «Εισαγωγή στη Γραμμική Β» (ΜΙΕΤ, 1994).

ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ:

Αντ. Αντωνάκος, Θεολ. Σημαιοφόρος, Ά. Τζιροπούλου-Ευσταθίου, Ηλ. Τσατσόμοιρος. Λεξ. L& S.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] σε Ομήρ. Ιλ. - Επικ. απαρ. ἄμεναι (συνηρ. αντί ἀέμεναι)· μέλ. -ἄσω, αόρ. αʹ υποτ. ἄσω, απαρ. ἆσαι - Μέσ., Επικ. γʹ ενικ. ἄᾰται· μέλ. ἄσομαι, αόρ. αʹ ἀσάμην· I. μτβ.,

[2] αμτβ., με γεν., χροὸς ἄμεναι, χροὸς ἆσαι, στο ίδ.· ομοίως στη Μέσ. ἄσεσθε κλαυθμοῖο ποτῆτος ἄσασθαι, στο ίδ.

[3] Φιλοξ. Gramm.223, cf. Sch. D.T.219.23, 364.32, Ετυμ. Gud.301.15, EM 244.6G.

[4] Όμηρ.

[5] I. Ιων. αντί ὧ, υποτ. αορ. βʹ του ἵημι. II. γεν. και αιτ. του ἕως.

[6] Ἐπ. ἠῶθι, δοτ. ἠοῖ, αἰτ. ἠῶ, ὡσαύτως ἠοῦν, Ἡδύλος παρ᾿ Ἀθην. 473Α, Ἀνθ. Π. 7. 472· οὐδέποτε ἐν χρήσει ἐν τοῖς ἀσυναιρέτ. τύποις, πλὴν ἐν Πινδ. Ν. 6. 88 (Ἀόος· τὰ χ/φα ἀοῦς)· -

[7] γεν. ἕω, αἰτιατ. ἕω,

[8] > aurora / ausosa, Ἀρχ. Νορβηγ. austr (Ἀγγλ. east, ἀνατολή), Ἀρχ. Γερμ. ôstan, Λιθ. auszra (aurora).)

[9] ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠὼς Ὁμ.· οὕτω παρὰ μεταγεν. Ἐπ., Ἡροδ., κλπ. (διαφαίνω, ἐπιλάμπω, ὑποφαίνω)· τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ὅσον τ᾿ ἐπικίδναται ἠὼς Ἰλ. Η. 451, κτλ.· - ἰδίως ἡ πρωία ὡς χρονικὸν μέρος τῆς ἡμέρας, ἀντίθ. μέσον ἦμαρ καὶ δείλη Ἰλ. Φ. 111, κλ.· γεν. ἠοῦς, κατὰ τὴν πρωίαν, ἐνωρίς, Θ. 470, 525· αἰτ. ἠῶ, τὴν πρωίαν, Ὀδ. Β. 434· στάντα πρὸς πρώτην ἕω Σοφ. Ο. Κ. 477· - ἐξ ἠοῦς μέχρι δείλης ὀψίης Ἡρόδ. 7. 167· ἠοῦν ἐξ ἠοῦς Ἡδύλος καὶ Ἀνθ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· - ἅμα ἠοῖ, μετὰ τῆς αὐγῆς, κατὰ τὴν αὐγήν, Ἡρόδ. 7. 219· Ἀττ. ἅμ᾿ ἕῳ ἢ ἅμα τῇ ἕῳ, Θουκ. 2. 90., 4. 72 - πρὸς τῆς ἕω ὁ αὐτ. 4. 31· Ἐπ. ἠῶθι πρὸ Ἰλ. Λ. 50, Ὀδ. Ε. 469, Ζ. 36· - ἐπὶ τὴν ἕω Θουκ. 2. 84· - εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω Ξεν. Ἀν. 1. 7, 1· ἐς ἀῶ, αὔριον, Θεόκρ. 18. 14. 2)

[10] Ἰλ. Α. 493, Ν. 794, Ω. 31, 413, 781, Ὀδ. Τ. 192· ἠὼς δέ μοί ἐστιν ἥδε δυωδεκάτη, ὅτε… Ἰλ. Φ. 80· ἐντεῦθεν, κατήϊεν ἐς δύσιν ἠὼς Μουσαῖ. 109· μεσάτη ἠὼς Ὀρφ. Ἀργ. 652· ἂν καὶ παρ᾿ Ὁμήρῳ οὐδέποτε ἔλαβεν ἐντελῶς τὴν σημασίαν τοῦ ἦμαρ· - μεταφ. ἀντὶ τοῦ ζωή, Κόϊντ. Σμ. 10. 431· φῶς λίπες ἠοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 6258. 3) ἐνίοτε ὡσαύτως, ἡ ἀνατολή, Ὅμ. (ἴδε ἐν λ. ἥλιος)· ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Ἡρόδ. 2. 8· τὰ πρὸς τὴν ἠῶ αὐτ.· τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ὁ αὐτ. 4. 40, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 760D, κτλ.· πρὸς ἕω τῆς πόλεως, τοῦ ποταμοῦ, πρὸς ἀνατολὰς τοῦ…, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 49, Πλούτ. ἐν Λουκούλλ. 27.

[11] Ἰλ. Λ. 1, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 158· - κατὰ τὸν Ἡσ. Θ. 372,

[12] > σανσκρ. dhâ, dhayâmi (bibo, lactco), dhàtri (nutrix), dhênus (vacca)· Λατ. fe-lare (θηλάζω), fi-lius (Ὀμβρ. fe-liu), καὶ ἴσως fe-mina· Γοτθ. daddjan (θηλάζειν)· Ἀρχ. Γερμ. tila (mamma)· ἴδε Κούρτ. ἀρ. 307).

[13] > σανσκρ. dhâv, dhâvâmi (curro). Τρέχω, ποσί, πόδεσσι θέειν Ὀδ. Θ. 247, Ἰλ. Ψ. 623· βῆ δὲ θέειν Ἰλ. Ρ. 698 (ἴδε βαίνω Α. Ι)· θέειν πεδίοιο, τρέχειν ἐν τῷ πεδίῳ, Χ. 23 ἄκρον ἐπ’ ἀνθερίκων καρπὸν θέον, ἔτρεχον ὑπεράνω τῶν σταχύων τοῦ σίτου, Υ. 227· ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς... θέεσκον αὐτόθι 229· θᾶττον θανάτου θεῖ ἡ πονηρία Πλάτ. Ἀπολ. 39 Α· ὁ βραδέως θέων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλ. 373Β· ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 423 Α· ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων, τρεχόντων ἐν Ὀλ. (ἐν τοῖς ἀγῶσι), ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 822Β. - ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα κατὰ μετοχ. μεθ’ ἑτέρου ῥήματος, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα Ἰλ. Ζ. 54, 394, κτλ.· ἷξε θέων, ἐπὶ ἐπιβάτου πλοίου, Ὀδ. Γ. 288· θέων Αἴαντα κάλεσσον, «φώναξε τρεχᾶτα τὸν...», Ἰλ. Μ. 343, κτλ. 2) περὶ τρίποδος μὲν ἔμελλον θεύσεσθαι, νὰ ἀγωνισθῶσι τρέχοντες διὰ..., Λ. 701· μεταφ. (πρβλ. τρέχω ΙΙ. 2), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος, ἔτρεχον διὰ τὴν ζωὴν τοῦ Ἕκτορος, Χ. 161· θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Ἡρόδ. 8. 140, 1· θ. περὶ τοῦ παντὸς δρόμον αὐτόθι 74· καὶ ἐλλειπτικῶς, τὸν περὶ ψυχῆς θ. Συνέσ., κλ.· περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Παυσ. 6. 18, 2, πρβλ. Valck. Ἡρόδ. 7. 57. 3) μεταφ. ὡσαύτως, θ. ἐς νόσους Πλάτ. Νόμ. 691C· θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου ὁ αὐτ. Πολ. 417Β· θέειν κίνδυνον Πλούτ. Φαβ. 26. ΙΙ. ἐπὶ ἄλλων εἰδῶν κινήσεως, ὡς, 1) ἐπὶ πτηνῶν, θεύσονται δρόμῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, πρβλ. Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18· - σημειωτέον ὅτι οὐδαμοῦ εὕρηται τὸ τρέχειν δρόμῳ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τρέχω· ἐπὶ πλοίων, ἡ δ’ ἔθεε κατὰ κῦμα Ἰλ. Α. 483, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29· ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἰλ. Σ. 601· ἐπὶ κυλινδουμένου λίθου, Ν. 141· ἐπὶ δίσκου, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός, τρέχων ἐλαφρῶς, ὑψηλὰ..., Ὀδ. Θ. 193.

[14] Ανθ. Π.

[15] Θω, θηλάζω· τοῦ ἐνεργ. εὑρίσκομεν μόνον ἀόρ. α΄ ἀπαρ. θῆσαι, θηλάζω, βυζαίνω, παρ’ Ἡσυχ.· ἀλλὰ τοῦ μέσ. ὁ Ὅμ. ἔχει ἀπαρ. ἐνεστ., ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι, παρέχουσι γάλα διὰ νὰ θηλάζῃ τις καθ’ ὅλον τὸ ἔτος, Ὀδ. Δ. 89· ἀόρ. α΄, θήσατο μαζόν, ἐθήλασεν, Ἰλ. Ω. 58, πρβλ. Καλλ. εἰς Δία 48· μετοχ. θησάμενος, θηλάσας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 236· - ἀλλά, ΙΙ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 123, Ἀπόλλωνα θήσατο μήτηρ, ἐπὶ μεταβατ. σημασ., ἡ μήτηρ ἐθήλασε τὸν Ἀπόλλωνα.

[16] (παρ’ Ἀττ. αἱ συλλαβαὶ εο, εου, εω δὲν συναιροῦνται)· Ἐπικ. ὑποτακτ. θέῃσι Ἰλ. Χ. 23· γ΄ ἐν. παρατ. ἔθει ἔτι καὶ ἐν Ὀδ. Μ. 407, ἔθεε παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λοβ. Φρύν. 221· Ἰων. παρατ. θέεσκον Ἰλ. Υ. 229: μέλλ. θεύσομαι Ὅμηρ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 485, Ὄρν. 205, (ἀντι-) Ἡρόδ. 5. 22, (μετα) Ξεν. Κυν. 6, 22· θεύσω μόνον ἐν Λυκόφρ. 119· - οἱ λοιποὶ χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τῶν ῥιζῶν τρεχ- καὶ δραμ-.

[17] πρβλ. κλαίω: παρατ. ἔκαιον Ὀδ. Ι. 553, Ἀρχ. Ἀττ. ἔκᾱον, Ἐπικ. καῖον Ἰλ. Φ. 343, Ὀδ. Φ. 176 (διάφ. γραφ. κῆον, κεῖον, ὡς κατακειέμεν ἀντὶ κατακαιέμεν Ἰλ. Ζ. 408)· ― μέλλ. καύσω Ξεν. Κύρ. 5. 4, 21, (ἐπι-) Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4, (κατα-) Ἀριστοφ. Λυσ. 1218· ὡσαύτως, καύσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 1054: ― ὁμαλ. ἀόρ. α΄ ἔκαυσα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1088, Θουκ. 7. 80 (δίς), Πλάτ. κλ.· τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ὁμ. ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ ἔκηα καὶ ἔκεια (ὧν ὁ πρῶτος τύπος προτιμᾶται ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν, ἴδε Spitzn. Excurs. xv ad IΙ., La Roche Text-Kritik, σ. 298), ἔκηα Ἰλ. Α. 40, κτλ., Ἐπικ. κῆεν Φ. 349: προστ. κῆον Ὀδ. Φ. 176· α΄ πληθ. ὑποτ. κήομεν Ἰλ. Ζ. 377, 396· εὐκτ. κήαι, κήαιεν, Φ. 336, Ω. 38· ἀπαρ. κῆαι Ὀδ. Ο. 97· μέσ.: ― κήαντο, κηάμενοι Ἰλ. Ι. 88, 234· κηάμενος Ὀδ. Π. 2, Ψ. 51· οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἔχουσι καὶ μετοχ. κέας, κέαντες, Αἰσχύλ. Ἀγ. 849, Σοφ. Ἠλ. 757· ἐκκέας Εὐρ. Ρῆσ. 97, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1133: ― πρκμ. κέκαυκα (κατα-, προσ-) Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 37, Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. ― Μέσ., ἀόρ. α΄ ἐκαυσάμην (ἀν-) Ἡρόδ. 1. 202., 8. 19· Ἐπικ. κήαντο Ἰλ. Ι. 88: ― Παθ., μέλ. καυθήσομαι Ἱππ. 586. 12, (κατα-, ἐκ-) Ἀριστοφ. Νεφ. 1505, Πλάτ.· μεταγεν. κᾰήσομαι Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. γ΄ 15, Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 507: ― ἀόρ. ἐκαύθην Ἱππ. 1120Ε, (κατ-) Ἡρόδ., Θουκ.· Ἐπικ. ἐκάην ᾰ Ἰλ. Ι. 212, Ὀδ. Μ. 13, (κατ-) Ἡρόδ., ἀπαρ. καήμεναι Ἰλ. Ψ. 280: ― πρκμ. κέκαυμαι Εὐρ. Κύκλ. 457, Θουκ., κλ., ἀπαρ. κεκαῦσθαι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 5. (Τὸ ι ἐν τῷ καίῳ ἀντικατέστησε τὸ ϝ (ἴδε ἐν λ. κλαίω) τῆς √ΚΑΥ ἢ ΚΑϜ, ὅπερ ἀναφαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καύσω, ἐν τῇ λέξει καῦμα, κτλ.· πρβλ. Γοτθ. hai-s (λαμπάς), hau-ri (ἄνθραξ), hei-to (πυρετός)· Ἀρχ. Σκανδιν. hi-ti, Ἀγγλο-Σαξον. hœ-tu (Ἀγγλ. heat),κτλ· ἀλλ’ ὁ Κούρτ. δὲν παραδέχεται σχέσιν πρὸς τὸ Σανσκρ. ←ush (siccescere),) Ι. ἀνάπτω, πυρὰ πολλὰ Ἰλ. Ι. 77· πῦρ κήαντες Ὀδ. Ι. 231· πῦρ κῆαι Ο. 97, κτλ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πῦρ κήαντο, Ἰλ. Ι. 88, πρβλ. 234, Ὀδ. Π. 2: - Παθ., καίομαι, πυραὶ νεκύων καίοντο Ἰλ. Α. 52· θεείου καιομένοιο Θ. 135· καιομένοιο πυρὸς Τ. 376, κτλ.· οὕτως, Ἡρόδ. 1. 86, Ἀριστοφ. Σφ. 1372, κτλ.. φῶς πυρὸς καιόμενον Πλάτ. 514Β· αἱ φλόγες αἱ καιόμεναι... περὶ τὸν οὐρανόν, τὰ ἀναφλεγόμενα μετέωρα, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 1· ἐπὶ μεταλλούχου οὐσίας, τήκομαι, χωνεύομαι, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 24.

[18] σε Ομήρ. Ιλ.· πῦρ κῆαι, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., πῦρ κήαντο, τους άναψαν φωτιά, σε Όμηρ. — Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. σε Όμηρ. 2. σε Ηρόδ.· Βιργ., σε Ξεν.

[19] Θουκ.· Πίνδ. κλπ. Ξεν. IV. Πλάτ.

[20] νεκροὺς Ἰλ. Φ. 343· δένδρεα, ὕλην αὐτόθι 357, κτλ. - Παθ., νηυσὶν καιομένῃσιν Ἰλ. Ι. 602. 2) καίω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἡρόδ. 3. 104, Πλάτ. Κρατ. 413Β· χείμαρρος ἡελίῳ κεκαυμένος, ἀπεξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ἀνθ. Π. 9. 277. 3) ἐπὶ μεγάλου, δεινοῦ ψύχους ὡς καὶ νῦν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου penetrabile frigus adurit) ἡ χιὼν καίει τῶν κυνῶν τὰς ῥῖνας Ξεν. Κυν. 8, 2, πρβλ. 6, 26· καίειν λέγεται... τὸ ψυχρόν, οὐχ ὡς τὸ θερμόν, κτλ., Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 5. 4) Παθ., ἐπὶ τῆς θέρμης τοῦ πυρετοῦ», ὡς τὸ Λατ. uri, φλέγομαι, καταξηραίνομαι, «στεγνώνω», τὰ ἐντὸς ἐκάετο Θουκ. 2. 49· μεταφ., ἐπὶ πάθους, ἰδίως ἐρωτικοῦ, ἐν φρασὶ καιομέναν Πινδ. Π. 4. 390· κάομαι τὴν καρδίαν Ἀριστοφ. Λυσ. 8· καομένη Ἑλλάς, εὑρισκομένη ἐν καταστάσει ἐξάψεως, ἐρεθισμοῦ, Λυσίας 914. 22· ἔρως... ὕβρει καόμενος Πλάτ. Νόμ. 783Α· καίεσθαί τινος ἔρωτι Ἑρμησιάναξ 5. 37, πρβλ. Παρθέν. 14.

[21] Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 15., 6. 5, 27. IV. ἐπὶ χειρουργοῦ, καυτηριάζω, τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787· ἐν τῷ Παθ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1258· ἀπολ., τέμνω καὶ κάω, κάμνω ἐγχείρησιν καὶ καυτηρίασιν, Πλάτ. Γοργ. 480C, 521Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 18, κτλ.· σπανίως ἀντιστρόφως, κέαντες ἢ τεμόντες, ἀλλ’ οὕτω σημαίνει: ποιήσαντες ἤτοι τὸ ἓν ἢ τὸ ἄλλο, οὐχὶ δὲ ἀμφότερα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 849· ἴδε ἐν λ. τέμνω Ι. 5. V. καίω ἢ «ψήνω» (ἐν καμίνῳ) πήλινα σκεύη, ἔκαεν οἴνου κανθάρους, «ἔψηνε κρασοπότηρα», Φρύν. Κωμ. ἐν «Κωμασταῖς» 1.

[22] αρχ. ινδ. lasati = λάμπω.

[23] με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· ὀξὺλάων, γρήγορος στη ματιά, σε Ομηρ. Ύμν.

[24] τὸ ἐνεργ. εὕρηται μόνον ἐν τῷ πρκμ. μέμαα μετὰ σημασ. ἐνεστ., ἀλλὰ καὶ οὗτος ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. (ἐν Θεοκρ. 25. 64· ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ μεμόνει ἀντὶ μέμαεν), ἀντὶ δὲ τοῦ ἑνικ. παραλαμβάνεται τὸ μέμονα, ας, ε· γ΄ πληθ. μεμάᾱσι Ἰλ. Κ. 208. 236, κ. ἀλλ· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τοῖς προηγουμένοις τύποις, β΄ δυϊκ. μέμᾰτον Θ. 413, α΄ πληθ. μέμᾰμεν Ι. 641, β΄ πληθ. μέμᾰτε Η. 160, γ΄ ἑν. προστακτ. μεμάτω Υ. 355· γ΄ πληθ. ὑπερσ. μέμᾰσαν Ν. 337· ἀλλὰ συχνότατα μετοχ. μεμᾰὼς (μεμᾱὼς μόνον ἐν Ἰλ. Π. 734)· ὅπερ (παρ’ Ὁμ.) διατηρεῖ τὸ ω ἐν ταῖς λοιπαῖς πτώσεσι, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, πλὴν ἐν Ἰλ. Β. 818., Ν. 197, ἔνθα ἔχομεν μεμαότες, μεμαότε [μετὰ ᾱ χάριν τοῦ μέτρου]· θηλ. μεμᾰυῖα, πρβλ. βεβαώς, γεγαώς. Θερμῶς ἐπιθυμῶ, ποθῶ, σπεύδω, συχνὸν παρ’ Ὁμ. - Συντάσσεται: κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ. ἢ ἀορ., Ὅμ., Πινδ. Ν. 1. 64· σπανιώτερον μετὰ μέλλ., μεμαῶτες... θώρηκας ῥήξειν Ἰλ. Β. 543· ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες Ὀδ. Ω. 395· ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπαρ. ὡσαύτως παραλείπεται, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοὶ (ἐξυπ. ἕταροί σοι γενέσθαι) Ἰλ. Κ. 236· - συχν. ὡσαύτως μετὰ γεν., πρόθυμος διά τι, μεμαυῖ’ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Ε. 732· μεμαῶτε... θουρίδος ἀλκῆς Ν. 197· - συχνάκις ὡσαύτως μετ’ ἐπιρρ., πῇ μέματον; ποῦ σπεύδετε; Θ. 413· πρόσσω μεμαυῖαι, σπεύδουσαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Λ. 615· ἀντικρὺ μεμαὼς Ν. 187· ἰθὺς μεμαῶτι Χ. 284· οὕτω μετὰ δοτικῆς ὀργάνου, μεμαότες ἐγχείῃσι Β. 818· καὶ ἀπολ., πρὸς δήλωσιν ὁρμητικῆς, ταχείας ἐνεργείας, βῇ ῥ’ ἀν’ ὁδὸν μεμαὼς ἔβη, μετὰ σπουδῆς, Κ. 339, πρβλ. Λ. 239 ἆλτ’ ἐπὶ οἱ μεμαὼς Φ. 174, πρβλ. Χ. 326· μεμαὼς πόλιν ἐξαπαλάξαι τὴν ἐθέλω Δ. 40· οὕτως, ἐν πέτρᾳ μεμαώς, ἐπὶ ἁλιέως, καραδοκῶν, Θεόκρ. 21. 52· πρβλ. ἐμμεμαώς. 2) ἔχω διάθεσιν ἢ κλίσιν νὰ κάμω τι, ἔχω σκοπόν..., ἢ μεμάασιν αὖθι μένειν Ἰλ. Κ. 208· εἰ γὰρ δὴ μέματον... καταδῦναι αὐτόθι 433· μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ’ ἔμεναι καὶ φίλτατοι..., Ι. 641. - Πρβλ. μέμονα. II. Μέσ., μάομαι Σαπφὼ 115 Ahr.· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τοῖς Δωρ. συνῃρ. τύποις, γ΄ ἑνικ. μῶται Ἐπίχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 3· μῶνται Εὐφορίων αὐτόθι· προστ. μῶσο Ἐπίχ. 121, πρβλ. Ahrens D. Dor. σ. 349· εὐκτ. μῷτο Διωτογ. παρὰ Στοβ. τ. 5. 69· ἀπαρ. μῶσθαι Θέογν. 769, Πλάτ. Κρατ. 406Α· ἀόρ. μώσατο Ἡσύχ. (πρβλ. μοῦσα)· μετοχ. μώμενος Αἰσχύλ. Χο. 45, 441, Σοφ. Τρ. 1136, Ο. Κ. 836· - ἐπιζητῶ τι, ἀπλήστως ἐπιθυμῶ, ἐποφθαλμιῶ, μετ’ αἰτ., Σαπφώ, Θέογν., κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἢ ἀπολ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Ἡ √ΜΑ διακλαδοῦται εἰς μεγάλην ποικιλίαν ἐννοιῶν, αἵτινες πᾶσαι δύνανται νὰ ταξινομηθῶσιν ὑπὸ τρεῖς κυρίως διαιρέσεις.

[25] - Ἐπὶ τῶν σημασιῶν (1) ἢ (2), αἱ συγγενεύουσαι γλῶσσαι παρέχουσι μόνον: Σασκρ. man-yus (μένος), Ἀγγλο-Σαξον. myn, Ἀρχ. Γερμ. minn-ia, minna (amor). Ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. (3), πὰ παραδείγματα εἶναι πολλά, Σανσκρ. man, man-yê (puto, cogito)· man-as (mens, voluntas, opinio), mat-is (opinio, propositum), mna, man-âmi (diligenter lego)· Λατ. man-eo, me-min-i, re-mi-ni-scor, men-s, men-tior, mon-eo, κτλΓοτθ. muns (νόημα), ga-min-thi (μνείαἈρχ. Σκανδιν. munr (mens)· Ἀρχ. Γερμ. man-n (mon-eo, Γερμ. mahn-en), mein-a (mein-ung)· Λιθ. at-men-u (memoria)· Σλαυ. min-eti (cogitare)· κτλ.)

[26] > σανσκρ. snû, snâu-mi (fluo, mano), snav-as (stillatio), snu-tas (stillans).

[27] ὄφρἂν ὕδωρ τε νάει Ἐπίγραμμ. ἐν Πλάτ. Φαίδρῳ 267D· ὕδατι νᾶε Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1146· νᾶεν φόνῳ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 224. - Παθ., ποτίζομαι, νᾱομένοισι τόποις Νικ. Ἀποσπ. 2. 58. [ᾰ παρὉμἀλλὰ ᾱ ἐν ἄρσει παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ἴδε ἀνωτπερὶ τοῦ ἐν Ὀδ. Ι. 222 ἴδε ναίω Β].

[28] παρατ. ἔξεον, αόρ. αʹ ἔξεσα, Επικ. ξέσσα - Παθ., παρακ. ἔξεσμαι·

[29] Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ἀείποτε ἐπὶ ξύλου, ξέσσε δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ σταθμὴν ἴθυνεν Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341., Φ. 44· λέχος ἔξεον, ὄφρ’ ἐτέλεσσα Ψ. 199· μετέπειτα ἐπὶ γλύπτου, Σιμων. (;) 186· οἱ ξέοντες Πλάτ. Θεάγ. 124Β· στήμων ἐξεσμένος, καλῶς τεταμένος, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ξύω, ἑπομένως ἐρεθίζω, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9. Συγγενὲς τῷ ξύω, ὅπερ εἶναι τὸ αὐτὸ κατὰ σημασίαν. Ἐκ. τοῦ ξέω παράγονται τὰ ξόανον, ξοΐς, -ξόος (ἐν τῷ κεραοξόος κτλ.)· ἐκ δὲ τοῦ ξύω παράγονται τὰ ξυρόν, ξυστός, ξύστρα, ξύσις, ξύσμα, κτλ.· > σανσκρ. kshu-ras (ξυρόν, ξυράφιον), Ἀρχ. Γερμ. sche-ran (κείρω), κτλ.· - ἴσως τὸ Λατ. scabo, Ἀγγλ. shave, ξυρίζω, εἶναι συγγενές, ὡς καὶ τὰ scalpo, sculpo, καὶ Ἑλλ. ξαίνω, ξίφος (ὃ ἴδε)· - ὁ Aufrecht. παραβάλλει ὡσαύτως τὸ ἐν ταῖς Βέδαις Kshnu (ἀκονῶ).

[30] σε γʹ πληθ. σῶσι, ἀόρ. μετοχ. σήσας Ἱππ. 614. 53. - Παθητ., ἀόρ. ἐσήσθην ἢ ἐσήθην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, καὶ μηνομνεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· πρκμ. σέσησμαι ἢ σέσησμαι Ἱππ. 491. 1., 533.44. Ηρόδ.· -προστ. Μέσ. ενεστ. του σαόω. -Επικ., γʹ ενικ. Ενεργ. Παρατ.

[31] Αἰσχύλ. Πρ. 96., Ομ., τραγική ποίηση, θεσσαλικές και δελφικές επιγραφές. «ταγοὶ Περσῶν» ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 23 νεῶν, «ναῶν ταγοὶ» αὐτόθι 324, 480, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1057. Εὐρ. Ι. Α. 269.

[32] Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 6., 4. 28, Ἰλ. Ψ. 160.

[33] ὕω: [ῡ], μέλ. -ὕσω [ῡ], αόρ. αʹ ὗσα — Παθ., αόρ. αʹ ὕσθην, παρακ. ὗσμαι.

[34] έπειτα, η ονομ. παραλείπεται, το ὕειχρησιμ. ως απρόσ., όπως το Λατ. pluit, βρέχει, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· ὕοντος, όταν βρέχει, σε Αριστοφ.· ὕοντος πολλῷ, καθώς έβρεχε πολύ, καταρρακτωδώς, σε Ξεν.

[35] απ' όπου, σε Παθ., με Μέσ. μέλ., βρέχομαι, σε Ομήρ. Οδ.· ὕσθησαν αἱ Θῆβαι, βράχηκαν οι Θήβες, δηλ. ἔβρεξε εκεί, σε Ηρόδ.· ἡχώρη ὕεται, δηλ. βρέχει στη χώρα, στον ιδ.

[36] σε Πίνδ.· καινὸν ἀεὶ Ζεὺς ὕει ὕδωρ, σε Αριστοφ.

[37] Επικ. γʹ ενικ. προστ. φάε - σε Ομήρ. Οδ.

φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠὼς Ὀδ. Ξ. 502· χηλαὶ λεπτὰ φάουσαι Ἄρατ. 607· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει μετοχ. φῶντα = λάμποντα, καὶ Ἐπικ. ἀόρ. βϳ πέφη = ἐφάνη· ― περὶ τῶν τύπων πεφήσομαι, πεφασμένος, ἴδε ἐν λ. φαίνω > φαυοφόρος, φαύω, φαῦσις, φαυσίμβροτος, πιφαύσκω, φέγγος· > φῶς ὁρώμενον ὑπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ. > σανσκρ. bhâ, bhâ-mi (splendeo), bhâ-mas, bhâ-nus (lumen), bhâ-s (luceo), bhâ-sh, bha- n. (loqui), λατ. fa-ri, fa-tum, fa-ma, fa-s, fa-bula > σλαυ. ba-jati (fabulari), ba-snï (fabula).

[38] [ᾱ], ψῇς, ψῇ (όχι ψᾷς, ψᾷ), απαρ. ψῆν, παρατατ. συνηρ. ἔψην, μέλ. ψήσω, αόρ. αʹ ἔψησα.

[39] > ōwo- > λατ. ōvum > ōwyo-, ōyo- σλαβ. σερβ. jaje, αρχ. σλαβ. ajĭce, αρμ. ju, αρχ. ανωγερμ. ei, αρχ. ισλδ. Egg, κλπ.

ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΑ των ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ Λεκακης ΕΝΝΟΙΑ εννοιες ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΛΦΑΒΗΤΟΣ ελληνικο ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ αλφαβητου κρονος στιζω > στιγμα = σημαδι, πυρακτωμενη βελονα εργαλειο οξεια αποληξη, σημαδεμα - Ηροδοτος στιγματισμος στιγματηφορεω στιγματηφορω σημαδια - Λουκιανος στιγματηφορος στιγματα, διαστικτος στιγματιας, ιωνικα στιγματιης σημαδεμενος αναγνωριση κακοποιος, φυγας σκλαβος, τιμωρια Ξενοφων δερματοστιξια (τατουαζ), κεντημα αιχμη οξυ σημειον Αριστοτελης κεφαλη Πολυαινος ανεξιτηλον ανεξιτηλο καυτηριασμος ιρο ιερο υπηρεσια ναος δρεπανο δουλος δρεπανι Πλατων δερμα δρακος, ερμανν. στιγμες στιγμαι κυανουν νωτα κυανο χρωμα σαμπι / σανπι αρχαικο αριθμητικο συμβολο αριθμος αριθμοι κοππα 6ος αιωνας πΧ ΔΙQΕ δικη, QΑΛΟΣ καλος, ΑΛQΙΒΙΑΔΕΣ Αλκιβιαδης, ϘΑϘΟΣ κακος, QΟΡΕ κορη, κορε ΛΕQΥΘΟΣ ληκυθος, λεκυθος QΟΡΙΝΘΟΣ Κορινθος παροιμια Ουδς ϙοππα γιγνωσκων αδαης αγραμματος παραλλαγες αρχαια Ιωνια Μιλητος, Εφεσος Αλικαρνασσος, Κυζικος αριθμητικο τεσσαρα τετταρ ιωνικη επιγραφη παραλλαγη γραμμα Θ επιγραφη χαλκιδικος αμφορεα 6ος αιωνας 550 πΧ ελληνικο γραμματα πι, συμβολο πυλη, λιμανι Συρακουσες Σικελια Γυναικα προσευχη χερια σταση προσευχης κεφαλι W, προσωπο σχημα υψιλον μινωικο ειδωλιο Γαζι Ηρακλειου Κρητης απριλιος 1936 περιοχη Μπαιρια, Ηρακλειο αμπελι χωριο Κρουσωνας Μινωικη εποχη υπομινωικη Μαρινατος Αι Μινωικαι θεαι μινωικες θεες Αρχαιολογικη εφημερις εν Αθηναις Εταιρεια 1937 ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΕΙΔΩΛΙΟ σταυροσχημο ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ 4η χιλιετια πΧ σταυρος ηλιακο συμβολο ψισχημο κυκλαδικα ειδωλια δεηση δεησης δεησεως επιγραφη Δισπηλιο Καστοριας, καστορια 7.500 χρονια πριν αλφαβητικα ελληνικα γραμματα μακεδονια μακεδονιας π = περιφερεια κυκλου 16 16ο γραμμα αγγλικο τιμη αδυνατος, αδυνατο αδυνατον δεκαδικα ψηφια απειρον απειρο υπολογισμος ελλην ελληνας μαθηματικος Αρχιμηδης, Συρακουσες σικελια ασταθερα του Αρχιμηδους, Αρχιμηδη 18ος αιωνας μΧ 1706, Ουαλος μαθηματικος Τζοουνς ελληνικη λεξη δεκαδικο ψηφιο κυκλος μεγεθος συμπαν λαθος, ακτνα ατομο υδρογονου υδρογονο αριθμοι Στιουαρτ, καθηγητης Μαθηματικων μαθηματικα αρρητος υπερβατικος αριθμος αρρητοι λογος ακεραιος Λαμπερτ, 1761 αλγεβρικος αλγεβρα Λιντεμαν, 19ος 1882 τετραγωνισμος τετραγωνοΑει Θεος Μεγας γεωμετρει το κυκλου μηκος ινα οριση διαμετρω παρηγαγεν αριθμον απεραντον και ον φευ ουδεποτε ολον θνητοι θα ευρωσι3,14 3,1415926535897932384626 φραση Πλατωνα Πλατωνας Πλατων γεωμετρια Χατζηδακις ελληνικη γλωσσα επτα 7 φωνηεντα φωνηεν εφτα φωνη παιδικο σχολικο τραγουδακι τραγουδι παιδι Δημοτικο Σχολειο δυνατο ελληνικα προταση ΗΑ Η ΗΩ, Ω ΥΙΕ, ΑΕΙ ΕΙ ΗΩΣ / ΑΥΓΗ, υιος ΓΙΕ ΜΟΥ ευχη Εμπεδοκλης πεζο θ συμβολο γωνια Μαθηματικα κεφαλαιο συμβολισμος συναρτηση βηματος πυθαγορειο συμβολα πενταλφα, πλευρα αστερι πηλικον πηλικο εμβαδον κανονικο πενταγωνο Στοιχεια Ευκλειδη πρωτος γραπτος ορισμος χρυση τομη ευθεια γραμμη ακρος μεσος λογος, προταση αποδειξη χρυσος λογος δεκαδικο κλασμα, 0,618 1597 Μαεστλιν Πανεπιστημιο Τυμπιγκεν φοιτητης Κεπλερ 20ος αιωνας μχ ελληνικο γραμμα Φ / φ Φειδιας, εργα εργο μαθηματικος μπαρ μπαρρ Barr αριθμος, χρυση μετριοτητα, θεικη αναλογια, αριθμοι τεχνη, ποσοτητα Ευκλειδης, αρχαιοι ελληνες μαθηματικοι γεωμετρια διαιρεση τμημα πενταγραμμο πενταγωνο Πυθαγορας πυθαγορειοι πρωτη φορα πυθαγορεια φιλοσοφος Θεανω γυναικες γυναικα Πλατων Πλατωνας θεος κοινος μεσος Τιμαιος 8ος αιωνας 775 πΧ ΕΥΛΙΝ, ΕΥΝΙΝ, ΕΥΟΙΝ ευνη ευοι οστερια ντελ οσα Osteria del Osa, Ρωμη αγγειο νεκροταφειο διαμετρος αρχαιο σαν αξια καταργηση Θηρα σαντορινη αρχαικη γραφη επιτυμβια πλακα ΚΗ Χ Μ Σ ονομα ΡΕΚΜΑΝΟΡ Ρηξανωρ, ΑΡΚΗΑΓΕΤΑΜ Αρχαγετας, Αρχαγετης, ΠΡΟΚΛΗΜ Προκλης, ΚΛΕΑΓΟΡΑΜ Κλεαγορας, ΠΕΡΑΙΕΥΜ Περαιευς Περαιας Αθηναι αθηνα εδοξεν τη Βουλη και τω Δημω επιγραφη, υιοθετηση κλασσικο Ιωνικο 5ος αιωνας 403 πΧ ΕΔΟΧΣΕΝ ΤΕΙ ΒΟΛΕΙ ΚΑΙ ΤΟΙ ΔΕΜΟΙ δεμος τρια γραμματα ΙΥΙ, IYI πρωτο συμβολο Τριαδα τριας πρωτη εμφανιση διαταξη, πριν 40.000 χρονια τριαινα λατινικο γραφημα χαλκιδικο συμβολισμος δεκα 10 αρχαιοτερο ελληνικο συστημα αριθμησης ακροφωνικο αριθμηση ΔΕΛΦΟΙ συνενωση αντιθετα ΕΓΩ Αρχαιοελληνικο κλειδα, μυηση ανθρωπος φως Ναος του Απολλωνος απολλωνα λατρεια θεος Ηλιος - Απολλωνας απολλων τρις ξυλο, χαλκος, χρυσος κορυφη αετωμα κεντρικη ανατολικη πυλη ΓΝΩΘΙ ΣΕΑΥΤΟΝ ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ φρασεις επτα 7 σοφοι εφτα τριαδικοτητα τρεις παραλληλη γραμμη 5 πεντε κοσμογονικα στοιχεια Γη, Αερας, αηρ Νερο, υδωρ Πυρ Αιθηρ πεμπτουσια Μοναδικη Πλουταρχος Περι του Ει εν Δελφοις δασκαλος Αμμωνιος Προσφωνηση εκπληξη σεβασμος Θεος ΕΙ εισαι υπαρχω μονο σιγουρο, υπαρξη αιωνια Μακεδονες Μακεδονια ΣΠΑΘΙ = ΟΠΛΟ Σπαρτιατες μαχη των Θερμοπυλων, Λεωνιδας Σπαρτη Θερμοπυλες αριθμος 100 πρωτο εκατο - ΗΕΚΑΤΟΝ > εκατον δασεια Λακεδαιμονιοι, δαιμονας μηνοειδες μηνη Σεληνη αχαια

Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ